Σάββατο 27 Μαΐου 2023

Το πρώτο δρομολόγιο λεωφορείου στο Πλατανοχώρι (διήγημα)

 


 Σύντομος πρόλογος

     Αν και το «Πλατανοχώρι» μπορεί να είναι ένα φανταστικό ορεινό χωριό, η ιστορία δεν είναι φανταστική. Η ανάγκη και η λαχτάρα των απλοϊκών ανθρώπων κάθε απομακρυσμένου από τα αστικά κέντρα χωριού, έγινε δύναμη για την διεκδίκηση των αυτονόητων, που σήμερα μπορεί να μοιάζουν με «παραμύθια της γιαγιάς» σε νεότερους και περισσότερο σε πολύ νεότερους ή ιστορίες κάμποσων αιώνων πριν. Όμως, δεν απέχουν αιώνες, αλλά μόλις λίγες δεκαετίες από το σήμερα, αφού και οι ηλικίες των σημερινών εξηντάρηδων, ακόμα και μικρότερων, τις θυμούνται πολύ καλά, γιατί τις βίωσαν. Μεγάλες, αφάνταστες, οι ταλαιπωρίες για ένα ταξίδι, όχι μόνο σε κάποια πόλη, αλλά και σε κάποιο κοντινό χωριό. Οι άσχημες καιρικές συνθήκες έκαναν κι αυτές συχνά την εμφάνισή τους, επιτείνοντας τα προβλήματα.
     Η διήγηση της πρώτης/μιας πρώτης άφιξης του λεωφορείου της εποχής σε καθένα από αυτά τα χωριά, μπορεί να είναι ίδια, μπορεί παρόμοια ή κάπως παρόμοια. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι από τις καταγραφές και τα ακούσματα που δεν πρέπει να καταπιεί η λήθη. Στην περιοχή των Καλαβρύτων, όπως και σε όλη την Ελλάδα η εικόνα ήταν γνώριμη, ενώ κάποια μικρότερα και ίσως πιο απομακρυσμένα χωριά δεν είδαν και δεν θα δουν ποτέ συγκοινωνιακά μέσα να περνούν μπροστά από τα σπίτια τους και να φτάνουν ως εκεί.
*** 
     Τον έτρωγαν οι σκέψεις αρχές της δεκαετίας του 1960 τον κυρ-Χαράλαμπο, κοινοτάρχη του πανέμορφου ελατόφυτου Πλατανοχωρίου, που έβλεπε το λεωφορείο να πηγαίνει κάθε βράδυ στο κοντινό κεφαλοχώρι και το δικό του να μένει μακριά από τον πολιτισμό και την εξυπηρέτηση των ανθρώπων του. Οι Πλατανοχωρίτες κατέβαιναν στη δημοσιά, περισσότερο από μία ώρα μακριά από το χωριό τους για να ταξιδέψουν, με τις αποσκευές τους στα χέρια και στον ώμο, ενώ οι πιο τυχεροί με τα ζώα και τη συνοδεία συγγενών τους. Στην επιστροφή τους ίδια η εικόνα: Συγγενείς με τα ζώα τους περίμεναν ή κάποιοι τυχεροί και περισσότερο «εύποροι» πλήρωναν αγωγιάτες για την εξυπηρέτησή τους.
     Νύχτες και νύχτες έμενε ξάγρυπνος ο κυρ-Χαράλαμπος, παρέα μ’ αυτές του τις σκέψεις, για να μπορέσει να δώσει λύση στο θέμα. Καθημερινά, άλλωστε, δεχόταν τις διαμαρτυρίες για διάφορα θέματα, αλλά και για να φτάσει το λεωφορείο στο Πλατανοχώρι. Ο δρόμος από τη δημοσιά ως το κέντρο του χωριού τους ήταν σε κακό χάλι. Ακόμα και τα ζώα σκόνταφταν στις πέτρες και στις λακκούβες. Βροχές, καταιγίδες, χιόνια, χαλάζια, λάσπες, νερά, κατεβασμένα ρέματα, μικρές ή μεγαλύτερες κατολισθήσεις, τσουχτερό κρύο και μεγάλες ζέστες, μόνιμα εμπόδια κι αυτά, που επιδείνωναν κατά πολύ την κατάσταση. Κλώνοι δέντρων έπρεπε να κοπούν, αλλά κι ένα χωματουργικό μηχάνημα, θα τον έφερνε γρήγορα σε λογαριασμό και θα του έδινε και περισσότερο πλάτος. Μεγάλος σωρός οι έννοιες του κοινοτάρχη, όπως και τα στοιβαγμένα προβλήματα του χωριού του.
      Παρ’ όλα τα ξενύχτια του, όμως, η αναλαμπή του ήρθε μέρα μεσημέρι, σε μια κουβέντα που είχε με το δάσκαλο. Δεν είπε σε κανέναν τίποτα και άρχισε να καταστρώνει μελετημένα και μεθοδικά το σχέδιό του. Με την πρώτη ευκαιρία που του δόθηκε, φόρεσε το καλύτερο από τα δύο κουστούμια που είχε, πήρε το λεωφορείο από τη δημοσιά και πήγε στην πόλη, στα γραφεία του ΚΤΕΛ, όπου εκεί κουβέντιασε με το διευθυντή και ζήτησε τη βοήθειά του. Αφού εκείνος ρώτησε να πληροφορηθεί πόσοι επιβάτες από το Πλατανοχώρι χρειάζονται καθημερινά το λεωφορείο και είδε ότι ο αριθμός δεν ήταν καθόλου μικρός, του έδωσε πρόθυμα κατευθύνσεις. Γύρισε στο χωριό του γεμάτος αισιοδοξία ο κοινοτάρχης και το πρώτο Σάββατο αργά το απόγευμα χτύπησε η καμπάνα για προσωπική εργασία. (Τί ήταν η «προσωπική εργασία», μπορείτε να πληροφορηθείτε από παλαιότερη σύντομη αναφορά μου (2017),  ΕΔΩ). Το άλλο Σάββατο το ίδιο και την Κυριακή μετά την εκκλησία, πάλι προσωπική εργασία. Μετά δύο συνεχόμενων τις παρεμβάσεις των χωριανών, ο δρόμος άλλαξε όψη κι έγινε πραγματικά αγνώριστος. Κανόνισε ο κυρ-Χαράλαμπος και για τη φιλοξενία του οδηγού και του εισπράκτορα του λεωφορείου, αφού η συμφωνία με τον διευθυντή του ΚΤΕΛ ήταν να διανυκτερεύουν στο χωριό, με το αζημίωτο, φυσικά, και με έξοδα της υπηρεσίας τους, μέχρι το πρωί της επόμενης ημέρας που θα ξεκίναγαν το δρομολόγιο για τα άλλα χωριά γύρω και επιστροφή στην πόλη το μεσημέρι: Μίλησε με τρεις τέσσερις νοικοκυρές να τους εξυπηρετούν εκ περιτροπής και οι ίδιες πρόθυμα συμφώνησαν.
     Αφού έγιναν και οι τελευταίες συνεννοήσεις με το ΚΤΕΛ, δεν πέρασε πολύς καιρός και η έγγραφη απάντηση με την υπογραφή του διευθυντή βρισκόταν στα χέρια του κοινοτάρχη! Ο ενθουσιασμός του και η χαρά του ήταν ανείπωτη! Δεν το σκέφθηκε και δεν κρατήθηκε καθόλου: Έστειλε παιδιά να τρέχουν και να φωνάζουν στις γειτονιές και άλλα να χτυπήσουν τις καμπάνες των εκκλησιών, φωνάζοντας και αυτά από την κορυφή των καμπαναριών: «Την Παρασκευή τ’ απόγιομα θα ’ρθει λεωφορείο στο χωριόοοο μας! Την Παρασκευή τ’ απόγιομα θα ’ρθει λεωφορείο στο χωριόοοοο μας!».
     Ένα μεγάλο πανηγύρι στήθηκε! Στην πλατεία, που μέχρι εκεί θα έφτανε το συγκοινωνιακό μέσο, στήθηκαν τραπέζια και λίγο πριν την άφιξή του γέμισαν μ’ ένα σωρό καλούδια, φτιαγμένα με πολλή τέχνη και μεράκι από τις νοικοκυρές, μιλημένες κι αυτές από τον κυρ-Χαράλαμπο. Άφθονο και το κρασί και το τσίπουρο είχαν κι αυτά πρωτεύουσα θέση σ’ αυτή τη γιορτή. Ο ίδιος ο κοινοτάρχης είχε καλέσει και τους οργανοπαίχτες με το νταούλι και τις πίπιζες! Κάθε ηλικίας άνθρωποι-όλο το χωριό είχε κατέβει στην πλατεία και κάμποσα παιδιά βγήκαν στο δρόμο να «το περιμένουν»! Πλάι στον κοινοτάρχη ο παπάς, ο δάσκαλος και δυο χωροφύλακες που είχαν έλθει κι αυτοί αυτόκλητοι από το διπλανό κεφαλοχώρι για τον «έλεγχο της κατάστασης».
     Την αναμενόμενη ώρα, ακούστηκε το μουγκρητό της μηχανής του λεωφορείου, ενώ ανέβαινε την ανηφόρα, στα τελευταία 150-200 μέτρα της διαδρομής του! Φτάνοντας στο «χώρο αναμονής», ένα σύννεφο σκόνης το ακολουθούσε μέχρι να κατακάτσει, ενώ πίσω του καμιά εικοσαριά παιδιά το ακολουθούσαν τρέχοντας και φωνάζοντας μ’ ενθουσιασμό! Επιφωνήματα ενθουσιασμού κι απ’ απ’ όλους τους χωριανούς και χειροκροτήματα γέμισαν την ατμόσφαιρα, μόλις σταμάτησε κι άνοιξαν οι πόρτες να κατέβουν οι επιβάτες! Τα πρώτα καλωσορίσματα, οι πρώτες χαιρετούρες, οι αγκαλιές και τα φιλιά ακολούθησαν! Οι οργανοπαίχτες είχαν αρχίσει να παίζουν και οι πρώτοι χορευτές δεν άργησαν να σύρουν τον καλαματιανό και τον τσάμικο! Την ίδια στιγμή ο εισπράκτορας ανέβηκε πάνω στο λεωφορείο, από μια σκάλα στο πίσω μέρος του και έλυσε δέματα και βαλίτσες που ήταν δεμένα με ένα μακρύ και γερό σχοινί. Από τη σκάλα πάλι έδινε τις αποσκευές αυτές σε καθέναν από τις επιβάτες-παραλήπτες τους που τις περίμεναν.
     Τρία φωτιστικά λουξ της εποχής, κάμποσες λάμπες πετρελαίου, μερικά λυχνάρια, ακόμα και κεριά και λαμπάδες είχαν επιστρατευτεί για να φωτίσουν το χώρο με το που θα έπεφτε η νύχτα. Το ηλεκτρικό δεν είχε φτάσει ούτε κι αυτό στο Πλατανοχώρι. Τα κεράσματα έγιναν γρήγορα ανάρπαστα και το πανηγύρι κράτησε μέχρι τα μεσάνυχτα. Κατενθουσιασμένο το πλήρωμα του λεωφορείου, ο οδηγός με τον εισπράκτορα, αφού μπήκαν κι αυτοί στο χορό, ευχαρίστησαν τον πρόεδρο και όλους για την υποδοχή και οδηγήθηκαν στο κατάλυμά τους, γιατί το επόμενο πρωί έπρεπε να είναι ξεκούραστοι. Κατενθουσιασμένοι και οι πρώτοι ταξιδιώτες, κατενθουσιασμένοι και όλοι οι κάτοικοι, έφυγαν για τα σπίτια τους, ενώ οι νοικοκυρές μάζεψαν κι αυτές τα πράγματά τους, βραβευμένες με τους επαίνους των συγχωριανών τους για τη πλούσια φιλοξενία τους και για τις νοστιμιές που είχαν ετοιμάσει. Κάμποσες δεκαετίες μετά, οι μεγαλύτεροι μιλάνε στα εγγόνια τους και στα δισέγγονά του με πολλή νοσταλγία και με λεπτομέρειες για την μεγάλη εκείνη ημέρα και το ξεχωριστό αυτό μεγάλο πανηγύρι του χωριού τους, που τους έφερε κοντά στον υπόλοιπο κόσμο και πιο κοντά στο πολιτισμό.

----------------------------------- 

Εικόνα θέματος: Από την  ηλεκτρονική εφημερίδα ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ NEWS, σε άρθρο του κ. Άγγελου Σακκέτου

 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 27.5.2023
(Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου