Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

Πότε κάποιος "βγαίνει στο κλαρί" και πότε "κουνάει κλαρί"



     Λέγεται ότι όταν ο Κολοκοτρώνης έβλεπε κάποιον νέο να θέλει να τον ακολουθήσει, του έλεγε: «Γρήγορα βγήκες στο κλαρί, μωρέ παιδί μου». Μ’ αυτό ο Γέρος του Μοριά εννοούσε την ίσως πρόωρη απόφαση του νέου να βγει στον πολεμικό στίβο, που απ’ όσα γνωρίζουμε ποτέ δεν αποθάρρυνε κάτι τέτοιο.
     Η φράση συνεχίστηκε να λέγεται και αργότερα, στις πρώτες δεκαετίες μετά την Απελευθέρωση, γι’ αυτούς που κατέφυγαν στη ζωοκλοπή και στη ληστεία. Σε κάποιες περιπτώσεις ωθήθηκαν εκεί, είτε από ανάγκες επιβίωσης, είτε από διάφορες δύσκολες συνθήκες που τους απειλούσαν, βρίσκοντας έτσι κάποια «διέξοδο». Ορισμένοι με τα προϊόντα της «δουλειάς» τους βοηθούσαν και φτωχούς και ανήμπορους, γι’ αυτό και κέρδιζαν την εύνοιά τους.
     Επίσης, η φράση ειπώθηκε πολύ στην περίοδο της εθνικής αντίστασης κι ακόμα περισσότερο στον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε. «Βγήκε στο κλαρί»=«βγήκε στο αντάρτικο». Παρόμοια η σημασία και «το γύρισε στ’ αντάρτικο», στην οποία δίνεται η έννοια ότι είναι κάποιος ανυπάκουος/αντιδραστικός και «κάνει του κεφαλιού του».
     «Βγήκε στο κλαρί» λέμε συχνά και για τη γυναίκα που ακολούθησε την οδό του αγοραίου έρωτα. Την λέμε ακόμα με πνεύμα σπίλωσης και για εκείνη που ξεκινάει τη σεξουαλική της ζωή, με έναν και μόνο σύντροφο! Πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα, όμως, παίρνει η έκφραση όταν μια νέα γυναίκα οδηγείται εκεί από κάποιον διαφθορέα. «Την έβγαλε στο κλαρί», είτε παραπλανώντας την, είτε, πολύ χειρότερα, να την εκμεταλλευτεί οικονομικά ως προαγωγός.   

     Η φράση «κουνάου1 κλαρί» έχει να κάνει με τη θέση/δύναμη ισχύος που έχει κάποιος, την οποία και χρησιμοποιεί για να επηρεάσει πρόσωπα και καταστάσεις, κατευθύνοντας τους άλλους με τον τρόπο και προς το μέρος που θέλει εκείνος. Πιθανότατα η παροιμιώδης αυτή έκφραση προέρχεται από το βοσκό, ο οποίος κρατάει στα χέρια του ένα μικρό κλωνάρι καδιού με φύλλα και, κουνώντας το, μαυλάει2 τα ζώα του κοπαδιού του, που με αυτόν τον τρόπο τον ακολουθούν για να φάνε τη χλόη και τα κατευθύνει εκεί που θέλει αυτός.
     Η έννοια της φράσης επεκτείνεται ακόμα και σε πνεύμα εκδίκησης: «Κουνάει κλαρί» κάποιος, που «ξέφυγε» από κίνδυνο (π.χ. τον κυνηγούσαν) και αφού αισθάνεται ασφαλής, εμπαίζει ή εκβιάζει ή εκδικείται τους αντιπάλους/αντιδίκους του.
     
---------------------------------

1 Η κατάληξη –ω των ρημάτων σε πολλές περιοχές, ειδικά της Πελοποννήσου, είναι –ου, αν ο χαρακτήρας είναι φωνήεν,  π.χ. μαυλάου, λέου, κλαίου, μιλάου κλπ. (χαρακτήρας: τελευταίο γράμμα του θέματος).
2 Μαυλάω (αυ=αβ): 1. Φωνάζω-καλώ κάποιο ζώο με το όνομά του. 2. Δελεάζω.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 22.5.2020
( Σύντομο βιογραφικό δείτε  ΕΔΩ )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου