Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2025

Ο κουρασμένος καθρέφτης (διήγημα)


     Μοναχοπαίδι και φτωχός βιοπαλαιστής του χωριού ο Σωκράτης. Με το ζόρι τελείωσε το δημοτικό, όχι επειδή δεν έπαιρνε τα γράμματα. Τα έπαιρνε και τα παραέπαιρνε. Οι ανάγκες για τις δουλειές, όμως, δεν τον άφηναν. Φιλότιμος πάντα, έβλεπε και τις αδυναμίες των δικών του, κυρίως του πατέρα του που είχε και μια μικροαναπηρία από τον πόλεμο, και δεν πήγαινε πάντα σχολείο. Δύσκολοι και οι καιροί, λίγο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τον σπαρακτικό εμφύλιο που τον ακολούθησε, έπρεπε να δώσουν προτεραιότητα στην επιβίωσή τους. Πολύ μικρή η περιουσία των γονιών του, με λίγα στρέμματα χωράφι και ένα μικρό κοπάδι κι αυτή κληρονόμησε κι ο Σωκράτης. Δούλεψε σκληρά και τίμια. Έβλεπε άλλα παιδιά να περνάνε στο γυμνάσιο και να προχωράνε στα γράμματα και του κακοφαινότανε, αλλά ένοιωθε ανακούφιση που ήταν «δεξί χέρι» των γονιών του. Πάντα προσέτρεχε και σε κάθε ανάγκη των συγχωριανών του. Μα σε χαρά, μα σε πόνο, μα σε λύπη, ήταν από τους πρώτους. Στο φτωχοχώρι του όλοι τον σεβόντουσαν και όλοι τον υπολόγιζαν, όχι μόνο για την δύναμή του, αλλά για την προθυμία του και την τιμιότητά του κυρίως. Του δόθηκαν ευκαιρίες να ζήσει μια καλύτερη ζωή στην κοντινή ή σε κάποια άλλη πόλη, αλλά δεν το βάσταγε η ψυχή του ν’ αφήσει τους δικούς του και να φύγει.
     Η τιμιότητά του δεν τον άφησε να «πάει χαμένος». Κάπου στα τριανταπέντε του χτύπησε η καρδιά του για τη Χρυσάνθη, μια ομορφοκοπέλα από το διπλανό χωριό. Ένας μικρός λόφος χώριζε τα χωριά τους κι από μικρό κορίτσι τη γνώριζε. Μα σαν την είδε εκείνη τη φορά στον κάμπο να θερίζει καλύτερα κι από άντρας, το βλέμμα του σταμάτησε επάνω της! Το προξενιό, που απαραίτητα απαιτούσε το πρωτόκολλο της εποχής, δεν χρειάστηκε καθόλου προσπάθεια να «δέσει».
     Έγινε μεγάλο γλέντι στο γάμο τους, που έμεινε και για μέτρο σύγκρισης για προηγούμενους και επόμενους γάμους: «Σαν το γάμο του Σωκράτη και της Χρυσάνθης, είχαμε πολλά χρόνια να δούμε και θα περάσουν άλλα τόσα να ξαναδούμε τέτοιον!», έλεγαν κι από το ένα χωριό και από το άλλο.
     Δεν πέρασε ένας χρόνος και το φτωχικό τους ζωντάνεψε με τις φωνούλες, τα παιχνίδια και τις χαρές που χάρισε και στους τέσσερις η μικρή Θωμαή, που της έδωσαν το όνομα της γιαγιάς της.
     Λίγο καιρό μετά, έχασε τους γονείς του ο Σωκράτης, τον ένα μετά τον άλλον και σε μικρό χρονικό διάστημα. Έφυγαν ευχαριστημένοι, που ο μοναχογιός τους είχε κάνει μια ευλογημένη οικογένεια. Ευχαριστημένοι και που μπόρεσαν να τον μπολιάσουν με τις Αξίες, στις οποίες έμειναν και οι ίδιοι αταλάντευτα προσηλωμένοι σε όλη τη ζωή τους.
     Η Θωμαή μεγάλωνε, παίρνοντας και αυτή τις ίδιες αρχές από του γονείς της. Όραμα του Σωκράτη και της Χρυσάνθης, ήταν ν’ αγωνιστούν, για να μην στερηθεί το παιδί τους όσα στερήθηκαν οι ίδιοι, τους δύσκολους καιρούς μετά τους πολέμους. Απαραίτητα κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή στην εκκλησία, τουλάχιστον με έναν από τους δυο γονείς της, αν δεν μπορούσε ο άλλος. Είχαν μεγαλώσει τώρα οι δουλειές τους με λίγα πρόβατα ακόμα από την προίκα της Χρυσάνης, που αβγάτισαν το κοπάδι του. Μεγάλη ευλογία και το ποτιστικό χωράφι, προίκα της κι εκείνο και πολύ αποδοτικό. Απαραίτητα κάθε Σάββατο απόγευμα και στο κατηχητικό η Θωμαή, που έκανε στα παιδιά ο παππάς του χωριού τους, ένας αγιασμένος άνθρωπος, άξιος και φωτισμένος λειτουργός. Ένας μετά τον άλλον και οι έπαινοι από τους δασκάλους της και στην τελευταία τάξη κράτησε τη σημαία. Με άριστα το απολυτήριο του δημοτικού, με άριστα η επιτυχία της και στο γυμνάσιο, στο κοντινό κεφαλοχώρι. Νέοι και μεγαλύτεροι έπαινοι τώρα από τους καθηγητές της για την απόδοσή της. Μα στις δύο τελευταίες τάξεις, κάπως άρχισε να χαλαρώνει. Μετά από εκείνο το τριήμερο ταξίδι της στη πόλη με δυο συμμαθήτριές της, γύρισε άλλος άνθρωπος. «Είδα πώς ζει ο κόσμος παραπέρα κι εγώ δεν θα σκλαβωθώ ούτε στα χωράφια σας, ούτε στο “καλό κορίτσι” και στην “καλή γυναίκα” που όλο μου λέτε ότι πρέπει να γίνω», έλεγε και ξαναέλεγε απαιτητικά και με θράσος στους γονείς της.
     Μάταια εκείνοι προσπαθούσαν να την συνετίσουν. Μια μόνιμη ένταση επικρατούσε στο σπίτι, χωρίς να ξέρουν ο Σωκράτης με τη Χρυσάνθη πώς να την χειριστούν και πού μπορεί να βγει αυτό. Πίστευαν ότι μεγαλώνοντας λίγο ακόμα, θα «έπηζε το μυαλό της» και θα έβλεπε ποιο είναι το σωστό. Μα τίποτα. Τελειώνοντας το γυμνάσιο και ενώ είχε όλες τις προϋποθέσεις να σπουδάσει σε κάποια σχολή, εκτός από τις κάποιες οικονομικές δυσκολίες που είχαν στην οικογένεια, δεν ήθελε καθόλου ν’ ακούσει κάτι τέτοιο.
-  Εμείς θα περπατάμε ξυπόλυτοι, αλλά εσύ θα συνεχίσεις τα γράμματα, της έλεγαν μ’ ένα στόμα και οι γονείς της. Μάταια όμως.
-  Θα σας κάνω το χατίρι να τελειώσω το σχολείο, αλλά μέχρι εκεί. Θα πάω να ζήσω στην πόλη. Θα βρω εύκολα δουλειά, θα κάνω γνωριμίες, θα πηγαίνουμε εκδρομές, θα διασκεδάζω, θα περνάω όμορφα.
     Κατάπιναν το φαρμάκι τους ο Σωκράτης με τη Χρυσάνθη. Κάθε φορά που ξεκίναγαν μια συζήτηση γι’ αυτό το θέμα, κατέληγαν με φωνές από τις αντιδράσεις και την τέλεια ανυπακοή της Θωμαής. Ένα από τα πρώτα πράγματα που άλλαξε στη ζωή της μετά το τριήμερο στην πόλη, ήταν το όνομά της. Το έκανε «καλλιτεχνικό», «Θώμη»! Πώς να έβγαιναν με όλα αυτά στην κοινωνία του χωριού τους οι δικοί της, που ο ένας μετά τον άλλον έδειχναν την μέχρι χτες υπόδειγμα κόρη τους με το δάχτυλο; Αναρωτιόντουσαν συνέχεια «τι έχει φταίξει», μα απάντηση δεν μπορούσαν να βρουν.
      Η «Θώμη» ακολούθησε το δρόμο που είχε η ίδια χαράξει, αγνοώντας και πατέρα και μάνα και κοντινούς συγγενείς που καθημερινά την συμβούλευαν. Λίγες μέρες μετά το απολυτήριο του εξαταξίου γυμνασίου και με βαθμό «σχεδόν καλώς», έφυγε με άλλες δυο συμμαθήτριές της για την πόλη. Ευτυχώς, η διαγωγή της μόνο ήταν η πρέπουσα: «Κοσμιωτάτη».
-  Μόνη μου θα φτιάξω τη ζωή μου. Μην αρχίσετε τις επισκέψεις, για το “τι κάνω και πώς περνάω, αν βρήκα δουλειά κι άλλα τέτοια”», ήταν τα τελευταία της λόγια, αφήνοντας μαραζωμένους τους ανθρώπους που την ανάθρεψαν και την αγαπούσαν όσο τίποτα άλλο και κανένας άλλος στον κόσμο.
-  Δεν θα την αφήσει ο Θεός… Θα δει πώς είναι η ζωή και θα βρει το σωστό δρόμο, ήταν τα πιο συνηθισμένα λόγια από τους συγχωριανούς, να στηρίξουν το Σωκράτη και τη Χρυσάνθη.
     Μια φορά όλη κι όλη που πήρε η μάνα της την απόφαση να πάει στην πόλη να τη συναντήσει, να δει πώς ζει και πώς περνάει, γύρισε στο χωριό άπραγη και πιότερο φαρμακωμένη. Λίγες κουβέντες είπαν μόνο οι δυο τους.
-  Σας είπα πως μόνη μου θα τη στήσω τη ζωή μου και κάνετε πολύ άσχημα που ανακατευόσαστε.
-  Μα, ρε παιδάκι μου, είναι καιρός να δεις κι εσύ τι θα κάνεις. Τα χρόνια περνάνε. Πρέπει να νοικοκυρευτείς, να κάνεις οικογένεια. Άλλα κορίτσια σαν κι εσένα έχουνε παιδιά και περπατάνε και πάνε και σχολείο. Μην αφήνεις τον καιρό και περνάει…
-  Μάνα, αυτά τα έχουμε πει και τα έχουμε ξαναπεί. Εγώ ούτε ευθύνες θέλω, ούτε υποχρεώσεις να με τραβάνε. Θέλω να ζήσω τη ζωή μου χωρίς κανέναν στο κεφάλι  μου και χωρίς έννοιες και υποχρεώσεις. Να έχω όποτε θέλω τη διασκέδασή μου, τα ξενύχτια μου, τα μπουζούκια μου, τις εκδρομές μου και ότι άλλο γουστάρει η ψυχή μου! Ακόμα μεθυσμένη να με μαζεύουνε, να μην έχω να δώσω λόγο σε κανέναν! Ούτε είμαι απ’ αυτές εγώ, που θα δεσμευτώ μ’ έναν άντρα μόνο… Δεν θα φορέσω καπιστράνα, να με τραβάει ο καθένας από δω κι από κει! Εγώ θα τους τραβάω!
-  Τι να σου πω, ρε παιδάκι μου… Εύχομαι να μην μετανιώσεις κάποτε, ούτε για αυτά που λες, ούτε γι’ αυτά που κάνεις.
-  Μάνα, πρέπει να φύγεις τώρα, γιατί περιμένω κόσμο στο σπίτι…
     Αυτά ήταν να «νέα» που πήγε στον άντρα της από το παιδί τους η Χρυσάνθη.
-  Για λίγο έμεινα στο σπίτι που έχει νοικιάσει. Ένα σπιτάκι δίπλα σε μια πολυκατοικία είναι… Δυο καρέκλες, ένα τραπεζάκι, ένα πρόχειρο νοικοκυριό πρόλαβε να δει το μάτι μου κι ένα διπλό κρεβάτι, στο άλλο δωμάτιο, από τη μισάνοιχτη πόρτα. Άρον άρον μ’ έδιωξε, «γιατί περίμενε κόσμο», είπε διπλά και τριπλά φαρμακωμένη στον άντρα της.
-  Διπλό κρεβάτι;… Σόδομα και Γόμορρα!, είπε χαμηλόφωνα, φαρμακωμένος κι ο πατέρας της. Θα πάω να την πιάσω από τα μαλλιά, να τη φέρω σέρνοντας εδώ!, είπε σχεδόν αμέσως, με πολύ θυμό.
  Καλύτερα άστο… Θα το κάνεις πολύ χειρότερα… Ας τη φωτίσει ο Θεός, ήταν η απάντηση της σκασμένης από τη στενοχώρια Χρυσάνθης.
     Πίκρα πάνω στην πίκρα ο Σωκράτης με την γυναίκα του. Τί να έκαναν, όμως; Με τις «εντολές» που τους είχε δώσει, δεν τους άφηνε περιθώρια. Τους έφταναν όσοι «σκοτωμοί» είχαν προηγηθεί.
     «Ο Θεός να της ανοίξει τα μάτια» Αυτό έλεγαν, αυτό εύχονταν και αυτό προσεύχονταν μέρα και νύχτα. Καταλάβαιναν πως ο,τιδήποτε άλλο θα έκανε το κακό χειρότερο.
     Ο καιρός περνούσε και τα λίγα γράμματά της τα άνοιγαν με λαχτάρα στο χωριό οι γονείς της. Τους απαντούσε πάντα καθυστερημένα ή και καθόλου στα δικά τους γράμματα, και πάντα τυπικά και λιγόλογα: «Περνάω καλά και μην ανησυχείτε για μένα».
     Κάπου στον ένα χρόνο το γράμμα της τους αναπτέρωσε τις ελπίδες. Τους έγραφε ότι είχε καλή δουλειά με καλά λεφτά. Εκεί γνώρισε ένα «καλό παιδί» και θα πήγαιναν μαζί στο χωριό να τον γνωρίσουν. «Μακάρι να είναι όπως μας τα λέει, για να έχει και την προστασία του και να συνετιστεί στη ζωή της», είπαν ο ένας στον άλλον, αλλά με συγκρατημένη αισιοδοξία.
     Στο μήνα επάνω, κατέβηκε από το λεωφορείο στην πλατεία του χωριού, μαζί μ’ έναν αξύριστο νεαρό, με μακριά μαλλιά. Ήταν η πρώτη φορά που ξαναγύριζε στον τόπο της, από την ημέρα που «έριξε μαύρη πέτρα». Τα μάτια των συγχωριανών της που ήταν εκεί, έπεσαν με απορία επάνω τους, ξέροντας από τους γονείς της ότι την περίμεναν. Μόλις έφτασαν στο σπίτι, έμειναν κι εκείνοι σύξυλοι. Το «κατάπιαν» όμως, κι ας τους καθόταν στο λαιμό.
-  Με τον Άλκη θα ζήσουμε μαζί! Τον αγαπάω, με αγαπάει, ταιριάζουμε κι έχουμε τα ίδια όνειρα, ήταν οι κουβέντες της.
     «Μακάρι, αλλά αν τα όνειρα κι αυτουνού είναι σαν τα δικά σου, πολύ το φοβάμαι», ξεροκατάπιε η μάνα της.
     Από τα λίγα που είπαν με τον Άλκη, φαινόταν, όντως, καλό παιδί.
-  Μόλις είδα τους χωριανούς εδώ να με κοιτάζουν και τώρα που βλέπω πως με κοιτάζετε κι εσείς το ίδιο, κατάλαβα ότι δεν έπρεπε να έρθω να με γνωρίσετε έτσι και ζητάω συγνώμη. Την επόμενη φορά θα έρθω πολύ διαφορετικά απ’ ότι τώρα.
     Ένοιωσαν να χαίρονται ο Σωκράτης με τη Χρυσάνθη με αυτά του τα λόγια, αλλά η Θωμαή τους έκοψε την ίδια στιγμή τη φόρα.
-  Τι λες αγόρι μου! Τίποτα δεν θα πειράξεις από πάνω σου! Εμένα έτσι μου αρέσεις!
     Κοιτάχτηκαν οι γονείς του μεταξύ τους και ο κόμπος ξαναέκατσε πιο μεγάλος τώρα στο λαιμό τους.
      Τρεις μέρες έμειναν στο χωριό. Όταν ετοιμάζονταν να φύγουν, η μάνα της ξεκρέμασε από τον τοίχο τον μικρότερο από τους δυο καθρέφτες που είχε στο φτωχικό της και της τον έδωσε:
-  Δεν είδα να έχεις καθρέφτη στο σπίτι σου, όταν ήρθα… Πάρε τούτον να κοιτάζεσαι και να βγαίνεις περιποιημένη στη δουλειά σου και όπου αλλού πας, ήταν τα λόγια της.
     Μη καταλαβαίνοντας εκείνη το νόημα της χειρονομίας της, τον πήρε με χαρά.
-  Πράγματι, μου χρειάζεται! Ένας που έχω είναι πολύ μικρός, γι’ αυτό και δεν τον  είδες, της είπε και την ευχαρίστησε.
     Σε κάποιο από τα επόμενα  και αραιά γράμματα στους γονείς της, έγραψε σαν απάντηση για τον Άλκη, που τη ρωτούσαν τι κάνει και ότι τους φάνηκε για καλό παιδί:
     «Πάει ο Άλκης! Δεν ήταν του γούστου μου! Τώρα είμαι με τον Ντίνο!...».
     «Καμιά φορά να κοιτάζεις και τα μούτρα σου στον καθρέφτη που σου δώσαμε, να βλέπεις τί σου λέει κι αυτός», της έγραψαν στο επόμενο γράμμα. Τότε κατάλαβε εκείνη τί νόημα είχε η χειρονομία της μάνας της, όταν της τον έδωσε. Μη χάνοντας χρόνο, σηκώθηκε από την καρέκλα που διάβαζε το γράμμα, να πάει να τον σπάσει! Μα μόλις τον έπιασε στα χέρια της, άλλαξε ξαφνικά γνώμη και τον έβαλε μέσα σ’ ένα σεντούκι με διάφορα ρούχα της.
     «Άκου εκεί! Μου δώσανε και καθρέφτη να μου λέει την αλήθεια! Λες κι εγώ δεν την ξέρω την αλήθεια! Φτάνει που ότι κάνω ευχαριστεί εμένα και δεν μπορεί να έχει λόγο κανένα καθρέφτης», μονολόγησε δυνατά και νευριασμένη, μόλις έκλεισε με θυμό το ξύλινο σεντούκι.
***
     Τα χρόνια περνούσαν και καθεμιά από τις πολλές ασωτίες και καταχρήσεις της, άρχισαν να της αφήνουν σιγά σιγά η καθεμιά το αποτύπωμά της. Μόνοι τους οι γονείς της, γέροι πλέον, ανέβαιναν τον πολύ ανηφορικό γολγοθά με παρέα την πίκρα τους και τη μοναξιά τους.
     Ένα μεσημέρι, χτύπησε το κουδούνι της Θωμαής η γειτόνισσά της, η ψιλικατζού.
-  Πού ήσουνα, βρε Θώμη; Έχω έρθει άλλες δυο φορές και σ’ έψαχνα…
-  Γιατί; Τί με ήθελες;
-  Να… Δεν θέλω να σε ταράξω, αλλά δεν μπορώ να μη σου το πω. Γι’ αυτό σε ψάχνω, άλλωστε. Τηλεφώνησε ο ξάδελφός σου ο Αρίστος από το χωριό. Μου είπε ότι σε είχε πάρει και σένα τρείς φορές και δεν σε βρήκε σπίτι…
-  Τι θέλει ο Αρίστος;
-  Κοίτα να κανονιστείς να φύγεις. Πέθανε αιφνίδια ο πατέρας σου, της είπε μουδιασμένα.
     Σαν να την χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Σάστισε. Δεν ήξερε τι να κάνει.
-  Θες να σε βοηθήσω, κοπέλα μου; Να φωνάξω την αδελφή μου να μείνει λίγο στο μαγαζί και να ’ρθω να σε βοηθήσω, ή να στείλω εκείνη να σε βοηθήσει;
-  …Όχι… Όχι… Ευχαριστώ θα τα καταφέρω μόνη μου…
     Έκλεισε πίσω της την πόρτα και άρχισε να κλαίει γοερά. Θα έλεγα κανείς πως δεν θα της είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι κάποια στιγμή θα συμβεί κι αυτό! Πολύ σαστισμένη, δεν ήξερε τι να κάνει και πώς να φερθεί. Άνοιξε το σεντούκι, να βρει μαύρα ρούχα, να ετοιμαστεί και να φύγει. Να μπροστά της τότε και ο καθρέφτης! Τον έσφιξε στο στήθος της, κλαίγοντας ακόμα πιο γοερά:
     «Ευτυχώς, που δεν τον έσπασα τότε!... Είναι από τα λίγα πράγματα που δέχτηκα και πήρα από τη μάνα μου!».
     Μηχανικά κοίταξε μέσα του το πρόσωπό της. Δεν κατάλαβε πώς πέρασαν τόσα χρόνια και είχε αρχίσει να κάνει ρυτίδες που φαίνονταν στο πρόσωπό της.
     «Ήθελα να σε σπάσω τότε… Πόσες και πόσες φορές δεν μου είχες πει την αλήθεια, όταν κάθε πρωί καθρεφτιζόμουν σε σένα! Ποτέ μου δεν ήθελα να σε ακούσω. Πώς θα γινόταν τώρα να ξεκινήσω από την αρχή, να φτιάξω τη ζωή μου, όπως την έχουν φτιάξει οι άλλες κοπέλες της ηλικίας μου;».
     «Βαρέθηκα να σου τα λέω τόσες φορές! Πάντα με αγνοούσες! Κουράστηκα!», «άκουσε» να της απαντά της καθρέφτης. «Τώρα πια δεν έχω να σου πω κάτι καινούργιο. Κι αυτό που ζητάς, δεν μπορεί να γίνει πλέον. Η ζωή ποτέ και σε κανέναν δεν ξεκινάει για δεύτερη φορά. Σύρε να χαιρετίσεις τον πατέρα σου κι εκεί μπορεί να βρεις και ν’ ακούσεις κάποιον άλλο καθρέφτη…».
     Βγαίνοντας από το σπίτι, συνάντησε την συμμαθήτριά της στο γυμνάσιο, την Αντιγόνη, που την συνόδευαν οι δυο της γιοι. Ο ένας ετοιμαζόταν για φαντάρος κι ο άλλος τελείωνε το σχολείο. Απόρησε η Αντιγόνη που την είδε με τα μαύρα κι αμέσως έμαθε από την ίδια για το θάνατο του πατέρα της.
     «Κάπως έτσι θα ήμουν κι εγώ, με οικογένεια και ανθρώπους να στηριχτώ επάνω τους, αν είχα τότε μυαλό στο κεφάλι μου και δεν τα πέταγα όλα όσα μου έλεγαν οι άνθρωποι που μ’ αγαπούσαν!, ψέλλισε πολύ θλιμμένη και συνεχίζοντας το δρόμο της για το σταθμό λεωφορείων, να φύγει για το χωριό.
     Φτάνοντας, άκουσε την καμπάνα να χτυπάει πένθιμα και η θλιμμένη καρδιά της λύγισε. Η αυλή του σπιτιού ήταν γεμάτη κόσμο, για το ξόδι του πατέρα της. Πριν μπει μέσα, ν’ αγκαλιάσει τη μάνα της και να της δείξει έτσι τη συντριβή της και τη μεταμέλειά της, άκουσε να λέει χαμηλόφωνα μια γυναίκα στη διπλανή της, που ούτε η Θωμαή τις γνώριζε, ούτε εκείνες τη Θωμαή:
     «Τον έφαγε ο καημός της κόρης του»!
     Σε λίγο αγκαλιάστηκαν μάνα και κόρη, δίπλα από το φέρετρο με το νεκρό, χωρίς να λένε κουβέντα. Μόνο έκλαιγαν πολύ δυνατά, μένοντας σφιχταγκαλιασμένες για ώρα.
     Λίγο πριν έρθει ο παπάς να ξεκινήσει η κηδεία από το σπίτι, είχε πάρει οριστικά την απόφασή της, βλέποντας τη μάνα της πραγματικό ράκος. Πραγματικό ράκος και η ίδια. Την είχαν αποτελειώσει τα λόγια εκείνης της γυναίκας, πριν μπει στο σπίτι.
     «Μάνα, δεν θα ξαναφύγω! Θα μείνω και θα ζήσουμε μαζί από εδώ και πέρα. Θα κοιτάξω να βρω εδώ καμιά δουλειά και δεν θα ξαναφύγω ποτέ!», της είπε όταν γύριζαν στο σπίτι οι δυο τους, μετά την κηδεία.
     «Σαν τι δουλειά να βρει εδώ, παιδάκι μου;», ήταν η απάντηση και ερώτηση μαζί της πολυβασανισμένης μάνας, που πάνω στον αβάσταχτο πόνο της για λίγο αναθάρρεψε.
     «Στο λεωφορείο που ερχόμουνα, άκουσα ότι ζητάνε μια κοπέλα στο συνεταιρισμό… Αν είμαι τυχερή…».
     Την άλλη μέρα κιόλας πήγε στον πρόεδρο του συνεταιρισμού. Ένας καλοκομμένος ανύπαντρος πενηντάρης, που του συστήθηκε:
-  Δεν είμαι και τόσο κοπέλα, αλλά αν νομίζετε ότι σας κάνω, θα μ’ ενδιέφερε πολύ η θέση!
     Ο πρόεδρος την κοίταξε ερευνητικά, έχοντας ακούσει λίγο πολύ και για τη ζωή που έκανε στην πόλη. «Εσένα θα σε χρειαστούμε», σκέφθηκε πονηρά μέσα του και σε λίγο έδωσαν τα χέρια για το διορισμό της! Θέλοντας να του διώξει ευθύς εξ αρχής τις πονηρές σκέψεις, που κατάλαβε ότι περνούσαν από το μυαλό του, με τον τρόπο που την «έκοβε» από πάνω μέχρι κάτω, του είπε ορθά κοφτά, αφού είχε εξασφαλίσει με υπογραφή και το διορισμό της στο συνεταιρισμό:
-  Θέλω να ξέρω το ωράριό μου, κύριε πρόεδρε. Τις ελεύθερες ώρες μου θα βοηθάω τη μητέρα μου και τα απογεύματα θ' ανοίγω και θα φροντίζω το κλειστό μοναστήρι»!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 26.12.2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου