Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2025

Η φράση «καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι» και η σημασία της (λαογραφικό θέμα)

                                                                    

     Πολύ γνωστό από την αρχαιότητα το σκεπάρνι, ως σκέπαρνος (ο) και σκέπαρνον (το), αργότερα ως «σκεπάρνιον» και «σκεπάρνι» σήμερα, είναι πολύ εύχρηστο εργαλείο, τόσο τότε, όσο και σήμερα. «Δεξί χέρι» για τεχνίτες, π.χ. ξυλουργούς, οικοδόμους, αλλά και εργαλείο της καθημερινότητας για κάθε νοικοκύρη ή και ερασιτέχνη.
     Ο Όμηρος αναφέρει στο 391 της Ι΄ ραψωδίας της Οδύσσειας, ότι ο Οδυσσέας τύφλωσε τον Πολύφημο μ’ ένα πυρωμένο ξύλο, που καθώς του το έβαλε βαθιά στο μάτι, προκάλεσε ήχο όπως το πυρωμένο τσεκούρι ή το πυρωμένο σκεπάρνι του σιδερά, που το βάζει στο νερό. Στο δε 237 της Ε΄ ραψωδίας, αναφέρεται και ο «εΰξοος σκέπαρνος» (καλοακονισμένο σκεπάρνι).
     Είναι ευτελούς αξίας εργαλείο που μπορούμε να το προμηθευτούμε εύκολα από καταστήματα σιδηρικών, χρωματοπωλεία κλπ. Τεχνίτες-επισκευαστές του στο παρελθόν ήταν οι «σιδεράδες» (ή «χαλκιάδες» στα καμίνια τους, γνωστοί και ως «γύφτοι». Να σημειώσουμε εδώ, ότι μεταφορικά «γύφτοι» αποκαλούνταν και όσοι καταπιάνονταν με εργασίες που προκαλούσαν καπνούς και τους «μαύριζαν». Πιθανότατα, λοιπόν, επεκράτησε να αποκαλούνται και οι τεχνίτες του σιδήρου «γύφτοι», επειδή τους «μαυρίζουν» οι καπνοί. Κατά άλλη εκδοχή, οι τσιγγάνοι τεχνίτες-επισκευαστές μεταλλικών αγροτικών εργαλείων, ήταν πολλοί, γι’ αυτό «δάνεισαν» και το όνομα της φυλής τους στους «λαϊκούς» συναδέλφους τους.
     Τεχνίτες-επισκευαστές πολλών μεταλλικών εργαλείων, μεταξύ των οποίων και του σκεπαρνιού οι συμπαθείς «γύφτοι», λοιπόν, «κοσμήθηκε» και το πασίγνωστο και εύχρηστο αυτό εργαλείο με το χαρακτηριστικό τους επίθετο: «γύφτικο σκεπάρνι»!
     Όταν λέμε για κάποιον ότι «καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι, εννοούμε ότι υπερηφανεύεται υπερβολικά-επιδεικνύεται αυτάρεσκα, γενικά «κορδώνεται» για κάτι πολύ ασήμαντο. Η λέξη «σκεπάρνι» δε, λέγεται και για ανεπίδεκτο μαθήσεως άνθρωπο, π.χ. μη επιμελή μαθητή.
     Η παρομοίωση για το «καμάρι» κάποιου(!), προέρχεται από τη θέση που έχει το ξύλινο μέρος (λαβή) του ευτελούς χρηματικής αξίας, πλην χρήσιμου αυτού εργαλείου, όταν η εξωτερική πλευρά του μεταλλικού μέρους βρίσκεται σε επίπεδη επιφάνεια. «Παρόμοια» είναι και η εικόνα ανθρώπου που «κορδώνεται με την κοιλιά έξω»! (βλ. τη χαρακτηριστική εικόνα). Διαβάζοντας μια εφημερίδα κάποια χρόνια πριν, θυμάμαι που σχολίαζε ειρωνικά έναν υπουργό, που την ώρα της ορκωμοσίας του - λίγο πριν αναλάβει τα καθήκοντά του - βρισκόταν σε παρόμοια στάση!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 29.11.2025

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2025

Βιβλιοπαρουσίαση: «Το νυφικό βάφτηκε μαύρο» - διηγήματα, του Ελευθέριου Αναστ. Τσιρώνη


     Ένα ακόμα ανεκτίμητο δώρο έλαβα τον περασμένο Απρίλιο από τον πολύτιμο φίλο Λευτέρη Τσιρώνη. Πρόκειται για βιβλίο του «Το νυφικό βάφτηκε μαύρο», από τις εκδόσεις «ΤΟ ΔΟΝΤΙ», με ιδιόχειρη αφιέρωση αγάπης και εκτίμησης στην ταπεινότητά μου. Ξεκίνησα αμέσως να το διαβάζω, αλλά κάποιες άλλες προτεραιότητες που εμφανίστηκαν ξαφνικά, με ανάγκασαν να το αφήσω στη μέση. Το βιβλίο όμως, έχει υπομονή και σε περιμένει! Έτσι, τώρα που εκείνες οι προτεραιότητες  έδωσαν τη σειρά τους στο διάβασμα, άρχισα και πάλι από την αρχή το βιβλίο!
     Το έργο αποτελούν δύο διηγήματα. Το πρώτο, «Το νυφικό βάφτηκε μαύρο», που δάνεισε και τον τίτλο του στο βιβλίο και το δεύτερο, «Η κυρα-Λένη Καμενίδου». Και τα δύο διηγήματα εκτυλίσσονται στην Άρτα, κάτι που μαρτυράει και το εξώφυλλό του, με το ιστορικό κα θρυλικό γεφύρι. Καθόλου τυχαίο αυτό, αφού η Άρτα είναι η αγαπημένη πόλη του συγγραφέα. Αυτό μαρτυρούν και δύο ακόμα βιβλία του από τις ίδιες εκδόσεις, «Το ξύρισμα της Κυριακής» και «Τρίτη Ανάσταση», που και αυτών οι υποθέσεις εκτυλίσσονται στην ίδια πόλη. Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, άλλωστε, αφού εκεί έζησε χρόνια της εφηβείας του, ενώ από την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Μικροσπηλιά Άρτας, έχει και τα πρώτα του συγγραφικά ερεθίσματα ο αγαπητός φίλος Λευτέρης.
     Στο πρώτο διήγημα, που είναι και μια ξενάγηση στην παλιά Άρτα, η προδοσία του Αρίστου, ανθρώπου όχι καλής «πάστας», που εμφανίστηκε στην αρχή με μορφή προβάτου στη Χαριτίνη - ένα έντιμο, εργατικό και με καλούς τρόπους ομορφοκόριτσο από τα χωριά των Τζουμέρκων - για να την εγκαταλείψει την ημέρα που είχαν ορίσει το γάμο τους, προκαλώντας της πολύ μεγάλο πλήγμα στη ζωή της. ‘Όμως, κατόρθωσε να ξανασταθεί όρθια με αξιοσύνη, έχοντας ευαγγέλιο την παρακαταθήκη του πατέρα της: «Κανένας δεν πάει χαμένος, κόρη μου, σ’ αυτή τη ζωή, φτάνει να είναι τίμιος και καθαρός σαν το χιόνι. Αρκεί να μην ξεχνάει ποτέ του από πού ξεκίνησε και να μην είναι αχάριστος για τους ανθρώπους που θα βρει στο διάβα του και θα τον βοηθήσουν».
     Το δεύτερο διήγημα, «Η κυρα-Λένη Καμενίδου», περιγράφει τη ζωή της πρωταγωνίστριας Ελένης, ξεκινώντας από τη θηριωδία και τον ξεριζωμό της Σμύρνης το 1922 και τη στιγμή που στην προκυμαία «ο άγριος δήμιος κατέβασε με δύναμη τη δίκοπη πάλα του και αποκεφάλισε σαν να ήταν κούκλες από χαρτί τα τρία αγγελούδια της μπροστά της». Η μοίρα της της έφερε προσφυγοπούλα στον Πειραιά και μετά στη μονή Φανερωμένης της Άρτας, όπου ανέπτυξε μεγάλη ανθρωπιστική δράση, διδάσκοντας παράλληλα με την κάθε διακονία της. Η αξιοσύνη της και η προσήλωση στις Αξίες «Θρησκεία-Πίστη», «Οικογένεια», «Αγάπη» και «Άνθρωπος» μέχρι το τέλος της ζωής της, είναι και τα μηνύματα του διηγήματος.
     Και στα δύο διηγήματα του βιβλίου, η πλοκή είναι αρμονικά δεμένη με την αγωνία και την εγρήγορση για τον αναγνώστη, ενώ παράλληλα ξεδιπλώνονται με χάρη η «στρωτή» γραφή και η λογοτεχνική πληρότητα του συγγραφέα.
     Και είναι κάτι ακόμα, που θεωρώ απαραίτητο να ειπωθεί: Κάθε φορά που διαβάζω ένα βιβλίο του φίλου και «εξ αγχιστείας» πατριώτη Λευτέρη Τσιρώνη, νοιώθω ότι μεγαλώσαμε μαζί, στο ίδιο σπίτι! Και τούτο, γιατί στα βιβλία του μεταφέρει με σεβασμό και νοσταλγία κάθε τι που κουβαλάμε όλοι της γενιάς μας μέσα μας, ειδικά όσοι προερχόμαστε από ορεινές, άγονες, φτωχές και υποβαθμισμένες περιοχές.
     Αγαπητέ μου, Λευτέρη, σ’ ευχαριστώ από καρδιάς!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 27.11.2025

Βιβλιοπαρουσίαση: «Το δικό μου ΑΓΑΘΟΝΗΣΙ» της Παναγιώτας Π. Λάμπρη

  

     Διαπιστευμένη στο λογοτεχνικό στερέωμα η φιλόλογος-εκπαιδευτικός μέσης εκπαίδευσης Παναγιώτα Π. Λάμπρη, μας προσφέρει απλόχερα ένα ακόμα βιβλίο της, σε ηλεκτρονική μορφή στο διαδίκτυο, που μπορεί ο καθένας μας εύκολα να το αναζητήσει και να το διαβάσει/μελετήσει και να ταξιδέψει μαζί της μέσα από τις σελίδες του. Πρόκειται για «Το δικό μου ΑΓΑΘΟΝΗΣΙ», μια ακόμα καταγραφή-βίωμα, που «σε παίρνει από το χέρι» και ζεις όλο το ταξίδι μαζί της, με τις ολοζώντανες περιγραφές της, που τόσο ξεχωριστά έχει το χάρισμα να μοιράζεται με τον αναγνώστη.
     Αυτό το μικρό νησί «του συμπλέγματος της Δωδεκανήσου, του οποίου πολλοί αγνοούν την ύπαρξη ή έχουν κάτι ακούσει με αφορμή τις παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου του εκ μέρους των γειτόνων», χωρίς υπερβολή η αγάπη των ανθρώπων του το κάνει πολύ κοσμοπολίτικο. Μοιραζόμαστε μαζί τη συγγραφέα τις τοπικές ομορφιές του, περπατάμε στους καλοστρωμένους δρόμους και τα φροντισμένα πεζοδρόμιά του, γνωρίζουμε την φιλοξενία του και γευόμαστε τις τοπικές νοστιμιές, νοιώθουμε να μας χαϊδεύει στο πρόσωπο «το δροσερό αεράκι που κατεβαίνει από την πλαγιά και συναντά ερωτικά τη θάλασσα», «ακούμε» τους διαλόγους της με τους απλοϊκούς ντόπιους κατοίκους του και τις αφηγήσεις τους για τα δύσκολα αλλά και τα όμορφα της ζωή τους, προσκυνάμε σε «ξωκκλήσια γαλανόλευκα, των νησιών βιγλάτορες», επισκεπτόμαστε αρχαιολογικούς και ιστορικούς χώρους, βλέπουμε τις «αίγες που κινούνται εδώ κι εκεί στις πλαγιές ή ακόμα και τον δρόμο ακάθεκτες να περνούν» και πολλά ακόμα σε ένα δεκαήμερο διακοπών στο Αγαθονήσι.  
     Πραγματικά αξίζει ενδεικτικά να παρατεθεί μία παράγραφος από τη σελίδα 24, που αντικατοπτρίζει την γλαφυρότητα όλου του βιβλίου: «Και η νυχτερινή θέα από κείνο το σημείο, που έφτανε μέχρι το λιμάνι και την αντίπερα πλαγιά ως πάνω στο Μεγάλο Χωριό, όπου τα φώτα έμοιαζαν να κρέμονται σε κάποια άκρη του σύμπαντος, συμπληρωνόταν από τους ηλιακούς φανοστάτες, των οποίων το φως κατοπτριζόταν στα γαλήνια νερά κι έλεγες πως, αν είναι να φύγεις από τη ζωή, μια ομορφιά σαν αυτή θα ’θελες να την πάρεις οπωσδήποτε μαζί σου! Κείνο το βράδυ, το πρώτο στο ακριτικό Αγαθονήσι, ο ύπνος ήρθε στα βλέφαρα ευεργετικός, σφραγίζοντας μια υπέροχη μέρα!».
     Το βιβλίο «ντύνουν» περίτεχνα και πολλές φωτογραφίες, αλλά και πολλές λέξεις-ιδιωματισμοί του νησιού, που παραθέτει η συγγραφέας με την ερμηνεία τους. Ο αναγνώστης «ζει» μαζί της και όλες της τις εμπειρίες, τους προβληματισμούς και τις σκέψεις της στο Αιγαιοπελαγίτικο νησί τόσο έντονα, όσο και η ίδια η Παναγιώτα Λάμπρη. Τα πολλά θαυμαστικά στις 154 σελίδες του, άλλωστε, δηλώνουν συναισθήματα και βιώματα.
     Πιστοποιημένη και αγαπημένη φίλη, Γιώτα, σ’ ευχαριστώ πολύ για ένα ακόμη πανέμορφο ταξίδι - εμπειρία!
---------------------------
Σημείωση: «Το δικό μου ΑΓΑΘΟΝΗΣΙ», μπορείτε εύκολα να βρείτε, να διαβάσετε και να «κατεβάσετε» ΕΔΩ.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 27.11.2025

  

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Τα λαχταριστά λουκάνικα της Φρόσως

     Πήγαινε συχνά με το γάιδαρό του στο κεφαλοχώρι ο Σταύρος για τις προμήθειες του σπιτιού του. Από αλάτι και φωτιστικό πετρέλαιο από το μονοπώλιο, μέχρι και διάφορα άλλα ψώνια, που δεν υπήρχαν στο μικρό χωριό του. Δεν ήταν μεγάλη η απόσταση, κάπου δεκαπέντε χιλιόμετρα, και οι καλοκαιρινοί μήνες προσφέρονταν πολύ περισσότερο για τις εμπορικές αυτές εξορμήσεις του: Και η μέρα ήταν μεγάλη, αλλά και ο καιρός ευνοϊκός. Πάντα εύρισκε χρόνο να περάσει πότε για έναν καφέ, πότε για κάνα κρασάκι, ή και για κάνα τσιπουράκι και από το καφενείο του συγχωριανού του του Φώτη. Σ’ εκείνο το στέκι πάντα συναντούσε και συγγενείς και γνωστούς από τ’ άλλα χωριά και μάθαινε τα νέα τους και τους έλεγε κι αυτός τα δικά του. Και ήταν πραγματικό «στέκι» το καφενείο εκείνο, αφού αυτό το όνομα του είχε δώσει και ο ιδιοκτήτης του.
     Έτσι κι εκείνο το θεριστή του 197…, λίγο πριν να είναι στο στάρι έτοιμο για θέρο, ξεκίνησε πρωί πρωί με το γαϊδαράκο του για τα απαραίτητα ψώνια από το κεφαλοχώρι. Αφού ταχτοποίησε τις περισσότερες δουλειές του εκεί, κατά το μεσημέρι πήγε στο γνωστό «στέκι». Κοίταξε δεξιά κι αριστερά μπαίνοντας μέσα, δεν είδε κανέναν γνωστό. «Όπου να ’ναι, όλο και κάποιος θα εμφανιστεί, σκέφθηκε, και κάθισε σ’ ένα τραπεζάκι, κάπως απόμερα από τι δυο άλλες παρέες που τρωγόπιναν τσουγκρίζοντας τα ποτήρια «στην υγειά μας!» και τα λέγανε, πότε χαμηλόφωνα και πότε πιο δυνατά.
     Μα πριν μια ακόμα στην πόρτα, μια λαχταριστή τσίκνα έφρασε και χώθηκε στη μύτη του και τα σάλια του έτρεξαν. Διέκρινε από τη θέση που κάθισε, η μία από τις δυο παρέες των τεσσάρων ατόμων να τρώνε κάτι στρογγυλά, μικρά και περίεργα μεζεδάκια, που ποτέ άλλοτε δεν είχε ξαναδεί. Κοίταζε με διακριτικές ματιές τα πιάτα τους, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τί ήταν.
-  Φρόσω! Φέρε μας άλλη μία κι ένα μισόκιλο, είπε φωναχτά ένας της παρέας στην κοπέλα που ήταν στον πάγκο του καφενείου. Γνωστή και στο Σταύρο η Φρόσω, καμιά τριανταριά χρονών, κόρη του συγχωριανού του του Φώτη και της είχε κάποιο θάρρος.
-  Έρχονται αμέσως!, απάντησε εκείνη.
     Σε λίγο οι καπνοί από τηγάνι γέμισαν τον αέρα του μαγαζιού και η λαχτάρα του Σταύρου να τα γευτεί, ήταν ασυγκράτητη, καθώς και η κοιλιά του ήταν άδεια και διαμαρτυρόταν. Η Φρόσω πήγε και σέρβιρε με το τηγάνι τα πρωτόγνωρα μεζεδάκια στους πελάτες της και γυρνώντας στον πάγκο, σταμάτησε μπροστά του.
-  Καλημέρα, κυρ-Σταύρο! Δεν είδα ακόμα κανέναν από τους ανθρώπους που συναντιέστε εδώ…
-  Καλημέρα, κοπέλα μου!
-  Να σας φέρω κάτι;
-  Ναι. Φέρε μου κι εμένα μια τ’γανιά… π’τσούλες με λίγο ψωμί να βάλω στο στόμα μου!!!
     Η Φρόσω τον κοίταξε απορημένη και συνοφρυωμένη, μη μπορώντας να κρύψει τη συστολή της και τη ντροπή της!
-  Τα λουκάνικα λέτε, κυρ-Σταύρο;
-  Αυτά που πήγες και στην παρέα δίπλα! Δεν ξέρω πώς τα λένε!...
-  Λουκανικάκια τα λένε, κυρ-Σταύρο, και είναι κομμένα μικρά κομμάτια!, διευκρίνισε στον πελάτη της, κατακόκκινη από την ντροπή της!
-  Που να ξέρω πώς τα λένε, ρε παιδάκι μου! Μου σπάσανε τη μύτη και τα λαχτάρ'σα! Να με συμπαθάς!... Έτσι όπως τα βλέπω, με μικρές «τέτοιες» μοιάζουνε, χωρίς να επαναλάβει το «όνομά» τους, αφού κατάλαβε ότι έφερε σε πολύ δύσκολη θέση την κόρη του συγχωριανού του και φίλου του!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 24.11.2025

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025

Στο Μονοπάτι της Μνήμης και της Νοσταλγίας: Mια φιλολογική ματιά στο έργο του Νίκου Παπακωνσταντόπουλου, της φιλολόγου Μαρίας Κουρνέτα

                                     

Εισαγωγή
 
     Μια μεγάλη και πολύ ευχάριστη έκπληξη απετέλεσε και αποτελεί η σε βάθος φιλολογική διείσδυση και με επιστημονική προσέγγιση της καθηγήτριας αγγλικής φιλολογίας Μαρίας Κουρνέτα (facebook: Maria Kourneta), στο λογοτεχνικό έργο της ταπεινότητάς μου.
     Με την εξαίρετου ήθους και χαρακτήρα Μαρία Κουρνέτα, γνωριστήκαμε σε πολιτιστική εκδήλωση – παρουσιάσεις βιβλίων των εκδόσεων ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ «Φεστιβάλ Όψεις του Φανταστικού». Ήταν ένα πραγματικός σταθμός στη λογοτεχνική πορεία και των δυο μας και από την πρώτη εκείνη στιγμή γεννήθηκαν η αλληλοεκτίμηση, ο αλληλοσεβασμός και η ειλικρινής φιλία. 
     Σε σύντομο χρονικό διάστημα η φίλη Μαρία μελέτησε τέσσερα βιβλία μου, την ποιητική συλλογή «Έμμετρα», τη «Φωτογραφία» (συλλογή βιωματικών αφηγημάτων), το «Επιλεγμένα» (συλλογή ποιημάτων και διηγημάτων) και το «Η Ανάσταση στον καιρό της πανδημία» (συλλογή διηγημάτων και ποιημάτων). Περιηγήθηκε ακόμα με περισσή επιμέλεια και το προσωπικό μου ιστολόγιο (BLOG) και με πολλή ευαισθησία, ευγένεια και αγάπη αποτυπώνει τις σκέψεις της σε εξασέλιδο κείμενο - ιδιαίτερη τιμή για την ταπεινότητά μου -, τις οποίες αναδημοσιεύω σε πιστή αντιγραφή και με άπειρη ευγνωμοσύνη στο παρόν προσωπικό μου ιστολόγιο, ως έπεται:
 
Εισαγωγικά (της καθηγήτριας αγγλικής φιλολογίας Μαρίας Κουρνέτα)
 
     Μια γέφυρα που ενώνει την μνήμη, τη νοσταλγία και τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα μέσα από τα προσωπικά βιώματα με τις συλλογικές εμπειρίες είναι ιδιαίτερα διακριτή στο έργο του Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου. Η γραφή αυτή αφορά  τέσσερα βιβλία: Η Φωτογραφία (2019), Η Ανάσταση στον καιρό της πανδημίας (2022), Επιλεγμένα ποιήματα-διηγήματα (2018) και Έμμετρα (2018) ανάμεσα σε άλλα και εν μέσω της  πολυδιάστατης λογοτεχνικής του  παραγωγής. Αποτελούν ενδεικτικά έργα της παρουσίας του στο διήγημα, την ποίηση αλλά και τον έμμετρο στίχο. Ιδωμένα μέσα από ένα θεωρητικό πλαίσιο μνήμης, την  συλλογική μνήμη, φωτίζουν μια βαθύτερη ανάγνωση του έργου του.
     Επικουρικά εξετάζεται η συστηματική ψηφιακή του παρουσία μέσω του προσωπικού του blog με χαρακτηριστικό τον στοχαστικό χαρακτήρα της, πρόσφορη για την αποκάλυψη περαιτέρω  πτυχών της δημιουργικής του πορείας και λογοτεχνικής ταυτότητας αλλά και της εν γένει αφηγηματικής του ροής.
 
Μνήμη, συλλογικότητα, νοσταλγία
 
     Στο ομότιτλο διήγημα, ένα αντικείμενο, η φωτογραφία, επωμίζεται ένα μεγάλο συναισθηματικό, ιστορικό και  προσωπικό βάρος:
     «Συναισθήματα δυνατά ένιωσα μέσα μου, με μια μεγάλη απορία με κυρίευσε: ποιός την έχει ή ποιος την ξετρύπωσε αυτήν την φωτογραφία και έφτασε να συμπεριληφθεί στο άλμπουμ; ... Τέσσερα χρόνια αργότερα η φωτογραφία αυτή έμελλε να με κάνει να νιώθω ακόμα πιο δυνατά συναισθήματα: ...»
     Η φωτογραφία συνδέει το παρόν με το παρελθόν, υπογραμμίζοντας την νοσταλγία και με την παρουσία της και μόνο να κάνει έκδηλα τα  έντονα συναισθήματα του συγγραφέα και την διαρκή νοερή του μετάβαση στα μονοπάτια του παρελθόντος και του παρόντος.
 
Μνήμη συλλογική
 
     Η έννοια της συλλογικής μνήμης είναι κεντρική στο έργο του Παπακωνσταντόπουλου. Κατά την θεωρητική ματιά του Maurice Halbwachs, ένας  η μνήμη  είναι τόσο ατομική, όσο και κοινωνική εφόσον  διαμορφώνεται  μέσω κοινωνικών “πλαισίων”: την  οικογένεια, την θρησκεία αλλά και άλλες κοινωνικές ομάδες. Στα «Κοινωνικά Πλαίσια της Μνήμης», ο Halbwachs περιγράφει πώς η κοινωνική δομή (γλώσσα, χώροι, εμπειρίες) καθορίζει το τρόπο με τον οποίο  ανακαλούμε μέσα μας  το παρελθόν. Κατ’ αυτόν αντικείμενα και τελετουργίες  λειτουργούν ως “πλαίσια μνήμης” που ενισχύουν τη συλλογική ανάμνηση. Στο έργο του Παπακωνσταντόπουλου, η φωτογραφία (στο αντίστοιχο βιβλίο) και οι θρησκευτικές τελετουργίες (στο έργο Ανάσταση στον καιρό της πανδημίας) δεν είναι απλώς προσωπικά στοιχεία, αλλά σημεία αναφοράς.
 
Νοσταλγία και λογοτεχνική μνήμη
 
     Η νοσταλγία διαπερνά το έργο φέροντας την ανάλογη συναισθηματική χροιά. Σε ένα θεωρητικό πλαίσιο η Svetlana Boym, στο The Future of Nostalgia, διακρίνει μεταξύ “ανακλαστικής” και “αναθεωρητικής” νοσταλγίας με την πρώτη να κοιτάζει το παρελθόν με τρυφερότητα, και την δεύτερη να επιδιώκει να ανακατασκευάσει ή να μεταμορφώσει το παρελθόν. Έτσι, στα κείμενα του συγγραφέα η φωτογραφία και η ανάμνηση λειτουργούν ως εργαλεία “ανακλαστικής νοσταλγίας”: δεν υπάρχει επιθετική απόπειρα νοηματοδότησης του παρελθόντος, αλλά μια στοχαστική, συγκινητική ανάκλησή του. Ταυτόχρονα, η χρήση καθημερινών αντικειμένων (μαγειρίτσα, άλμπουμ φωτογραφιών) δείχνει μια λογοτεχνική μεταφορά της μνήμης προς τη συλλογική εμπειρία: η μνήμη δεν είναι απλά ιδιωτική υπόθεση, αλλά κοινωνικά ενταγμένη και υποκείμενη σε ένα  ποιητικό ανασχηματισμό.
 
Η Φωτογραφία (Α΄ έκδοση 2012 – Β΄ έκδοση 2019)
 
     Στο ομώνυμο διήγημα, η φωτογραφία λειτουργεί ως ένα “πλαίσιο μνήμης” όπως έχει διατυπωθεί από τον  Halbwachs: μέσω της φωτογραφίας, ο αφηγητής ανακαλεί αναμνήσεις, συναισθήματα και σχέσεις με το παρελθόν. Η απορία του (“ποιός την είχε / ποιός τη βρήκε”) δείχνει ότι η μνήμη δεν είναι απλώς αναμνηστική αλλά έχει κοινωνική διάσταση: η φωτογραφία προέρχεται από κάπου, από κάποιον, και ενσωματώνεται σε ένα άλμπουμ, που υποδηλώνει συλλογική χρήση της ανάμνησης. Η νοσταλγική φόρτιση (“συναισθήματα δυνατά”) υπογραμμίζει τη βαθιά συναισθηματική επένδυση και καθιστά την ανάμνηση λογοτεχνικό γεγονός.



Μνήμη και αφήγηση
 
     Η θεωρία της μνήμης δεν περιορίζεται σε κοινωνιολογικές ή ψυχολογικές προσεγγίσεις αλλά παίρνει και λογοτεχνικές επιπτώσεις. Η ιδέα ότι αφηγήσεις, αντικείμενα και τελετουργίες μπορούν να “οικοδομήσουν” συλλογική μνήμη αποτελεί εύλογα και  εργαλείο κριτικής: επιτρέπει την ανάλυση του πώς ο Παπακωνσταντόπουλος χρησιμοποιεί αφηγηματικά μοτίβα (φωτογραφίες, τελετές, καθημερινές λεπτομέρειες) για να “συνδέσει” το παρελθόν με το παρόν.
 
Η Ανάσταση στον καιρό της πανδημίας (2022)
 
     Στο διήγημα, η πανδημία ανατρέπει τις θρησκευτικές τελετές (κλείσιμο ναών), αλλά η αγάπη και η κοινότητα δεν εξαφανίζονται. Η “ζεστή μαγειρίτσα” είναι καθημερινό αντικείμενο που λειτουργεί ως συλλογικό πλαίσιο μνήμης: αντί για την επίσημη τελετή, η οικογένεια ανακαλεί την ανάσταση μέσω της φροντίδας και της τρυφερής επαφής. Αυτό αντανακλά την ιδέα της συλλογικής μνήμης που διαχέεται σε απλές, καθημερινές πρακτικές, όχι μόνο σε εορτές ή τελετουργίες. Το συναίσθημα που περιγράφει ο συγγραφέας (“ανάμεικτα συναισθήματα”) αντανακλά την πολύπλευρη νοσταλγία — όχι ιδεαλιστική, αλλά πραγματική, κοινωνική, και ανθρώπινη.
     Στο ομότιτλο διήγημα, ο συγγραφέας περιγράφει τα συναισθήματά του κατά το αναγκαστικό κλείσιμο των ναών το 2020:
     «Η ζεστή μαγειρίτσα από τα πολυπαινεμένα χέρια της νύφης του λίγο μετά, σφράγισε εκείνη την ξεχωριστή Ανάσταση, που θα μείνει αξέχαστη σε όλους, με ανάμεικτα συναισθήματα.»
     Η καθημερινή λεπτομέρεια της μαγειρίτσας και η φροντίδα των συγγενών μεταφέρει έντονα τη συλλογική και προσωπική εμπειρία. Η πανδημία λειτουργεί ως ιστορικό πλαίσιο που ενισχύει τη συναισθηματική ένταση, διατηρώντας παράλληλα την ανθρώπινη διάσταση της αγάπης και της κοινότητας. Η σύγκριση με τη Φωτογραφία δείχνει ότι, ενώ η πρώτη εστιάζει στην προσωπική ανάμνηση, η δεύτερη ενσωματώνει κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο.
 
Επιλεγμένα ποιήματαδιηγήματα (2018)
 
     Η ποίηση και τα μικρά διηγήματα της συλλογής ενσωματώνουν μνήμες και εικόνες που μοιάζουν με “σφραγίδες” της συλλογικής μνήμης. Οι ποιητικές μορφές, οι έμμετροι στίχοι, οι εικόνες ενισχύουν την αίσθηση ότι η μνήμη δεν είναι απλώς περιγραφή, αλλά μεταμορφώνεται μέσα από τη γλώσσα.
     Η συλλογή παρουσιάζει ποικιλία θεμάτων και μορφών, συνδυάζοντας ποιήματα και μικρής έκτασης διηγήματα. Η θεματολογία επικεντρώνεται στην ανθρώπινη εμπειρία, την ψυχολογική ανάλυση συναισθημάτων και τη σχέση ατόμου-κοινωνίας. Η νοσταλγία, η αναπόληση και η καθημερινή ζωή παραμένουν κεντρικά στοιχεία. Τα διηγήματα λειτουργούν με την ίδια τεχνική όπως στη Φωτογραφία και την Ανάσταση, χρησιμοποιώντας αντικείμενα ή καθημερινές λεπτομέρειες για την απόδοση συναισθηματικής έντασης, κάτι που βοηθά πολύ στο να σχετιστεί ο αναγνώστης με το έργο και να καθρεφτίσει σε αυτό ανάλογα προσωπικά του βιώματα.
Παράλληλα, φαίνεται ότι ο  συγγραφέας μέσα από τις ποιητικές του απόπειρες πειραματίζεται με  αφηγηματικές στρατηγικές και  μουσικότητα στην γλώσσα, ενώ η θεματολογία παραμένει συνεπής με τη συνολική του δημιουργία.
 
Έμμετρα (2018)
 
     Η χρήση έμμετρου στίχου (παραδοσιακές μορφές: ιαμβικός, δεκαπεντασύλλαβος) δημιουργεί έναν ρυθμό που παραπέμπει στην παράδοση και τη λαϊκή μνήμη. Η μορφή αυτή, σε συνδυασμό με θεματολογία νοσταλγίας, έρωτα και καθημερινότητας, δείχνει πώς η λογοτεχνική μνήμη  μετουσιώνεται σε ποιητικό λόγο. Ετσι η αισθητική πια μνήμη συνοδεύει την συλλογική συνδέοντας παρελθόν και παρόν σε μορφή και περιεχόμενο.
     Κλασσική τεχνική και μοντέρνα θέματα ενώνονται:  ο έρωτας, η καθημερινή εμπειρία κλπ., και διέπονται από μια  φιλοσοφική στοχαστική διάσταση. Ο ρυθμός και η μελωδικότητα στην γραφή έρχονται ως αρωγοί στην έκφραση της  νοσταλγικής διάθεσης.
     Το έργο Έμμετρα λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στην παραδοσιακή ποίηση και την απόπειρα απεικόνισης και σκιαγράφησης της ανθρώπινης ψυχολογίας, επιβεβαιώνοντας την υφολογική και θεματολογική συνέχεια του συνόλου των έργων του.
 
Συμπερασματικά
 
     Τα τέσσερα βιβλία μοιράζονται κοινούς άξονες έκφρασης:  εκφράζουν μνήμη και νοσταλγία,  συναισθηματική ένταση με μια γλώσσα  λιτή αλλά πυκνή  με ψυχολογικό βάθος γ) ενέχουν συλλογική διάσταση καθώς η εμπειρία του ατόμου συνδέεται με κοινωνικό ή ιστορικό πλαίσιο και υιοθετούν μια αφηγηματική τεχνική με αναδρομές. Η  συνοχή ύφους και θεματολογίας υφίσταται  παρά τις διαφορετικές μορφές έκφρασης ενώ η θεματολογία παραμένει συνεπής: άνθρωπος, μνήμη, κοινωνία, αγάπη, νοσταλγία.
     Το blog του συγγραφέα ενισχύει τη συνολική εικόνα: τα βιωματικά κείμενα και οι αναρτήσεις στο διαδίκτυο υπογραμμίζουν την ίδια αφηγηματική στρατηγική, τονίζοντας την προσωπική και συλλογική διάσταση, τη νοσταλγία και την ανθρωπιστική διάσταση του έργου.
 
Το blog του συγγραφέα
 
     Το προσωπικό blog του συγγραφέα (nikolpapak.blogspot.com) λειτουργεί ως ψηφιακό πεδίο μνήμης και έκφρασης. Διαμέσου βιωματικών κειμένων, ποιημάτων και στοχασμών, ο Παπακωνσταντόπουλος “δημιουργεί” μνήμες που δεν περιορίζονται στα έντυπα βιβλία, αλλά διαχέονται στον ψηφιακό χώρο. Κείμενα όπως «Τα πρώτα σινεμά της ζωής μου» φέρνουν στο προσκήνιο παιδικές μνήμες και τόπους, με καθοριστική λειτουργία στον ορισμό της  ταυτότητας του συγγραφέα. Ποιήματα όπως «Πρωταπριλιά, η γιορτή του ψεύτη» χρησιμοποιούν νοσταλγία και ειρωνεία, επιβεβαιώνοντας ότι η μνήμη του συγγραφέα δεν είναι μόνο προσωπική αλλά και κοινωνική.
     Αυτή η ψηφιακή παραγωγή λειτουργεί συμπληρωματικά, η συλλογική μνήμη πλαισιώνεται και ψηφιακά.
 
Επίλογος
 
     Από φιλολογική σκοπιά, το έργο του Παπακωνσταντόπουλου είναι σημαντικό όχι μόνο για την καλλιτεχνική του αξία, αλλά και για τον ρόλο του ως “φορέα μνήμης” μέσα από λογοτεχνία: αποτελεί σημείο επαφής θεωρίας και δημιουργίας, όπου η συλλογική μνήμη παίρνει μορφή μέσα από προσωπική γραφή, καθημερινά αντικείμενα και ψηφιακές αφηγήσεις. Το ζήτημα της μνήμης, της ανάμνησης και της νοσταλγίας αν και ιδιαίτερα διακριτά και κυρίαρχα στο έργο του δεν είναι τα μόνα σημαντικά, ενώ η έμπειρη στην Λογοτεχνία και Κριτική ματιά  μπορεί να δει την ειλικρινή κατάθεση ενός πολυγραφότατου συγγραφέα που μάλλον έχει ακόμα πολλά να δώσει.
 
Βιβλιογραφία Αναφοράς
 
Θεωρία / Κριτική / Μελέτες Μνήμης / Νοσταλγίας
Boym, Svetlana. The Future of Nostalgia. Basic Books, 2001.
Halbwachs, Maurice. On Collective Memory. University of Chicago Press.
Halbwachs, Maurice. Η συλλογική μνήμη. Εκδόσεις Παπαζήση.
Halbwachs, Maurice. Τα κοινωνικά πλαίσια της μνήμης. Νεφέλη.
Ilin, V. “The Individual and Society in the Concept of ‘Collective Memory’ by Maurice Halbwachs.” Problems of World History, 2023.
Igarashi, Naoki, Yukihiko Okada, Hiroki Sayama, Yukie Sano. “A TwoPhase Model of Collective Memory Decay…” 2022.
Candia, Cristian. “Quantifying Collective Memories.”  2022.
Μακρυδημήτρης, Στέφανος. Θεωρία της Λογοτεχνίας: Από την Αρχαιότητα
έως τη Σύγχρονη Κριτική. Εκδόσεις Πατάκη, 2015.
 
Έργα του Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου
 
Παπακωνσταντόπουλος, Ν. Χρ. Η Φωτογραφία. 2012 - 2019.
Παπακωνσταντόπουλος, Ν. Χρ. Η Ανάσταση στον καιρό της πανδημίας. 2022, Άπειρος Χώρα.
Παπακωνσταντόπουλος, Ν. Χρ. Επιλεγμένα ποιήματαδιηγήματα. 2018.
Παπακωνσταντόπουλος, Ν. Χρ. Έμμετρα. 2018.
Παπακωνσταντόπουλος, Ν. Χρ. nikolpapak.blogspot.com (προσωπικό blog), επιλογή από κείμενα και ποιήματα.

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

Αλληλεγγύη (ποίημα)



                                            Λίγο χώμα το δέντρο κρατάει
                                            και στέκει στο βράχο ολόρθο ψηλά.
                                            Μαζί τη ζωή του κι εκείνο περνάει
                                            με χιόνια, χαλάζια και κρύο βοριά.
 
                                            Το δέντρο και πάλι κρατάει το χώμα,
                                            σαν να ’ναι αδέρφι στις ρίζες, γερά,
                                            πιασμένα σφιχτά και σώμα με σώμα,
                                            για χρόνια και χρόνια στην ίδια αγκαλιά.
 
                                            Μα αν πάψουν να είναι δοσμένα,
                                            στης αγάπης αυτό τον ωραίο δεσμό,
                                            δίχως άλλο και τα δυο πληγωμένα,
                                            θα βρεθούνε πεσμένα μαζί στο γκρεμό.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 13.11.2025
 

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2025

«Εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης» (άρθρο)

                                             

     «Ένα είναι το καλύτερο σημάδι, να αμύνεσαι/να μάχεσαι για την πατρίδα σου», μας διδάσκει ο Όμηρος στο στίχο 243 της Μ ραψωδίας, του μεγάλου επικού ποιήματός του Ιλιάδα. Ήταν λόγια του Έκτορα στον Πολυδάναμτα τον Τρώα, όταν ο δεύτερος ήθελε να τον αποτρέψει και να μην επιτεθούν στα Αργίτικα καράβια που έφτασαν στην Τροία να την καταλάβουν, αφού ένα ουράνιο σημάδι του έλεγε ότι μια τέτοια επίθεση δεν θα είχε καλή έκβαση.
     Βέβαια, η αντιμετώπιση του εχθρού γίνεται στα πεδία των μαχών, σε καιρούς πολέμου, για την διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας μιας χώρας. Όμως, ποτέ δεν θα πρέπει να πάψουμε να μαχόμαστε και να αμυνόμαστε για την πατρίδα μας, φυσικά ούτε σε καιρούς ειρήνης. Τις παραδοσιακές μας Αξίες, τις παραδόσεις και τα δίκια μας, που παραλάβαμε ακέραια από κοντινούς και μακρινούς προγόνους μας, δεν πρέπει να τα αφήσουμε να ακρωτηριαστούν.
     Πριν λίγες μέρες γιορτάσαμε της 85η επέτειο του «ΟΧΙ». Ορισμένοι έχουν την εσφαλμένη εντύπωση ότι γιορτάζουμε την «έναρξη του πολέμου»! Καθόλου την έναρξη μιας πολεμικής σύρραξης δεν γιορτάζουμε! Γιορτάζουμε το ΟΧΙ στην παραβίαση της εδαφικής μας ακεραιότητας, ΟΧΙ στην κατάκτηση, το ΟΧΙ στον πόλεμο, που αυτό το ΟΧΙ σημαίνει ΕΙΡΗΝΗ.
     Σήμερα και πάντα επιβάλλεται να μαχόμαστε, να αμυνόμαστε και να διαφεντεύουμε τα Ιδανικά και τις παραδοσιακές μας Αξίες, γιατί και αυτών η απώλεια, ισοδυναμεί με άλωση. Ψηλά τα λάβαρα των Αξιών, λοιπόν, σύμβολα του κάθε «πιστεύω» μας και αυτά να προπορεύονται στις καθημερινές τέτοιες μας μάχες για να μας εμψυχώνουν, όπως  ψηλά μπροστά πάει και η Σημαία μας σε κάθε εμπόλεμη μάχη και εμψυχώνει τους ήρωες! Ψηλά ανεβαίνει και η Γαλανόλευκη στις νίκες του «εύ αγωνίζεσθαι» των αθλητικών αγώνων. Όχι λίγες φορές βλέπουμε εκεί και βιώνουμε σε απευθείας μετάδοση μεγάλα συναισθήματα, μαζί με τους αθλητές μας!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 3.10.2025

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2025

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Το πάθημα της Ιουλιάρας


     Ιουλία ήταν το βαφτιστικό της όνομα της της σαραντάρας «ψωμωμένης»* του μαχαλά, που όχι τόσο τα κιλά της, μα περισσότερο οι τρόποι της και η βροντώδης φωνή της την έκαναν «Ιουλιάρα». «Νουνός» του ονόματός της αυτού ήταν ο πλακατζής γείτονάς της ο Σωκράτης, που σ’ έναν καυγά τους για κάτι μικροδιαφορές, δεν άντεξε τις φωνές της και τα «κοσμητικά επίθετα» που τον στόλιζε. Τη στόλισε κι αυτός με κάμποσα βλαστήμια, με τελευταίο τον «οξαποδώ» και το νέο της όνομα, γυρίζοντας να φύγει:
     «Άι μου στο διάολο, Ιουλιάρα!».
    Ήταν κάμποσες οι μικροδιαφορές τους και καβγάς τους σιγόβραζε καρό τώρα και ήταν θέμα χρόνου να εκδηλωθεί. Η αφορμή δόθηκε όταν ο Σωκράτης χτύπησε μ’ ένα ξύλο το σκύλο της, που μπήκε στην αυλή του. Το κλάμα από τον πόνο, έκαναν το ζωντανό να φύγει κουτσαίνοντας για την αφεντικίνα του. Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Άστραψε και βρόντηξε η Ιουλία, μόλις γύρισε το βλέμμα της και είδε το γείτονά της να κρατάει το ξύλο που το χτύπησε.
    «Τι σου ’φταιξε, ρε, το ζωντανό, ρε; Μαζί το ταΐζουμε; Ήρθε η ώρα να σου τα μετρήσω τα παΐδια»!
     Άρπαξε κι εκείνη ένα μακρύ ξύλο που βρήκε μπροστά της και κινήθηκε απειλητικά εναντίον του.
     «Για κόπιασε και θα καλοπεράσεις! Δεν σου έχω πει τόσες φορές να το δένεις; Δεν το θέλω να έρχεται στην αυλή μου! Πάει στις φωλιές και μου τρώσει τ’ αυγά!».
     Από τις πρώτες πόρτες που άνοιξαν, ήταν και αυτή του παππά, που τους προέτρεπε με τις λέξεις του Ευαγγελίου, «ειρήνη υμίν»!
     «Τι "ειρήνη υμίν", παππά μου! Αυτοί θα μακελευτούνε»! Κάνε κάτι, φώναξε δυνατά η άλλη γειτόνισσά τους, η Ανδριάνα!
     Οι φωνές και οι παρεμβάσεις των γειτόνων να προλάβουν τα χειρότερα, ανέκοψαν τη φόρα της «Ιουλιάρας» και σταμάτησε στην αυλόπορτα, συνεχίζοντας να βρίζει και να κινεί απειλητικά με το ξύλο που κράταγε.
     Πέρασαν κάμποσες μέρες και ο Σωκράτης έκοψε ένα μεγάλο κολοκύθι στη μέση. Του άδειασε το περιεχόμενο μ’ ένα κουτάλι και του άνοιξε τρύπες σαν από ανθρώπινο κρανίο, με μάτια, μύτη και στόμα. Όταν νύχτωσε καλά, πήγε με κάθε προφύλαξη στο μαντρότοιχο που χώριζε τα σπίτια τους και το τοποθέτησε σ’ ένα εμφανές σημείο, αφήνοντας μέσα στο κενό του ένα αναμμένο κερί, που στο σκοτάδι ένοιαζε με νεκροκεφαλή να φωτίζει από μέσα! Στο σημείο εκείνο ήταν βέβαιο ότι θα το έβλεπε η «Ιουλιάρα» όταν έβγαινε στην πόρτα της, ή ακόμα κι αν άνοιγε το παράθυρό της!
     Δεν πέρασε πολλή ώρα και η φωνές της «άσπονδης» γειτόνισσάς του ακούστηκαν δυνατά μέσα στη νύχτα, σε όλο σχεδόν το μαχαλά:
     «Βοήθεια! Βοήθεια! Στοιχειό! Φάντασμα! Βοήθεια!
     Οι πόρτες κάποιων κοντινών σπιτιών άνοιξαν και τρεις-τέσσερις γείτονές τους προσέτρεξαν να δουν τί γίνεται, αν και είναι σίγουρο ότι ελάχιστοι πίστεψαν ότι επρόκειτο για φάντασμα! Αφού το… φαινόμενο «εξιχνιάστηκε» και η κολοκύθα κύλισε στον κατηφορικό δρόμο, όλοι γέλασαν! Η «Ιουλιάρα», όμως, στόλιζε για άλλη μια φορά με «κοσμητικά επίθετα» τον γείτονά της, όντας βέβαιη ότι αυτός ήταν η «πέτρα του σκανδάλου»!
-------------------------------------------
* Ψωμωμένος: ευτραφής, υπέρβαρος, χοντρός.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 1.11.2025