Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Ενας... ύποπτος πελάτης


     Είχε πάει στο χωριό του κι εκείνο το Σαββατοκύριακο ο Απόστολος, όπως και πολλά άλλα το συνήθιζε, και για να βλέπει τους δικούς του και για να νοιώθουν κι αυτοί την παρουσία του και τη ζεστασιά του. Πρωί-πρωί της Δευτέρας, νύχτα ακόμα σηκώθηκε, ετοιμάστηκε κι έφυγε κουστουμαρισμένος και γραβατωμένος, να πάει κατ’ ευθείαν στο γραφείο του. Δεν είχε βγει ακόμα ο ήλιος που περνούσε από τα χωριά του νομού του και το αυτοκίνητό του ακινητοποιήθηκε από βλάβη σε μια ερημιά. Φούσκωνε και ξεφούσκωνε από τη στενοχώρια του και το άγχος του, αλλά δεν μπορούσε να βοηθήσει τον εαυτό του. Δυο τρία άλλα αυτοκίνητα που πέρασαν και τα σταμάτησε, ούτε κι από εκεί μπορούσε να βοηθηθεί. Για καλή του τύχη, είδε μια πινακίδα μπροστά του που έγραφε «συνεργείο αυτοκινήτων στα 1000 μέτρα». Αναθάρρεψε. Πήρε το χαρτοφύλακά του στα χέρια, κλείδωσε το αυτοκίνητό του και κατευθύνθηκε πεζός ν’ αναζητήσει βοήθεια.
     Πράγματι, κάπου στο ένα χιλιόμετρο είδε μπροστά του το συνεργείο, στο έμπα του επόμενου χωριού. Πρωί ακόμα, δεν είχε ανοίξει. Μπήκε στο καφενείο που ήταν παραδίπλα και ρώτησε τον καφετζή, που ήταν και ο μοναδικός άνθρωπος μέσα, τι ώρα ανοίγει το συνεργείο. «Σε κάνα μισάωρο, τρία τέταρτα το πολύ, θα ’ρθει το παιδί», του είπε ο μεσόκοπος καφετζής, που εκείνη τη στιγμή έφτιαχνε τον δικό του καφέ. Κάθισε σε μια καρέκλα ο Απόστολος, ακούμπησε το χαρτοφύλακά του στο τραπέζι και παρήγγειλε καφέ, κοιτάζοντας συνεχώς και αγχωμένος μια το ρολόι του και μια τα ρολά του συνεργείου. Παρατήρησε ότι ο καφετζής του έριχνε πολλές ερευνητικές ματιές, χωρίς να τον ρωτήσει κάτι. Μάλλον φυσιολογικό το θεώρησε. «Ένας καλοντυμένος ξένος πρωί-πρωί, σίγουρα, δεν είναι κάτι συνηθισμένο σ’ ένα μικρό χωριό», σκέφθηκε, χωρίς να κάνει άλλες σκέψεις για τις μάλλον αδιάκριτες ματιές του καφετζή. Τον Απόστολο άλλο τον έκαιγε: Να μην καθυστερήσει πολύ στη δουλειά του.  
     Πράγματι, στο μισάωρο εμφανίστηκε ένας περίπου σαραντάρης κύριος με φόρμα, πάτησε στο κατώφλι της ανοιχτής πόρτας του καφενείου και παρήγγειλε τον καθιερωμένο πρωινό καφέ του. Φαινόταν ότι ήταν του συνεργείου.
      «Στάσου μισό λεπτό», του είπε ο καφετζής και πήγε κοντά του στη πόρτα. Διέκρινε μια ψιθυριστή «συνωμοτική» κουβέντα των δύο ανδρών ο Απόστολος, όπως διέκρινε και τις συνεχείς αυτή τη φορά ερευνητικές ματιές του κυρίου με τη φόρμα επάνω του, τα λίγα δευτερόλεπτα που μιλούσαν με τον καφετζή.
     Η μυστική κουβέντα τελείωσε πολύ σύντομα κι ο ένας έκανε βήματα πίσω και ο άλλος ξαναμπήκε στο καφενείο του.
     «Ελάτε, το συνεργείο ανοίγει. Ο κύριος που ήρθε το έχει», είπε ο καφετζής του μοναδικού ακόμα και άγνωστου πελάτη του.
     Ο Απόστολος σηκώθηκε, πήγε στο συνεργείο, την ώρα που ο τεχνίτης άνοιγε τα ρολά.
     «Καλημέρα…»
     «Καλημέρα», ανταπέδωσε με ευγένεια και ο τεχνίτης.
     «Ταξιδεύω για την Αθήνα και κάνα χιλιόμετρο πιο κάτω μου έμεινε το αυτοκίνητο. Μπορείτε να με βοηθήσετε;…».
     Ο κύριος του συνεργείου έβαλε αμέσως τα γέλια! Αναμενόμενο ήταν να εκφράσει την απορία του με την έκφραση του προσώπου του ο Απόστολος κι αμέσως ο τεχνίτης σου εξήγησε το λόγο που γέλασε:
     «Α, το φουκαρά τον καφετζή τι έπαθε! Σας νόμισε για εφοριακό και ήρθε να μου πει ότι θα μου κάνετε έλεγχο στα βιβλία μου»!
     «Εμ, έτσι εξηγούνται οι ερευνητικές ματιές και των δύο», είπε μέσα του ο Απόστολος και χαμογέλασε κι αυτός!
     «Όχι, άνθρωπέ μου! Στο δρόμο έμεινα και θέλω βοήθεια» του απάντησε, με ανακούφιση για την βοήθεια που θα δεχόταν. Βέβαιη ήταν και η ανακούφιση του  ιδιοκτήτη του συνεργείου, αφού δεν επρόκειτο για έλεγχο της εφορίας!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 17.2.2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου