Το εμφιαλωμένο νερό έχει μπει για τα καλά
στη ζωή μας. Παγωμένο ή δροσερό και σε πρακτικές συσκευασίες, πουλιέται παντού.
Η τιμή του ποικίλει ανάλογα με το κατάστημα και την τουριστική περιοχή. Έχουμε
δει, όμως, να ποικίλει και ανάλογα με το αν είναι… παγωμένο ή όχι! «Αισχροκέρδεια
του κερατά», είχε πει κάποιος διψασμένος, και σίγουρα δεν είχε άδικο, όταν πληροφορήθηκε από τον πλανόδιο μικροπωλητή ότι
το παγωμένο νερό έχει ογδόντα λεπτά και το ζεστό πενήντα! Για να δούμε, όμως, τί γινόταν μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, πριν το νερό βιομηχανοποιηθεί κι αποτελέσει κι αυτό μέσο κέρδους και πώς ο
καθένας αντιμετώπιζε τη δίψα του, αν βρισκόταν εκτός οικίας και δεν είχε κάνει
τα κουμάντα του.
Ο ταξιδιώτης, ο περαστικός, ο ξενοχωρίτης, ο ξένος πάντα φρόντιζε να έχει μαζί του ένα μικρό δοχείο με νεράκι, συνήθως παγούρι, για
να μη διψάσει. Αν βρισκόταν σε περιοχή που αυτό δεν ήταν και τόσο βολικό να το
μεταφέρει, τα πράγματα ήταν απλά: Έμπαινε μέσα σ’ ένα εστιατόριο,
ζαχαροπλαστείο, καφενείο ή και οποιοδήποτε κατάστημα και ζήταγε με τον πιο απλό τρόπο το
υπ’ αριθμόν «ένα» απαραίτητο για τη ζωή του ανθρώπου:
- Ένα ποτηράκι νερό μου δίνετε, παρακαλώ;
Ο καταστηματάρχης πάντα πρόθυμος του το
προσέφερε με χαμόγελο και συνήθως τον ρωτούσε:
- Κρύο ή ζεστό;
Πριν ο διψασμένος το βάλει στο στόμα του,
χαιρετούσε εγκάρδια και με ευγνωμοσύνη τον καταστηματάρχη κι εκείνος αντιχαιρετούσε σ' ένα σύντομο διάλογο:
- Στην υγειά σας!
- Γειά σας!
Τόσο απλά!
Ίσως από τότε που εμπορευματοποιήθηκε το
νεράκι, απομακρύνθηκε και η ζεστασιά από τους ανθρώπους! Μα θα μου πείτε: Αν
και σήμερα μπει κάποιος σε κάποιο μαγαζί και ζητήσει ευγενικά ένα ποτηράκι
νερό, δεν θα του δώσουν; Και βέβαια θα του δώσουν, φοβάμαι όμως χωρίς «χαμόγελο», όπως μου συνέβη σχετικά πρόσφατα:
Δεν πάει πολύ καιρός που βρεθήκαμε με την
οικογένειά μου στην Έδεσσα και καθίσαμε για καφέ στις πηγές του Εδεσσαίου ποταμού, στα νερά του οποίου τα πόδια μας σχεδόν βρέχονταν. Μόλις ήλθε ο σερβιτόρος για την παραγγελία, μας φέρνει
ένα μεγάλο μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό και τέσσερα ποτήρια. Εξεπλάγημεν από τη
χειρονομία του και τον ρώτησα:
- Το νερό της πηγής δεν πίνεται;
- Πίνεται, μου απάντησε.
- Και γιατί δεν μας φέρνεις από αυτό;
Ο σερβιτόρος κατσούφιασε, πήρε το εμφιαλωμένο
και σε λίγο μας έφερε μια γυάλινη κανάτα με δροσερό και εύγευστο νεράκι της πηγής
(ή του δικτύου), την άφησε στο τραπέζι, χωρίς να πει κουβέντα, χωρίς το παραμικρό χαμόγελο!
«Ένα ποτηράκι νερό, παρακαλώ!», λοιπόν, με ανθρώπινα
πάντα αισθήματα και… στην υγειά σας!
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 12.7.2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου