Κάπου στα τριάντα πέντε έφυγε από το χωριό
της η Άννα για μια «καλύτερη ζωή». Στην πόλη που πήγε, δεν κυνήγησε δουλειές.
Προτίμησε να αξιοποιήσει το… κληρονομικό χάρισμα της μάνας της, που γύριζε και
ζητιάνευε στα γύρω χωριά! Με τη ζητιανιά της αυτή το «νοικοκυριό» της θειά-Σωτήραινας
ήταν πάντα γεμάτο!
Η Άννα, λοιπόν, γρήγορα έφτιαξε μια παράγκα να μένει και εύκολα βρήκε… δουλειά. Πάντα ρακένδυτη, πάντα με τρύπια παπούτσια - κάποιες φορές και διαφορετικά μεταξύ τους(!), αρκετές φορές προσποιούμενη και την κουτσή με μαγκούρα, και πάντα με το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου της καλυμμένο μ’ ένα σκούρο μαντήλι, σκισμένο και μπαλωμένο κι αυτό, για να μην γνωρίζεται και να την λυπούνται και να μεγαλώνει ο «μισθός» της. Είχε κάμποσα «στέκια» που πήγαινε και «δούλευε», όπως έξω από μεγάλα καταστήματα και δημόσιες υπηρεσίες. Είχε και δυο τρεις λαϊκές, που εύρισκε κι εκεί «καλή δουλειά». Από το πρωί μέχρι το μεσημέρι γέμιζε δυο και τρεις φορές το καρότσι της. Όσοι την γνώριζαν, πάντα αναρωτιόντουσαν «τί τα κάνει όλ’ αυτά».
Η Άννα, λοιπόν, γρήγορα έφτιαξε μια παράγκα να μένει και εύκολα βρήκε… δουλειά. Πάντα ρακένδυτη, πάντα με τρύπια παπούτσια - κάποιες φορές και διαφορετικά μεταξύ τους(!), αρκετές φορές προσποιούμενη και την κουτσή με μαγκούρα, και πάντα με το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου της καλυμμένο μ’ ένα σκούρο μαντήλι, σκισμένο και μπαλωμένο κι αυτό, για να μην γνωρίζεται και να την λυπούνται και να μεγαλώνει ο «μισθός» της. Είχε κάμποσα «στέκια» που πήγαινε και «δούλευε», όπως έξω από μεγάλα καταστήματα και δημόσιες υπηρεσίες. Είχε και δυο τρεις λαϊκές, που εύρισκε κι εκεί «καλή δουλειά». Από το πρωί μέχρι το μεσημέρι γέμιζε δυο και τρεις φορές το καρότσι της. Όσοι την γνώριζαν, πάντα αναρωτιόντουσαν «τί τα κάνει όλ’ αυτά».
Ένας από εκείνους που καλά την γνώριζαν, ο
κυρ-Μιχάλης από την παραδιπλανή πολυκατοικία, την συναντούσε σχεδόν πάντα στη
λαϊκή, μη δίνοντάς της ποτέ σημασία. Μα κάποια φορά, μες το χειμώνα, που εκείνη
δεν τον γνώρισε από το σκούφο που αυτός φόραγε για το κρύο, του απλώνει
εκλιπαρώντας το χέρι και του λέει:
«Πέντε ορφανά έχει!... Πέντε ορφανά!...».
Φυσικά, ούτε και τότε της έδωσε σημασία. Μα μόλις εκείνος προχώρησε ένα βήμα σε αντίθετη κατεύθυνση με εκείνη, λέει η Άννα σε μια κυρία που ακολουθούσε κι εκείνη με το καρότσι της, εκλιπαρώντας πάντα με τον ίδιο τρόπο:
«Έξι ορφανά!... Έξι ορφανά!...»!!!
Γυρίζει εμβρόντητος ο κυρ Μιχάλης, την ξανακοιτάζει και αναρωτιέται μεγαλόφωνα:
«Μα… Πότε στο διάολο γέννησε;»!
Λίγες μέρες αργότερα, πρωί-πρωί Κυριακής, την βλέπει που ζητιάνευε στα σκαλιά της εκκλησίας της ενορίας τους. Άλλες φορές την είχε δει στα σκαλιά της παλαιοημερολογίτικης εκκλησίας της γειτονιάς τους. Την πλησιάζει, λοιπόν, και χαριτολογώντας, αλλά και καυστικά, τη ρωτάει χαμηλόφωνα:
«Τελικά, εσύ με ποιους είσαι; Με τους παλαιοημερολογίτες, ή μ’ εμάς που πάμε με το νέο ημερολόγιο;».
Εκείνη, που αυτή τη φορά τον γνώρισε, αφού ήταν ασκεπής για να μπει στην εκκλησία, ερεύνησε με το βλέμμα της δεξιά κι αριστερά και αφού βεβαιώθηκε ότι δεν θα την ακούσει κανείς άλλος, του απαντάει, επίσης χαμηλόφωνα:
«Εγώ;… Εγώ με τα λεφτά είμαι…»!
«Πέντε ορφανά έχει!... Πέντε ορφανά!...».
Φυσικά, ούτε και τότε της έδωσε σημασία. Μα μόλις εκείνος προχώρησε ένα βήμα σε αντίθετη κατεύθυνση με εκείνη, λέει η Άννα σε μια κυρία που ακολουθούσε κι εκείνη με το καρότσι της, εκλιπαρώντας πάντα με τον ίδιο τρόπο:
«Έξι ορφανά!... Έξι ορφανά!...»!!!
Γυρίζει εμβρόντητος ο κυρ Μιχάλης, την ξανακοιτάζει και αναρωτιέται μεγαλόφωνα:
«Μα… Πότε στο διάολο γέννησε;»!
Λίγες μέρες αργότερα, πρωί-πρωί Κυριακής, την βλέπει που ζητιάνευε στα σκαλιά της εκκλησίας της ενορίας τους. Άλλες φορές την είχε δει στα σκαλιά της παλαιοημερολογίτικης εκκλησίας της γειτονιάς τους. Την πλησιάζει, λοιπόν, και χαριτολογώντας, αλλά και καυστικά, τη ρωτάει χαμηλόφωνα:
«Τελικά, εσύ με ποιους είσαι; Με τους παλαιοημερολογίτες, ή μ’ εμάς που πάμε με το νέο ημερολόγιο;».
Εκείνη, που αυτή τη φορά τον γνώρισε, αφού ήταν ασκεπής για να μπει στην εκκλησία, ερεύνησε με το βλέμμα της δεξιά κι αριστερά και αφού βεβαιώθηκε ότι δεν θα την ακούσει κανείς άλλος, του απαντάει, επίσης χαμηλόφωνα:
«Εγώ;… Εγώ με τα λεφτά είμαι…»!
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 30.1.2035
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου