Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2025

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Τους χάλασε τη δουλειά!

     Μπήκε ο Δεκέμβρης, ζύγωναν Χριστούγεννα κι έτριβε τα χέρια του ο Στάθης ο καφετζής. Σχεδόν όλο το χρόνο οι συγχωριανοί του - θαμώνες του μαγαζιού του έπαιζαν χαρτιά με μικροποσά. Τις μέρες των γιορτών, όμως, ξημερώνονταν και βράδιαζαν εκεί, κάτι που δεν γινόταν σε άλλο μαγαζί στο κεφαλοχώρι. Το παιχνίδι χόντραινε και το πείσμα στο πείσμα έριχνε και μεγάλα χαρτονομίσματα στο τραπέζι. Μαζί χόντραινε και το βιδάνιο που έβαζε στην τσέπη του ο Στάθης, τόσο, που ήταν μεγαλύτερο από το βιδάνιο όλης της υπόλοιπης χρονιάς και σχεδόν πάντα ήταν ο μόνος κερδισμένος! Μα εκτός από το βιδάνιο, εκεί έτρωγαν κι εκεί έπιναν οι εραστές της τράπουλας. Άδειαζαν τα ράφια του μαγαζιού του από τις κονσέρβες, αλλά κι ούτε προλάβαινε να προμηθεύεται αυγά από τις νοικοκυρές του χωριού για να τους κρατάει στο μαγαζί του με τα πρόχειρα αυτά φαγητά. Δυο βαρέλια που είχε με κρασί, ένα μεγαλύτερο κι ένα μικρότερο, άδειαζαν κι αυτά τις μέρες των γιορτών. Δυο φορές τη βδομάδα έφτανε και ο «ματρακάς», ένα παλιό φορτηγό από την κοντινή κωμόπολη, με κάθε χρειαζούμενο για τον ανεφοδιασμό του μαγαζιού.
     Μετά τις δεκαπέντε του Δεκέμβρη, το μαγαζί έκλεινε κάθε βράδυ και πιο αργά. Μεσάνυχτα και βάλε. Αλλά λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα, έγινε κάτι που δεν είχε ξαναγίνει: Ο Αχιλλέας ο χωροφύλακας πήγαινε και μπαστακωνότανε σε μια καρέκλα, που δεν έλεγε να σηκώσει τον απ’ αυτό του από εκεί, μέχρι που έφευγαν και οι τελευταίοι πελάτες! Πάντα με τη στολή και το πηλήκιο ο Αχιλλέας, την έβγαζε μόνο το βράδυ που έπεφτε στο κρεβάτι. Ένα χωριό του Καρπενησίου ήταν η ιδιαίτερη του και τη χαρακτηριστική προφορά και ντοπιολαλιά του τόπου του, που ποτέ του δεν έλεγε ν' αποχωριστεί, όσο κι αν κάποιοι που είχαν αποκτήσει περισσότερο θάρρος μαζί του, στ' αστεία και στα σοβαρά το πείραζαν. Χρόνια στο χωριό «όργανο της τάξης» και με την τετραμελή οικογένειά του, με καλή συμπεριφορά, με επιείκεια και δικαιοσύνη, γι’ αυτό και όλοι τον υπολόγιζαν και τον σεβόντουσαν.
     Ο Στάθης και όλοι οι σε πλήρη ετοιμότητα χαρτοπαίκτες, άρχισαν να δυσανασχετούν, αλλά τί να του έλεγαν και πώς να του το έλεγαν; Καταλάβαιναν ότι κάποια «καρφωτή» είχε πέσει και δεν ξεκόλλαγε από εκεί ο Αχιλλέας. Οι νύχτες περνούσαν η μια μετά την άλλη κι έφερναν μεγάλη ζημιά στο μαγαζί, μεγάλη ζημιά και στους χαρτοπαίκτες χωριανούς, που περίμεναν πώς και πώς εκείνες τις μέρες να ξεδώσουν. «Κόκκινο πανί» άρχισε να γίνεται το όργανο της τάξης και μια από τις μεθόδους που επιστράτευσε ο Στάθης να τον «αναγκάσει» να φύγει, ήταν να του ρίξει αλάτι κάτω από την καρέκλα που καθόταν, χωρίς να ήταν σίγουρος αν αυτό θα «πιάσει»! Για κακή τύχη όλων, όμως, εκείνο το βράδυ ο Αχιλλέας άλλαξε καρέκλα!
     Τον έπνιγε η αγωνία και ο θυμός το Στάθη και, μη μπορώντας να δέχεται άλλο αυτή την κατάσταση αδιαμαρτύρητα, αποφάσισε να του μιλήσει διπλωματικά, αφού του σέρβιρε τον καθιερωμένο καφέ για το «ξενύχτι» - προσφορά πάντα του καταστήματος:
     «Κερασμένος κι απόψε ο καφές, κυρ’ Αχιλλέα!...  Αλλά εσύ δεν μας έχεις δείξει τόσα χρόνια που σ’ έχουμε στο χωριό μας ότι είσαι άνθρωπος του μαγαζιού και της νύχτας. Πώς τώρα τελευταία έχεις αλλάξει γραμμή; …Μα μου κάνει και εντύπωση που έρχεσαι μόνο εδώ και δεν πας και σε άλλα μαγαζιά, όπως θα ήτανε το πρέπον…».
     Μάλλον την περίμενε αυτή την ερώτηση ο χωροφύλακας, είτε από τον ίδιο τον καφετζή, είτε από κάποιον θαμώνα.
     «Να σ' 'πώ», απάντησε, αφού ήπιε την πρώτη ρουφηξιά του καφέ του και με το «ααα» έδειξε την απόλαυσή του, ευχαριστώντας και επιβραβεύοντας έτσι τον καφετζή για την τέχνη του, και συνέχισε: «Είν' κάτ' μέρες τώρα, έχ'νε πάρει τηλέφωνο στο σταθμό χωροφυλακής κάτι γ'ναίκες, και όχι μόνο μία φορά καθεμιά τσ', γιατί ολοχρονίς, αλλά μέσ' στ' γιορτές πολύ περισσότερο, δεν μπορούν να μάσουν τσ' άντρες τσ' από τα χαρτιά! Κι όλο τούτο νταραβέρ' στο μαγαζί σ' γίνεται! Οι περισσότεροι γυρίζ'νε ξ'μέρωμα στο σπίτι τσ', χαμέν' και πιωμέν' και τα βάζ'νε και μαζί τσ'! Είπαμε με τ'ν αστυνόμο να κάν'με εφόδους στα μαγαζιά τα κάθε βράδ' τούτες τις μέρες του Δικέβρ'. Κι αντίς να γυρνάμε μες τσ' νύχτες και το κρύο, προτίμ'σα να έρχ'μαι και να κάθ'μαι μαζί σας, αφού για το δ'κό σ' μαγαζί έχουν γίνει οι καταγγελίες! Με βολεύει αυτό, να ξέρ'ς, από το να γυρνώ ν'χτιάτικα από μαγαζί σε μαγαζί, αφού μόνο δω το πάτε μέχρι το ξημέρ'μα και βάλε!…
     Οι θαμώνες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, κοίταξαν και τον καφετζή, που, μάλλον, κανείς τους δεν περίμενε τόση ειλικρίνεια από τον χωροφύλακα. Αλλά και στα μάτια τους φαινόταν ξεκάθαρα πόσο «άφριζαν» μέσα τους και με τις γυναίκες τους και με τον Αχιλλέα που τους «χάλασαν τη δουλειά» τις γιορτές εκείνης της χρονιάς!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 11.1.2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου