Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: «Σαν τις κακές συννυφάδες»!


     Έφτυνε τον κόρφο της η Ευτέρπη, κάθε φορά που σκεφτόταν ότι μπορεί να ερχόντουσαν στο χωριό συγγενείς του άντρα της από την πόλη για λίγες μέρες κι εκείνο το καλοκαίρι, όπως κάθε χρόνο το συνήθιζαν. Ήθελε να είναι πάντα το σπίτι της στην τρίχα και με φιλοξενούμενους μέσα, εκείνο το «στην τρίχα» ήταν αδύνατο. Αυτό φοβόταν, όμως, ότι δεν θα το απέφευγε, και προσπαθούσε να βρει τρόπο να το αποτρέψει.
     Με λίγους «τα είχε καλά» η Ευτέρπη και λέγανε μια ζεστή «καλημέρα» και με πολύ λιγότερους αντάλλασσαν επισκέψεις στο χωριό και στη γειτονιά. Μα ούτε και με την άλλη της συννυφάδα, τη Βασίλω, γυναίκα του μικρότερου αδερφού του άντρα της, που οι πόρτες τους ήταν δυο μέτρα και απέναντι η μια από την άλλη τα πήγαιναν καλά. Με διαφορά ένα χρόνο πήγαν νύφες στο χωριό, αλλά ποτέ τους δεν «δέσανε», κάπου είκοσι χρόνια τώρα. Οι ασυμφωνίες τους ήταν γνωστές σε όλους και πολλοί σχολίαζαν σκωπτικά πίσω από την πλάτη τους, φυσικά: «Σαν τις κακές συννυφάδες»!
     Οι φωνές της Ευτέρπης ακούστηκαν και έξω στο δρόμο εκείνο νύχτωμα στα μέσα του Αλωνάρη, σαν γύρισε ο άντρας της από την αγορά και της διάβασε το τηλεγράφημα. «Θα έρθουμε δέκα Αυγούστου, μέχρι δεκαεφτά. Ντίνος». Φιλήσυχος πάντα ο άντρας της, ο Θανάσης, περίμενε την εκρηκτική αντίδρασή της, αλλά τι να έκανε; Μια-δυο φορές το χρόνο σμίγανε με τον αδερφό του, που κοιμόντουσαν στο ίδιο κρεβάτι, μέχρι που εκείνος παντρεύτηκε πρώτος. Μα και πως θα μπορούσε να του αρνηθεί τη φιλοξενία και μάλιστα στο πατρικό τους σπίτι; Η συνεχής μουρμούρα της κατά του ξενιτεμένου κουνιάδου της, του Ντίνου, και η ένταση της φωνής της κάποιες φορές ακούγονταν από τα ανοιχτά παράθυρα και έξω στο δρόμο. Ανοιχτά και τα παράθυρα της συννυφάδας της της Βασίλως, χωρίς να το θέλει άκουγε κι αυτή. Μα σάμπως και σταμάτησε όλη τη νύχτα την κρεβατομουρμούρα της; Κάποια στιγμή ο Θανάσης έφυγε από το κρεβάτι και κοιμήθηκε όπως-όπως πάνω σε μια κασέλα.
     Την άλλη μέρα το πρωί, βγήκε από το σπίτι του σκασμένος. Σκασμένη και η Ευτέρπη για τους δικούς της λόγους. Η πρώτη που ένοιωθε την ανάγκη να μοιραστεί τον «καημό» της, ήταν η Βασίλω. Βγήκε στο παράθυρο, σαν την είδε στο μικρό μπαλκονάκι της και μετά από την τάχα ζεστή καλημέρα, «ξεσπάθωσε» με πολλή ξινίλα, υπολογίζοντας εκείνη να πάρει το μέρος της:
     «Ακούς;… Θα ’ρθει ο μεγάλος κουνιάδος, ο “πρωτευουσιάνος”! Λες κι έχω κάνα ξενοδοχείο να τους κοιμίζω και κάνα εστιατόριο να μαγειρεύω, κάθε φορά για τα πέντε άτομα που μου κατσικώνονται!...».
     «…Αν δυσκολεύεσαι, Ευτέρπη μου, να τους φιλοξενήσω εγώ. Σάμπως και θα μείνουμε τις πολλές μέρες…».
     «Γιατί; Δεν έχω εγώ σπίτι να τους καρτερέσω; Ή δεν έχω σκουτιά να τους κοιμίσω;…».
     «Στήλη άλατος» η Βασίλω με την «κωλοτούμπα» της συννυφάδας της, «στήλη άλατος» και η γειτόνισσά τους, η Παρασκευή, που κι αυτή είχε ακούσει άθελά της το προηγούμενο βράδυ τον καβγά με τον άντρα της, το «λούσιμο» του «πρωτευουσιάνου» και με τι λόγια ξόρκιζε την πιθανότητα να τους φιλοξενήσει στο σπίτι της!
     Μόλις λίγο αργότερα ξαναμπήκε στο σπίτι ο Θανάσης, οι «βολές» ήταν κατά της Βασίλως, με την ίδια ξινίλα πάντα:
     «Ακούς;… Είπα της Βασίλως ότι θα ’ρθει ο Ντίνος με την οικογένειά του τον άλλο μήνα και φάνηκε πρόθυμη να τους πάρει σπίτι της! Κατάλαβες;… Να πουν ότι εκείνη είναι η καλή!...».
-----------------------------------------
Εικόνα ανάρτησης: «Ο Γκρινιάρης», το γνωστό στρουμφάκι των παιδικών κινουμένων σχεδίων (διαδίκτυο)
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 3.6.2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου