Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2023

Η χαμένη χαρά (διήγημα)


                                                                                                Στον κυρ-Γιώργη
 
     Μόνο λίγους συγγενείς είχε ο κυρ-Γιώργης ο «Ράφτης», που κι αυτοί ήταν μακρινοί και κανένας δεν στάθηκε ούτε βρισκόταν κοντά του. Ράφτης δεν ήταν το επώνυμό του, αλλά η δουλειά του. «Χρυσή βελόνα» των χωριών της επαρχίας του, το επάγγελμά του, τού έμεινε και σαν «επώνυμο», αφού όλοι έτσι τον ήξεραν κι έτσι τον αποκαλούσαν. Και είχε τόσο πολύ εμπεδώσει και ο ίδιος το επάγγελμα για όνομα, που και στις συναλλαγές του σε δημόσιες υπηρεσίες το «Ράφτης» έλεγε, μέχρι που κάνα δυο φορές αντιμετώπισε προβλήματα!   
     Οικογένεια δεν είχε αποκτήσει ο κυρ-Γιώργης. Μια σχέση που φαινόταν ότι προχωρούσε καλά, κάπου εκεί στα τριάντα του, έληξε άδοξα, αφήνοντάς του μεγάλα συναισθηματικά τραύματα. Ακόμα και σήμερα, που έκλεισε τα εβδομήντα, δεν τα έχει ξεπεράσει.
     Τρία αδέρφια ήταν. Η αδελφή του η Αργυρώ που ζούσαν σχεδόν μαζί, ανύπαντρη κι αυτή, πέθανε πριν λίγο καιρό. Πολύ απογοητευμένος και μη έχοντας άλλη λύση ο κυρ-Γιώργης, μπήκε στο ίδρυμα αναπήρων, δίνοντας ένα μικρό μέρος από τη σύνταξή του. Η αναπηρία που του είχε αφήσει το εγκεφαλικό δεκαπέντε χρόνια τώρα, του δυσκόλευε πολύ τη ζωή. Δεν μπορούσε να εξυπηρετηθεί μόνος του. Το δεξί του χέρι και το δεξί του πόδι ήταν σχεδόν ξένα. Με πολλή δυσκολία τα όριζε. Με μια πατερίτσα πήγαινε και στην τουαλέτα, στηριγμένη στην αριστερή μασχάλη και κρατώντας την με το αριστερό χέρι. Έπειτα, ήταν και η μοναξιά. Τί να έκανε μέσα σ’ ένα σπίτι, μόνος του στα τέσσερα ντουβάρια; Μόνο αναμνήσεις είχε από το κάθε τι που μόνιμα αντίκρυζε, και που κάποιες φορές τον έπνιγαν. Τουλάχιστον, στο ίδρυμα αναπήρων βρήκε παρέα, βρήκε ανθρώπους να μπορεί να πει μια κουβέντα. Με κάποιες βοήθειες και από τις θεραπείες αποκατάστασης, ένοιωθε ότι πήγαινε λίγο καλύτερα. Αλλά και το προσωπικό τον αγκάλιασε πραγματικά από την πρώτη στιγμή, όπως και όλους τους τρόφιμους.
     «…Εδώ, τρόφιμοι και προσωπικό είμαστε ένα», του είπε από την πρώτη στιγμή η προϊσταμένη, κατά την υποδοχή. «Ζούμε μαζί σας και ζείτε μαζί μας. Μαζί κάνουμε Πάσχα, μαζί και Χριστούγεννα. Μαζί μας θα είστε στην ονομαστική σας γιορτή κι εμείς μαζί σας γιορτάζουμε τη δική μας. Δεν είμαστε κάποιο νοσοκομείο, που ο ασθενής μένει ένα μικρό χρονικό διάστημα και φεύγει. Εδώ να το θεωρείτε σπίτι σας και όλους εμάς δικούς σας ανθρώπους…».
     Με αυτά τα λόγια τον υποδέχθηκε η προϊσταμένη του ιδρύματος, που μαζί με το χαμόγελό της και την γλυκύτητα του προσώπου της τον ανακούφισαν.
     Δεν πέρασαν πολλές μέρες και μια πολύ ευχάριστη έκπληξη περίμενε πρωί-πρωί την προϊσταμένη: Λίγα μόλις λεπτά από τη στιγμή που μπήκε στο γραφείο της, εμφανίστηκε στην πόρτα ο κυρ-Γιώργης. Παρ’ όλο που ήταν ανοιχτή, την χτύπησε. Στο αριστερό του χέρι, κράταγε μαζί με την πατερίτσα μια πολύ προσεγμένη ξυλοκατασκευή: Ένα εκκλησάκι!
     «Ελάτε! Ελάτε μέσα!», ήταν το «εμπρός» της, και σήκωσε καλά το κεφάλι της από το δελτίο ασθενών που συμπλήρωνε κάθε πρωί. Είχε δει με τη γωνία του ματιού της ότι «κάτι κρατούσε» ο κυρ-Γιώργης, χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία.
     «Καλημέρα σας, κυρία προϊσταμένη», ο χαιρετισμός του, που τον συνόδευε ένα πλατύ χαμόγελο. «Ένα μικρό δωράκι για τα παιδάκια σας!... …Είναι και πορτατίφ και φωτίζει με χαμηλό φως, να μην φοβούνται τη νύχτα!…».
     Ένα παρατεταμένο «ααα!» ευχάριστης έκπληξης και θαυμασμού βγήκε από το στόμα της, μόλις σήκωσε το κεφάλι της και κόλλησε το βλέμμα της το εκκλησάκι, στο χέρι του κυρ-Γιώργη. Έμεινε εκεί ακίνητη. Τα δευτερόλεπτα που ακολούθησαν, ήταν χρόνος σιωπής και αμηχανίας. Η θαυμάσια κατασκευή πραγματικά τη μάγεψε, αλλά ήρθε και σε δύσκολη θέση. Σκέφθηκε, όμως, ότι δεν θα ήταν σωστό να περιφρονήσει τον ασθενή της και ν’ αρνηθεί το δώρο του. Κοίταζε μια το εκκλησάκι, μια τον ίδιον στα μάτια στα μάτια.
     «Δεν έπρεπε, κύριε Γιώργο!... Δεν έπρεπε!... Τί λόγια να βρω να σας πω για να σας ευχαριστήσω; Ήταν ανάγκη να κάνετε τόσο μεγάλο έξοδο για χάρη μου; Και δεν φαίνεται να είναι και φτηνό το δώρο σας…».
     «Δεν “ξοδεύτηκα”, κυρία προϊσταμένη! Μόνος μου τα φτιάνω! Τα υλικά που χρησιμοποιώ είναι σπίρτα, καλαμάκια για σουβλάκια, χαρτί, καλάμια, χρώματα και κόλλα.
     Θαύμασε πολύ περισσότερο τότε η προϊσταμένη. Κοίταζε και το δεξί του χέρι, που οι βλάβες από το εγκεφαλικό ήταν εμφανείς και πραγματικά δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια της.
     «Μα… Είστε φαινόμενο, κύριε Γιώργο!...».
     «Τίποτα δεν είμαι! Ράφτης ήταν η δουλειά μου, όμως μου άρεσε πάντα και η χειροτεχνία και τις ελεύθερες ώρες μου έκανα κάποιες ξυλοκατασκευές, που μου έδιναν κι αυτές τη χαρά της δημιουργίας και τις χάριζα σε δικούς μου ανθρώπους. Το εγκεφαλικό και ο θάνατος της αδελφής μου μ’ έφεραν πολύ πίσω και είχα αρχίσει να παραιτούμαι από τη ζωή. Όμως, ο τρόπος με τον οποίο με δεχθήκατε κι εσείς και όλο το προσωπικό, μου έδωσε δύναμη. Καθημερινά μου δίνετε δύναμη. Σε όλους μας δίνετε δύναμη. Η αγάπη όλων σας, το ενδιαφέρον σας, οι καλοί σας τρόποι, η ευγένειά σας, η προθυμία σας... Πόσες φορές, στ’ αλήθεια, μας προλαβαίνετε τις επιθυμίες μας! Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που βρήκα καταφύγιο στο ίδρυμά σας και σας νοιώθω πολύ δικούς μου ανθρώπους. Με αυτό το μικρό δώρο θέλω να σας δείξω την ευγνωμοσύνη μου και σας παρακαλώ να το δεχθείτε!».
     «Σας ευχαριστούμε! Σας ευχαριστούμε πολύ, κύριε Γιώργο, και για το δώρο σας και για τα λόγια σας που δείχνουν την αγάπη σας και τα πολύ ευγενικά σας αισθήματά! Όμως, θα μου επιτρέψετε να μην το πάρω στο σπίτι μου για τα παιδιά μου. Το θαυμάσιο εκκλησάκι σας, όπως και ο ίδιος λέτε, εκφράζει την αγάπη σας για όλο το προσωπικό. Θα μου επιτρέψετε, λοιπόν, να το κρατήσω στο γραφείο μου με το όνομά σας. Μου δώσατε και μια ιδέα, μάλιστα. Θα ζητήσω και από άλλους ασθενείς να φτιάξουν ό,τι μπορεί ο καθένας και να κάνουμε μια έκθεση!».

     Δεν το χόρταιναν τα μάτια της, με το που το πήρε στα χέρια της η προϊσταμένη. Τι προσεγμένη δουλειά, τι λεπτομέρεια, τι χάρη! Ένα καλώδιο που έβγαινε μπροστά από το ιερό, κατέληγε σ’ ένα  μικρό κόκκινο λαμπάκι στο εσωτερικό του και η άλλη άκρη του έτοιμη να μπει στην πρίζα, για να φωτίζει. Μέχρι και ρολόι στο καμπαναριό, κουδουνάκι για καμπάνα, αψίδες στις πόρτες και έγχρωμες ζελατίνες στα παράθυρα, που έμοιαζαν καταπληκτικά με βιτρό!
     Ο τρίτος αδερφός του κυρ-Γιώργης, ο Αντώνης, είχε ξενιτευτεί πολύ νέος, πριν τον πόλεμο του ’40, στην Αυστραλία. Εκεί παντρεύτηκε, εκεί έκανε την οικογένειά του και από τότε που ξενιτεύτηκε δεν ξαναήρθε στην Ελλάδα. Με τα γράμματα «μίλαγαν» και πολύ σπάνια με το τηλέφωνο από το τηλεφωνείο του χωριού του, γιατί οι μονάδες του μετρητή έτρεχαν «νερό». Ευτυχώς, τα κινητά τηλέφωνα τους έφεραν πολύ πιο κοντά τα τελευταία χρόνια.
     Ήταν λίγες μέρες μετά το Πάσχα εκείνης της χρονιάς και το κινητό τηλέφωνο του κυρ-Γιώργη χτύπησε κάνα δυο φορές λίγο μετά τα μεσάνυχτα, πάνω που είχε κλείσει την τηλεόραση και τον έπαιρνε ο ύπνος. Το σήκωσε με πολύ γρήγορες κινήσεις, για να μην ξυπνήσει και ο διπλανός του, ο κυρ-Θανάσης, που έμεναν στο ίδιο δωμάτιο του ιδρύματος. Στην αρχή μίλαγε ψιθυριστά, μα σε λίγο από τις δυνατές και χαρούμενες φωνές του, τα επιφωνήματα χαράς και τα γέλια του, όχι μόνο ο κυρ-Θανάσης ξύπνησε, αλλά και άλλοι τρόφιμοι από διπλανά δωμάτια.
     «Μου λες αλήθεια;», ρώταγε και ξαναρώταγε στο τηλέφωνο γελώντας, σαν να μην πίστευε στ’ αυτιά του αυτά που άκουγε. Ο αδερφός του ο Αντώνης από την μακρινή Αυστραλία, δύο χρόνια μικρότερός του, του ανακοίνωνε ότι το καλοκαίρι θα ερχόταν στην Ελλάδα! 
     «Ναι, θάρθω να ιδωθούμε, αδερφέ, τώρα που μπορώ ακόμα. Δεν πρέπει ν’ ανταμώσουμε στον άλλο κόσμο και να μην γνωρίσουμε ο ένας τον άλλον!…».
     Κλάματα χαράς έπνιξαν τον κυρ-Γιώργη. Θα έσφιγγε στην αγκαλιά του τον αδερφό του το μικρότερο, που μόνο σε φωτογραφίες τον έβλεπε, σαράντα επτά ολόκληρα χρόνια τώρα! Έκλαιγε, γέλαγε, μονολογούσε! Άρχισε να μετράει τις μέρες που έμεναν για τις αρχές Αυγούστου κι αμέσως μετά υπολόγιζε και τις ώρες που θα ξαναντάμωναν! Ο μόνος που είχε, πλέον, από την οικογένειά τους, ήταν ο Αντώνης, που ζούσε στην άλλη άκρη της γης και θα έσμιγαν πάλι!
     Πρωί πρωί την άλλη μέρα, έστειλε κι αγόρασε γλυκά από το κοντινότερο ζαχαροπλαστείο και κέρασε όλους τους τρόφιμους και όλο το προσωπικό, με πρώτη την προϊσταμένη, που ήταν κι αυτή πρώτη που τον φίλησε από τη χαρά της!
     «Με το καλό να έρθει!». «Να τον καλοδεχτείς!». «Να καλοανταμώσετε!», ήταν οι ευχές όλων.
     Ο καιρός περνούσε αργά γι’ αυτό το αντάμωμα. Πέρασε ο Μάης, πέρασε ο Ιούνιος και είχε μεσάσει και ο Ιούλιος. Ένα κουδούνισμα του τηλεφώνου του κυρ-Γιώργη εκείνο το πρωί τον τάραξε. Στο μηδενικό χρόνο που πέρασε να το σηκώσει, ένοιωσε ένα κακό προαίσθημα και η καρδιά του χτύπησε γρήγορα και δυνατά. Με το «ναι» άκουσε πνιγμένη μια γυναικεία φωνή:
     «Έλα, θείε…» και αμέσως σταμάτησε και ακολούθησαν κλάματα.
     «Ναι…Ναι… Τι έγινε; Ποιος είναι;…».
     Ήταν η Δώρα, η ανιψιά του, η μεγάλη κόρη του αδελφού του από την Αυστραλία, που με την πνιγμένη φωνή από τα κλάματα, του είπε ότι πέθανε αιφνίδια ο πατέρας της.
     Έμεινε μαρμαρωμένος για λίγα δευτερόλεπτα, στην προσπάθειά του να συνειδητοποιήσει αυτά που άκουσαν τ’ αυτιά του. Ένας κόμπος στο λαιμό στάθηκε με το ξαφνικό αυτό νέο, που πιο δυσάρεστο δεν θα μπορούσε ν’ ακούσει. Τα μάτια του έτρεξαν κι ο πόνος τον έκανε να μονολογεί, εκφράζοντας έτσι τα «γλυκά» παράπονά του στον αδερφό του:
     «...Γιατί, Αντώνη μου; Γιατί, λεβέντη μου;… Γιατί τόσο απροειδοποίητα;… Εγώ έπρεπε να φύγω πρώτος, που είμαι και μεγαλύτερος και σακατεμένος… Γιατί μου τόκανες αυτό; Που ’ναι η χαρά που μούταξες;… Εσένα περίμενα να χαρεί η ψυχή μου και όχι τα κακά σου μαντάτα να μου τη μαυρίσουν… Να μου την κάνουν κατράμι... Τί να κρατάω στον κάτω κόσμο για να με γνωρίσεις;… Γιατί πολύ σύντομα θα έρθω να σε συναντήσω, αδερφέ μου;  Γιατί εγώ θα έρθω τώρα, αφού εσύ με γέλασες… Και πώς θα σε γνωρίσω;…», και το βουβό κλάμα του συνεχιζόταν, μέχρι που σε λίγο ξέσπασε δυνατό και με επιφωνήματα απελπισίας.
     Με τη σιωπή τους και το βουβό τους πόνο συμπαραστάθηκαν ασθενείς και προσωπικό στον κυρ-Γιώργη. Τον ένοιωσαν όλοι ως τα κατάβαθα της ψυχής τους, σαν και κάτι πολύ δικό τους. Όσοι προσπάθησαν να βρουν δυο λόγια παρηγοριάς να του πουν, δεν τα κατάφεραν. Η ημέρα εκείνη και κάποιες επόμενες, κύλισαν πάρα πολύ δύσκολα για τη μικρή κοινωνία του ιδρύματος αναπήρων.
     Δεν πέρασαν πολλές μέρες και πολύ αθόρυβα και διακριτικά η προϊσταμένη είχε ετοιμάσει ένα πραγματικό μουσείο με έργα και κατασκευές των περιθαλπομένων. Ήθελε όσο μπορούσε νωρίτερα να δώσει λίγη χαρά σε όλους, πρωτίστως, όμως, να κάνει μια ευχάριστη έκπληξη στον κυρ-Γιώργη.
      Την ημέρα των εγκαινίων κάλεσε εκείνον να κόψει την κόκκινη κορδέλα και να μπει πρώτος μέσα. Το πρώτο έκθεμα που αντίκρισε ήταν το δικό του εκκλησάκι, με τ’ όνομά του, ενώ στον απέναντι τοίχο μια πινακίδα έγραφε με κεφαλαία χρυσά καλλιτεχνικά γράμματα:
ΕΚΘΕΣΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ
“ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΡΑΦΤΗΣ”
     Ήταν το πρώτο χαμόγελο στα χείλη του κυρ-Γιώργη, μετά την χαμένη χαρά του.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 30.10.2023
(Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ)
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου