Δεν ήθελε πολύ να «δέσει» το προξενιό
που έγινε στο φλούδο* και ο γάμος του Σταύρου με την Θοδωρούλα δεν άργησε. Εκείνος είχε φύγει από το χωριό και δούλευε εργάτης στο λιμάνι της πόλης. Εκείνη, ένα κορίτσι του χωριού, στο κοπάδι και στα χωράφια, ένοιωθε ότι δεν
της «ταίριαζε» ο Σταύρος, αφού είχε πολύ υψηλές βλέψεις. Δεν μπορούσε, όμως, να
φέρει αντίρρηση στους γονείς της, που «τα βρήκαν» με τους γονείς του. Άγραφος νόμος
οι αποφάσεις τους, χωρίς περιθώρια ενστάσεων από τα παιδιά τους. Στην άδεια του
Σταύρου το καλοκαίρι, όλα ήταν έτοιμα για το γάμο.
Αφού όλο το χωριό έφαγε, ήπιε, χόρεψε και
το καταφχαριστήθηκε, ο Σταύρος πήρε τη γυναίκα του λίγες μέρες μετά κι έφυγαν
για το νέο τους σπίτι στην πόλη, που ήταν και η δουλειά του. Από τον πρώτο καιρό η Θοδωρούλα άρχισε να
μεγαλοπιάνεται. Επεδίωξε κι έκανε γνωριμίες με τους δασκάλους των ανιψιών της,
με υψηλόβαθμους υπαλλήλους του δημοσίου, με στελέχη μεγάλων επιχειρήσεων και
αντάλλασσαν τακτικά επισκέψεις. Από τα σχολικά βιβλία των ανιψιών της διάβασε για τη Θεοδώρα του Ιουστινιανού κι έκανε το όνομά της "βαρύ": Θεοδώρα! Φρόντιζε και το ντύσιμό της να είναι ανάλογο «κυρίας
της υψηλής κοινωνίας», άσχετα αν ο άντρας της προσπαθούσε συχνά να την προσγειώνει, λέγοντάς της «να μην παίρνουν
τα μυαλά της αέρα».
Μια φορά που την είχε επισκεφθεί ο
γείτονάς της ο Βαγγέλης από το χωριό, χτύπησε το κουδούνι και μπήκε ο κύριος Πέτρος, διευθυντής του γειτονικού δημοτικού σχολείου. Αφού του έκανε καφέ, σε κάθε κουβέντα μαζί του υποτιμούσε με υπονοούμενα τον Βαγγέλη, θέλοντας να δείξει ότι η ίδια δεν ανήκε
στους «παρακατιανούς», όπως ο γείτονάς της. Ο Βαγγέλης «έπιανε» πολύ
εύκολα τα υπονοούμενά της και περίμενε την κατάλληλη ώρα να αντιδράσει. Σε κάποια στιγμή ο κύριος Πέτρος τον ρώτησε για τη ζωή του χωριού.
«Η ζωή μας στο χωριό είναι απλή,
κυρ-Πέτρο, όπως απλοί είμαστε κι εμείς», απάντησε, αλλά δεν έμεινε εκεί. «Πολλοί
από εμάς δεν είχαμε ούτε ευκαιρίες, ούτε δυνατότητες να μάθουμε λίγα γράμματα,
αλλά ούτε και μπορέσαμε να ξεφύγουμε από τη ζωή του χωριού, για κάτι καλύτερο
στην πόλη. Η γειτόνισσά μου η Θοδωρούλα είχε πολύ καλύτερη τύχη, γιατί οι
γονείς της ήταν ξύπνιοι άνθρωποι κι έβλεπαν μακριά. Κι εδώ που ήρθε "μορφώθηκε" και δεν έμεινε "ξύλο απελέκητο", όπως εμείς...».
Αν και δαγκώθηκε η Θοδωρούλα, αφού στο
περιβάλλον της πόλης ήταν γνωστή ως Θεοδώρα, δεν κατάλαβε το πνεύμα του γείτονά
της του Βαγγέλη και καμάρωνε, αλλά δεν ήξερε τί την περίμενε!
«Ποια είναι η Θοδωρούλα;», ρώτησε με
απορία ο διευθυντής.
«Εδώ, η γειτόνισσά μου», απάντησε ο
Βαγγέλης και την έδειξε με την παλάμη του.
Ο διευθυντής γύρισε, την κοίταξε, μάλλον
ερευνητικά, και ο Βαγγέλης συνέχισε την κουβέντα του:
Η μάνα της Θοδωρούλας, που λες, κυρ-Πέτρο
μου, ήταν πολύ ξύπνια γυναίκα. Να φανταστείς, ότι κάποτε που κόντευε να σπάσει
το κεφάλι της από τον πονοκέφαλο, πήγε σε μια γειτόνισσά μας και τη ρώτησε αν είχε κάτι να την ανακουφίσει. Μη έχοντας κι εκείνη τίποτ' άλλο, της έδωσε λίγο
μέλι σ’ ένα μικρό βαζάκι, πιστεύοντας πως αυτό θα τη βοηθούσε. Η καημένη η
Βασίλω, η μάνα της Θοδωρούλας, πηγαίνοντας στο σπίτι της άλειψε το μέτωπό της
με το μέλι, να της πάρει τον πονοκέφαλο! Δεν άργησαν να μαζευτούν οι σφίγγες
και οι μέλισσες, και τα πειράγματα από τη γειτονιά και το χωριό ολόκληρο
κράτησαν μέρες!...».
Το φύσαγε και δεν κρύωνε η Θοδωρούλα, αφού
κι ο κύριος Πέτρος γύρισε και την κοίταξε με απορία! Και βέβαια, ούτε που σκέφθηκε να ξαναμιλήσει υποτιμητικά για τον Βαγγέλη, τουλάχιστον παρουσία του!
---------------------------
* Φλούδος:
Ομαδική εργασία στο ξεφλούδιαμα του καλαμποκιού. Δείτε/διαβάστε γι’ αυτόν σε
άρθρο μου στην ηλεκτρονική εφημερίδα https://www.kalavrytanews.com/,
ΕΔΩ.
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 20.11.2022
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 20.11.2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου