Αίθουσα του δημοτικού σχολείου Καμενιάνων Καλαβρύτων- σήμερα αξιόλογο λαογραφικό μουσείο |
Μια μεγάλη παρέα από συμμαθητές και
συμμαθήτριες μαζεύτηκε στην πλατεία του χωριού το περασμένο καλοκαίρι, κοντά
πενήντα χρόνια μετά το σχολείο! Το κάλεσμα είχε ξεκινήσει από την προηγούμενη
χρονιά, που αποφασίστηκε από μια μικρή ομάδα των συμμαθητών και η συντροφιά
ξεπέρασε τα σαράντα άτομα, αφού μαζί ήταν και αρκετοί και αρκετές σύζυγοι.
Αγκαλιές, ξεφωνητά ενθουσιασμού, φιλιά, γέλια, δάκρυα συγκίνησης, αλλά και
μελαγχολία και κάποιοι αναστεναγμοί πόνου για εκείνους κι εκείνες που είχαν
φύγει πρόωρα από τη ζωή. Μιλημένος και ο Γρηγόρης που είχε το καφενείο-ψησταριά
στο χωριό, συμμαθητής κι αυτός, είχε ετοιμάσει τα καλύτερα για εκείνη τη
συνάντηση. Τα κάρβουνα είχαν ανάψει από νωρίς και η τσίκνα από τα ψητά έφτασε
ως και τα τελευταία σπίτια του χωριού.
Δεν άργησαν να πάρουν όλοι θέση στα
τραπέζια που είχαν στρωθεί, το ένα δίπλα στο άλλο, κάνοντας μια μεγάλη
τραπεζαρία. Μια εικόνα με πολλά συναισθήματα μπορούσε να δει κανείς στα πρόσωπα
του πλήθους αυτού, με κυρίαρχα τη χαρά, τον ενθουσιασμό και τη νοσταλγία. Μια
ολόκληρη τάξη μετά από πενήντα χρόνια ξανάγιναν παιδιά!
Βγήκαν οι πρώτοι μεζέδες και το χύμα καλό
κρασί του Γρηγόρη μεγάλωσε την ευφορία. Άρχισαν οι κουβέντες για τους
δασκάλους, τους καλούς, τους «στριμμένους» και τους ανάποδους με τα κουσούρια
τους. Το ξύλο που είχαν φάει, η απαράδεκτη-απάνθρωπη συμπεριφορά τους ορισμένες
φορές, ο φόβος των παιδιών που τα έκανε να ξεχνάνε κι εκείνα που ήξεραν, τώρα
γίνονταν όλα γέλια στη θύμησή τους, μα κάπου μπορούσε να διακρίνει κανείς και
θυμό, που τόσα χρόνια μετά δεν είχε φύγει από ορισμένους. Αξέχαστη, όμως, και η αγάπη όσων την έδειχναν με λόγια και με έργα.
Σε μια στιγμή, όλοι σταμάτησαν τις μεταξύ τους
κουβέντες και αναπολήσεις και παρακολουθούσαν το Χρήστο και τον Τάσο, τα δίδυμα
αδέρφια που έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό, μέχρι που μερικές φορές δεν
μπορούσαν να τους ξεχωρίσουν ούτε οι γονείς τους! Οι δυο τους ξαναζωντάνευαν
τις ζαβολιές τους και όλοι οι άλλοι άκουγαν. Εκρήξεις γέλιου ακολουθούσαν κάθε «αναπαράσταση»
των κατορθωμάτων τους.
«Θυμάσαι, ρε, που όταν δεν είχαμε διαβάσει
καλά καθόμαστε στο ίδιο θρανίο; Ο δάσκαλος μπερδευόταν ποιος είναι ποιος και
απαντούσαμε ο ένας για λογαριασμό του άλλου, εκείνος που ήξερε την απάντηση!»,
είπε ο Χρήστος στον Τάσο!
«Είναι δυνατόν να μην θυμάμαι; Αλλά για
θυμήσου και το δάσκαλο που δεν άκουγε καλά και νόμιζε λάθος απαντήσεις για
σωστές και μας έλεγε “μπράβο”
και σωστές για λάθος κι ερχόταν και μας τράβαγε τ' αυτί ή τρώγαμε και καμιά
ξυλιά με τη βέργα;» συμπλήρωσε ο Χρήστος.
«Ξέρετε, ρε, τι έκανε μια φορά ο αδερφός
μου ο Χρήστος;» ρώτησε τα «παιδιά» της παρέας ο Τάσος.
«Τιιιιιιιιι;», ρώτησαν όλοι μαζί, κρεμασμένοι
από τα χείλη του.
«Ζήτησε από τους γονείς μας και μας πήραν
ίδια ρούχα. Όσο κι αν είχαν αντιρρήσεις, τους κατάφερε στο τέλος! Τάχα το
ζήτησε ο δάσκαλος, για να έχουμε ομοιομορφία στον εκκλησιασμό, αλλά εμείς τα
φορούσαμε όταν θέλαμε να τον αποτρελάνουμε!
Ήταν ένα μπεζ πουλόβερ και ένα καφέ παντελόνι. Δεν μπορούσε που δεν μπορούσε να μας ξεχωρίσει,
τότε ήταν που μπερδεύτηκε ολότελα! Εγώ ήμουνα ο πιο ζωηρός, εγώ πάντα την
πλήρωνα! Κάποια μέρα, στην έκτη τάξη πείραξε κάπως “χοντρά” τη συμμαθήτριά μας
την Αντωνία, που δεν ήρθε σήμερα στη συνάντησή μας. Εγώ, όμως, έφαγα το ξύλο
από το δάσκαλο και την τριήμερη αποβολή! Όσο κι αν του έλεγα ότι “δεν ξέρω
τίποτα”, δεν με άκουγε! Κάλεσε και την Αντωνία και τη ρώτησε μπροστά μου αν την
πείραξα εγώ. Εκείνη απάντησε "μάλιστα, αυτός", χωρίς κανέναν ενδοιασμό!!!
«Τί σου είπε; Σου έκανε καμιά άσχημη
χειρονομία;» τη ρώτησε!
«Δεν
μπορώ να σας πω…», απάτησε εκείνη!
Την άλλη μέρα ο δάσκαλος κάλεσε τον πατέρα
μου και του είπε. Το απόγευμα, άλλο ξύλο στο σπίτι με τη ζωστήρα του! Ο Τάσος
μούγκα! Ένα χρόνο μετά, που πηγαίναμε στο γυμνάσιο, μου ομολόγησε γελώντας τι
είχε συμβεί!
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 15.11.2022
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 15.11.2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου