Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: «Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη…»!


     Και τι δεν είχε στο μαγαζί του ο μπάρμπα-Μάνθος: Εκτός από καφενείο και χώρος συνάντησης και ψυχαγωγίας του αντρικού πληθυσμού του χωριού, εύρισκαν εκεί κάθε τι που χρειάζονταν οι κάτοικοί του. Από κλωστές και βελόνες, μέχρι χρώματα και βαφές υφασμάτων, μέχρι είδη οικιακής χρήσεως, μέχρι τρόφιμα-φρούτα-λαχανικά, μέχρι υλικά για μαστορέματα, μέχρι και γραβάτες και παπούτσια. Πάντα φιλικός και με το χιούμορ του, ευγενής, πρόθυμος, γλυκομίλητος στους πελάτες και συγχωριανούς του, ήταν αγαπητός απ’ όλους, χωρίς κανένας να μπορεί να του βρει κάτι να τον κακολογήσει. Είχε, όμως, κι ένα μειονέκτημα: Να βασιλεύει μόνιμα μια ακαταστασία μέσα στο μαγαζί του. Μπορούσες να δεις το ο,τιδήποτε, σε τελείως διαφορετική θέση από τη δική του.
     Σχεδόν συνομήλικός του, πολύ φίλος του από το σχολείο και μόνιμος θαμώνας του τα απογεύματα και ο μπάρμπα-Σωτήρης, γνωστός για τη φτώχια του, όπως και όλοι μετά την κατοχή και τον εμφύλιο, αλλά γνωστός και για την «ταχυδακτυλουργία» του στην «αρπαγή». «Σήμα κατατεθέν» και τα ρούχα του με τις μεγάλες τσέπες, για να «χώνει», όπως πολλοί έλεγαν, διάφορα μικροπράγματα που «έβαζε στο μάτι».  Σε όποιο σπίτι κι αν έμπαινε, δεν τον άφηναν από τα μάτια τους οι νοικοκυραίοι. Το ίδιο διακριτικά τον παρακολουθούσε μέσα στο κατάστημά του ο μπάρμπα-Μάνθος, αλλά κάποιες φορές διαπίστωνε εκ των υστέρων  ότι κάτι του έλειπε: το φλιτζάνι που του είχε σερβίρει τον καφέ, το κουταλάκι κι άλλοτε το πιατελάκι του γλυκού, άλλοτε το μπουκάλι της πορτοκαλάδας και μια φορά η τράπουλα.
     Μια φορά είχε «βάλει στο μάτι» ένα ζευγάρι παπούτσια, αφού ο ακατάστατος μπάρμπα-Μάνθος τα είχε όλα «ένα σωρό» σε μια γωνιά του μαγαζιού του και από τη στιγμή που τα είδε σκεπτόταν πώς να τα «χτυπήσει». Βιαζόταν κιόλας, γιατί ήταν στην κορυφή του «σωρού» και φοβόταν μήπως σε λίγο δεν θα βρίσκονταν εκεί. Κατέστρωσε με κάθε λεπτομέρεια το σχέδιό του κι εκείνο το απόγευμα κάθισε σε μια καρέκλα, σε απόσταση μόλις λίγων εκατοστών από το προϊόν της αρεσκείας του. Χωρίς να υποψιαστεί ο καταστηματάρχης και φίλος του, αφού μέχρι τότε ευτελούς αξίας πράγματα του είχαν λείψει, του ετοίμαζε τον καφέ που είχε παραγγείλει, μέσα από τον πάγκο του καφενείου. Ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή να πραγματοποιήσει το… εγχείρημά του και αυτό έκανε αστραπιαία, βάζοντάς τα το ένα στη δεξιά και το άλλο στην αριστερή εσωτερικές τσέπες του πανωφοριού του.
     Η συνηθισμένη οικειότητα και η κουβέντα που ακολούθησε σε λίγο με το φίλο του καταστηματάρχη, τον βεβαίωσε ότι η πράξη του δεν είχε γίνει αντιληπτή. Αφού απόλαυσε τον καφέ του ο μπάρμπα-Σωτήρης κι έπαιξε μερικές παρτίδες δηλωτή με συνομηλίκους του που μπήκαν στο μαγαζί μετά απ’ αυτόν, ζύγωσε και το βράδυ. Σηκώθηκε από την καρέκλα του και με τον αχώριστο σύντροφό του, το κομπολόι του στο χέρι, έφυγε από το μαγαζί, καληνυχτίζοντας θαμώνες και καταστηματάρχη.
     Φτάνοντας στο σπίτι του, δεν είπε τίποτα για τη νέα «αγορά» που έκανε, ούτε στη γυναίκα του, ούτε στα παιδιά του. Προχώρησε στο δωμάτιο που δεν ήταν κανένας εκείνη τη στιγμή και, αφού έβαλε μια καρέκλα πίσω από την πόρτα, να νοιώθει πιο ασφαλής, έβγαλε να δοκιμάσει τα νέα του παπούτσια. Αμέσως, όμως, είδε τί γκάφα είχε πάθει: Ήταν και τα δύο αριστερά! Κούνησε το κεφάλι του, φούσκωσε και ξεφούσκωσε, χαμογέλασε σαρκαστικά στον εαυτό του και ψέλλισε:
     «Με πρόκοψες, Μάνθο, με την ακαταστασία σου, πρόκοψα κι εγώ με τη βιασύνη μου και τη στραβωμάρα μου!... Αλλά, “μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη”… στο κεφάλι μου γύρισε η αδικία!...»!
     Την άλλη μέρα, έβαλε τα παπούτσια στη θέση τους στο μαγαζί, με τον ίδιο τρόπο που τα πήρε, αφού του ήταν άχρηστα!
     «Πάλι καλά», ήταν τα λόγια της γυναίκας του για τον αδιόρθωτο άντρα της, όταν καιρό αργότερα της ομολόγησε την πράξη του.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 22.2.2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου