Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: ο «σκάρτος» καφές


     Το σπίτι της Μερόπης ήταν σχεδόν στην πόρτα της εκκλησίας του χωριού. Όπως και η καρδιάς της, ήταν πάντα ανοιχτό και ειδικά τις Κυριακές και τις γιορτές ορθάνοιχτο στους εκκλησιαζόμενους, που μετά τη Λειτουργία πολλοί πέρναγαν για καφέ. Η αξιοσύνη της το είχε καθιερώσει με αυτή την ονομασία: «το σπίτι της Βασίλαινας» και όχι του Βασίλη. Εκείνη είχε σχεδόν «ξεχάσει» το όνομά της, αφού όλοι με το όνομα του άντρα της την προσφωνούσαν: «Βασίλαινα», όπως με τον ίδιο τρόπο προσφωνούσαν σχεδόν όλες τις γυναίκες του χωριού. 

      Εκείνη την χειμωνιάτικη Κυριακή, που η παγωνιά «χτύπαγε δόντια», όλοι σχεδόν οι εκκλησιαζόμενοι βγήκαν από την μια πόρτα και μπήκαν στην άλλη: από την εκκλησία, στο σπίτι της Βασίλαινας. Σε λίγο οι καρέκλες γέμισαν και πολλοί κάθισαν στα κρεβάτια, στις κασέλες και τα μπαούλα, αφού κι αυτά χρησιμοποιούνταν ως καθιστικά. Τελευταίος απ’ όλους ο παπάς, μετά τα καθήκοντά του μέσα στο ιερό. Όλοι σηκώθηκαν από τις θέσεις τους και τον προέτρεψαν να καθίσει, αλλά εκείνος προτίμησε ένα χαμηλό σκαμνάκι, κοντά στο τζάκι, να ζεστάνει τα χέρια του, αφού πρώτα μάζεψε προσεκτικά το ράσο του.

     Η Βασίλαινα είχε φύγει λίγο πριν το «δι’ ευχών» και όταν μπήκαν μέσα οι επισκέπτες της, το τζάκι είχε λαμπαδιάσει και σκορπούσε γενναιόδωρα τη ζεστασιά του και τη θαλπωρή του. Τα χέρια της, βοηθούμενα από τις δυο κόρες της, αλλά και από άλλες γυναίκες είχαν πάρει κι αυτά φωτιά. Ο τρόπος που έφτανε ο δίσκος με τους καφέδες και το λουκούμι στον καθένα, καθρέφτιζε της αξιοσύνη της, που πάντα όλοι θαύμαζαν και είχαν να το λένε.
     «Γειά στα χέρια σου, Βασίλαινα!», ήταν ο χαιρετισμός των περισσότερων, μόλις έπιναν την πρώτη γουλιά, που συνοδευόταν από ένα «ααααα» απόλαυσης!
     «Στην υγειά σου, Βασίλαινα! Να χαίρεσαι της οικογένειά σου!», ευχήθηκαν κάποιοι άλλοι!
     «Βασίλαινα, άλλαξες τον καφέ;… Τούτος εδώ δεν πίνεται!... Πού τον ηύρες;», τη ρώτησε ο μπάρμπα-Θοδωρής, κάπως άγαρμπα.
     Εκείνη, αν και δεν αιφνιδιάστηκε καθόλου ευχάριστα με την ερώτηση του μπάρμπα-Θοδωρή, απάντησε πρόθυμα και με υπερηφάνεια, αφού είχε λάβει πριν από αυτόν πολλούς επαίνους:
     «Είχα πάει στην πόλη πριν λίγες μέρες. Πήγαμε με την αδερφή μου σ’ ένα μαγαζί, που είχε ένα μηχάνημα και τον έκοβε εκείνη την ώρα! Μοσχοβόλαγε από μακριά ο τόπος και τον ζήλεψα και πήρα! Αυτός είναι πραγματικός καφές! Δεν είναι ούτε ρεβίθι, ούτε κριθάρι, όπως τις άλλες φορές, μπάρμπα-Θοδωρή!...».
     «Ό,τι και να μου λες, σκάρτος μου φαίνεται!... Εγώ προτιμάω το ρεβίθι!...», ήταν το σχόλιό του, το ίδιο άγαρμπα και αδιάκριτα.
     «Θοδωρή, μου φαίνεται το κάνεις σαν το παιδί της κατοχής, που έμαθε ξυπόλυτο και δεν μπορεί να περπατήσει ποδεμένο!», του είπε ο σχεδόν συνομήλικός του, ο μπάρμπα-Γρηγόρης, κουνώντας αποδοκιμαστικά το κεφάλι του.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 23.1.2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου