Τέλος της δεκαετίας του 1960 και ο κόσμος
είχε αρχίσει να μαζεύεται στο προαύλιο του δημοτικού σχολείου του μεγάλου
χωριού, την ημέρα του Ευαγγελισμού, μετά την παρέλαση. Τόσο από την μεριά των μαθητών, όσο και
από τη μεριά των δασκάλων είχε γίνει πολύ καλή προετοιμασία με τις πρόβες και ο
πήχης για την επιτυχία της σχολικής γιορτής είχε ανέβει πολύ ψηλά. Τα παιδιά το
είχαν πάρει πολύ «πατριωτικά» και τα ίδια φρόντισαν να ενημερώσουν και το
τελευταίο σπίτι του χωριού τους, είτε είχε είτε δεν είχε παιδιά στο σχολείο. Ήταν
μια εκδήλωση που έπρεπε να την παρακολουθήσουν όλοι. Κάτι ανάλογο είχαν
κάνει και οι δάσκαλοι, με δικαιολογημένη υπερηφάνεια για τους μαθητές τους.
Σε λίγο τα παιδιά είχαν πάρει τις θέσεις τους
στα παρασκήνια, με έκδηλη την αγωνία για την επιτυχία. Οι δάσκαλοι τα
καθησύχαζαν, αφού γνώριζαν την καλή δουλειά που είχε προηγηθεί. Τις θέσεις του
είχε πάρει και το «φιλοθεάμον κοινό» στη μεγάλη αίθουσα που είχε διαμορφωθεί κατάλληλα, με τους γονείς να κάθονται στις πρώτες θέσεις
και με όσους δεν είχαν παιδιά στο σχολείο στις τελευταίες. Πραγματικά, δεν έπεφτε βελόνα! Η σκηνή που είχε στηθεί για τις απαγγελίες ποιημάτων και τα θεατρικά, με
θέμα τους τη διπλή γιορτή του Ευαγγελισμού, ήταν μια πραγματική αρχιτεκτονική κατασκευή! Στα παράθυρα είχαν τοποθετηθεί σκούρες κουρτίνες και με το που έσβησαν τα φώτα, φωτισμένη έμεινε μόνο η σκηνή! Ξεχωριστή η μαγεία και όλοι αγωνιούσαν για το τί θα έβλεπαν, αλλά κι αν τα παιδιά τους θα τα κατάφερναν σύμφωνα με τις προσδοκίες τους.
Λίγο μετά η αυλαία άνοιξε και όλα εξελίσσονταν με τον καλύτερο τρόπο. Τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα αντάμειβαν με το παραπάνω τις προσπάθειες και τους κόπους των μικρών ηθοποιών.
Λίγο μετά η αυλαία άνοιξε και όλα εξελίσσονταν με τον καλύτερο τρόπο. Τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα αντάμειβαν με το παραπάνω τις προσπάθειες και τους κόπους των μικρών ηθοποιών.
Τη δίωρη, περίπου, σχολική γιορτή, έκλεινε
σύμφωνα με το πρόγραμμα το θεατρικό «ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη» και το ρόλο του ήρωα υποδυόταν ο Αλέκος, μαθητής της έκτης τάξης. Τη στιγμή που ακούστηκε ο πυροβολισμός που του έστειλε το «θανάσιμο» βόλι, με το «ωχ» ο πρωταγωνιστής έπεσε κάτω, ενώ ταυτόχρονα έπιασε
με την παλάμη του το σημείο που «πυροβολήθηκε». Το πέσιμο έγινε με τέτοιον
τρόπο και σε τέτοια θέση, που φάνηκε το «αίμα» που έβαψε το λευκό πουκάμισο και
τη φουστανέλα: Μια καρφίτσα ανάμεσα στα δάχτυλα του Αλέκου που έφερε την παλάμη του στη «λαβωματιά», τρύπησε το σακουλάκι
με το κόκκινο χρώμα που είχε τοποθετήσει πριν και χωρίς να φαίνεται, και όλα φάνηκαν πραγματικά!
Τότε, και ενώ όλοι παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα, η γιαγιά του Αλέκου που καθόταν
κάπου στα μεσαία καθίσματα της αίθουσας, τινάχτηκε σαν λάστιχο από τη θέση της και
φώναξε δυνατά και κατατρομαγμένη:
«Ωχ! Πάει το παιδί»!!!
Κάποιοι που είχαν ενημερωθεί και για το
σενάριο, την κοίταξαν και γέλασαν, ενώ η παράσταση διακόπηκε για λίγο, μέχρι να
της εξηγήσουν τί συνέβαινε στην πραγματικότητα, για να ηρεμήσει!
Πέρα από την εύθυμη πλευρά της μικρής αυτής
πραγματικής ιστορίας, σκοπός της ανάρτησης είναι και να καταδειχθεί, τόσο το
υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, όσο και η επιτυχία των εκδηλώσεων, όπως και τα προσλαμβανόμενα μηνύματα των Εθνικών
Εορτών στα σχολεία τις περασμένες δεκαετίες, που πέρναγαν και δονούσαν το είναι μας στις Εθνικές Γιορτές.
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 6.2.2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου