Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

Τα Πασχαλινά κουλούρια (διήγημα)



     Είχε μάθει πολύ πιο νωρίς πριν ανακοινωθεί ο Αλέξης για την επικείμενη στρατιωτική άσκηση στην Κομοτηνή. Υπηρετούσε ως έφεδρος υπαξιωματικός του πεζικού και βοηθός του ανώτερου αξιωματικού του δευτέρου γραφείου στο στρατόπεδο της πόλης. Ήταν κοινό μυστικό για τους αξιωματικούς και οπλίτες που χειρίζονταν απόρρητα στρατιωτικά έγγραφα και όλοι λίγο-πολύ είχαν αρχίσει να ετοιμάζονται.
     Δυο μέρες πριν την έναρξη της άσκησης, ανακοινώθηκε επίσημα από το διοικητή και όλη η μονάδα τέθηκε σε συναγερμό. Την Τρίτη του Θωμά του 1980 που ξεκίναγε η άσκηση, έπρεπε όλο το απαραίτητο υλικό να μεταφερθεί από το στρατόπεδο στο βουνό για μια βδομάδα που θα διαρκούσε: Από ατομικά είδη των στρατιωτών και των αξιωματικών, μέχρι τις σκηνές και το βαρύ οπλισμό. Από τα είδη διατροφής, μέχρι ολόκληρο το μαγειρείο με τα ειδικά μεγάλα φλόγιστρα για το μαγείρεμα. 
     Ο μεγάλος μπελάς του Αλέξη δεν ήταν τα ατομικά του είδη, αλλά αυτός είχε οριστεί υπεύθυνος για τη μεταφορά του γραφείου στο χώρο της άσκησης. Χωρίς να ξεχαστεί το παραμικρό από τα απαραίτητα στο χώρο της άσκησης, εκείνος έπρεπε να φροντίσει για όλα, για να πακεταριστούν και να μεταφερθούν με ασφάλεια: γραφομηχανή, χαρτί αλληλογραφίας, κάποιοι φάκελοι, διορθωτικά, φοριαμοί και πολλά ακόμα.      
     Σ’ όλο αυτόν τον πανζουρλισμό, ο Αλέξης έλαβε ένα γράμμα από τους γονείς του, από το χωριό του στην Καλαμάτα. «Κρύφτηκε» για λίγο μέσα στην αποθήκη υλικού, να το διαβάσει κάτω από λάμπα, μακριά από τα μάτια ανωτέρων και κατωτέρων του, για να μάθει τα νέα των δικών του. Πριν καλά καλά το ανοίξει, διέκρινε μέσα ένα χαρτονόμισμα των πενήντα δραχμών, αναπάντεχο δώρο-αναπάντεχα ευχάριστη έκπληξη, αφού πριν λίγες μέρες του είχαν στείλει επιταγή των διακοσίων δραχμών! Το έβαλε κάπως σουφρωμένο και γρήγορα στην τσέπη του και άρχισε να διαβάζει τις στερεότυπες, όπως σε κάθε γράμμα πρώτες λέξεις: «Είμαστε καλά, το αυτό επιθυμούμε και δι’ εσέ». Έκατσε για τα καλά η καρδιά του στη θέση της, όπως κάθε φορά που τις διάβαζε.
     Το γράμμα είχε ταχυδρομηθεί από τη Μεγάλη Τετάρτη και μεταξύ άλλων του έγραφαν για τις Πασχαλινές ετοιμασίες του σπιτιού τους: Καθαριότητες, ασβεστώματα, κόκκινα αυγά, κουλούρια!... Πόσο, μα πόσο νοστάλγησε! «Τώρα που ανοίγει ο καιρός, πόσο θα ’θελα να είμαι στο σπίτι μου στο χωριουδάκι μου, να ανασκουμπωθώ κι εγώ στις δουλειές και να ξεκουράσω τους δικούς μου», ψέλλισε! Τα χείλη του σούφρωσαν και τα μάτια του έτρεξαν κι ένα δάκρυ έβρεξε το γράμμα, όπως είχε σκύψει και το διάβαζε! Αμέσως όμως χαμογέλασε, στη σκέψη πως του χρόνου θα είχε απολυθεί, ύστερα από είκοσι οχτώ μήνες στο στρατό και θα ήταν μαζί τους και σκούπισε τα μάτια του!
     Στο τέλος του έγραφαν: «Μετά του Πάσχα θα σου στείλουμε ένα δεματάκι με λίγα κουλούρια. Να έχεις το νου σου να το πάρεις»!    
     Στενοχωρήθηκε κάπως, γιατί θα έμπαιναν σε άδικο κόπο και έξοδα οι γονείς του να του τα στείλουν από τη μια άκρη της Ελλάδος στην άλλη, αφού τα πασχαλινά κουλούρια δεν του πολυάρεσαν.
     Δίπλωσε το γράμμα και το έβαλε βιαστικά στην τσέπη του, να το φυλάξει μαζί με όλα τα άλλα γράμματα που λάβαινε και τα φύλαγε σαν τα πιο ακριβά κειμήλια. Βγήκε αμέσως από την αποθήκη, να μην γίνει αισθητή η ολιγόλεπτη απουσία του και χρειαζόταν να λογοδοτήσει.
     Οι εντάσεις της άσκησης στο βουνό, το άγχος για την επιτυχία τους, η υπερβολική κούραση, το κρύο και ειδικά τη νύχτα, τον έκαναν να ξεχάσει το δέμα που περίμενε. Δυο μέρες πριν επιστρέψουν στο στρατόπεδο, νάσου ο ταχυδρόμος της μονάδος με το δεματάκι στα χέρια! Ο Αλέξης σάστισε και χρειάστηκαν λίγα δευτερόλεπτα να στριφογυρίσει του μυαλό να θυμηθεί!
     «Θέλουμε κι εμείς, αν έχει κάτι φαγώσιμο μέσα!», του είπε ο ταχυδρόμος χαμογελώντας.
     Το πήρε στα χέρια του και το έβαλε μέσα στη σκηνή. Λίγη ώρα αργότερα που βράδιασε, το άνοιξε με προσοχή, να μην σπάσουν τα αφράτα πασχαλινά κουλούρια, γιατί ήξερε πώς τα έφτιαχναν τα χέρια της μανούλας του! Μα τί να δει μόλις το άνοιξε! Τα κουλούρια είχαν τριφτεί και είχαν γίνει μικρά κομμάτια και ψίχουλα! Πώς να τα έτρωγε έτσι; Αμέσως έβγαλε το κουτάλι από το σακίδιό του και κρατώντας στο ένα χέρι το δέμα σαν… πιάτο, έτρωγε με το άλλο! Προσφέρθηκε και έδωσε και στον άλλον υπαξιωματικό που έμεναν μαζί στη σκηνή, που έφαγε κι αυτός πολύ πρόθυμα, με… τον ίδιο τρόπο!
     Αμέσως μετά την εύφρανση των αισθήσεων, πήρε χαρτί και μολύβι και έγραφε στους δικούς του:
   «Αχ, ρε μάνα! Τί νόστιμα ήταν τα κουλούρια σου! Ξέρεις ότι εμένα δεν μου πολυαρέσουνε, αλλά αυτά ήταν ανώτερα από μέλι! Έδωσα και σ’ ένα φίλο μου και μου είπε να σου φιλήσω τα χέρια! Σου τα φιλάω εκατόν μία φορές: μία από εκείνον και εκατό από εμένα»!   
    
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 27.1.2020
( Σύντομο βιογραφικό δείτε ΕΔΩ )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου