Αντικριστά τα σπίτια της Βασίλως με
της Ευτέρπης, τα χώριζε μόνο ένα στενό σοκάκι
του μαχαλά και οι ίδιες βλεπόντουσαν και τα λέγανε πολλές φορές κάθε μέρα. Πότε
αγαπημένες, να μπαίνει η μία στο σπίτι της άλλης σαν να ήταν δικό της και πότε
μαλωμένες, να γυρνάνε την πλάτη όταν βλεπόντουσαν στην αυλή και στο δρόμο κι αυτό
το ξέρανε όλοι! «Ή πολύ αγαπημένες, ή
πολύ μαλωμένες θα είναι», έλεγαν κάποιοι συγχωριανοί τους και για τις δύο.
«Μωρή, μην κάνετε έτσι! Γελάει ο κόσμος με
τα καμώματά σας! Δεν μπορούμε να σταθούμε πουθενά από τις κοροϊδίες», τους έλεγαν
οι άντρες τους κάθε φορά που μαλώνανε και τις άκουγε όλο το χωριό.
Έτσι πέρναγε η ζωή, χρόνια τώρα, αυτές
κόντευαν να εξηνταρίσουν, μα δεν άφηναν την παλιά τους συνήθεια. Ένα
γειτονόπουλο, ο Κώστας, είχε μαζέψει «σπυρί-σπυρί» λίγα λεφτά από τη δουλειά
του και μετά από ένα σύντομο ταξίδι του στη πόλη, γύρισε στο χωριό μ’ ένα
μαγνητόφωνο και κάμποσες κασέτες με δημοτικά τραγούδια. Σχεδόν κάθε απόγευμα,
μετά το μεροκάματο, το έβαζε πάνω στο τραπεζάκι στη μικρή τους βεράντα, το
άνοιγε στο «τέρμα» του, άκουγε μαζί του όλη η γειτονιά κι ίδιος καμάρωνε για το
νέο και μοναδικό απόκτημά του στο μαχαλά.
Χαμογέλασε σαρκαστικά ο Κώστας, όταν
ξέσπασε και πάλι ένας καυγάς της Βασίλως με την Ευτέρπη και, χωρίς να χάσει
χρόνο, τον μαγνητοφώνησε! Αφού περάσανε
μερικές μέρες, αντί για τραγούδια, έβαλε και ακουγόταν δυνατά ο καυγάς! Οι δυο
γυναίκες που τα είχανε «ξαναφτιάξει», κοιταζόντουσαν εμβρόντητες, αλλά και εύκολα
βρήκαν μια… καλή δικαιολογία για τους γείτονες και τους συγχωριανούς τους: «Μόνο του κείνο το παλιόπαιδο (ο Κώστας) τα έγραψε για να γελάει»!!! Το καλό, όμως,
ήταν πως από τότε και μετά δεν ξαναμαλώσανε, γιατί… «το μηχάνημα που γράφει ό,τι λες, δεν έχει μπέσα»!
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 19.1.2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου