Η Χριστίνα έστρωσε στο γαϊδούρι το καλό
απλάδι και πήγε να δει την αδελφή της στο διπλανό χωριό, κάτι που το συνήθιζε
κάνα δυο φορές το χρόνο. Άλλες τόσες ανταπέδιδε και η αδελφή της, η Ελένη, την
επίσκεψη κι έτσι και οι δυο τους βλέπονταν και λέγανε τα δικά τους κάθε τρεις
μήνες, περίπου.
Η Ελένη καλοκατρέρεσε τη Χριστίνα, όπως πάντα,
και αφού είπανε τις πρώτες κουβέντες με τον καφέ, βγήκανε στην αυλή.
«Πόσες
κότες έχεις, αδερφή;», ρώτησε η Χριστίνα, που τις είδε να βόσκουνε.
«Καμιά τριανταριά… Μου έφαγε και τρεις η
αλεπού, μου πήρε κι άλλη μία το γεράκι…», απάντησε εκείνη.
«Γεννάνε;».
«Ναι, γεννάνε... Ε, καλά τα βολεύω. Πουλάω και
κάνα αυγό και κλείνω καμιά τρύπα».
«Μωρή, βλέπω έχεις και κάμποσα κοκόρια. Θα
μου δώκεις κι εμένα κανένα που δεν έχω για τις κότες; Είχα ένα καλό κόκορα,
αλλά τον έχασα. Δεν ξέρω τι έγινε».
Του Θανάση, του άντρα της Ελένης, πάντα του
άρεσε να πειράζει καλοπροαίρετα την κουνιάδα του. Βούτυρο στο ψωμί του, λοιπόν,
με το που άκουσε ότι η Χριστίνα δεν έχει κόκορα για τις κότες! Το «δούλεμα»
ξεπέρασε κάθε προηγούμενο!
Οι αδερφές συμφώνησαν εύκολα να πάρει η
Χριστίνα ένα από τα κοκόρια της Ελένης την άλλη μέρα που θα έφευγε. Το βράδυ,
που μαζευτήκανε για φαΐ, ήρθε κουβέντα και για τον κόκορα. Ο πεθερός της Ελένης
όμως, ο μπάρμπ’-Αντρέας, το είχε σε κακό να φύγει αρσενικό πράμα από το σπίτι!
«Μην κάμετε κάνα αστείο και διώχτε τον
κόκορα από το σπίτι, θα σκοτωθούμε!», είπε αυστηρά!
Στην κουβέντα του δεν χώραγε αντίρρηση και
μη έχοντας άλλη διέξοδο υποχώρησαν. Έλα όμως που την Ελένη την έτρωγε η έλλειψη
κόκορα για τις κότες της αδερφής της! Δεν χρειάστηκε πολλή προσπάθεια να πείσει
τον άντρα της να τον πάει εκείνος στη Χριστίνα, κρυφά από το γέρο. Έτσι,
λοιπόν, ένα πρωί, αφού ο μπάρμπ’-Αντρέας έφυγε με τα πρόβατα, ο Θανάσης έβαλε
τον κόκορα στο ταγάρι, τον φόρτωσε στο γαϊδούρι και ξεκίνησε για το χωριό της Χριστίνας.
Για κακή τους τύχη όμως, ο μπάρμπ’-Αντρέας ήταν στο δρόμο με το μικρό του
κοπάδι, την ώρα που περνούσε ο γιος του με το γαιδούρι και το «φορτίο». Αν και
ο Θανάσης τον είχε φορτώσει προσεκτικά στο ζώο, με τρόπο που ούτε να φαίνεται,
ούτε να δυσκολεύεται το πουλί μέσα στο ταγάρι, με το που έφτασαν στο ύψος που
ήταν τα πρόβατα, ο κόκορας λάλησε!!! Τον άκουσε ο μπάρμπ’-Αντρέας και έγινε
μπαρούτι! Στο τέλος, όμως, και ύστερα από κάμποση φιλονικία λέει στο γιό του:
«Αφού καταφέρατε και με κοροϊδέψατε,
συνέχισε το δρόμο σου!
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 28.3.2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου