Τετάρτη 24 Μαΐου 2017

Το τραίνο
(Νοσταλγικό διήγημα, αφιερωμένο στον μεγάλο φίλο του Οδοντωτού
και εκλεκτό προσωπικό φίλο Αλέξη Λεχουρίτη, για τα γενέθλιά του)


     Μόλις είχα γίνει οχτώ χρονών εκείνο το καλοκαίρι, που ταξίδευα για πρώτη φορά με τη μητέρα μου από το χωριό την Αθήνα. Πολλά ήταν αυτά που είδα για πρωτοείδα και με μάγεψαν, αλλά εκείνο που με ενθουσίασε ιδιαίτερα ήταν το «τραινάκι», όπως συνηθίζαμε και συνηθίσουμε να λέμε ακόμα στο τόπο μας τον οδοντωτό Διακοφτού-Καλαβρύτων! Έτσι το έλεγε και ο συχωρεμένος ο «μπάρμπα-Γιώργης» του Ελληνικού κινηματογράφου, ο αξέχαστος Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, που δεν έχανε ευκαιρία να το «χώνει» σαν ατάκα στους ρόλους του! Στο «μεγάλο» τραίνο που πήραμε από το Διακοφτό για την Αθήνα, δεν ένοιωσα κάτι το ιδιαίτερο, κι ας πέρναγε δίπλα από τη θάλασσα, που κι αυτή τη έβλεπα για πρώτη φορά.
     Ξεχείλιζε η λαχτάρα μου να μπούμε μέσα, μόλις φτάσαμε στο σταθμό, να δω «πώς είναι»! Μελίσσι ο κόσμος και συνωστισμένος στις πόρτες, που μόλις άνοιξαν όλοι ήθελαν να μπουν πρώτοι για να πιάσουν τη θέση τους. Κάποιοι άνθρωποι κουβαλούσαν σε μεγάλα καρότσια με τρεις ρόδες τα δέματα και τις βαλίτσες και κάποιοι άλλοι τα φόρτωναν στο τραίνο, με γρήγορες κινήσεις. Λίγο πιο πέρα ήταν ένας άλλος κύριος, με μπλε κουστούμι, γραβάτα και κόκκινο καπέλο, που κράταγε μια στρογγυλή κόκκινη και μπλε σανίδα στο ένα του χέρι και όλο κοίταζε την ώρα. Πριν λίγο είχαν χαιρετηθεί πολύ εγκάρδια με τη μητέρα μου.
     Λίγο αργότερα έκλεισαν οι πόρτες και το τραίνο σφύριξε δυνατά. Εγώ τινάχτηκα και κοίταξα φοβισμένος τη μάνα μου στα μάτια! «Μη φοβάσαι! Έτσι σφυρίζει το τραίνο όταν ξεκινάει», μου είπε εκείνη και με καθησύχασε. Κι αμέσως, τι χαρά! Άρχισε να γλιστράει πάνω στις «γραμμές», αθόρυβα στην αρχή και όσο ανέπτυσσε ταχύτητα ακουγόταν όλο και πιο δυνατά ο μονότονος και ρυθμικός του θόρυβος «τάκα-τουκ, τάκα τουκ, τάκα τουκ» και σφύριζε συνέχεια. Από τα ανοιχτά παράθυρα έμπαινε ο αέρας και μας ανακούφιζε από τη ζέστη του καλοκαιριού. Αν μαζί του έφερνε και καπνούς από τη μηχανή του τραίνου, κανείς δεν έδινε σημασία! Η δροσιά ήταν πολύ περισσότερο αναγκαία.
     Αν και η γοητεία και η επιβλητικότητα της φύσης, η μαγεία της διαδρομής, τα περάσματα μέσα από τις γαλαρίες ήταν κι αυτά πρωτόγνωρα, δεν μπορώ να πω ότι με κέρδισαν, γιατί ήμουν παιδί που ζούσα στη φύση. Με μάγεψε περισσότερο που έβλεπα το τραινάκι μικρό, κουκλίστικο και το ένοιωθα οικογενειακό, αφού όλοι μίλαγαν μεταξύ τους με μεγάλη οικειότητα, κάτι που φανέρωνε πως γνωρίζονταν πολύ καλά κι από χρόνια. Γεμάτα ασφυξτικά τα βαγόνια του, πολλοί και οι όρθιοι, που «δεν έπεφτε βελόνα» κι εγώ στην αγκαλιά της μάνας μου μαζί με κάποιες μικροαποσκευές(!), για να μείνει κενή η διπλανή θέση για άλλον συνταξιδιώτη.
     Πολλές οι απορίες μου και η μία μετά την άλλη γίνονταν ερωτήσεις στη μητέρα μου κι εκείνη μου απαντούσε σε όλες. Ο βόμβος από την κουβέντες των συνεπιβατών, το κούνημα του τραίνου και μονότονος θόρυβος γρήγορα με νανούριζαν, αλλά μπροστά σε μια τέτοια εμπειρία, δεν έχει καμία θέση ο Μορφέας!
     «Σαν δύο πούλμαν μαζί, που το ένα τράβαγε το άλλο ήτανε το τραινάκι»! Έχει το περιέγραφα στους φίλους μου, μετά την επιστροφή μου στο χωριό, και καμάρωνα που είδα κάτι που εκείνοι δεν το ήξεραν!
     Ο διακαής πόθος μου από τότε ήταν να μου πάρουν οι γονείς μου ένα τραίνο παιχνίδι. Το ονειρευόμουνα ατέλειωτα τα βράδια κάτω από τα σκεπάσματα. Το ήθελα να έχει και μεγάλες «γραμμές», από τη μια άκρη της αυλής μέχρι την άλλη, με πολλούς σταθμούς που θα ανεβοκατέβαινε πολύς «κόσμος»! Αυτό το όνειρο, όμως, ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε. Και δεν ήταν μόνο οικονομικοί οι λόγοι: Σε καμία βιτρίνα παιχνιδιών της Αθήνας και της Πάτρας, τις λίγες φορές που είχαμε πάει, δεν είδαμε κάτι που να ικανοποιεί τις απαιτήσεις μου!
     Σε λίγες μέρες ήρθε και ο δεκαπενταύγουστος. Στο σχόλασμα της εκκλησίας συναντήσαμε μια γειτόνισσα που είχε έλθει από την Αθήνα για τις διακοπές της με την οικογένειά της. Είχε δυο κοριτσάκια, περίπου της μισής ηλικία από εμένα και το μεγαλύτερο την τράβαγε από το φουστάνι να πάνε γρήγορα σπίτι να παίξει με το «ταίνο»! 
     Μόλις άκουσα έτσι, σαν να με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα! Προσευχόμουνα μέσα μου να μας καλέσει για καφέ στο σπίτι τους, για να βρω την ευκαιρία να δω κι εγώ το τραίνο, να το πιάσω, να το κυλάω επάνω στης γραμμές του, να παίξω και να το χαρώ για λίγο κι ας ήταν ξένο! Ευτυχώς οι προσευχές μου έπιασαν και η χαρά μου ήταν απερίγραπτη! Προς μεγάλη μου απογοήτευση όμως, το «ταίνο» δεν ήταν όπως το είχα φανταστεί! Ήταν μια «ρόδα με μαγκούρα», που κυλώντας έκανε θόρυβο!




                                                                       Ν.Π., 24 Μάη 2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου