Το ιστορικό μοναστήρι της Αγίας Τριάδος Λειβαρτζίου (Καλαβρύτων). Στον περιβάλλοντα χώρο του γίνονταν οι περισσότερες εκδρομές του σχολείου του χωριού |
Μάης!
Καρδιά της άνοιξης και μήνας σχολικών εκδρομών! Ανεξίτηλα τα βιώματα από τα
χρόνια του δημοτικού σχολείου στο χωριό μου, το Λειβάρτζι του Δήμου
Καλαβρύτων, ζωντανεύουν τις αναμνήσεις από μια ημερήσια εκδρομή, κάπου στα μέσα
του μήνα του 1968! Οπωσδήποτε οι
συνομήλικοί μου θα έχουν πολλές ίδιες ή παρόμοιες θύμησες, μα είναι και μια
ευκαιρία να μάθουν οι νεότεροι πώς γίνονταν τότε οι εκδρομές στα χωριά μας. Σίγουρα
πολλά θα τους φαντάζουν τελείως εξωπραγματικά!
Μάης του 1968, λοιπόν, και οι πασχαλινές διακοπές είχαν ήδη ξεχαστεί,
σαν να αποτελούσαν πολύ μακρινό παρελθόν. Εκείνο το πρωινό ξύπνημα για το
σχολείο δεν διέφερε από τα άλλα: η φωνή της μάνας, πότε σαν τραγούδι, πότε σαν
χάδι, πότε σαν μάλωμα και πότε σαν παρακάλι μας καλούσε με την αδελφή μου να
σηκωθούμε, γιατί «όπου να ’ναι θα χτυπήσει η καμπάνα». Και για όσους
αναρωτιούνται τί δουλειά είχε η καμπάνα στο πρωινό μας ξύπνημα, ίσως και να
έχουν ακούσει από τους μεγαλύτερους ότι ο δικός της χτύπος μάς καλούσε κάθε
πρωί κι απόγευμα στο σχολείο στα χωριά μας, αφού τα ρολόγια ήταν σπάνια ή
ανύπαρκτα!
Με ένα «μμμμ» σαν θετική απάντηση στις
εκκλήσεις της και διαμαρτυρία μαζί, διώξαμε τα σκεπάσματα με τα χέρια μας,
αφήσαμε το κρεβάτι και με τα πόδια σέρνοντας φτάσαμε στη νιφτήρα για να ρίξουμε
λίγο νερό στο πρόσωπό μας. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου που είχαν μπει κιόλας
από το παράθυρο στο σπίτι, έφταναν ενοχλητικά στα μάτια μας και πώς να βρούμε
τη δύναμη να τ’ ανοίξουμε! Ευτυχώς τα βιβλία και τα τετράδια, μαζί με κολατσιό
για το σχολείο, το ίδιο κάθε μέρα – και τι άλλο από μια φέτα σπιτικό ψωμί και
λίγο τυρί-, ήταν έτοιμα στις σάκες από το προηγούμενο βράδυ. Ντυθήκαμε χωρίς
πολλές χρονοτριβές, φάγαμε και δυο από τα τελευταία πασχαλινά κουλούρια και με
την τσάντα στον ώμο βγήκαμε αμίλητα από το σπίτι. Ποιός είχε όρεξη να μιλήσει πρωί-πρωί
και τι να πει… Έτσι προχωρήσαμε μέχρι το δημόσιο δρόμο που συναντήσαμε κι άλλα
παιδιά κι αρχίσαμε να λέμε κάτι μαζί τους.
…με τα πόδια σέρνοντας φτάσαμε στη νιφτήρα για να ρίξουμε λίγο νερό στο πρόσωπό μας... |
Σε λίγο το προαύλιο του σχολείου είχε
γεμίσει. Η εικόνα κι εκεί το ίδιο καθημερινή: άλλα παιδιά έπαιζαν, άλλα
αναζητούσαν τους φίλους τους, άλλα συζητούσαν, άλλα άνοιγαν το βιβλίο τους να
ρίξουν μια γρήγορη ματιά στο μάθημα πριν χτυπήσει το κουδούνι.
Ένα μεγαλύτερο παιδί, ο Γιάννης της έκτης,
κι από τα πιο ζωηρά του σχολείου, είπε τη σκέψη του σε δυο συμμαθητές του και
το πηγαδάκι γρήγορα μεγάλωσε. Σε ελάχιστο χρόνο ξέραμε όλοι τι είχε
αποφασιστεί: Με το που έλθουν οι δάσκαλοι να φωνάξουμε όλοι μαζί για εκδρομή!
Σε λίγο, ο διευθυντής του σχολείου
ανέβαινε τις σκάλες, φορώντας για πρώτη φορά μετά το χειμώνα κοντομάνικο πουκάμισο. Λίγα μέτρα πίσω του
ακολουθούσε μία από τις δύο δασκάλες, η «Ντίνα», όπως την αποκαλούσαμε όλοι στις
προσωπικές μας κουβέντες. Πολύ νέα και πάντα φιλική μαζί μας, γι’ αυτό και το
υποκοριστικό όνομά της είχε επικρατήσει. Με το που έφτασαν στα τελευταία
σκαλοπάτια, η καθιερωμένη καλημέρα από τα στόματα όλων των παιδιών και από στάση,
περίπου, προσοχής. Μετά τον αντιχαιρετισμό των δασκάλων μεσολάβησε μια παράξενη
σιωπή λίγων δευτερολέπτων, που δεν ήταν τόσο συνηθισμένη. Τότε ακούστηκε, δειλά
κάπως, αλλά ταυτόχρονα από τα στόματα δέκα-δεκαπέντε μεγάλων παιδιών το αίτημα
όλων μας:
«Εκδρομήήήή…»!
Ο διευθυντής, ο Φωτόπουλος από το κοντινό
Βεσίνι, ενώ συνέχιζε το βήμα του, έριξε μια ματιά στον ουρανό, που «καθαρότατον
ήλιο επρομηνούσε» - όχι ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν τον είχε προσέξει-, έσκασε
ένα ελαφρύ μειδίαμα και κοίταξε τη Ντίνα. Θεωρώντας επιβεβαιωτική την κίνησή
του, μα πιο πολύ πιστεύοντας οι περισσότεροι ότι το κοντομάνικο πουκάμισο ήταν κάτι
ακόμα θετικότερο, πήραμε θάρρος και φωνάξαμε όλοι μαζί και με όλη μας τη
δύναμη, δύο και τρείς φορές:
«Εκδρομήήήήή!», «εκδρομήήήήή!».
Το ατέλειωτο καραβάνι συγχωριανών μας, που
εκείνη την ώρα κατέβαιναν απέναντι στο δρόμο με τα ζώα τους για τα χωράφια
τους, κοντοστάθηκαν κι έστρεψαν όλοι τα βλέμματά τους προς το μέρος μας, γιατί
μια τέτοια εικόνα κι ένα τέτοιο άκουσμα δεν ήταν συνηθισμένα.
Οι δάσκαλοι, αφού κοντοστάθηκαν για
λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο, συνέχισαν την πορεία τους, ανεβαίνοντας και τη
δεύτερη σκάλα, μετά το προαύλιο, για το γραφείο τους. Οι φωνές για «εκδρομή»
συνέχισαν μεμονωμένες και εξασθενημένες.
Σε λίγο χτύπησε το κουδούνι. Συνταχθήκαμε
όλοι γρήγορα στις «γραμμές» μας και μετά την πρωινή προσευχή, την έπαρση της
σημαίας και τον εθνικό ύμνο, μας είπε ο διευθυντής με χαμόγελο:
«Δεν θα ήταν άσχημα σήμερα για εκδρομή,
παρ’ όλο που μόνο δυο βδομάδες έχουμε που γυρίσαμε από τις πασχαλινές διακοπές.
Δεν θα πάμε όμως, γιατί έχουμε προγραμματίσει την ολοήμερη εκδρομή μας για το
επόμενο Σάββατο!».
Είχαμε θεωρήσει σχεδόν βέβαιη την εκδρομή
εκείνης της ημέρας και η απογοήτευση που πήραμε ήταν μεγάλη. Όσο κι αν γλύκαινε
το χάπι η εξαγγελία της ολοήμερης σε δέκα-δώδεκα μέρες, μπήκαμε στις
τάξεις για μάθημα κατηφείς. Λίγο
αργότερα όμως, και με όσα μάς είπαν οι δάσκαλοι και με τις κουβέντες που κάναμε
μεταξύ μας στα διαλλείματα, ο ενθουσιασμός άρχισε να επανέρχεται και μοναδική
σκέψη όλων μας ήταν οι προετοιμασίες για τη «μεγάλη» εκείνη μέρα, που για πότε
έφτασε, ούτε που το καταλάβαμε! Αχ, αυτός ο χρόνος!... Πώς περνάει τόσο γρήγορα!...
Πολλές, σαφείς και καθημερινά
επαναλαμβανόμενες οι συμβουλές των δασκάλων για τη μεγάλη και ευχάριστη αναμονή.
Μεταξύ αυτών και οι οδηγίες για το μεσημεριανό φαγητό, καθ’ ότι και εποχή
σχολικών συσσιτίων:
«Εκείνη την ημέρα δεν χρειάζεται να φέρετε
βιβλία. …Ούτε να έχετε διαβάσει χρειάζεται!... Θα πάρετε μαζί σας την καραβάνα
σας, το κουτάλι σας, τη χαρτοπετσέτα του ο καθένας και θα συγκεντρωθούμε όλοι
εδώ, για να ξεκινήσουμε σε παράταξη και τραγουδώντας για την εκδρομή μας, που
θα γίνει στο μοναστήρι, στην Αγία Τριάδα. Εκεί ο χώρος είναι πολύ κατάλληλος κι
έχει άφθονο νερό. Να πάρετε κάτι πρόχειρο, μόνο για κολατσιό μαζί σας. Οι
μάγειροι θα φροντίσουν και το φαγητό θα μαγειρευτεί εκεί και θα φάμε την ώρα
που τρώμε κάθε μέρα, κάτω από τα δέντρα»!
Εκείνο το πρωινό ξύπνημα ήταν αλλιώτικο από τα άλλα,
πολύ νωρίτερα από την ώρα μας και χωρίς τις φωνές, τα παρακάλια και μαλώματα
της μάνας! Μέχρι και ο Σωτήρης, ένας μαθητής της έκτης που είχε οριστεί και
χτυπούσε την καμπάνα για το σχολείο, εκείνη την ημέρα τη χτύπησε σαν στην
Ανάσταση! Μα και μόλις βγήκαμε από το σπίτι, όλα μάς φαίνονταν διαφορετικά γύρω
μας κι ας μην είχε αλλάξει το παραμικρό από τις προηγούμενες μέρες. Η πρωινή
δροσούλα χάιδευε τα πρόσωπά μας και ο ήλιος που μόλις πριν λίγο είχε ανατείλει,
λες μας χαμογελούσε. Τα χελιδόνια τιτίβιζαν πετώντας χαρούμενα, σαν να ήθελαν
να μας συντροφέψουν στη διαδρομή μας, που ήταν η αρχή μιας πολύ ξεχωριστής
ημέρας. Από μακριά, αλλά πολύ καθαρά και ρυθμικά ακουγόταν ο κούκος. Τι λόγια
να βρει κανείς να περιγράψει και συναυλίες των αηδονιών και των χιλιάδων
πουλιών στη μεγάλη ρεματιά, που ο βόμβος των μελισσών και των άλλων εντόμων που
πέταγαν από λουλούδι σε λουλούδι, έμοιαζε να ισοκρατούσε στον ξεχωριστό εκείνο
χερουβικό ύμνο, που έφτανε ως το Θρόνο του Δημιουργού! Όλοι στο θαυμαστό κόσμο
της φύσης είχαν αρχίσει από πολύ νωρίς το δικό τους μεροκάματο!
Σε
κανένα πρόσωπο δεν έβλεπες κατήφεια εκείνο το πρωινό στο προαύλιο του σχολείου,
ούτε άκουγες τις γνωστές ερωτήσεις των άλλων ημερών: «Διάβασες;», «Έγραψες;».
Μόνο διάθεση, ζωντάνια και κέφι υπήρχαν και αυτά σε όλο τους το μεγαλείο!
Δυο μουλάρια είχαν επιστρατευτεί, πάνω στα οποία οι
ισάριθμοι εθελοντές αγωγιάτες ιδιοκτήτες τους φόρτωσαν δυο μεγάλα καζάνια του μαγειρείου, τις κουτάλες, τέσσερα σακιά
πατάτες, άλλα τέσσερα σακιά ψωμί, καθώς και κάθε τι άλλο που ήταν απαραίτητο
για την παρασκευή του φαγητού για κάπου 170 παιδιά. Σε μια τέτοια «μεγάλη» μέρα,
ταίριαζε και το ανάλογο φαΐ. Έτσι, οι μάγειροι σε συνεργασία με το διευθυντή
και τους άλλους δασκάλους είχαν φροντίσει για κρέας, κάτι εξαιρετικά σπάνιο στα
σχολικά συσσίτια. Τεμαχισμένο και κλεισμένο καλά μέσα σε άσπρα πάνινα σακιά από
το προηγούμενο απόγευμα, φορτώθηκε κι αυτό στα ζώα. Ξανά εν συντομία οι οδηγίες
από το Φωτόπουλο στο προαύλιο κι αμέσως μετά το «εμπρός μαρς» ήταν το
παράγγελμα για το ξεκίνημα.
Μόλις βγήκαμε στο δημόσιο δρόμο, ξεκινήσαμε
να τραγουδάμε με την προτροπή και το δικό του σύνθημα. Είπαμε το «ο Μάιος μάς έφτασε», τα «σαράντα παλληκάρια από τη Λειβαδιά»,
το «Μακεδονία ξακουστή» και δεν
θυμάμαι ποια ακόμα. Αξέχαστο όμως και απαραίτητο σε κάθε εκδρομή και το «ήταν ένα μικρό καράβι». Αυτό το
τραγουδούσαμε χωρίς απαραίτητα την προτροπή των δασκάλων, βάζοντας πάντα τα…
δυνατά μας να υπερισχύσουμε, έναντι του άλλου φύλλου! Κι όταν φτάναμε στο «κι ο κλήρος πέφτει στα κορίτσια», τα
αγόρια λέγαμε: «που ήταν σαν-σαν-σαν σκουπόξυλα»
ή «σαν-σαν-σαν αχτένιστα» με όλη τη
δύναμη της φωνής μας, χάνοντας τελείως το ρυθμό, το μέτρο και τη μελωδία του
τραγουδιού! Με τις ίδιες φωνές ωραιοποιούσαμε το δικό μας φύλο, λέγοντας: «κι ο κλήρος πέφτει στα αγόρια, που ήταν
ο-ο-ο-ομορφόπαιδα»! Στο σημείο
εκείνο σέρναμε και τα πόδια μας στο χωματόδρομο και το σύννεφο της σκόνης που
σηκωνόταν έκανε το… κατάλληλο «εφέ» για τη στιγμή! Το ίδιο έκαναν και τα
κορίτσια, αποκαλώντας εμάς «σκυλόψαρα» και τον εαυτό τους «βασίλισσες», «αρχόντισσες»
ή «πριγκίπισσες»! Δεν ξέρω με ποιες
λέξεις θα μπορούσε κανείς να μας περιγράψει!...
Πίσω και σε κάποια απόσταση ακλουθούσαν οι
μάγειροι και οι εθελοντές αγωγιάτες
συγχωριανοί μας με τα ζώα τους φορτωμένα, άλλοτε λέγοντας τα δικά τους, άλλοτε
γελώντας κι άλλοτε σχολιάζοντας με καλοπροαίρετο τρόπο τα καμώματά μας.
Οι συναντήσεις μας με συγχωριανούς μας που πήγαιναν με τα ζώα τους στα χωράφια τους, είχαν κι αυτές τη δική τους γραφικότητα. Οι άντρες έβγαζαν το καπέλο τους σε ένδειξη σεβασμού στους δασκάλους και οι γυναίκες δήλωναν το ίδιο με την κλίση της κεφαλής τους. Η καλημέρα τους πολύ ζεστή, πάντα με ευγενικό χαμόγελο και φιλοφρονήσεις. Απαραίτητα και τα μικροπειράγματα σ' εμάς τα παιδιά.
Οι συναντήσεις μας με συγχωριανούς μας που πήγαιναν με τα ζώα τους στα χωράφια τους, είχαν κι αυτές τη δική τους γραφικότητα. Οι άντρες έβγαζαν το καπέλο τους σε ένδειξη σεβασμού στους δασκάλους και οι γυναίκες δήλωναν το ίδιο με την κλίση της κεφαλής τους. Η καλημέρα τους πολύ ζεστή, πάντα με ευγενικό χαμόγελο και φιλοφρονήσεις. Απαραίτητα και τα μικροπειράγματα σ' εμάς τα παιδιά.
Με το που φτάσαμε στον προαύλιο χώρο του μοναστηριού,
συγκεντρωμένοι όπως είμαστε ακόμα, ο Φωτόπουλος μάς υπενθύμισε τις οδηγίες που
πολλές φορές μας είχε επαναλάβει, όπως να μην απομακρυνόμαστε, να μην παίζουμε
επικίνδυνα παιχνίδια και γενικά να είμαστε στο κάθε τι μας πολύ προσεκτικοί. Αμέσως μετά με εντολή του και με την
επιτήρηση και των άλλων δύο δασκάλων, μαζέψαμε τα απαραίτητα ξύλα για το
μαγείρεμα του φαγητού μας. Μικρά και μεγάλα ξερά κλωνάρια από τα εκατοντάδες
δέντρα της έκτασης του μοναστηριού είχαν πέσει πολλά γύρω από τις ρίζες τους και
η δουλειά τελείωσε γρήγορα.
Αμέσως μετά επιδοθήκαμε στα ξέφρενα παιχνίδια μας, ο
καθένας με τους φίλους του και με τις ομάδες που συγκροτήθηκαν. Τι να πρωτοθυμηθεί
κανείς από τις κάθε είδους ζαβολιές που «συμπεριλαμβάνονταν» σε κάθε παιχνίδι!
Τις επικίνδυνες αναρριχήσεις στα δέντρα; Τους αγώνες πάλης, που κατά κύριον
λόγον γίνονταν ή κατέληγαν σε ξυλοδαρμούς με μικροτραυματισμούς και μικροαιμορραγίες,
«λύνοντας» έτσι παλαιότερες ή και πρόσφατες προσωπικές διαφορές; Στη σύλληψη
νυχτερίδων, μέσα από τα σκοτεινά και ακατοίκητα κελιά του μοναστηριού από
κάποια τολμηρά αγόρια, για να χαρίσουν σε δικούς τους ή να ανταλλάξουν με κάτι
άλλο το «κοκαλάκι» τους για φυλαχτό ή «γούρι»; Το με πολύ πίεση νερό που
χρησιμοποιούσαν ορισμένοι, βάζοντας το δάχτυλο στη βρύση, να βρέξουν τους
αντιπάλους τους;…
Αν και περιφραγμένη η μεγάλη δεξαμενή
άρδευσης του μοναστηριού, οι εντολές να μην πλησιάσει κανείς κοντά πολύ
αυστηρές. Τρία-τέσσερα αγόρια είχαν μαζί του σφεντόνες και επιλέγοντας απόμερα
μέρη πήγαν να κυνηγήσουν. Γρήγορα όμως αυτό έφτασε στα αυτιά των δασκάλων, που
τα κάλεσαν και οι σφεντόνες κατασχέθηκαν, επιβάλλοντάς τους παράλληλα ωριαία
αποχή από το παιχνίδι και παραμονή σε όρθια θέση με το ένα πόδι μπροστά στη
μάντρα του μοναστηριού.
Με μια γρήγορη ματιά γύρω μπορούσε εύκολα
να ξεχωρίσει κανείς και τα πιο ήσυχα παιδιά, που έπαιζαν χωρίς εντάσεις και
κινδύνους. Μερικά από τα περισσότερο αγαπημένα παιχνίδια το κυνηγητό, το
κρυφτό, η μακριά γαϊδάρα, η μέλισσα-μέλισσα, το δεν περνάς κυρά Μαρία, ο λύκος
και το αρνάκι. Κάποια κορίτσια των μεγάλων τάξεων είχαν πάρει μαζί τους σχοινιά
και από τα κλωνάρια των μεγάλων δέντρων έδεσαν κούνιες. Οι δασκάλες έλεγξαν το
καλό δέσιμο και την αντοχή τους τους και πολύ γρήγορα ανέβηκαν κι αυτές και τις
κουνούσαν οι μαθήτριές τους!
Η σφυρίχτρα του διευθυντή, που το άγρυπνο
μάτι του όλα-ή τουλάχιστον «όλα»- τα έλεγχε γύρω, ακουγόταν συχνά. Όλα αυτά
ήταν λίγο-πολύ συνηθισμένα σε κάθε εκδρομή, αλλά εκείνη την ημέρα το τολμηρό
εγχείρημα δύο μεγαλύτερων παιδιών ξεπέρασε κάθε προηγούμενο: Ο Κώστας και ο
Αλέκος, της έκτης ο πρώτος και της πέμπτης ο δεύτερος, βρήκαν και σκότωσαν ένα
όχι και μικρό φίδι, το έδεσαν από το κεφάλι με έναν πολύ λεπτό και μακρύ
σπάγκο, που προφανώς είχαν μαζί τους! Πιθανότατα το ριψοκίνδυνο επιχείρημά τους
ήταν προσχεδιασμένο! Μετά άρχισαν αν το σέρνουν κάπως διακριτικά, μέχρι που
έφτασαν μπροστά από τα μια ομάδα καμιά εικοσαριά κοριτσιών, που είχαν
σχηματίσει κύκλο και τραγουδούσαν και χόρευαν «τίνος είν’ το περιόλι» και λιγότερα πιο πέρα που έπαιζαν κουτσό! Τότε
άρχισαν να φωνάζουν, δήθεν φοβισμένα:
«Ένα φίδι, ρεεε! Ένα φίδι!».
Πώς να περιγράψει κανείς το τι έγινε!
Έντρομα τα κορίτσια και με δυνατές κραυγές πανικού διέλυσαν αμέσως το χορό και
το κουτσό και άρχισαν να τρέχουν προς κάθε αντίθετηκατεύθυνση! Το αστείο κατά Κώστα
και Αλέκο, που σκάρωσαν οι ίδιοι, ήταν η αιτία που πέρασαν από «ιερά εξέταση»,
στο κέντρο του «κύκλου» πολλών περίεργων άλλων μαθητών, τα οποία πολύ γρήγορα
συγκεντρωθήκαμε. Στις ερωτήσεις του Φωτόπουλου σε λίγο «πώς τούς ήρθε η φαεινή
ιδέα για κάτι τέτοιο», δεν απαντούσαν. Μόνο είχαν το κεφάλι κατεβασμένο και
κάποιες στιγμές δάγκωναν τα χείλη τους να συγκρατήσουν το γέλιο τους. Η τιμωρία
τους ήταν μερικές δυνατές ξυλιές στα χέρια, με μια καλή βέργα, που προηγουμένως
είχαν κόψει τα ίδια με εντολή του
δασκάλου(!) από ένα δέντρο του μοναστηριού.
Λίγο αργότερα ο Φωτόπουλος κάλεσε εθελοντές, που
βοηθήσαμε τους μαγείρους στο καθάρισμα της πατάτας. Όταν το φαγητό είχε
ετοιμαστεί από τα πανάξια χέρια των μαγείρων μας, του μπάρμπα-Χρήστου και το μπάρμπα-Πέρου
(Περικλή), ο παρατεταμένος και επίμονος ήχος της σφυρίχτρας του διευθυντή έδωσε
την εντολή να συγκεντρωθούμε. Ύστερα από τρία-τέσσερα παραγγέλματα
«στοιχηθείτε, ανάπαυση, προσοχή», περνούσαμε ένας-ένας, οι μάγειροι μας
σέρβιραν στις καραβάνες μας και με το φαί και το ψωμί στα χέρια σκορπιζόμαστε
κάτω από τα σκιερά δέντρα, πάντα υπό το οπτικό πεδίο των δασκάλων. Θέλεις η
ημέρα, θέλεις η διάθεση και το κέφι, θέλεις η εξοχή, θέλεις επειδή τρώγαμε
σπάνια κρέας, θέλεις όλ’ αυτά μαζί, το βρήκαμε πολύ καλομαγειρεμένο και δέκα
φορές πεντανόστιμο με τις πατάτες!
Μετά το φαΐ το παιχνίδι συνεχίστηκε με την ίδια
ένταση, μέχρι που ο ήλιος άρχισε να γέρνει. Πάλι τότε η σφυρίχτρα μάς καλούσε
με τον παρατεταμένο ήχο της να συγκεντρωθούμε «προς επιστροφήν». Αφού ήλθαν
τρέχοντας και οι πιο απομακρυσμένοι, μια νέα εργασία μας περίμενε:
«Ήλθε η ώρα της αποχώρησης», μας είπε ο
διευθυντής και συνέχισε: «Μα πριν ξεκινήσουμε, για δέκα λεπτά θα καθαρίσουμε το
χώρο. Πρέπει να τον αφήσουμε όπως τον βρήκαμε. Δεν θα μείνει τίποτα κάτω. Σε
λίγες μέρες το μοναστήρι πανηγυρίζει και καταλαβαίνεται πώς πρέπει να είναι.
Εμπρός, λοιπόν» και η σφυρίχτρα ήχησε πάλι.
Όταν στο δεκάλεπτο ξανασυγκεντρωθήκαμε,
στο χώρο του μοναστηριού δεν είχε μείνει ούτε το παραμικρό σκουπιδάκι. Είχαν
μαζευτεί όλα σε μια πολύ μεγάλη χάρτινη σακούλα. Μόνο το χορτάρι που ήταν πεσμένο
κάτω μαρτυρούσε ότι ο τόπος ποδοπατήθηκε βάναυσα!
«Εκτός από ελάχιστες παρεκτροπές ορισμένων ζωηρών, οι
οποίοι και τιμωρήθηκαν δεόντως, η εκδρομή μας ήταν επιτυχής», διαπίστωνε ο
διευθυντής και ευχήθηκε «και του χρόνου» για τις πέντε τάξεις. «Όσοι μαθηταί
της έκτης θα ευρίσκονται στο χωριό τέτοια μέρα, θα τους περιμένουμε με μεγάλη
μας χαρά να τους φιλοξενήσουμε στην εκδρομή μας! Ευελπιστούμε να υπηρετούμε κι
εμείς το επόμενο σχολικό έτος στο πανέμορφο χωριό σας», συμπλήρωσε με χαμόγελο.
Πριν δοθεί η εντολή της επιστροφής, οι
απουσιολόγοι πήραν απουσίες και οι τρεις δάσκαλοι ρώτησαν επανειλημμένα μήπως
κάποιος ξέχασε κάτι από τα πράγματά του. Οι οδηγίες για την «ευπρεπή» επιστροφή
μας, απαραίτητες όπως σε όλες τις εκδρομές.
«Εμπρός, μαρς», είπε ο διευθυντής και με
τη σφυρίχτρα έδωσε το παράγγελμα. Μία από τις δύο δασκάλες του ψιθύρισε τότε κάτι
στο αυτί και πριν προλάβουμε να κάνουμε δυο-τρία βήματα, φώναξε δυνατά:
«Άλτ! Άκυρον!» και ξανασφύριξε παρατεταμένα.
«Στον τόπο» εμείς!
«Δεν πιστεύω να ξεχάσει κανείς ότι αύριο
έχουμε εκκλησιασμό;», είπε αυστηρά και συνέχισε: «Θα ληφθούν απουσίες, όπως
κάθε Κυριακή στις οκτώ και μισή και δέκα λεπτά αργότερα ξεκινάμε σε παράταξη
και με βήμα για την εκκλησία, όπως πάντα. Εμπρός μαρς, τώρα» και ξανασφύριξε.
Το τραγούδι «επεράσαμ’ όμορφα, όμορφα, όμορφα…» αντήχησε στα πρώτα σπίτια του
χωριού και επαναλήφθηκε πριν φτάσουμε στο σχολείο. Λίγο αργότερα βρισκόμαστε ο
καθένας στο σπίτι του, ξεθεωμένοι από το παιχνίδι.
Την άλλη μέρα το πρωί, ο γείτονάς μας ο
μπάρπ’-Αντρέας, ειδοποίησε τον πατέρα να πάει να βγάλει το σκυλί μας από τη
δεξαμενή του μοναστηριού που είχε πνιγεί. Την καημένη την Αύρα! Τη είχαμε
«βαφτίσει» με το όνομα της σκυλίτσας του
αλφαβητάριου, της πρώτης δημοτικού, όταν την έφερε ο πατέρας
στο σπίτι, πολύ μικρό κουτάβι ακόμα, που έτρωγε μόνο γάλα. Δεν άντεξε στην
πρόκληση της λιχουδιάς για τα κόκαλα που είχαν πετάξει κάποια παιδιά στο νερό,
πήδηξε μέσα, αλλά δεν μπόρεσε να ξαναβγεί, γιατί η στάθμη ήταν χαμηλά. Έτσι, τη
χαρά, τον ενθουσιασμό και τις αναμνήσεις την ημερήσιας εκδρομής εκείνης της
χρονιάς, την διαδέχθηκε η μεγάλη στενοχώρια στην οικογένειά μας για το άδοξο
και πρόωρο τέλος της Αύρας μας, της καλύτερης, ίσως, σκυλίτσας που είχαμε στο
σπίτι μας! Πόσες φορές με την αδελφή μου δεν είχαμε μοιραστεί το κολατσιό μας
μαζί της, πόσες φορές δεν είχαμε βγάλει τη μπουκιά από το στόμα μας να τη
δώσουμε σ’ αυτή που μας κοίταζε στα μάτια όταν τρώγαμε, μα και πόσες άλλες δεν
μας συντρόφευε στα παιχνίδια μας!
Η «Αύρα» από το αλφαβητάριο, που είχε δώσει το όνομά της και στη σκυλίτσα μας! |
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, Μάιος 2017
https://nikolpapak.blogspot.com/2017/05/blog-post_22.html
Ν.Π., Μάιος 2017
Πολυ ωραιο κειμενο! Μου θυμιζει τα σχολικα μου χρονια και τις εκδρομες , αν και μεγαλωσα στην πολη! Το χωριο σας το εχω επισκεφθει δυο φορες και ειναι πανεμορφο! Εχω Επθσκεφθει και το μοναστηρι (νομιζω επισκευαζοταν τοτε) κσι ειχα εντυπωσιαστει με την φυση τριγυρω! Το δασος με τα ψηλα δεντρα, το κοκκινο χρωμα των φυλλων κσι το παχυ στρωμα των φυλλων που πατουσαμε και βουλιαζαν τα ποδια μας! Ειχα εντυπωσιαστει κι απ απ το βουητο του ποταμιου που τη νυχτα ακουγονταν μεσ την ησυχια πιο εντονο και με νανουρισε γλυκα! Ο ηχος συτος του νερου μου εχει μεινει μεσα στο μυαλο μου εντονος! Εχω κανει και ενα αξεχαστο Πασχα στο χωριο σας! Επισκευθηκα και το σχολειο σας που τοτε ηταν ερημο κι εγκαταλελειμμενο και στενοχωρεθηκα διοτι ειδα μεσα σπασμενα θρανια, ενα μαυροπινακα , ακομα και κομματακια κιμωλιας, που αυτα εδειχναν οτι, οχι πολλα χρονια πριν υπηρχε ζωη εκει! Ο φιλος που μας φιλοξενουσε μου εδειξε και μια παλαια φωτογραφια της μητερας του οταν ητσν μαθητρια και συγκινηθηκα διοτι ειδα οτι το σχολειο ειχε τοτε πολλους μαθητες και ηταν γεματο ζωη! Σημερα βλεπω οτι εχει γινει λαογραφικο μουσειο και χαιρομαι που το διατηρειτε και υπαρχει ενδιαφερον απο τους νεωτερους για την διατηρηση της ιστοριας και των εθιμων του τοπου σας! Χαιρομαι που βλεπω και την πλατεια σας ετσι περιποιημενη με την ωραια πετρα (εγω οταν ειχα ελθει δεν υπηρχε η πετρα, μονο χωμα εβλεπες!)! Δεν σας κρυβω οτι θα ηθελα να επισκευτω το Λειβαρτζι ξανα!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας ευχαριστώ πολύ για το σχόλιό σας, κ. Λαβιδοπούλου, και τα λόγια σας που τιμούν το χωριό μου! Θα ήταν και για εμάς χαρά να ξανάρθετε στο Λειβάρτζι και αν το συνδυάσετε με κάποια εκδήλωση, θα ήταν ακόμα καλύτερα! Μόνο που τον καιρό αυτό οι εκδηλώσεις έχουν "παγώσει" λόγω πανδημίας. Για τις εκδηλώσεις και για ορισμένες ακόμα πληροφορίες μπορείτε να ενημερωθείτε εδώ: https://www.kalavrytanews.com/2014/06/blog-post_9264.html
ΑπάντησηΔιαγραφή