Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία των καλάντων και τα δυσνόητα κάλαντα της πρωτοχρονιάς

              

α. Ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία (επιγραμματικά)
 
     Αν και η ονομασία «κάλαντα» προέρχεται από τις Ρωμαϊκές καλένδες (kalendae), την πρώτη ημέρα κάθε νέου χρόνου που γίνονταν γιορτές και θυσίες προς τιμή των θεών, οι ρίζες τους είναι αρχαιοελληνικές. Σε κείμενα αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, π.χ. Ομήρου, Ησιόδου, Αριστοφάνη, Πλουτάρχου Θεόγνιδος (Θέογνη) κλπ, αναφέρονται με διάφορες ονομασίες, ανάλογα με εποχιακές εκδηλώσεις, όπως ειρεσιώνες, χελιδονίσματα, κορωνίσματα, αλλά και με την γενικότερη ονομασία «αγερμοί», δηλ. έρανοι χορηγιών (αγείρω=αθροίζω, μαζεύω, ερανίζομαι). Ήταν τραγούδια λέγονταν από σπίτι σε σπίτι και γίνονταν είτε ως χαιρετισμός στους νοικοκυραίους, είτε για την οικονομική ενίσχυση διαφόρων εκδηλώσεων, π.χ. πολιτιστικών. Ενδεχομένως, για να αποσπάσουν μεγαλύτερο φιλοδώρημα, χρησιμοποιούσαν και διάφορες επαινετικές προσφωνήσεις, κάτι που ισχύει και σήμερα, π.χ. «άρχοντες». Αργότερα οι συνήθειες αυτές πέρασαν στους Βυζαντινούς χρόνους και συνδυάστηκαν με τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης.
     Τα κάλαντα είναι εθιμικά εγκωμιαστικά, ευχετήρια και εορταστικά τραγούδια, που τα λένε τα παιδιά, κυρίως, παραμονές των μεγάλων εορτών: Των Χριστουγέννων, της πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Εξαίρεση αποτελούν αυτά του Λαζάρου και της Μεγάλης Παρασκευής, που τα μεν πρώτα αναφέρονται στο πάθος του αγίου Λαζάρου, κατά την τριήμερη κάθοδό του στον Άδη και την ανάσασή του, τα δε δεύτερα στο Πάθος Του Χριστού και στον πόνο της Παναγιάς. Τα παιδιά που τα τραγουδούν στις πόρτες των σπιτιών και αναγγέλλουν με τον τρόπο αυτό τη χαρμόσυνη γιορτή της επόμενης ημέρας, συνήθως παίζουν και διάφορα όργανα, π.χ. φυσαρμόνικα, ακορντεόν κλπ. Περισσότερο γνωστό και συνηθισμένο είναι το μεταλλικό τριγωνάκι, που ο χτύπος του μοιάζει να ισοκρατεί το τραγούδι των παιδιών. Παλαιότερα, αλλά και σήμερα σε κάποιες περιοχές, ιδίως νησιωτικές, τα παιδιά κρατούν μικρό ομοίωμα στολισμένου καραβιού, με το οποίο στην αρχαιότητα παρίσταναν τον ερχομό της γιορτής των Ανθεστηρίων – το πλοίο παρίστανε τον ερχομό του θεού Διονύσου. Στις μέρες μας το στολισμένο καραβάκι έχει τη σημασία της στενής σχέσης των Ελλήνων με τη θάλασσα.
    Εκτός από την αναγγελλία της μεγάλης γιορτής της επόμενης ημέρας, κυρίως Δεσποτικής, τα κάλαντα εμπεριέχουν και χαιρετισμό στο νοικοκύρη και στο σπίτι του, π.χ. «καλήν ημέραν άρχοντες», «σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε/ πέτρα να μην ραγίσει/ κι ο νοικοκύρης του σπιτιού/ χρόνια πολλά αν ζήσει». Οι «άρχοντες» νοικοκυραίοι βγαίνουν στην πόρτα του σπιτιού και προσφέρουν στα παιδιά κάποιο φιλοδώρημα, συνήθως μικρό, αλλά και διάφορα κεράσματα, π.χ. γλυκά των ημερών, συνήθεια η οποία αποτελεί απήχηση της αρχαιότητας, που η νοικοκυρά φιλοδωρούσε ανάλογα τους τότε καλαντιστές.
     Αν φτάνοντας τα παιδιά στο τέλος του τραγουδιού τους, δεν έχει βγει ακόμα η νοικοκυρά για το καθιερωμένο φιλοδώρημα – άγραφος νόμος, λένε τους τελευταίους στίχους πολύ δυνατά, ώστε να την αναγκάσουν να τηρήσει τις υποχρεώσεις της!
     Οι μορφές των καλάντων είναι στερεότυπες, διαφέρουν όμως από τόπο σε τόπο, τόσο ως στιχουργήματα, όσο και ως μουσική.
 
β. Τα δυσνόητα κάλαντα της πρωτοχρονιάς.
 
     Αν και η Δεσποτική γιορτή της Περιτομής του Χριστού υπερέχει από την μνήμη της μεγάλης μορφής της Εκκλησίας μας, του αρχιεπισκόπου Καισαρείας αγίου Βασιλείου, διάφοροι λόγοι, π.χ. εορταστικοί, λαογραφικοί, εμπορικοί, ανάγουν την δευτερεύουσα γιορτή του αγίου σε υπερέχουσα. Η πρωτοχρονιά, εξ’ άλλου, είναι γιορτή ανταλλαγής δώρων «για το καλό του χρόνου», αλλά και ημέρα ειδικών εορταστικών προσφορών στα παιδιά. Αυτό φαίνεται να είναι άλλος ένας λόγος που δίνει «βαρύτητα» στη γιορτή του αγίου Βασιλείου, τόσο πολύ, μάλιστα, που δεν είναι λίγοι εκείνοι που αγνοούν παντελώς ότι ο Ιησούς «νόμον εκπλιρών, περιτομήν θελήσει καταδέξη σαρκικήν, όπως παύση τα σκιώδη και περιέλη το κάλυμμα των παθών ημών», σύμφωνα με το απολυτίκιο της ημέρας. Η δε ανταλλαγή και προσφορά δώρων την πρωτοχρονιά και την παραμονή της, ανάγεται στον άγιο Βασίλειο και μπορείτε να δείτε/διαβάσετε γιατί σε σχετικό άρθρο μας στην έγκριτη ηλεκτρονική εφημερίδα ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΝΕWS, με τίτλο «η ιστορία της βασιλόπιτας», «πατώντας» ΕΔΩ.
     Στον μεσαίωνα οι άνθρωποι των χαμηλών οικονομικών και κοινωνικών στρωμάτων, δεν είχαν δικαίωμα να μιλούν στους αριστοκράτες. Οι μέρες που αποτελούσαν εξαίρεση, ήταν οι γιορτές, που τότε μόνο μπορούσαν να τους χαιρετίσουν και να τους τραγουδήσουν, και πάλι τυπικά, όμως, και προς εκδήλωση σεβασμού. Ήταν και οι μοναδικές ευκαιρίες που δίνονταν και σε νεαρούς των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, να εκφράσουν παραλλαγμένα τις επιθυμίες τους και τους πόθους τους σε κοπέλες της αριστοκρατίας, για να μην προδοθούν. Τότε, λέγεται, ότι ανάμεσα στους στίχους των καλάντων της πρωτοχρονιάς, έβαζαν και άλλους στίχους με τα λόγια που ήθελαν να πουν στην αγαπημένη τους και της έστελναν με αυτά τα μηνύματά τους. Ακόμα κι αν εκείνες μπορεί να είχαν ανταποκριθεί θετικά στα αισθήματα του νέου, είναι πολύ αμφίβολο αν θα μπορούσαν ν’ ανταποκριθούν και στο κάλεσμά του – αν θα τους το επέτρεπε η κοινωνική τους θέση. Ας τα δούμε καλύτερα:
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά»,
ψηλή μου δεντρολοβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος,
εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος».
     Καθόλου «ύποπτη» η αναφορά και συνάμα χαιρετισμός για τη γιορτή της επόμενης ημέρας στον πρώτο στίχο. Στον δεύτερο, όμως, ο νεαρός καλαντιστής, αλλάζει θέμα και εκδηλώνει «παραλλαγμένα» στο θαυμασμό και την επιθυμία του στην νεαρή αρχόντισσα του σπιτιού, παρομοιάζοντάς την με δεντρολιβανιά, δέντρο που συμβολίζει κόρη αριστοκρατικής οικογένειας! Στον δε τέταρτο στίχο της λέει ότι «για μένα εκκλησιά με άγιο θρόνο»!
«Άγιος Βασίλης έρχεται,
άρχοντες το κατέχετε,
(παραλλαγή-διαφορετικό θέμα: και δεν μας καταδέχεται)
από την Καισαρεία,
συ ’σαι αρχόντισσα κυρία».
     Κι εδώ τίποτα το «ύποπτο». Έρχεται η γιορτή του αγίου Βασιλείου κι αυτό το γνωρίζετε, άρχοντες. Στην παραλλαγή του δευτέρου στίχου, όμως, υπονοεί ότι «τέτοια μεγάλη μέρα γιορτής, η αρχόντισσα του σπιτιού και της καρδιάς του δεν τον καταδέχεται»!
     Στον τρίτο στίχο επανέρχεται στο θέμα του εορτασμού του αγίου, που έρχεται από την Καισαρεία, αλλά στον τέταρτο επανέρχεται και απευθύνεται και εξομολογείται τον έρωτά του στην όμορφη νέα, αποκαλώντας την «αρχόντισσα κυρία», ότι είναι «η αρχόντισσά του».
«Κρατά(ει) εικόνα και χαρτί,
ζαχαροκάντιο ζυμωτή,
χαρτί και καλαμάρι,
δες κι εμέ το παλληκάρι».
     Στο δεύτερο στίχο, και σύμφωνα με μελέτη του ακαδημαϊκού Δημήτρη Καραμάτσκου, ζαχαροκάντιο είναι το παραδοσιακό γλυκό βανίλια ή αλλιώς «υποβρύχιο». Ζαχαροκάντιο είναι και η ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο. «Ζυμωτή» με βανίλια και με πολλή ζάχαρη, λοιπόν, η κόρη!
     Χαρτί κα καλαμάρι κρατάει ο άγιος. Τίποτα το «ύποπτο» κι εδώ. Στον τέταρτο στίχο  παρακαλεί, εκλιπαρεί την όμορφη νέα να του δώσει σημασία, να τον «κοιτάξει» (δες κι εμέ το παλληκάρι)!
     Στη συνέχεια:
«Το καλαμάρι έγραφε,
την μοίρα του την έλεγε
και το χαρτί ομίλει,
άγιε μου καλέ Βασίλη».
(παραλλαγή-δεύτερο θέμα τελευταίου στίχου: «άσπρε μου, ή άγιε μου καλέ μου ήλιε».
     Τι έγραφε το καλαμάρι και τί έλεγε το χαρτί που μιλούσε; Την κακή μοίρα του νεαρού έλεγαν και τα δύο, που θα ζούσε δυστυχισμένος, αφού η «δεντρολιβανιά» του δεν «ενέδιδε» ή δεν μπορούσε να ενδώσει στον έρωτά του, λόγω της κοινωνικής τους διαφοράς. Στην παραλλαγή του τελευταίου στίχου, την αποκαλεί «άσπρο» ή «άγιο» ήλιο του.
     Ίσως να είναι η εξαίρεση, ενδεχομένως, που κάποια αρχοντοπούλα απαντά ή έτσι θα ήθελε ο νέος να του απαντήσει, σύμφωνα με την τελευταία στροφή τελευταία στροφή:
«Κάτσε να φας, κάτσε να πιείς
κάτσε το πόνο σου να πεις,
κάτσε να τραγουδήσεις,
και να μας καλοκαρδίσεις».
     Κι αν αυτοί οι στίχοι δεν είναι απάντηση της αρχοντοπούλας στον νεαρό καλαντιστή, είναι ένα καλωσόρισμα στον αγαπημένο άγιο, να μπει στο σπίτι, να καθίσει να φάει και να ξεκουραστεί, να μιλήσει για τις περιπέτειες του ταξιδιού του, να τραγουδήσει και να καλοκαρδίσει όλους τους ανθρώπους του σπιτιού.
     Εν κατακλείδι, οι γνωστοί σήμερα στίχοι των καλάντων της πρωτοχρονιάς είναι παραλλαγμένοι από εκείνους του παρελθόντος και η πιθανή ή οι πιθανές ιστορίες αγάπης που εκφράζονταν μαζί με τα κάλαντα έχουν χαθεί, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στον αϊ-Βασίλη.
------------------------------------------
Πηγές: Εγκυκλοπαίδειες ΔΟΜΗ, ΓΙΟΒΑΝΗ και ΕΛΛΑΔΙΚΗ
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 22.12.2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου