Ομορφοκοπέλα και μοναχοκόρη η Πηνελόπη,
αλλά και πολυπροστατευόμενη. Εκτός από την προστασία των γονιών της, ένοιωθε
πάντα και την υπερπροστασία των τριών μεγαλύτερων αδελφών της, που την έπνιγε ασφυκτικά. Αστυνομικοί ο Διονύσης με τον Αγησίλαο, ο πρώτος
και ανακριτικός υπάλληλος. Ο τρίτος, ο Παντελής, ο μικρότερος από τα αγόρια,
είχε διοριστεί στον του ΟΤΕ.
Τελειώνοντας το σχολείο στην ιδιαίτερη
πατρίδα της η Πηνελόπη, πέρασε με τις πανελλήνιες σε ανώτατη σχολή και έπρεπε
να φύγει για τις σπουδές της. Προβληματισμένοι οι γονείς της που το κορίτσι θα
έφευγε από κοντά τους και δεν θα είχε την προστασία τους και τη φροντίδα τους.
Προβληματισμένα και τ' αδέρφια της, που ήθελαν να
μετατεθούν στην πόλη των σπουδών της, τουλάχιστον ο ένας, για να είναι κοντά
στην αδελφή τους.
Η Πηνελόπη έπρεπε ή να δεχτεί τη «μοίρα»
της αυτή, ή να «σκίσει τη γάτα» και επέλεξε το δεύτερο. Καταλαβαίνει κανείς τι
γινότανε κάθε μέρα στο σπίτι. Ο φόβος μήπως το κορίτσι «παρασυρθεί» σε κακές
παρέες, ακόμα και μην δημιουργήσει σχέση κι ακόμα περισσότερο μην «παραστρατήσει», ήταν θα
θέματα των εντάσεών τους, τόσο πολύ, που κάποιες φορές η πίεση που δεχόταν την έφερνε σε τέτοια αδιέξοδα, που πέρναγε από το μυαλό της
να ακυρώσει ακόμα τις σπουδές της.
Δεν άργησε πολύ να εγκριθεί η μετάθεση του
δεύτερου αδελφού της στην πόλη των σπουδών της κι αυτό τους ανακούφισε όλους.
Ευτυχώς, όμως, για την ίδια, ο Παντελής δεν ήταν τόσο σκληροπυρηνικός όσο οι
άλλοι δύο. Γνωρίζοντας αυτό όλοι στην οικογένεια, είχαν και πάλι τις ανησυχίες
και τις επιφυλάξεις τους. Τηρώντας ευγενική διακριτικότητα ο Παντελής, νοίκιασε
διαφορετικό κατάλυμα για τη διαμονή του, κοντά με αυτό της Πηνελόπης.
Πέρασαν τα χρόνια των σπουδών, πήρε το πτιχίο της και η
πρόσληψή της σε μεγάλη εταιρία με καλές αποδοχές δεν άργησε. Ευχαριστημένοι
όλοι και με δεδομένο ότι είχε πλέον μεγαλώσει και το κορίτσι, άρχισαν να
χαλαρώνουν την προστασία τους που είχαν μέχρι τότε σε κάθε της βήμα της, σε
κάθε της ανάσα!
Οι γονείς της πάσχιζαν να της «βρουν
γαμπρό» από το χωριό, ή έστω από κάποιο άλλο κοντινό. «Παπούτσι από τον τόπο σου κι
ας είναι μπαλωμένο»! Η Πηνελόπη ένοιωθε και πάλι την ασφυξία γύρω της, μέχρι που λίγες μέρες πριν το Πάσχα, οι γονείς της πήραν ένα ολιγόλογο γράμμα της. «Το Πάσχα θα έρθουμε να γνωρίσετε και τον Σωκράτη. Είναι εξαιρετικό
παιδί και λέμε να ενώσουμε τις ζωές μας», τους έγραφε μεταξύ άλλων.
«Φουρτούνες», αλλά και ετοιμασίες χαράς στο σπίτι από τη μάνα της! Όχι τόσο εκείνη, αλλά ο πατέρας της με τ' αγόρια άρχισαν
αναρωτιούνται και να συναντούν αδιέξοδα: «Ποιος είν’ αυτός;», «από τι
οικογένεια κρατάει;», «από πού είναι;», «θα μας πάρει μακριά το κορίτσι μας;»,
«τί δουλειά κάνει;», «γιατί δεν μας είχε πει τίποτα το κορίτσι μας;», «πόσον
καιρό τα έχουνε;», «Ο Παντελής δεν πήρε χαμπάρι τίποτα;… Ή είχε τα μάτια του
κλειστά;... Μήπως τα κουκούλωνε κι αυτός και μας κοροϊδεύανε κι οι δυο μαζί;» κι ένα
σωρό άλλες τέτοιες ερωτήσεις ο ένας στον άλλον, αμηχανία και αγωνία.
Το θέμα χειρίστηκε αποτελεσματικά ο
Παντελής, που πάντα ήταν και ο ίδιος «χαμηλών τόνων» και ανέλαβε να τους «καλμάρει» όλους. Από πολύ μικρά παιδιά με την Πηνελόπη έλεγαν τα περισσότερα μυστικά τους ο ένας στον άλλον και υπήρχε μεταξύ τους ταύτιση και αλληλοκατανόηση. Αν και φάνηκε κάποια «επιθετικότητα» εναντίον του από
την οικογένεια, εκείνος χειρίστηκε το θέμα ήρεμα και αριστοτεχνικά.
Αρχές Μεγάλης Εβδομάδος πήγε ο Παντελής
στο χωριό και την Μεγάλη Πέμπτη έφτασε και το ζευγάρι. Η υποδοχή στην Πηνελόπη
και τον Σωκράτη δεν μπορεί κανείς ότι ήταν όσο θα έπρεπε ενθουσιώδης. Λίγο μετά
αφού κάθισαν στον καναπέ και βγήκαν τα πρώτα νηστίσιμα κεράσματα και τα
χαμόγελα έδιναν δειλά δειλά τη θέση τους στην ψυχρότητα που είχε προηγηθεί,
τον λόγο ανέλαβε εκ μέρους της οικογένειας ο «ανακριτικός υπάλληλος» και οι
ερωτήσεις στο «γαμπρό» έπεφταν βροχή:
«Πού δουλεύεις;», «τους έχεις τους γονείς
σου;», «είστε μεγάλη οικογένεια;», «πόσα λεφτά παίρνεις το μήνα;», «έχεις
καθόλου βάλει κάτι στην άκρη;» και, «εφ’ όσον το πήρατε απόφαση, να μην αργήσει
πολύ ο γάμος, γιατί εδώ είναι χωριό και δεν θέλουμε να σας κουβεντιάζει και να
κουβεντιάζει κι εμάς ο κόσμος ότι ζείτε αστεφάνωτοι».
Αν και η Πηνελόπη είχε προετοιμάσει
σχετικά τον Σωκράτη, «έβγαζε αφρούς», όμως έπνιγε το θυμό της. Η καλοσύνη του
παλληκαριού, η ευγένειά του, η ηρεμία του, οι καλοί του οι τρόποι και ο σεβασμός
του σε όλους, μα πιο πολύ η αγάπη που είχε στην Πηνελόπη, έδειξαν να κάμπτει
τις καχυποψίες όλων, ή τουλάχιστον των περισσότερων και τους ευχήθηκαν «η ώρα η
καλή, αλλά να μην πάρει πολύ χρόνο»!
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 16.12.2024