Αφιερωμένο
στον ομότεχνο και φίλο Λευτέρη Τσιρώνη,
που με «ώθησε» με το βιβλίο του
«Η Τρίτη Ανάσταση» - συλλογή διηγημάτων,
…Ένα προπολεμικό κουρδιστό γραμμόφωνο είχαν στο σπίτι τους, στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα που γεννήθηκε και μετά απ’ αυτόν η αδελφή του. Το είχε πάρει ο πατέρας του, ο Γρηγόρης, στα χρόνια της κατοχής, όπως τους έλεγαν. Με αυτό ξεχνούσαν τα ντέρτια τους όλοι στην οικογένεια. Το χειριζόταν μόνο ο πατέρας του, απαγορεύοντας αυστηρά στα παιδιά του να το αγγίξουν, για να μην το χαλάσουν. Μα ούτε και η μάνα τους, η Αγλαΐα, το άγγιζε, ούτε και παππούς, ούτε και η γιαγιά. Όταν ήθελαν ν’ ακούσουν κάνα τραγούδι, στον πατέρα του έδιναν τις «παραγγελιές» τους.
Το είχε πάρει από έναν μακρινό συγγενή του στο διπλανό χωριό, ανταλλάσσοντάς το μ’ ένα σακί γεμάτο καλαμπόκι στην κατοχή. Μερακλής ο πατέρας του, είχαν και τον τρόπο τους κι εκείνη την πολύ δύσκολη εποχή δεν πολυπεινάσανε, όπως άλλοι. Το νέο του αυτό απόκτημα το πρόσεχε καλύτερα από τα μάτια του ο πατέρας του ο Γρηγόρης.
«Καλό το μηχάνημα, κληρονομιά από τον πατέρα μου και πονάω που το αποχωρίζομαι, αλλά το καλαμπόκι είναι καλύτερο, να φάνε τα παιδιά μου λίγο ψωμί να σταθούνε στα πόδια τους», του είπε την ώρα της ανταλλαγής των προϊόντων τους ο συγγενής του-πωλητής του. Μαζί με το «εργαλείο» του έδωσε και τρεις «πλάκες» (δίσκους) με δημοτικά τραγούδια και του έδειξε τη λειτουργία του: Το κούρδισμα, την τοποθέτηση των δίσκων, την αλλαγή της βελόνας, την προσεκτική μετακίνηση της μεμβράνης παραγωγής ήχου και την γενικότερη φροντίδα του.
«Ρε, που το βρήκες αυτό “φωνόγραφο”», τον ρώτησε ένας γείτονάς του με το που έμπαινε στο σπίτι του και το νέο μαθεύτηκε αστραπιαία από τη μια άκρη του χωριού στην άλλη και με αυτή την ονομασία, που και αυτή έμεινε.
Κατοχή ήταν και οι χίλιες δυο επιφυλάξεις είχαν καθημερινή προτεραιότητα. Μα και μετά την κατοχή, ήρθε και ο εμφύλιος και οι επιφυλάξεις ήταν ακόμα μεγαλύτερες, γιατί κανείς δεν ήξερε ποιος είναι ο φίλος του και ποιος ο εχθρός του. Και τούτο, γιατί κάποιες «καλές γλώσσες» στο χωριό έλεγαν ότι «ο Γρηγόρης έχει ράδιο(!) και η ενημέρωση μέσω των ερτζιανών ήταν αυστηρά απαγορευμένη. Σαν να του είχαν φιμώσει το στόμα με ταινία ένοιωθε ο πατέρας του, αλλά δεν είχε κι άλλη επιλογή. Σπάνια το έβαζε τα βράδια πολύ χαμηλόφωνα, με τις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού του ερμητικά κλειστά, για να ακούγεται μόνο «ψιθυριστά» μέσα στο σπίτι. Ήταν κι αυτό ένας λόγος που η ελάχιστη χρήση του γραμμοφώνου του παρέτεινε πολύ τη ζωή του.
Μετά τον εμφύλιο, το γραμμόφωνο «έπαιρνε φωτιά». Αγόρασε κι άλλες «πλάκες» ο πατέρας του και πλούτισε αρκετά τη συλλογή του, που δεν την έλεγες και μικρή. Φτώχεια, πολλή φτώχεια, αλλά και «η φτώχεια θέλει καλοπέραση». Κάτι χαρούμενες και γιορτινές μέρες που τάχα άνοιγαν το σπίτι τους, αλλά και πολλά απογεύματα, όλος ο μαχαλάς μαζευόταν εκεί. Τραγούδια με το γραμμόφωνο, τραγούδια με το στόμα, κέφι, χοροί… Ένα πραγματικό πανηγύρι! Δεν υπήρχε κι άλλο «τέτοιο μηχάνημα» στο συνοικισμό τους και το σπίτι τους γινόταν το κέντρο του ενδιαφέροντος. Φτωχικά και τα κεράσματα, με κάθε νοικοκυρά που έφερνε το «κατιτίς» της, μα όλα ήταν με πολλή αγάπη. Δεν έλειπαν μερικές φορές και κάτι… μικροαψιμαχίες, που άλλα τραγούδια ήθελαν κάποιοι επισκέπτες κι άλλα κάποιοι άλλοι. Μη μπορώντας ο πατέρας του ν’ ανταποκριθεί ταυτόχρονα σε όλες τις «παραγγελιές», «άκουγε» κι αυτός κάτι «γαλλικά»!
Περνούσαν τα χρόνια και το κουρδιστό μηχάνημα από την πολλή χρήση, το κούρδισμα εξασθενούσε γρήγορα, πριν καλά καλά τελειώσει ένα τραγούδι, και η μουσική και η φωνή του τραγουδιστή ακουγόταν «μακρόσυρτα», κάνοντας ένα χαρακτηριστικό «αααα» και «ιιιι», που όλο και γινόταν πιο αδύναμο! Τα παιδιά, ο Απόστολος με την Ελένη, ξεκαρδίζονταν από τα γέλια με αυτό! Ο πατέρας τους αμέσως το ξανακούρδιζε και το γλέντια συνεχίζονταν σαν να μην είχαν σταματήσει, αν κι εδώ δεν έλειπαν κάποια «γαλλικά», στο «φωνόγραφο» αυτή τη φορά.
Κατά το τέλος δεκαετίας του 1960, ο πατέρας του είχε πάει στα καμποχώρια μετά τα Χριστούγεννα, εργάτης στη συλλογή πορτοκαλιών, όπως έκανε κάθε χρόνο. Βέβαιο το αφεντικό του για την εντιμότητά του και την εργατικότητά του, τον περίμενε πάντα από τους πρώτους. Τόσα χρόνια τον ήξερε. Τέλος του Γενάρη που γύρισε σπίτι του, στο χωριό του, είχε αγοράσει ένα μικρό ραδιόφωνο με μπαταρίες, αφού το θαύμα της προόδου, το ηλεκτρικό, δεν είχε φτάσει ακόμα σε πολλές ορεινές περιοχές. Μαζί και κάμποσες ακόμα μπαταρίες, για να έχει απόθεμα. Μα και τότε το νέο μαθεύτηκε από τη μια άκρη του χωριού μέχρι την άλλη, με την ίδια ταχύτητα, όπως και με τον πρώτο «φωνόγραφο»: «Ο Γρηγόρης έφερε νέο “φωνόγραφο”, που δουλεύει χωρίς να θέλει κούρδισμα»!
Σπουδαίο και το νέο αυτό απόκτημα του
σπιτιού, με φειδώ όμως η χρήση του, για να μην τελειώνουν γρήγορα οι μπαταρίες!
Χειριστής πάντα ο πατέρας του, όπως δασκαλεύτηκε από το μαγαζί που το πήρε. Δειλά
δειλά δασκάλεψε και τη μάνα του. Τα παιδιά τους, ο Απόστολος με την Ελένη, δεν
χρειάστηκαν «ιδιαίτερα μαθήματα»: Παρακολουθώντας διακριτικά, αλλά με πολλή
προσοχή τους γονείς τους, έμαθαν κι ανακάλυψαν πολλά περισσότερα στη λειτουργία
του από αυτούς!
Κάπως ή και αρκετά προβληματική η λήψη του νέου «φωνόγραφου» στο απομακρυσμένο από την πόλη χωριό, ιδιαίτερα όταν είχε κακοκαιρία. Ο παππούς συνέχεια έκανε παρατηρήσεις, να μην το ανοίγουν άλλες ώρες, παρά το βράδυ μόνο, στην εκπομπή «τα χρονικά της ημέρας» στο «ενόπλων», για να μαθαίνουν τα νέα. Μα όλη την ημέρα που έλειπε με το κοπάδι, το ραδιόφωνο έπαιζε ασταμάτητα και οι παρατηρήσεις της μητέρας για τον ίδιο λόγο με του παππού ήταν συνεχείς. Η γιαγιά ήθελε μόνο τις Κυριακές να ακούει τη Λειτουργία, αφού η ανημπόρια της δεν της επέτρεπε να εκκλησιαστεί. Χαιρόταν να «λειτουργιέται» το σπίτι! Μόνο ο πατέρας δεν τους έλεγε τίποτα, αφού του άρεσαν πολύ τα τραγούδια και πάντα συγοσυνόδευε, όταν ήταν σπίτι. Είχε πλέον βεβαιωθεί και για την επιδεξιότητα του χειρισμού του από τα παιδιά του και συγκρατούσε και τη γυναίκα του:
«Άστα να το απολαύσουνε!... Τι σε πειράζουνε;… Σάμπως έχουνε τίποτ’ άλλο να διασκεδάσουνε;…».
Το «άστα να το απολαύσουνε», έκρυβε και τις δικές του λαχτάρες για ακούσματα! Πολλές φορές, μάλιστα, το έπαιρνε μαζί του στις δουλειές στα χωράφια. Το έβαζε κάπου κοντά του εκεί που δούλευε και η δουλειά ήταν «μετά μουσικής»! Πραγματικά το απολάμβανε! «Μετά μουσικής» ήταν και το πήγαινε και το έλα, πρωί και βράδυ στα χωράφια: Μέσα στο ταγάρι και φορτωμένο στο γάιδαρο το «νέο φωνόγραφο», ψυχαγωγούσε τον ίδιον κι άλλους ακόμα που βάδιζαν μαζί! Στεναχωρημένα και θυμωμένα έμεναν στο σπίτι τα παιδιά τότε κι έλεγαν το ένα στο άλλο το «απωθημένο» τους: «Όταν μεγαλώσουμε θα πάρουμε δικό μας και πολύ καλύτερο ράδιο κι αυτό δεν θα το έχουμε ανάγκη»!
Λίγοι οι σταθμοί και πολλά τα παράσιτα, όμως ο «ραδιοφωνικός σταθμός της ιεράς κι ενδόξου πόλεως Μεσολογγίου», με την πολύ ζεστή της εκφωνήτριας, «έπιανε» καλά. Μα και πάλι, αν η λήψη ήταν προβληματική, σήκωναν την κεραία κι αυτό κάπως βοηθούσε. «Βρε, να μην είναι λίγο μεγαλύτερη, να πιάνει καλύτερα», έλεγαν με κάποια αγανάκτηση. Και όχι μόνο αυτό, αλλά πολύ γρήγορα ο Απόστολος ανακάλυψε και μια πολύ σπουδαία εκπομπή στο σταθμό αυτό: Την «ώρα των ακροατών»! Από κάθε γωνιά των περιοχών που «έπιαναν» Μεσολόγγι, τρεις ολόκληρες ώρες το πρωί και άλλες δύο το απόγευμα, ακροατές αφιέρωναν σε άλλους ακροατές – φίλους, γείτονες, συγγενείς, ξενιτεμένους – αγαπημένα τους τραγούδια. Ο Απόστολος δεν ξεκόλλαγε πάνω από ραδιόφωνο τις ώρες εκείνες, ειδικά τα καλοκαίρια, το Πάσχα και τα Χριστούγεννα, που το σχολείο έκλεινε.
Ακούγοντας την εκφωνήτρια, γρήγορα έμαθε με ποιόν τρόπο κι αυτός να κάνει τις δικές του αφιερώσεις: Γράφοντας στο ραδιοφωνικό σταθμό τους τίτλους των τραγουδιών που επιθυμούσε και εσωκλείοντας στο φάκελο το «αντίτιμο» κάθε τραγουδιού σε γραμματόσημα: Για κάθε τραγούδι, γραμματόσημο των τεσσάρων δραχμών! Σε λίγες μέρες η κάθε του επιθυμία ακουγόταν από την εκφωνήτρια και με τ’ όνομά του και το όνομα στο οποίο ήταν αφιερωμένη κι αμέσως ακολουθούσε το τραγούδι της επιλογής του! Ειδικά την πρώτη φορά, ένοιωσε πως βρισκόταν στ’ αστέρια!
Ανείπωτη πάντα η χαρά του Απόστολου και της αδελφής του, πρωτίστως του Απόστολου όμως! Κάθε του χαρτζιλίκι γινόταν γραμματόσημα που στέλνονταν στο Μεσολόγγι, για τις αφιερώσεις σε αγαπημένα του πρόσωπα, συγγενείς του, γείτονες, φίλους συγχωριανούς του, μα περισσότερο στον εαυτό του και στην αδελφή του! Μα και πόσο χαιρόταν όταν εκείνοι τον συναντούσαν και του έλεγαν πως την άκουσαν και τον ευχαριστούσαν! Ήταν και η χρυσή εποχή του λαϊκού τραγουδιού κι αυτό έκανε την απόλαυση πολύ μεγαλύτερη. Σίγουρα, όμως, αρκετά από τα αγαπημένα του εκείνα πρόσωπα δεν τις άκουγαν! Τον έφτανε μόνο που τις άκουγε ο ίδιος!
Δεν χρειάστηκε και πολλή σκέψη: Αντιγράφοντας την τακτική του πατέρα του, κάποιες φορές το έπαιρνε μαζί του στις δουλειές που τον βοηθούσε στα χωράφια και κάποιες άλλες στο βουνό με τον παππού του στα πρόβατα, παρά τη «γκρίνια» τους να μην του πέσει και σπάσει. Δεν ήθελε να χάσει εκπομπή για εκπομπή, αφιέρωση για αφιέρωση, τραγούδι για τραγούδι. Μα και πώς να ξεχάσει εκείνη την «αποφράδα» Τρίτη, που του έπεσε το ραδιόφωνο μέσα στο αυλάκι με το νερό που πότιζε το περιβόλι! Κόντεψε να σκάσει από τη στενοχώρια του. Στενοχώρια για το ραδιόφωνο που χάλασε, στενοχώρια για το τι θα άκουγε από τους δικούς του. Στην απόγνωσή του και στην απελπισία του, το άνοιξε με προσοχή μ’ ένα αιχμηρό μαχαίρι που χρησιμοποίησε για κατσαβίδι και το άφησε αρκετή ώρα στον καυτό ήλιο να στεγνώσει. Όταν το «ξαναέδεσε» και του έβαλε τις μπαταρίες, ώ, του θαύματος! «Ούτε γάτα, ούτε ζημιά»!
Κάπως ή και αρκετά προβληματική η λήψη του νέου «φωνόγραφου» στο απομακρυσμένο από την πόλη χωριό, ιδιαίτερα όταν είχε κακοκαιρία. Ο παππούς συνέχεια έκανε παρατηρήσεις, να μην το ανοίγουν άλλες ώρες, παρά το βράδυ μόνο, στην εκπομπή «τα χρονικά της ημέρας» στο «ενόπλων», για να μαθαίνουν τα νέα. Μα όλη την ημέρα που έλειπε με το κοπάδι, το ραδιόφωνο έπαιζε ασταμάτητα και οι παρατηρήσεις της μητέρας για τον ίδιο λόγο με του παππού ήταν συνεχείς. Η γιαγιά ήθελε μόνο τις Κυριακές να ακούει τη Λειτουργία, αφού η ανημπόρια της δεν της επέτρεπε να εκκλησιαστεί. Χαιρόταν να «λειτουργιέται» το σπίτι! Μόνο ο πατέρας δεν τους έλεγε τίποτα, αφού του άρεσαν πολύ τα τραγούδια και πάντα συγοσυνόδευε, όταν ήταν σπίτι. Είχε πλέον βεβαιωθεί και για την επιδεξιότητα του χειρισμού του από τα παιδιά του και συγκρατούσε και τη γυναίκα του:
«Άστα να το απολαύσουνε!... Τι σε πειράζουνε;… Σάμπως έχουνε τίποτ’ άλλο να διασκεδάσουνε;…».
Το «άστα να το απολαύσουνε», έκρυβε και τις δικές του λαχτάρες για ακούσματα! Πολλές φορές, μάλιστα, το έπαιρνε μαζί του στις δουλειές στα χωράφια. Το έβαζε κάπου κοντά του εκεί που δούλευε και η δουλειά ήταν «μετά μουσικής»! Πραγματικά το απολάμβανε! «Μετά μουσικής» ήταν και το πήγαινε και το έλα, πρωί και βράδυ στα χωράφια: Μέσα στο ταγάρι και φορτωμένο στο γάιδαρο το «νέο φωνόγραφο», ψυχαγωγούσε τον ίδιον κι άλλους ακόμα που βάδιζαν μαζί! Στεναχωρημένα και θυμωμένα έμεναν στο σπίτι τα παιδιά τότε κι έλεγαν το ένα στο άλλο το «απωθημένο» τους: «Όταν μεγαλώσουμε θα πάρουμε δικό μας και πολύ καλύτερο ράδιο κι αυτό δεν θα το έχουμε ανάγκη»!
Λίγοι οι σταθμοί και πολλά τα παράσιτα, όμως ο «ραδιοφωνικός σταθμός της ιεράς κι ενδόξου πόλεως Μεσολογγίου», με την πολύ ζεστή της εκφωνήτριας, «έπιανε» καλά. Μα και πάλι, αν η λήψη ήταν προβληματική, σήκωναν την κεραία κι αυτό κάπως βοηθούσε. «Βρε, να μην είναι λίγο μεγαλύτερη, να πιάνει καλύτερα», έλεγαν με κάποια αγανάκτηση. Και όχι μόνο αυτό, αλλά πολύ γρήγορα ο Απόστολος ανακάλυψε και μια πολύ σπουδαία εκπομπή στο σταθμό αυτό: Την «ώρα των ακροατών»! Από κάθε γωνιά των περιοχών που «έπιαναν» Μεσολόγγι, τρεις ολόκληρες ώρες το πρωί και άλλες δύο το απόγευμα, ακροατές αφιέρωναν σε άλλους ακροατές – φίλους, γείτονες, συγγενείς, ξενιτεμένους – αγαπημένα τους τραγούδια. Ο Απόστολος δεν ξεκόλλαγε πάνω από ραδιόφωνο τις ώρες εκείνες, ειδικά τα καλοκαίρια, το Πάσχα και τα Χριστούγεννα, που το σχολείο έκλεινε.
Ακούγοντας την εκφωνήτρια, γρήγορα έμαθε με ποιόν τρόπο κι αυτός να κάνει τις δικές του αφιερώσεις: Γράφοντας στο ραδιοφωνικό σταθμό τους τίτλους των τραγουδιών που επιθυμούσε και εσωκλείοντας στο φάκελο το «αντίτιμο» κάθε τραγουδιού σε γραμματόσημα: Για κάθε τραγούδι, γραμματόσημο των τεσσάρων δραχμών! Σε λίγες μέρες η κάθε του επιθυμία ακουγόταν από την εκφωνήτρια και με τ’ όνομά του και το όνομα στο οποίο ήταν αφιερωμένη κι αμέσως ακολουθούσε το τραγούδι της επιλογής του! Ειδικά την πρώτη φορά, ένοιωσε πως βρισκόταν στ’ αστέρια!
Ανείπωτη πάντα η χαρά του Απόστολου και της αδελφής του, πρωτίστως του Απόστολου όμως! Κάθε του χαρτζιλίκι γινόταν γραμματόσημα που στέλνονταν στο Μεσολόγγι, για τις αφιερώσεις σε αγαπημένα του πρόσωπα, συγγενείς του, γείτονες, φίλους συγχωριανούς του, μα περισσότερο στον εαυτό του και στην αδελφή του! Μα και πόσο χαιρόταν όταν εκείνοι τον συναντούσαν και του έλεγαν πως την άκουσαν και τον ευχαριστούσαν! Ήταν και η χρυσή εποχή του λαϊκού τραγουδιού κι αυτό έκανε την απόλαυση πολύ μεγαλύτερη. Σίγουρα, όμως, αρκετά από τα αγαπημένα του εκείνα πρόσωπα δεν τις άκουγαν! Τον έφτανε μόνο που τις άκουγε ο ίδιος!
Δεν χρειάστηκε και πολλή σκέψη: Αντιγράφοντας την τακτική του πατέρα του, κάποιες φορές το έπαιρνε μαζί του στις δουλειές που τον βοηθούσε στα χωράφια και κάποιες άλλες στο βουνό με τον παππού του στα πρόβατα, παρά τη «γκρίνια» τους να μην του πέσει και σπάσει. Δεν ήθελε να χάσει εκπομπή για εκπομπή, αφιέρωση για αφιέρωση, τραγούδι για τραγούδι. Μα και πώς να ξεχάσει εκείνη την «αποφράδα» Τρίτη, που του έπεσε το ραδιόφωνο μέσα στο αυλάκι με το νερό που πότιζε το περιβόλι! Κόντεψε να σκάσει από τη στενοχώρια του. Στενοχώρια για το ραδιόφωνο που χάλασε, στενοχώρια για το τι θα άκουγε από τους δικούς του. Στην απόγνωσή του και στην απελπισία του, το άνοιξε με προσοχή μ’ ένα αιχμηρό μαχαίρι που χρησιμοποίησε για κατσαβίδι και το άφησε αρκετή ώρα στον καυτό ήλιο να στεγνώσει. Όταν το «ξαναέδεσε» και του έβαλε τις μπαταρίες, ώ, του θαύματος! «Ούτε γάτα, ούτε ζημιά»!
Με τον ίδιο τρόπο και με την ίδια χαρά
δεχόταν κι αυτός αφιερώσεις που του έκαναν φίλοι του! Αφιερώσεις, που σημάδεψαν
με όμορφα συναισθήματα και αναμνήσεις τα χρόνια της νιότης του. Μεγαλώνοντας
και πλησιάζοντας στα χρόνια του στρατού, η στενή αυτή επαφή με το ραδιόφωνο σιγά-σιγά
χάθηκε, όπως χάθηκαν και οι αφιερώσεις. Γεννήθηκαν, όμως, άλλα μεγαλύτερα και
πολύ σπουδαιότερα ενδιαφέροντα. Μετά το στρατό, είκοσι οκτώ μήνες θητεία τότε,
πολλά είχαν αλλάξει. Η ζωή, στην πόλη πλέον, του έδινε πολλά άλλα πλεονεκτήματα και ενδιαφέροντα και οι «αφιερώσεις»
γίνονταν στις ντισκοτέκ, στις παμπ και σε νεανικές συγκεντρώσεις σε σπίτια και
σε πλατείες με βερμούτ. Τη χάρη, όμως, τη νοσταλγία και τα συναισθήματα που του
έχουν αφήσει οι πρώτες εκείνες αφιερώσεις, μέσω του «ραδιοφωνικού σταθμού της
ιεράς κι ενδόξου πόλεως Μεσολογγίου», τις θεωρεί πάντα κάτι «πολύ δικό του» και
ούτε θα τις ξεχάσει ποτέ, αλλά ούτε βρήκε, ούτε και θα βρει καλύτερες, όπως και
όλοι μας.
--------------------------------
Πηγές εικόνων ανάρτησης:
https://koukouvagiaki.gr/product/
και
https://www.did.ie/products/lloytron-fm-am-rechargeable-portable-vintage-radio-wood-effect-pp6403
--------------------------------
Πηγές εικόνων ανάρτησης:
https://koukouvagiaki.gr/product/
και
https://www.did.ie/products/lloytron-fm-am-rechargeable-portable-vintage-radio-wood-effect-pp6403
Νίκος Χρ.
Παπακωνσταντόπουλος, 21.9.2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου