Τετάρτη 26 Ιουνίου 2024

Η επανάσταση των κρατουμένων (μυθιστόρημα)


     Με εγκάρδια καλημέρα και χαμόγελο έδωσε στην Ειρήνη, την κοπέλα στο φούρνο της γειτονιάς του, πενήντα λεπτά ο Θέμης και πήρε από το πανέρι ένα κουλούρι, όπως καθημερινά, σχεδόν, έκανε, βγαίνοντας από το σπίτι του για τη δουλειά του. Απαραίτητο πάντα και το χαμόγελο με την καλημέρα, αφού και κάπως την καλόβλεπε. Μα με το που βγήκε στο πεζοδρόμιο, μια σκελετωμένη κανελί σκυλίτσα, τον κοίταζε στα μάτια και του κούνησε  δειλά την ουρά της. Θεώρησε σαν να του ζητούσε κάτι να φάει. Χωρίς να το καλοσκεφτεί, της έδωσε το κουλούρι του και ξαναμπήκε στο φούρνο να πάρει άλλο για τον ίδιο. Το κορίτσι που ήταν στον πάγκο, είδε την κίνησή του και χαμογέλασε, επιβραβεύοντας έτσι την πράξη του.
     Την άλλη μέρα, πρωί πρωί η σκυλίτσα στην ίδια θέση, του κούνησε την ουρά πριν το κέρασμα. Και φυσικά το κέρασμα επαναλήφθηκε. Το «ευχαριστώ» της έγινε πιο εκδηλωτικό, με περισσότερο κούνημα της ουράς της και το βλέμμα της στα μάτια του και με έκφραση ευγνωμοσύνης.
-  Είναι καμιά βδομάδα που έρχεται στην πόρτα μου. Του δίνω κι εγώ κάτι να φάει, του δίνουν και πολλοί πελάτες και περαστικοί. Είναι πολύ φοβισμένο και φαίνεται κακοποιημένο και καιρό εγκαταλελειμμένο. Τώρα έχει συνέλθει λίγο. Τις πρώτες μέρες κόντευαν να βγουν τα πλευρά του έξω από το τρίχωμά του, του είπε η κοπέλα.
     Τα λόγια της ηχούσαν συνέχεια στ’ αυτιά του Θέμη από εκείνη τη στιγμή. «Φοβισμένο… εγκαταλελειμμένο… κακοποιημένο… Τα πλευρά του κόντευαν να βγουν έξω από το τρίχωμά του…».
     Το επόμενο πρωί, η ερώτησή του στην κοπέλα του φούρνου έδειχνε αποφασιστικότητα:
-  Έχεις καμιά αντίρρηση να το πάρω στο σπίτι μου;
-  Είμαι βέβαιη ότι θα το φροντίσετε και με μεγάλη μου χαρά και με την καρδιά μου σας απαντώ «ναι»!
     Ένα μικρό διαμερισματάκι είχε ο Θέμης, χωρίς αυλή, και με δυο τετραγωνικά μπαλκονάκι, που ίσα-ίσα χώραγαν ένα μικρό τραπεζάκι και δυο στενές καρέκλες. Ήταν βέβαιος, όμως, ότι μια χαρά θα «βολευτούν» με την «Κανέλα», όπως ο ίδιος την είχε βαφτίσει.
     Πολύ γρήγορα άλλαξε η ζωή της Κανέλας, άλλαξε όμως και η ζωή του Θέμη. Απέκτησε ενδιαφέρον! Δεν είχε πολύ καιρό που ήρθε από το χωριό και δεν είχε δημιουργήσει αρκετές φιλίες, αφού, εκτός από το ότι ήταν τύπος που δεν ξανοιγόταν εύκολα, το χάος της μεγαλούπολης πολύ τον προβλημάτιζε και τον μπέρδευε. Αρκετές φορές ένοιωθε ότι συνάδελφοί του στο εργοστάσιο τον υποτιμούσαν ως «χωριάτη», ενώ κάποιοι γείτονες δεν έχαναν την ευκαιρία να τον πειράζουν, με ενοχλητικά, ειρωνικά, ακόμα και προσβλητικά υπονοούμενα.
     Η Κανέλα του δόθηκε από την πρώτη στιγμή. Η φροντίδα του την επανέφερε σε άριστη κατάσταση υγείας και εμφάνισης. Τα χοροπηδήματά της και γενικά οι εκδηλώσεις χαράς με το που έμπαινε στο διαμέρισμα, ήταν απερίγραπτες και μ' αυτές του ανταπέδιδε την ευγνωμοσύνη της.
     Δοσμένος στα σκυλιά και γενικά στα ζώα από μικρός στο χωριό του ο Θέμης, την πήγε στον κτηνίατρο για τα πρώτα εμβόλια κι εκείνος ανέλαβε την παρακολούθησή της. Μικρός ο μισθός του από τη δουλειά του, όμως έκανε και τα κουμάντα για τις βασικές ανάγκες της υιοθετημένης του: Από το σπιτάκι της μέχρι το φαγητό της, τα ιατρικά της και όλη τη φροντίδα της. Τις δικές του ανάγκες και προτεραιότητες μπορεί να τις έβαζε και σε δεύτερη μοίρα. 
     Οι διαμαρτυρίες και κάποιες φορές οι αυστηρές προειδοποιήσεις και απειλές ορισμένων ενοίκων της πολυκατοικίας για τα γαυγίσματά της που ενοχλούσαν, τον ανάγκασαν να επισκεφθεί ειδικό εκπαιδευτή. Πράγματι, σε μικρό χρονικό διάστημα τα γαυγίσματα άρχισαν να περιορίζονται, μέχρι που δεν ακούγονταν καθόλου. Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ήρθε κι άλλο σκυλάκι «ένοικος» της πολυκατοικίας. Σε λίγο και τρίτο και τέταρτο.
     Ο καθημερινός περίπατος της Κανέλας, είχε γίνει χαρά και του Θέμη, αφού έβλεπε πόσο την αναζωογονούσε. Ήταν πολύ προσεκτικός και δεν την άφηνε να ζευγαρώσει, φοβούμενος εγκυμοσύνη, όσο κι αν αυτή έδειχνε με τις κινήσεις της και τα γαυγίσματά της ότι είχε οίστρο. Τί θα έκανε σε μια τέτοια περίπτωση;
     Σε μικρό χρονικό διάστημα, απέκτησαν σκυλάκι και στο ακριβώς απέναντι διαμέρισμα του Θέμη κι αυτό ήταν αρσενικό. Η Κανέλα δεν ξεκόλλαγε καθόλου από το μικρό μπαλκόνι και συνέχεια του γάβγιζε, προσπαθώντας να βγει από τα κάγκελα για να συναντηθούν. Άκαρπες και οι προσπάθειές της σε κάθε περίπατο, όταν έβλεπε «αγοράκια». Ο περιορισμός που της είχε επιβάλει το αφεντικό της με το λουρί, δεν της επέτρεπε κάτι τέτοιο.
     Ο καιρός περνούσε και ο Θέμης ήταν δεσμευμένος, αλλά όχι δυσαρεστημένος. Προτιμούσε να μην πάει στο χωριό του που τον περίμεναν εναγωνίως οι γονείς του και τα δυο μικρότερα αδέρφια του. Ούτε είχε και κάποιον να του εμπιστευθεί τη φύλαξή της, έστω και για λίγες μέρες, ακόμα και για λίγες ώρες. Οι οικονομικές του δυνατότητες δεν ήταν τόσο ανθηρές, ώστε να πάρει ένα αυτοκίνητο, που αυτό θα ήταν μια καλή λύση. Έκανε σχέδια και οικονομίες για το κοντινό μέλλον, αλλά οι τιμές των αυτοκινήτων πήγαιναν από «ανηφόρα σε ανηφόρα».
     Ένα πρωί, η Κανέλα τον ξύπνησε με τα άγρια γαυγίσματά της και με κάποια επιθετικότητα. Αφού δεν μπόρεσε να την ηρεμήσει, την μάλωσε κι έφυγε για τη δουλειά του. Μα σαν βγήκε στο δρόμο, άκουσε και πολλά σκυλιά στις γύρω πολυκατοικίες να γαυγίζουν το ίδιο επιθετικά και δυνατά. Με τον ίδιο τρόπο νιαούριζαν και οι γάτες. Ήταν κάτι χωρίς προηγούμενο. Τόσο πολύ, μάλιστα, που αυθόρμητα οδηγήθηκε στη σκέψη: «Μα, συνεννοημένα είναι;».
     Στο εργοστάσιο που πήγε, όλοι ζωόφιλοι και κάτοχοι σκύλων συνάδελφοί του είχαν την ίδια κουβέντα: Την ξαφνική και ανεξήγητη αλλαγή συμπεριφοράς των ζώων τους. Το θέμα όχι μόνο μονοπώλησε στις συζητήσεις τους και στις απορίες τους μέχρι το μεσημέρι που σχόλασαν, αλλά συνεχίστηκε με την ίδια ένταση και στην επόμενη βάρδια. Κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει το ομαδικό αυτό φαινόμενο των ζώων και όλοι έδειχναν προβληματισμένοι και ανήσυχοι.
     Το ίδιο διαφορετική και τελείως αντίθετη, σε σχέση με τις άλλες μέρες, ήταν και υποδοχή της Κανέλας στο αφεντικό της το μεσημέρι. Αδιάφορη για το φαγητό της, αλλά και επιθετική και αρνητική σε κάθε επίμονη προσπάθεια του Θέμη, με συνεχείς εκδηλώσεις αγάπης να της αλλάξει τη διάθεση. Πέρασε έτσι όλο το απόγευμα, αλλά και στον καθημερινό της περίπατο δεν άλλαξε κάτι. Συνέχισε κι εκεί να γαυγίζει με τον ίδιο τρόπο, αρνητική πάντα στη συνεργασία με το αφεντικό της. Οι φωνές όλων των σκύλων της γειτονιάς, που θα έλεγε κανείς έμοιαζαν με φωνές διαμαρτυρίας, συνεχίζονταν αδιάκοπα.
     Στις βραδινές ειδήσεις από το κρατικό κανάλι ήταν το πρώτο θέμα, με προσκεκλημένους κτηνιάτρους, ζωόφιλους και άλλους ειδικούς, για την πρωτοφανή αυτή και ανεξήγητη αλλαγή τους. Οι προβληματισμοί των περισσοτέρων συνέκλιναν στη σκέψη ότι η συμπεριφορά αυτή των ζώων, ήταν ένα είδος διαμαρτυρίας από τον περιορισμό τους στα διαμερίσματα των πολυκατοικιών των πόλεων. Στην κουβέντα τους στο στούντιο, μάλιστα, αναφέρθηκε από την πρόεδρο φιλοζωικού σωματείου, ότι κάποια σκυλάκια δάγκωσαν τα αφεντικά τους και κάποιες γάτες τους επιτέθηκαν με τα νύχια τους, πράγματα εξαιρετικά σπάνια ή και πρωτόγνωρα στη συμβίωση ανθρώπων με ζώα συντροφιάς.  
     Την άλλη μέρα το πρωί η Κανέλα ξύπνησε και επανήλθε στις παλιές της χαρούμενες και παιχνιδιάρικες συνήθειες. Ανέβηκε στο κρεβάτι να ξυπνήσει το αφεντικό της, πολύ καλό φίλο και προστάτη της. Πανευτυχής κι εκείνος, της ανταπέδιδε τις χαρές με τα χάδια του, την τρυφερότητά του και τα λόγια αγάπης, που πάντα της έλεγε. Δεν άκουγε τώρα καθόλου γαυγίσματα ούτε από άλλα σκυλιά της πολυκατοικίας τους, ούτε της γειτονιάς.
     «Τί μου έπαθες εχθές; Γιατί μου ήσουν θυμωμένη;… Πού σε στενοχώρησα;…», τη ρωτούσε με παράπονο. Μα προσπαθώντας να διαβάσει την έκφραση ματιών της, ήταν σαν να του έλεγαν:
     «Το ξέρω ότι, μ’ αγαπάς πολύ! Το βλέπω πόσο με φροντίζεις! Ποτέ δεν ξεχνώ ότι αν δεν ήσουν εσύ να με πάρεις στο σπίτι σου, μπορεί και να είχα πεθάνει. Σου χρωστώ πολλή ευγνωμοσύνη, όμως το διαμέρισμα δεν είναι ο φυσικός μου χώρος. Έχω ανάγκη την προστασία σου, μα θέλω να ζω και στο δικό μου χώρο και στο δικό μου κόσμο, στη φύση, ελεύθερη και όχι περιορισμένη. Θέλω να τρέξω χωρίς να με κρατάς με το λουρί. Θέλω να γνωρίσω έναν σύντροφο, να ερωτευτώ, να κάνω κι εγώ τη δική μου οικογένεια... Μα και πόσο αφύσικο μου φαίνεται, όταν εσείς οι άνθρωποι λέτε τα σκυλάκια σας “παιδιά” σας και να τα έχετε στην αγκαλιά σας, σαν να είναι πραγματικά σας παιδιά και να τα φιλιέστε μαζί μας και στο στόμα!  Δεν λέω, εμάς αυτό μας αρέσει πολύ και νοιώθουμε την αγάπη σας, αλλά αυτό δεν είναι φυσιολογικό, ούτε για εσάς, ούτε για εμάς. Το φυσιολογικό θα ήταν να κοινωνικοποιείστε εσείς με τους ανθρώπους κι εμείς με τα ζώα της κατηγορίας μας. Αυτή η υπερβολική προστασία σας, γίνεται φυλακή μας. Κάποια ζώα μιλάνε και για κακοποίηση, αλλά μάλλον δεν το έχετε καταλάβει. Πάντα ήμαστε κοντά στον άνθρωπο και πάντα είστε κι εσείς κοντά μας. Η μεγαλύτερη φιλία σας με τα ζώα του σπιτιού, είναι μ’ εμάς τα σκυλιά και κάπως λιγότερο με τις γάτες. Και  τελευταία ακούσαμε και τούτο το πέρα για πέρα παράλογο: Ότι κάποιοι θέλουν να μας πηγαίνουν στην αγκαλιά τους στην εκκλησία για μας… κοινωνάνε!… Και η χτεσινή διαμαρτυρία, δεν ήταν μόνο δική μου. Το είχαμε αποφασίσει και ήταν όλων μας, που ζούμε κάτω από αυτές τις συνθήκες…».
     Μια αστραπιαία ματιά της η Κανέλα, διαφορετική από τις άλλες, ήταν σαν να του έλεγε: «Πολύ θα ήθελα να ήξερα, αν το πήρατε το μάθημά σας από τη χτεσινή διαμαρτυρία όλων μας, που μας κρατάτε φυλακισμένα…».
-----------------------------------------------
Εικόνα ανάρτησης:
https://www.facebook.com/photo/?fbid=183704254027355&set=a.183704297360684
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 26.6.2024




Σάββατο 22 Ιουνίου 2024

Φεγγάρι ολόγιομο (ποίημα)



                                Φεγγάρι ολόγιομο, καλό μου φεγγάρι,
                                τ' ουρανού εσύ φωτεινό μαργαριτάρι,
                                την άγρια νύχτα γεμίζεις γαλήνη,
                                χαρές η θωριά σου στον κόσμο σου δίνει.
                                Χιλιάδες τα τραγούδια για σένα γραμμένα,
                                κι άπειρα μέσα σου μυστικά φυλαγμένα.
                                Στο στερέωμα τρέχεις κι αγρυπνάς στα σκοτάδια,
                                καλοκαίρια, χειμώνες κι ανοιξιάτικα βράδια.
                                Βουνά, πέλαγα, κάμπους φωτίζεις,
                                μ' ελπίδες πολλές τις καρδιές μας γεμίζεις.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 22.6.2024

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2024

Βιβλιοπαρουσίαση: «Ο ΣΤΕΝΑΓΜΟΣ ΤΟΥ ΙΚΑΡΟΥ», του Παναγιώτη Φράγκου


     Αναμφισβήτητα πρόκειται για μια πολύ ευχάριστη έκπληξη η έκδοση και κυκλοφορία του βιβλίου αυτού, και σίγουρα όχι «αναπάντεχη», αφού η υψηλού επιπέδου παιδεία του πολύ αγαπητού φίλου, συγχωριανού και με μεγάλη και ακάματη πρωτοπορία προέδρου του Συλλόγου Λειβαρτζινών Αθήνας από το 2011 Παναγιώτη Φράγκου, είναι γνωστή. Το βιβλίο του «ο στεναγμός του Ίκαρου», από τις εκδόσεις «ο μωβ σκίουρος» είναι γεγονός!
     Το σπουδαίο αυτό πνευματικό έργο δίνει από το οπισθόφυλλο το στίγμα του. Διαβάζουμε εκεί: «Μεσοπόλεμος[…] Κατοχή[…] Πείνα, κατακτητές, δωσίλογοι, νέα προσφυγιά[…]. 
     Πρωταγωνίστρια του βιβλίου «το Λεμονιώ» και συμπρωταγωνιστές πολλές δεκάδες άλλοι, συγγενείς της και μη, αλλά και άνθρωποι που έγιναν στην πορεία συγγενείς της. «Ένας ελαφρύς αναστεναγμός του Ικάριου» κλείνει το τελευταίο δέκατο πέμπτο μέρος του 460 σελίδων βιβλίου, όταν το Λεμονιώ «φεύγει» για το χωρίς επιστροφή ταξίδι της, το 2001. Πόσα, όμως, εκατομμύρια «Ίκαρους» δημιούργησε αυτή η πολυταραγμένη περίοδος, αλλά και στο πριν και στο μετά της; Μα και πόσα δις και τρισεκατομμύρια στεναγμούς, που μπορεί να ακούστηκαν ή και να μην ακούστηκαν, είτε από ανακούφιση, είτε από πόνο; Αλλά, κι όταν φτάνεις να λες πως, «ούτε οι τούρκοι δεν φέρθηκαν έτσι», όπως οι δοσίλογοι, τί χειρότερο μπορεί να περιμένεις;
     «Δουλικό» το πρώτο «επάγγελμα» του Λεμονιώ, αποδείχθηκε με θέληση, και «γερή κράση» σε τόσες δοκιμασίες, από ταξίδι σε ταξίδι, «από προσφυγιά σε προσφυγιά», «από κόλαση σε κόλαση», σαν «ορνίθια δεμένα από τα πόδια» και «πάντα στο άγνωστο» με «δρόμους χωρίς όνειρα». «Να ξημερώνει στο πέλαγος. Μέσα της όχι». Ανείπωτη και η πείνα, ανείπωτη και η εξαθλίωση. Τα «σαράντα κύματα» που συχνά επαναλαμβάνουμε σε σχήματα λόγου, είναι πολύ λίγα να καταδείξουν τις περιπέτειές της. Άντεξε, όμως, το Λεμονιώ δημιούργησε, «κυρά στο σπιτικό της», έκανε οικογένεια και άφησε φεύγοντας παρακαταθήκες. Μα και πάλι, με τόσα και με τόσα ασήκωτα που κουβαλούσε μέσα της, πόσο ελεύθερη μπορεί ένοιωθε;
     «Μυθιστόρημα» χαρακτηρίζει το έργο του ο συγγραφέας, μα είναι περισσότερο από βέβαιο ότι ο μύθος και όπου αυτός υπάρχει στις σελίδες του, είναι το έλασσον και η πραγματικότητα το μείζον. Και το ότι το μυθιστόρημα είναι το έλασσον το μαρτυρεί και η φωτογραφία χαράς του εξωφύλλου του και όχι κάποια αόριστη σχεδίαση. Εκτός από μυθιστόρημα και μια ιστορική καταγραφή, είναι αναμφισβήτητα  και ένα ημερολόγιο του έργο αυτό, αρχής γενομένης από το 1916, χρονιά που γεννήθηκε το Λεμονιώ, μέχρι και φευγιό της, το Νοέμβρη του 2001.
          Σ’ αυτή τη βιβλιοπαρουσίαση προτιμώ να μην πω περισσότερα, αλλά να μιλήσει το ίδιο το βιβλίο, ενδεικτικά πάντα, με λέξεις ντοπιολαλιάς – έναν πραγματικά μεγάλο θησαυρό που χρησιμοποιεί περίτεχνα ο Παναγιώτης Φράγκος, σε μια Παπαδιαμάντεια γραφή, όπως: «μαζώχνει», «τέλευαν», «κρούσταλλα», «δώκε» (δώσε), «πάτερα», «αλεστικό», «μισοκαδιάρα», «σαρίδι», «ζαλωμένοι», «σεφερτάσι», «διακουμίστηκαν», «μπρακάτσι», «χάφτει μύγες» και πολλές πολλές ακόμα.
     Το ίδιο περίτεχνα και η θαυμαστή περιγραφική ευχέρεια και η  λογοτεχνική πληρότητα με μικρές προτάσεις του συγγραφέα, όπως ξεπηδά μέσα από παραγράφους του έργου του. Ενδεικτικά κι εδώ παραθέτουμε, ως απάνθισμα (η επιλογή προσωπική):
 
     «[…]Σήκωσε το κεφάλι, την κοίταξε από πάνου μέχρι κάτου, ανασήκωσε τα φρύδια του, έσκυψε πάνω από το τραπέζι, την κοίταξε καλά… Τράβηξε πίσω την καρέκλα του, στήριξε το σώμα του που ξεχείλιζε πάνω της. Την ξανακοίταξε… Κείνη δεν έβαλε κάτω τα μάτια.
-  Καλημέρα, Γιωργαρά…
-  Για στάσου… Του Ζαχαρία… Η μικρή… Το Λεμονιώ… Κοπέλα πράμα…
     Σκοτείνιασαν κι έφεξαν τα μάτια του, φυτίλι καντήλας που τρεμόπαιξε κι ύστερα φούντωσ’ η φλόγα πάλι…».
-  Κάτσε, κάτσε, Λεμονιώ, εδώ απέναντί μου[…] Φέρε της κυρίας νερό, αποσταμένη δείχνει[…] Στάσου, κι ένα λουκουμάκι.
     Έβγαλε το μαντήλι της, τύλιξε το λουκούμι.
-  Το παίρνω του πατέρα… Με το χτεσινό μπουρίνι εβράχη, λιγάκι σα ν’ ασθένησε[…]
***
  «[…]- Ο πατέρας πού είναι;
 -  Στο κηπάρι θαρρώ. Καλοπιάνει τις πατάτες του… Να δώσουν προ τα κάτω, γιατί πολύ στα πάνω πάνε[…]
***
  «[…] - Δυο πράγματα να μου ειπείς. Από πότε και γιατί τον λένε έτσι;[…].
-  Από τότε που τον έντυσε ο δεσπότης (χειροτόνησε τον “παπα-Συθέμελο”), τον έβαλε να διαβάσει ένα βαγγέλιο. Εσείσθησαν τα θεμέλια της γης κάπου λέει. Μα εκείνος στη βιάση του να τα πει γρήγορα, είπε: “Συθέμελα κουνήθηκε η γης […](!)».
***
  «[…] – Πατέρα, μου έγνεψε να σκύψω να μου πει. Καλά άκουσα: Θα σε πάρουν απόψε. Μην βγείτε, ό,τι κι αν ακούσετε…”. Έχω ειπωμένο στη μάνα σου. Σε σένα λέω, να ειπείτε, όποιος σας ειπεί: “Συκαμνιά”, να πείτε: “Δεν έβγαλε καρπό εφέτος”.  
***
     «[…] Ο ατμός της μηχανής που ξεφυσούσε, ο καπνός του κάρβουνου που χαλάρωνε, δεν διέλυσαν τη δική της συννεφιά. Ετούτο το τραίνο θα άδειαζε ελπίδες και θα φόρτωνε στεναγμούς.   
***
     «[…]Η πείνα δεν ήταν αποτέλεσμα, ήταν μέσο να συρθεί ο κατατρεγμένος στην αχρειότητα, να τσακιστεί το πνεύμα του στο εξευτελιστικό άπλωμα των χεριών, πεσμένος, σουρνάμενος… Αντίποδάς του ο μαυραγορίτης[…]
 
      Η αταλάντευτη προσήλωση του συγγραφέα στις Αξίες της Φυλής μας, καταδεικνύεται και στο τέλος του βιβλίου του, όπου διαβάζουμε ότι το αφιερώνει «Στη Μνήμη των Ελλήνων Προσφύγων του 20ού Αιώνα, Στη μνήμη των Ικαριωτών αγωνιστών της Κατοχής και της Αντίστασης». Εξόχως αξιοσημείωτη και η «παράκλησή»  του «στης Δικαιοσύνης τον Ήλιο τον Νοητό, για άφεση των προδοτών, συνεργατών, καταδοτών, μαυραγοριτών, βασανιστών και εκμεταλλευτών του ελληνικού λαού».
     Σε όλο γενικά το έργο, η εγρήγορση και η αγωνία του αναγνώστη περισσεύουν. Και όσο το διάβασμα προχωράει, το βιβλίο όλο και τον κερδίζει περισσότερο.
     Θέλω να ευχαριστήσω και να συγχαρώ εκ βαθέων τον Παναγιώτη Φράγκο, για το ανεκτίμητο έργο που μας προσφέρει. Βεβαίως και να του ευχηθώ πάντα στην επιτυχία, με ό,τι καταπιάνεται!
     Την σχεδίαση και την τυπογραφική επιμέλεια για τη Α΄ αυτή έκδοση του βιβλίου «Ο ΣΤΕΝΑΓΜΟΣ ΤΟΥ ΙΚΑΡΟΥ» από τον «μωβ σκίουρο», ανέλαβε η κ. Χριστίνα Χαραλαμποπούλου. Το εξώφυλλο επιμελήθηκε ο κ. Πασχάλης Ζέρβας, ενώ για την φιλολογική επιμέλεια συνεργάστηκαν ο κ. Σπύρος Παπαϊωάννου και η εκ Θεσσαλονίκης προσωπική μου φίλη και φίλη του συγγραφέα και του χωριού μου (του Λειβαρτζίου Καλαβρύτων), η φιλόλογος κ. Αγάθη Βαρμάζη. 
     Κλείνω αυτή πολύ σύντομη βιβλιοπαρουσίαση με μια σκέψη, αν και δεν είμαι ειδικός: Το πολύ αξιόλογο αυτό έργο του Παναγιώτη Φράγκου, μπορεί να σκηνοθετηθεί και να αποτελέσει κινηματογραφική και θεατρική παραγωγή.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 17.6.2024
(Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ)

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: «Σαν τις κακές συννυφάδες»!


     Έφτυνε τον κόρφο της η Ευτέρπη, κάθε φορά που σκεφτόταν ότι μπορεί να ερχόντουσαν στο χωριό συγγενείς του άντρα της από την πόλη για λίγες μέρες κι εκείνο το καλοκαίρι, όπως κάθε χρόνο το συνήθιζαν. Ήθελε να είναι πάντα το σπίτι της στην τρίχα και με φιλοξενούμενους μέσα, εκείνο το «στην τρίχα» ήταν αδύνατο. Αυτό φοβόταν, όμως, ότι δεν θα το απέφευγε, και προσπαθούσε να βρει τρόπο να το αποτρέψει.
     Με λίγους «τα είχε καλά» η Ευτέρπη και λέγανε μια ζεστή «καλημέρα» και με πολύ λιγότερους αντάλλασσαν επισκέψεις στο χωριό και στη γειτονιά. Μα ούτε και με την άλλη της συννυφάδα, τη Βασίλω, γυναίκα του μικρότερου αδερφού του άντρα της, που οι πόρτες τους ήταν δυο μέτρα και απέναντι η μια από την άλλη τα πήγαιναν καλά. Με διαφορά ένα χρόνο πήγαν νύφες στο χωριό, αλλά ποτέ τους δεν «δέσανε», κάπου είκοσι χρόνια τώρα. Οι ασυμφωνίες τους ήταν γνωστές σε όλους και πολλοί σχολίαζαν σκωπτικά πίσω από την πλάτη τους, φυσικά: «Σαν τις κακές συννυφάδες»!
     Οι φωνές της Ευτέρπης ακούστηκαν και έξω στο δρόμο εκείνο νύχτωμα στα μέσα του Αλωνάρη, σαν γύρισε ο άντρας της από την αγορά και της διάβασε το τηλεγράφημα. «Θα έρθουμε δέκα Αυγούστου, μέχρι δεκαεφτά. Ντίνος». Φιλήσυχος πάντα ο άντρας της, ο Θανάσης, περίμενε την εκρηκτική αντίδρασή της, αλλά τι να έκανε; Μια-δυο φορές το χρόνο σμίγανε με τον αδερφό του, που κοιμόντουσαν στο ίδιο κρεβάτι, μέχρι που εκείνος παντρεύτηκε πρώτος. Μα και πως θα μπορούσε να του αρνηθεί τη φιλοξενία και μάλιστα στο πατρικό τους σπίτι; Η συνεχής μουρμούρα της κατά του ξενιτεμένου κουνιάδου της, του Ντίνου, και η ένταση της φωνής της κάποιες φορές ακούγονταν από τα ανοιχτά παράθυρα και έξω στο δρόμο. Ανοιχτά και τα παράθυρα της συννυφάδας της της Βασίλως, χωρίς να το θέλει άκουγε κι αυτή. Μα σάμπως και σταμάτησε όλη τη νύχτα την κρεβατομουρμούρα της; Κάποια στιγμή ο Θανάσης έφυγε από το κρεβάτι και κοιμήθηκε όπως-όπως πάνω σε μια κασέλα.
     Την άλλη μέρα το πρωί, βγήκε από το σπίτι του σκασμένος. Σκασμένη και η Ευτέρπη για τους δικούς της λόγους. Η πρώτη που ένοιωθε την ανάγκη να μοιραστεί τον «καημό» της, ήταν η Βασίλω. Βγήκε στο παράθυρο, σαν την είδε στο μικρό μπαλκονάκι της και μετά από την τάχα ζεστή καλημέρα, «ξεσπάθωσε» με πολλή ξινίλα, υπολογίζοντας εκείνη να πάρει το μέρος της:
     «Ακούς;… Θα ’ρθει ο μεγάλος κουνιάδος, ο “πρωτευουσιάνος”! Λες κι έχω κάνα ξενοδοχείο να τους κοιμίζω και κάνα εστιατόριο να μαγειρεύω, κάθε φορά για τα πέντε άτομα που μου κατσικώνονται!...».
     «…Αν δυσκολεύεσαι, Ευτέρπη μου, να τους φιλοξενήσω εγώ. Σάμπως και θα μείνουμε τις πολλές μέρες…».
     «Γιατί; Δεν έχω εγώ σπίτι να τους καρτερέσω; Ή δεν έχω σκουτιά να τους κοιμίσω;…».
     «Στήλη άλατος» η Βασίλω με την «κωλοτούμπα» της συννυφάδας της, «στήλη άλατος» και η γειτόνισσά τους, η Παρασκευή, που κι αυτή είχε ακούσει άθελά της το προηγούμενο βράδυ τον καβγά με τον άντρα της, το «λούσιμο» του «πρωτευουσιάνου» και με τι λόγια ξόρκιζε την πιθανότητα να τους φιλοξενήσει στο σπίτι της!
     Μόλις λίγο αργότερα ξαναμπήκε στο σπίτι ο Θανάσης, οι «βολές» ήταν κατά της Βασίλως, με την ίδια ξινίλα πάντα:
     «Ακούς;… Είπα της Βασίλως ότι θα ’ρθει ο Ντίνος με την οικογένειά του τον άλλο μήνα και φάνηκε πρόθυμη να τους πάρει σπίτι της! Κατάλαβες;… Να πουν ότι εκείνη είναι η καλή!...».
-----------------------------------------
Εικόνα ανάρτησης: «Ο Γκρινιάρης», το γνωστό στρουμφάκι των παιδικών κινουμένων σχεδίων (διαδίκτυο)
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 3.6.2024