Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2021

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Ανύπαντρος και μετά το γάμο!

 


     Τράβηξε δυο ρουφηχτές γουλιές καφέ από το χοντρό φλιτζάνι ο μπάρμπα-Θανάσης στο καφενείο εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα και ακούμπησε με το σαγόνι του στις δυο του παλάμες, που προηγουμένως είχε τη μία πάνω στη άλλη στη μαγκούρα του. Έξω φύσαγε ένας διαβολεμένος αέρας και το κρύο έτσουζε. Μόνο κάνα σπουργιτάκι κατέβαινε από τα γυμνά πλατάνια της πλατείας που και που ν’ αρπάξει βιαστικά κάποιο σποράκι με το ράμφος του από το έδαφος. Οι ελάχιστοι περαστικοί στο δρόμο ήταν βαρειά ντυμένοι και μόνο τα μάτια είχαν ακάλυπτα. Η ξυλόσομπα μέσα στο καφενείο-μπακάλικο του κυρ-Θωμά έκαιγε στο φουλ και σκορπούσε μια γλυκειά θαλπωρή στους θαμώνες του.
    Σχεδόν μόνιμοι οι καφενόβιοι του κυρ-Θωμά, στην πλειοψηφία τους υπερήλικες, που κύρια ασχολία τους εκεί ήταν η δηλωτή και η πρέφα. Οι νεότεροι έπιαναν ένα-δυο τραπέζια στην άκρη και λέγανε τα δικά τους, συνήθως χαμηλόφωνα για να μην ακούγονται. Όταν το θέμα τους δεν ήταν «μυστικό», τα γέλια και τα ξεφωνητά τους ακούγονταν πολύ δυνατά και έξω από το μαγαζί.
     «Ησυχάστε, ρε! Μας πήρατε τ’ αυτιά!», προέτρεπαν τότε αυστηρά οι μεγαλύτεροι, αλλά τίποτα εκείνοι! Ησύχαζαν για λίγο και μετά πάλι φωνές και χαχανίσματα.
     Αλλά και μεταξύ των μεγάλων, συχνά άναβαν τα αίματα από τις διαφωνίες τους, κυρίως για το παιχνίδι, ή για εκείνους που έπαιζαν με μπαγαποντιές. Ο μπάρμπα-Θανάσης σπάνια έπαιζε. Συχνά παρακολουθούσε σιωπηλός τους άλλους και πολύ πρόθυμα έλεγε διάφορες ιστορίες από τη ζωή του ή από τη ζωή άλλων.
     Έτσι κι εκείνη τη ημέρα, οι αψιμαχίες μεταξύ των μεγάλων δεν άργησαν και δεν φαινόταν να ηρεμήσουν εύκολα. Τότε είπε ο κυρ-Θωμάς:
     «Δεν μας λες καμιά ιστορία, Μπάρμπα-Θανάση, από κείνες τις νόστιμες που ξέρεις εσύ;».
     Τη συνήθιζε αυτή την τακτική ο κυρ-Θωμάς, ειδικά όταν ήθελε να αποφορτίσει το κλίμα και να καταλαγιάσουν οι διενέξεις μεταξύ των «εμπλεκομένων». Ο μπάρμπα-Θανάσης σκέφτηκε για λίγα δευτερόλεπτα, σήκωσε το κεφάλι του που το είχε ακουμπισμένο στις παλάμες του στη μαγκούρα του, έσιαξε το μουστάκι του και άρχισε, γνωρίζοντας και ο ίδιος ότι θα στραφεί προς εκείνον η προσοχή των θαμώνων και θα σταματήσουν οι φωνές. Πολύ γρήγορα τα πνεύματα ηρέμησαν και όλοι τον άκουγαν με προσοχή:
    «Θα σας πω μια ιστορία από το γάμο μου, που δεν την ξέρετε, παιδιά. Εγώ με την κυρά μου, Θεός σ’χωρέστηνε, παντρευτήκαμε μήνα θεριστή. Έγινε ο γάμος στο χωριό της, αλλά η συμφωνία των γονιών μας ήταν να παραμείνει η νύφη στο σπίτι της, κοντά τους, μέχρι το Σεπτέμβρη που θα μάζευαν τις δουλειές τους! Έτσι, μετά το γάμο ήρθαμε στο χωριό, στο δικό μου σπίτι, αλλά σε δυο μέρες την ξαναπήγα στον πατέρα της, όπως είχανε συμφωνήσει οι γέροι μας!».
     «Και τί γάμος ήταν αυτός, με γυναίκα… δύο ημερών;... Σε γελάσανε, μπάρμπα-Θανάση! Σε γελάσανε!...», είπε με σκοπό να τον πειράξει καλοπροαίρετα ένας αρκετά νεότερος θαμώνας.
      «Και μετά το γάμο, ανύπαντρος ήτανε!», συμπλήρωσε κάποιος άλλος της ίδιας περίπου ηλικίας και τα γέλια όλων ακούστηκαν και στο δρόμο!
     «Μη γελάτε, παιδιά! Μη γελάτε! Στις συμφωνίες και στις αποφάσεις των γονιών μας δεν ξέραμε τί θα πει να φέρουμε αντίρρηση! Σεβόμαστε το κάθε τι που μας λέγανε και ποτέ δεν κάναμε του κεφαλιού μας!», απάντησε με πολλή σοβαρότητα εκείνος και έσιαξε πάλι το παχύ μουστάκι του!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 9.10.2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου