Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2021

Τιμώντας τους ήρωες (επετειακό διήγημα)

     Έκανε αρκετές επισκέψεις στη θεία του την Αποστολία, στο γηροκομείο της πόλης ο Χαρίλαος. Αν και κάπως μακρινή η συγγένειά τους – τριτοξαδέρφη του πατέρα του –, είχε νοιώσει με πολύ έκδηλο τρόπο τη στοργή της και τη αγάπη της στα παιδικά του χρόνια. Μετά τον πρόωρο χαμό της μητέρας του, τελειώνοντας ο ίδιος το δημοτικό, σχεδόν καθημερινά τους φρόντιζε, τόσο τον ίδιο και τον αδελφό του, όσο και τον πατέρα τους, αφού και τα σπίτια τους ήταν πολύ κοντά. Η σχέση αγάπης αυτή δεν ξεθώριασε, παρ’ όλο που η θεία είχε περάσει τα ενενήντα και ο Χαρίλαος τα πενήντα πέντε. Ήταν δωρήτρια του γηροκομείου και μετά το ξενιτεμό των τριών παιδιών της και την απώλεια του άντρα της, η αίτησή της να συμπεριληφθεί στους τρόφιμους έγινε άμεσα δεκτή από τη διοίκηση του ιδρύματος.
     Ο Χαρίλαος είχε γνωριστεί με όλο σχεδόν το προσωπικό του γηροκομείου και κάθε φορά που θα επισκεπτόταν τη θεία του, τους πήγαινε και κάποιο συμβολικό κέρασμα, «σαν μικρό αντίδωρο» για τη φροντίδα που της παρείχαν, όπως συνήθιζε να λέει ο ίδιος.
     Σε μία από τις επισκέψεις του, λίγες μέρες πριν την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, και κατόπιν ενημέρωσης και θετικής απάντησης του προσωπικού, ανέβηκε στον όροφο του ιδρύματος, όπου ήταν οι άνδρες τρόφιμοι. Είχε διαβάσει ότι σε έναν  από τους θαλάμους του είχε βρει καταφύγιο ένας ανάπηρος πολέμου. Οδηγούμενος εκεί από μία εργαζόμενη, έφτασαν στην ανοιχτή πόρτα του μονόκλινου δωματίου του. Ο συγκεκριμένος τρόφιμος κοιμόταν εκείνη τη στιγμή και η υπάλληλος αποχώρησε.
     O Χαρίλαος έμεινε εκεί και διακριτικά από την ανοιχτή πόρτα θαύμαζε το εσωτερικό δωματίου: Η γαλανόλευκη σε περίοπτη θέση και αριστερά της μια μεγάλη κορνίζα με τα παράσημά του, καρφιτσωμένα σε ακριβό ύφασμα. Δεξιά της σημαίας το «χρυσούν μετάλλιον ανδρείας», που με δυσκολία λόγω της αποστάσεως μπόρεσε να διαβάσει «εις τον επί τιμή συνταγματάρχην». Δεξιότερα και μια φωτογραφία του σε νεαρή ηλικία, με στρατιωτική στολή και το βαθμό του υπολοχαγού.
     Ταυτόχρονα με την κίνηση του χεριού του ο τρόφιμος άνοιξε τα μάτια του και είδε τον απροσδόκητο επισκέπτη, που θεώρησε να κοιτάζει αδιάκριτα το χώρο του.
     «Θέλετε τίποτα, κύριε;», ρώτησε ενοχλημένος και σε αυστηρό τόνο.
     «Συγχωρήστε με, κύριε συνταγματάρχα… Διάβασα πρόσφατα για εσάς στον Τύπο και ήθελα να σας επισκεφθώ, να σας γνωρίσω  και να σας εκφράσω το θαυμασμό μου και την ευγνωμοσύνη μου για την ελευθερία που μας έχετε χαρίσει…», ήταν η απάντησή του, νοιώθοντας προσβεβλημένος από τα λόγια του συνταγματάρχη.
     «Σ’ ευχαριστώ, νεαρέ μου, όμως είναι αγένεια εκ μέρους σου αυτό που κάνεις», τον παρατήρησε, και μετά από λίγα δευτερόλεπτα συμπλήρωσε: «Έλα μέσα... Τι ακριβώς θέλεις;»
     Με διστακτικά βήματα ο Χαρίλαος έφτασε μέχρι την πόρτα του θαλάμου.        
     «Σας ζητώ και πάλι συγνώμη, κύριε συνταγματάρχα… Μου επιτρέπετε να σας ασπαστώ τα χέρια που πολέμησαν για τις Αξίες μας;», τον ρώτησε κι ένα δάκρυ συγκίνησης συνόδευσε την παλλόμενη φωνή του.
     «Έλα μέσα, παιδί μου, έλα μέσα», του ξαναείπε και φάνηκε να χαλαρώνει.
     Πλησιάζοντας, παρατήρησε μια μεγάλη ουλή στην αριστερή παρειά του, κάτι που τον δυσκόλευε και στην ομιλία. Σε λίγο που, μάλλον με δισταγμό, του έδωσε τα χέρια του να τα ασπαστεί, είδε ότι από το ένα έλειπαν τα τρία δάχτυλα. Σε επόμενη επίσκεψή του ο συνταγματάρχης του αποκάλυψε ότι είχε ακρωτηριαστεί από σφαίρα στο δεξί του πόδι, στη μέση του μηρού. Αυτό δεν ήταν ορατό, αφού ήταν σκεπασμένος με μια ελαφριά κουβέρτα.
     Η πρώτη αυτή γνωριμία εξελίχθηκε σταδιακά σε μια αμοιβαία και ειλικρινή σχέση φιλίας σε επόμενες επισκέψεις, ο δε Χαρίλαος εκδήλωνε με κάθε τρόπο το σεβασμό του και το θαυμασμό του στον ήρωα. Αχόρταγα άκουγε και από το στόμα του ένδοξες ιστορίες που γράφτηκαν κατά την εισβολή των Ιταλών στην Ελλάδα, στις 28 του Οκτώβρη του 1940.
    Ένα πρωί, χτύπησε το τηλέφωνο του Χαρίλαου, πριν ακόμα φύγει για τη δουλειά του. Η κλήση ήταν από το γηροκομείο και η καρδιά του χτύπησε δυνατά και γρήγορα, φοβούμενος ότι κάτι σοβαρό είχε συμβεί στη θεία του. Όμως, η γυναικεία φωνή που τον καλούσε, του ανακοίνωσε το θάνατο του συνταγματάρχη. Ο ίδιος είχε δώσει το τηλέφωνό του στο προσωπικό του ιδρύματος και είχε παρακαλέσει να τον ενημερώσουν, αν κάτι του συμβεί.
     Ο Χαρίλαος ήταν από τους λίγους που συνόδευσαν τον ήρωα στην τελευταία του κατοικία, αφού ο ίδιος δεν είχε δημιουργήσει οικογένεια και οι συγγενείς του που τον επισκέπτονταν ήταν ελάχιστοι. Μεταξύ αυτών και δύο νοσοκόμες του γηροκομείου. Ανάμεσα στα λίγα στεφάνια της τελετής, ήταν και αυτό του υπουργού εθνικής αμύνης, χωρίς ο ίδιος να παρίσταται. Το φέρετρο ήταν τυλιγμένο με τη σημαία, ενώ μέχρι τον τάφο προηγούνταν τα παράσημά του, καρφιτσωμένα σ' ένα τετράγωνο μαξιλάρι με πράσινο κάλυμα τσόχας. Τα κρατούσε με ευλάβεια ένας νεαρός άνδρας, ίσως του γραφείου τελετών, ίσως υπάλληλος του γηροκομείου. Ένας σύντομος επικήδειος λόγος που εκφωνήθηκε από εκπρόσωπο του οικείου νομάρχη, επικεντρώθηκε στην ηρωική δράση του συνταγματάρχη το 1940. 
     Σαν τελευταία πράξη μνήμης προς τον εκλιπόντα, ο Χαρίλαος κατέθεσε λίγες μέρες μετά ένα σεβαστό χρηματικό ποσό στο γηροκομείο της πόλης.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 26.10.2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου