Το αλώνι του μαχαλά είχε γεμίσει με πολλές γυναίκες
εκείνο το απόβραδο, όπως και όλα τα προηγούμενα και όλα όσα θα ακολουθούσαν στο
καλοκαίρι. Ήταν ακριβώς επάνω στο καταράχι κι εκεί στην άπλα του εύρισκαν λίγη
δροσιά κάθε ηλικίας νοικοκυρές. Το βραδινό αεράκι τους χάιδευε δροσερά τα
πρόσωπα, βάλσαμο στην κούραση και στο κάμα της ημέρας στα χωράφια και στις άλλες
σκληρές δουλειές. Πόσες και πόσες φορές δεν συγχώραγαν και ξανασυγχώραγαν
εκείνους που το είχαν κτίσει στο μέρος αυτό, άριστους γνώστες της δουλειάς τους,
αφού στ’ αλώνια σε καταράχια σχεδόν πάντα φυσάει και βοηθάει στο λίχνισμα.
Ποτέ και καμιά τους δεν πήγαιναν εκεί με
άδεια χέρια. Άλλες κράταγαν το πλεκτό τους κι άλλες τη ρόκα που έγνεθαν. Αυτές οι
δουλειές δεν απαιτούσαν ιδιαίτερο φωτισμό και το φως του φεγγαριού, ακόμα και
το λίγο, τους ήταν αρκετό. Πολλές έφταναν εκεί, κρατώντας και το σκαμνάκι τους,
για να κάθονται πιο αναπαυτικά. Μόνο το κέντημα δεν μπορούσε να γίνει εκείνες τις
ώρες, γιατί αυτό απαιτεί λεπτομέρεια και μέτρημα κάθε βελονιάς. Το γνέσιμο και
το πλέξιμο τα έκαναν και με κλειστά μάτια, αφού ύστερα από τόσα χρόνια
καθημερινή εξάσκηση, το χέρι «πήγαινε μόνο του»!
Και τι δεν έλεγαν σ’ εκείνες τις βραδινές
τους μαζώξεις: Τα νέα της κάθε μέρας από τις δουλειές τους, νέα από το χωριό
τους, νέα που μάθαιναν από γειτονικά χωριά, αστεία και πειράγματα μεταξύ τους
και πολύ συχνά έπιαναν και το τραγούδι, χωρίς τα χέρια τους καθόλου να
χαλαρώνουν απ’ ότι έκανε καθεμιά τους.
Εκείνη τη βραδιά, τους είχαν κοπεί τα
γέλια κι ένας φοβερός τρόμος τις είχε καταλάβει όλες. Σταυροκοπιόντουσαν πότε
όλες μαζί και πότε όχι, λέγοντας φωναχτά ή και ψιθυριστά κάποιες σύντομες προσευχές,
είτε αυτοσχέδιες είτε από τα εκκλησιαστικά βιβλία που είχαν μάθει απέξω. Δεν
είχε νυχτώσει ακόμα κι έτρεμαν για το πώς θα τις βρει το ξημέρωμα, τις ίδιες
και τις οικογένειές τους. Τρεις-τέσσερις, μάλιστα, δεν έχασαν χρόνο κι έφυγαν
για τα σπίτια τους, ν’ ανάψουν λιβάνι! Αιτία όλου αυτού του «κακού», μια
κουκουβάγια που είχε καθίσει στην κορυφή μιας κολώνας λίγο παραπέρα και
συνέχεια φώναζε. Η φωνή της και μάλιστα η επίμονη, για τους προληπτικούς προμηνύει κάποιο μεγάλο
κακό!
Όσο κι αν προσπάθησαν να την διώξουν από
τη θέση που βρισκόταν, είτε με χουγιάσματα, είτε με κατάρες, είτε με πέτρες που συνεχώς της
πέταγαν, αλλά καμία δεν έφτανε τόσο ψηλά και να τη χτυπήσει ή να περάσει από
κοντά της, τίποτα. Η επιμονή της να φωνάζει τις έκανε ν’ ανατριχιάζουν και οι
καρδιές τους να χτυπάνε γρήγορα και δυνατά.
«Αν είναι αλήθεια όσα λένε για το κλάμα της
κουκουβάγιας, δεν θα μείνει κανένας στο χωριό, έτσι που κάνει», είπε η Ασήμω,
μια γυναίκα μεσόκοπη, κι έβγαλε έναν παρατεταμένο αναστεναγμό.
Ξαφνικά, βλέπουν ορισμένες με τη γωνία του
ματιού τους ένα γατάκι να βγαίνει μέσα από πέτρες και με πολύ μεγάλη ταχύτητα
να τρέχει προς την άκρη του μαχαλά. Την ίδια στιγμή η κουκουβάγια, με μια
αστραπιαία «βουτιά» σαν γεράκι από την κορυφή της κολώνας, κατεβαίνει στο
έδαφος και πιάνει το γατάκι στα νύχια της! Αμέσως μετά πήρε ύψος, χτυπώντας
δυνατά τα φτερά της, και χάθηκε μέσα στο μισοσκόταδο. Εκείνο το καημένο
νιαούριζε τρομαγμένο και μάταια προσπαθούσε να ξεφύγει από τα φονικά νύχια της.
Από εκείνη τη στιγμή δεν ξανακούστηκε η ανατριχιαστική φωνή του «καταραμένου
πουλιού»!
Για πολλά βράδια μετά, μοναδικό θέμα στην
κουβέντα τους ήταν εκείνο το πάθημά τους, που άλλες έλεγαν ότι η θυσία της
γάτας απέτρεψε κάποιο πολύ μεγαλύτερο κακό στο χωριό κι άλλες πως τάχα δεν
φοβήθηκαν, γιατί «αυτά τα πράγματα δεν είναι όλα αλήθεια»! Μια απ’ όλες, η κυρά
Πόπη, είπε γελώντας και μαζί της γέλασαν και οι άλλες:
«Μωρέ, δεν μπορούμε να πούμε τίποτα και
στους άντρες μας, γιατί θα μας κοροϊδεύουνε!».
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 23.9.2021
(
Σύντομο βιογραφικό δείτε ΕΔΩ )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου