Το ράλι «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970 περνούσε και από πολλά χωριά των Καλαβρύτων. Άθλιος ο δρόμος, αλλά και μοναδικής διαδρομής. Μαθητής γυμνασίου τότε, με διαμονή στο Αγρίδι Καλαβρύτων, όπως και σε άλλα κείμενά μου έχω γράψει, βίωνα το μοναδικό αυτό θέαμα μαζί με όλα τα «Αγριδιωτόπουλα» και τους Αγριδιώτες. Για μέρες μετά, το ράλι ήταν και το μοναδικό θέμα συζήτησης στις παρέες μας και στα πηγαδάκια των διαλειμμάτων του σχολείου. Ας πισωγυρίσουμε μέσα από το κείμενο που ακολουθεί κι ας δούμε/ας θυμηθούμε κάποιοι πώς το ζούσαμε εκείνη την εποχή, αλλά και το μοναδικό μας πάθημα με το φίλο μου και συμμαθητή μου, το Σταμάτη, με την ευκαιρία της αναμενόμενης σύγχρονης διοργάνωσης, 9-12 Σεπτεμβρίου 2021.
Σύντομο
ιστορικό σημείωμα
To Ράλι Ακρόπολις ήταν ένας από τους
σημαντικότερους και παλαιότερους αγώνες αυτοκινήτου στην Ελλάδα, που πέρα από
το αθλητικό και πολιτιστικό του ενδιαφέρον, ανεδείκνυε και τις περιοχές
διέλευσής του. Η διοργάνωσή του ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 από
την ΕΛΠΑ κι ένα από τα ιδρυτικά του μέλη ήταν και ο Απόστολος Νικολαΐδης. Το
1960 ο αγώνας συμπεριελήφθη στο Ευρωπαϊκό και από το 1973 και στο παγκόσμιο
πρωτάθλημα οδηγών και κατασκευαστών αυτοκινήτων. Από το 2013 δεν προσμετράται
στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, λόγω οικονομικών δυσχερειών, ενώ το 2021 επιστρέφει
όπως και πριν το 2013. Πιθανότατα η εκκίνησή του θα δοθεί κάτω από τον ιερό
βράχο της Ακρόπολης και ο τερματισμός του στο Ζάππειο, όπως και τότε.
***
Πέρα από το Πάσχα και τις πασχαλινές
διακοπές, την αναγέννηση της φύσης, την αισιοδοξία και την ευχάριστη διάθεση
της άνοιξης, είχαµε κι άλλον έναν λόγο στα πρώτα γυµνασιακά µας χρόνια να
θέλουµε να έλθει αυτή η εποχή: Το ράλι «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ»!
Ένα κοµµάτι της διαδροµής του ήταν και το
πέρασµα από τα χωριά µας, στο δρόµο Κλειτορία – Σοποτό – Τριπόταµα. Μέσα,
λοιπόν, στο αναγεννημένο και γαλήνιο περιβάλλον των τόπου µας, μπορούσαμε κι
απολαμβάναμε ζωντανά και με πραγματικό δέος το θέαµα αυτό, που δεν ήταν καθόλου
μικρό και συνηθισµένο. Το ενδιαφέρον και η αγωνία, µα προ πάντων η οπτική και
ακουστική επαφή με τα αγωνιστικά αυτοκίνητα διαφόρων χρωμάτων που «πέρναγαν σφεντόνα»,
έδιναν την απόλυτη φαντασμαγορική μοναδικότητα, αφού δεν είχαμε τη δυνατότητα
πρόσβασης σε κανένα άλλο παρόμοιο γεγονός. Η υπαρκτή πιθανότητα να
«τραφιαστούν» αυτοκίνητο, οδηγός το συνοδηγός ανέβαζε κατακόρυφα και τη δική µας
αδρεναλίνη.
Οι αγώνες γίνονταν προς στο τέλος του Μάη
ή στις αρχές του Ιούνη, ούτε λίγο ούτε πολύ, δηλαδή, την περίοδο των γραπτών
εξετάσεων. Ποιος, όµως, έδινε σηµασία σε διαβάσµατα και εξετάσεις, αφού το ράλι
ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον! Οι «δοκιµαστικές» διελεύσεις ξεκίναγαν κάνα µήνα πριν
τους αγώνες, που για µας δεν είχαν µικρότερο ενδιαφέρον από τον «τελικό». Τα
νέα είχαν κυκλοφορήσει αρκετές µέρες νωρίτερα και µαθεύονταν, από πού αλλού,
από συµµαθητές και φίλους που διάβαζαν αθλητικές εφηµερίδες.
Γνωρίζοντας κατά προσέγγιση την ώρα της
εμφάνισης/διέλευσης του πρώτου αγωνιστικού αυτοκινήτου, βρισκόµαστε σε
εγρήγορση και είχαµε επισηµάνει έγκαιρα το «στρατηγικό» σηµείο, που θα µας
έδινε το πλεονέκτηµα της μεγαλύτερης οπτικής επαφής, τόσο στις επικίνδυνες στροφές,
όσο και στις «ευθείες» και τρέχαμε στις προεπιλεγμένες θέσεις. Αν τύχαινε να
περάσει νυχτερινές ώρες, που συνέβαινε κι αυτό, οι προβολείς των αυτοκινήτων
προανάγγελλαν το γεγονός πριν ακόμα ακουστεί ο «ηδονιστικός» θόρυβος της
μηχανής τους. Σε ελάχιστα λεπτά τα πρώτα αυτοκίνητα έφταναν στο Αγρίδι.
Χειροκροτήματα, φωνές, επιφωνήματα, χειρονοµίες θαυµασµού και επιδοκιµασίας!
Χαµός!... Όλες αυτές οι εκδηλώσεις γίνονταν µεγαλύτερες και πιο ενθουσιώδεις,
όταν περνούσαν οι Έλληνες ραλίστες, γνωστοί ως και τον τελευταίο µας, όπως ο
Μοσχούς, ο Ιαβέρης, ο Στρατισίνο, ο Λιβιεράτος. Βέβαια, είχαµε ενηµερωθεί
προηγουµένως για τη µάρκα και το νούµερο του αυτοκινήτου του καθενός τους, αφού
δεν υπήρχε δυνατότητα να τους δούµε και να τους αναγνωρίσουµε.
Ένα µεγάλο και πολύ πυκνό σύννεφο σκόνης
– «ντεκόρ» που σηκωνόταν και «ακολουθούσε», σιγά – σιγά απλωνόταν γύρω και προς
τα πάνω, μέχρι που σκόρπιζε. Το σύννεφο αυτό γινόταν πολύ µεγαλύτερο, αν
επικρατούσε άπνοια και τα αυτοκίνητα περνούσαν σε µικρές αποστάσεις το ένα από
το άλλο.
Ακολουθούσαµε το πολύ εντυπωσιακό αυτό θέαµα µε το βλέµµα σε όλη
αυτή τη διαδροµή, όσο είχαµε οπτική επαφή, µέχρι που «σκαπέταγαν», λίγο πριν το
«Καλογερικό Μύλο». Αν και καθόλου μικρή όλη αυτή απόσταση, από το Ματροχόρτι ως
τον Καλογερικό Μύλο-κάπου δέκα-δώδεκα χιλιόμετρα, τα καταράχια μας έκρυβαν ένα πολύ μεγάλο μέρος της απόλαυσης.
∆ύο ήταν τα καταλληλότερα σηµεία στο
Αγρίδι, ένα από τα χωριά με μεγάλο οπτικό πεδίο στο θέαμα: Το πρώτο στην «Ξερόµαντρα», λίγο µετά το
Αγρίδι προς το Σοποτό και το δεύτερο, στη στροφή «στ’ Αλώνια», στο έµπα του
χωριού από δυτικά. Το δεύτερο το προτιµούσαµε περισσότερο, γιατί πολύ γρήγορα
και εύκολα µπορούσαµε να βρεθούµε εκεί. Η «Ξερόµαντρα» έδινε περισσότερο θέαµα,
αλλά ήταν µακριά. Τυχερός ήταν κανείς, αν βρισκόταν στη θέση εκείνη την ώρα που
«ξανάφαιναν» στο Μαυροχόρτι. Χόρταινε να βλέπει! Κι αν το ράλι πέρναγε πρωί και
σε ώρα µαθήµατος, πολύ µεγάλη τύχη! Συνήθως πηγαίναµε εκδροµή και το
απολαμβάναμε από εκεί!
Ριψοκίνδυνα, ως παιδιά, θέλαµε να
ζυγώσουµε όσο γίνεται κοντύτερα στο δρόµο, ει δυνατόν στην άκρη, να το
απολαύσουμε καλύτερα, ν’ «ακουµπήσουµε» τα αγωνιστικά αυτοκίνητα, αν γινόταν,
να σκονιστούμε με τη σκόνη και να φτάσει στη μύτη μας η μυρωδιά τους! Ποιος
έδινε και πολύ σηµασία στις επίµονες συµβουλές των καθηγητών µας και κάθε
µεγαλύτερου, να παρακολουθούµε από µεγάλες αποστάσεις για την ασφάλειά μας! Το
ίδιο συνέβαινε και µε τις παροτρύνσεις των χωροφυλάκων, που µε τη σφυρίχτρα στο
στόµα έπιαναν κι αυτοί «δουλειά» σε καίρια σηµεία κατά µήκος της διαδροµής, να
ελέγχουν και να αποµακρύνουν περίεργους και «φιλάθλους», κυρίως εμάς τα παιδιά,
για την αποφυγή ατυχήματος.
Όταν τελείωνε το θέαµα, άρχιζαν αµέσως τα
σχόλια, αλλά και η µελαγχολία. Σχόλια για το πώς έτρεχε κάθε αγωνιστικό
αυτοκίνητο και τις… δεξιοτεχνίες του οδηγού, µε µεροληπτική πάντα κριτική για
τους Έλληνες αγωνιζόµενους, και µελαγχολία που τελείωσε! Από τη στιγμή εκείνη
αρχίζαµε να ζούµε µε την αναµονή του επόµενου αγώνα, σ’ ένα χρόνο μετά!
Είχα ακούσει από ένα αρκετά µεγαλύτερό µου
παιδί και τούτο το παράδοξο και µου είχε σφηνωθεί στο µυαλό:
«Αν κάτσεις κάτω από ένα γεφύρι, θα ζήσεις
µια ξεχωριστή εµπειρία... Θα νοµίζεις πως σηκώνεται αεροπλάνο, τη στιγµή που
περνάει το ράλι από πάνω...»!
Ήθελα να «βιώσω» αυτήν την «εµπειρία του
αεροπλάνου(!)», έστω και µέσα από ψευδαισθήσεις, έστω και µε τη φαντασία. Τα
αεροπλάνα τα «ξέραµε» βλέποντάς τα µόνο να πετάνε σε κάποιες δεκάδες κάποιες
χιλιάδες πόδια από πάνω µας, και σε µέγεθος µικρού πουλιού! Για το «εγχείρηµά»
µου αυτό κατάφερα να πείσω και το συµµαθητή µου και φίλο µου, το Σταμάτη, να µε
ακολουθήσει, κόντρα σε όλους τους άλλους που προτιµούσαν να βλέπουν και να
ακούν. Αυτό που καταφέραµε µε το Σταμάτη, ήταν να χάσουµε ένα μεγάγάλο κοµµάτι
από το θέαµα, αφού τρέξαµε και βρεθήκαμε κάτω από το µικρό γεφύρι, λίγα
δευτερόλεπτα πριν φτάσουν τα πρώτα αγωνιστικά αυτοκίνητα. Και το µόνο που
νοιώσαµε εκεί, ήταν ο στιγµιαίος θόρυβος της µηχανής των πρώτων δύο – τριών που
πέρασαν και τις πέτρες µαζί µε χώµατα που πετάγονταν από τη µια κι από την άλλη
πλευρά του γεφυριού. Ευτυχώς, καταλάβαµε γρήγορα την... «αποκοτιά» µας και το
εγκαταλείψαµε, πιάνοντας ένα σηµείο, µε καλή οπτική επαφή!
Για πολύ καιρό µετά µε ακολουθούσε η
δικαιολογηµένη κοροϊδία και ειρωνεία του συµµαθητή µου και πολλών άλλων ακόµα,
όταν μάθαιναν πώς την πάθαμε!
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 6.9.2021
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 6.9.2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου