Εικόνα: Παλαιό αναγνωστικού Δ΄ δημοτικού |
Προπαραμονή
πρωτοχρονιάς και πολύ πρωί, πριν ακόμα χαράξει άφησε το ζεστό του κρεβάτι του ο
μπάρμπα-Μήτσος ο μυλωνάς και κρατώντας το λαδοφάναρο για να βλέπει, κατέβηκε
στο μύλο. Είχε πολλά αλέσματα κι έπρεπε μέχρι το βράδυ να τα τελειώσει, γιατί ο κόσμος
ήθελε τα γεννήματά του.
Ήτανε αγαθός άνθρωπος ο μπάρμπα-Μήτσος κι απέφευγε να
δουλέψει το μύλο τα δωδεκάημερα. Είχε ακούσει πολλά για τους καλικαντζάρους, που με τις ζαβολιές τους δεν αφήνουν ήσυχο τον κόσμο
αυτές τις μέρες. Η αδυναμία τους, όμως, στους μύλους και τους μυλωνάδες, τον
κράταγε ακόμα πιο διστακτικό. Και τί δεν είχε ακούσει: ότι πάνε κι ανακατεύουνε
το αλεύρι του ενός με του άλλου, άλλοτε το σταρένιο με το καλαμποκίσιο, άλλες φορές κατουράνε μέσα και το μαγαρίζουνε, ότι το σκορπάνε και γεμίζει ο τόπος και πολλά άλλα τέτοια για να βάλουνε σε μπελάδες το μυλωνά.
Τί να έκανε όμως που τα αλέσματα είχαν μαζευτεί βουνό;
Πάντα μέσα στο μύλο είχε ένα πρόχειρο εικονοστάσι,
αλλά μιας και θα άλεθε τέτοιες μέρες, έβαλε ακόμα εκεί από την προηγούμενη και την εικόνα της
Γέννησης του Χριστού κι ένα μπουκαλάκι αγιασμό που είχε στο σπίτι. Έκανε το
σταυρό του και άνοιξε την πόρτα του μύλου. Μα πριν προλάβει να μπει καλά-καλά μέσα,
δέχθηκε δυο απανωτά χτυπήματα με αλεύρι στο πρόσωπο! Πήγε αλεύρι και στα μάτια του κι όσο να προσπαθούσε να τα τρίψει να δει κάπως στο σκοτάδι, τού ήταν αδύνατο και τον τσούζανε περισσότερο.
Με τον αιφνιδιασμό, του έφυγε και το λαδοφάναρο από τα χέρια, χωρίς να μπορεί να
εντοπίσει πού βρισκόταν, γιατί κι αυτό έσβησε. Σε ποιόν να μιλήσει και τί
να πει; Προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του, έκανε το σταυρό του κι έτριβε
συνέχεια τα μάτια του να τον ανακουφίσει ο πόνος και σχεδόν μπουσουλώντας ξανανέβηκε
στο σπίτι.
Με το που φτάνει στο κρεβάτι που κοιμόταν
η μυλωνού, η γυναίκα του, την κουνάει να ξυπνήσει και της λέει τρομαγμένος:
«Σήκω! Με στραβώσαν οι Καλικάντζαροι!».
Εκείνη, μισοκοιμησμένη άναψε το λυχνάρι
που ήταν δίπλα από το κεφάλι της και μόλις βλέπει τον άντρα της κάτασπρο από τα
αλεύρια, βάζει τις φωνές:
«Παναγία
μου! Χριστέ μου! Τί είν’ αυτό που μας βρήκε;»!
Γυναίκα τετραπέραντη η Σοφία η μυλωνού, όμως, δεν τη γέλαγε εύκολα άνθρωπος. Σηκώθηκε σαν λάστιχο από το κρεβάτι και λέει
επιτακτικά στον άντρα της:
«Κάτσε εδώ μέχρι να γυρίσω…».
Έριξε ένα χοντρό ρούχο επάνω της και με γρήγορα
βήματα κατέβηκε στο μύλο, κρατώντας στα χέρια της το αναμμένο λυχνάρι. Με το
που μπαίνει μέσα, βλέπει μια μεγάλη ακαταστασία, αλεσμένα και ανάλεστα σακιά με
γεννήματα χυμένα και τη μεσόπορτα μισάνοιχτη. Ξαναβγαίνει γρήγορα έξω και
προσπάθησε να δει στο φως του φεγγαριού στο δρόμο που χανόταν για το χωριό.
Σχεδόν αμέσως βάζει τις φωνές, αλλά άδικα: δυο σακιά αλεύρι, φορτωμένα σε δυο
ανθρώπινες πλάτες, χάνονταν σε μεγάλη απόσταση στο καταράχι, πριν τα πρώτα
σπίτια!
Ανεβαίνει ξανά στο σπίτι, βρίζοντας τον
άντρα της, που ακόμα έτριβε τα μάτια του από τον πόνο:
«Βρε, αναθεματισμένε, δεν σου έχω πει να
μη λύνεις το σκυλί από την πόρτα του μύλου; Πηλαλάει από δω κι από κει με τις σκύλες
του ενός και του άλλου και μένει ο μύλος αφύλαχτος! ...Δεν ήτανε καλικάντζαροι, ρε κακομοίρη!
Κλέφτες ήτανε που πήρανε δυο σακιά αλεύρι… Δύο είδα... Δεν ξέρω μήπως ήτανε κι άλλοι... »!
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 11.12.2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου