Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019

Προσκύνημα στη μονή Σέλτσου


Η μονή Σέλτσου από σχετικά μακρινή απόσταση... 
…και από κοντινή

Ι. Η απόφαση, το ταξίδι

     Έχοντας μια ιδιαίτερη ευαισθησία, σεβασμό κι ευγνωμοσύνη στα μνημεία της Ορθοδοξίας μας, για τη μεγάλη τους συμβολή τόσο στο θρησκευτικό συναίσθημα, όσο και στην αποτίναξη των τετρακοσίων χρόνων «νύχτας» του Έθνους, δεν αφήνουμε ευκαιρίες που μας προκύπτουν. Και η απόφαση για το προσκύνημα στη Μονή Σέλτσου της εξαμελούς ομάδας διακοπών, την Τρίτη 23 Ιουλίου 2019, πάρθηκε χωρίς χρονοτριβές από την προηγούμενη, αμέσως με το που «έπεσε» η πρόταση, μετά το πρωινό μπάνιο στην παραλία της Καστροσυκιάς Πρέβεζας.
     Είχαμε καθίσει στο κοντινότερο ταβερνάκι και η απαλή αύρα που ερχόταν από τη θάλασσα χάιδευε απαλά τα πρόσωπα όλων μας και έκανε πιο χαρούμενη τη διάθεσή μας. Το κυματάκι έσκαγε στην ακτή και συμπλήρωνε οπτικά και ηχητικά την ευχάριστη ατμόσφαιρα, ενώ το «καθιερωμένο» ουζάκι της αντρικής ομάδας, η μπύρα της γυναικείας και το, επίσης καθιερωμένο, παγωτό των παιδιών που μπαινόβγαιναν στη θάλασσα, ανέβαζε την ευφορία όλων μας!
     Στην ερώτηση του μεγαλύτερου της παρέας, του Δημήτρη, «για πού θα βάλουμε πλώρη αύριο;», η Μαρία απάντησε:
     «Να πάμε στη μονή Σέλτσου! Έχω ακούσει ότι εκτός από ιστορικό μοναστήρι της Άρτας, έχει φανταστική διαδρομή και μαγευτικά τοπία. Είναι κοντά στο χωριό Πηγές…»
     Δεν χρειάστηκε να το πολυσυζητήσουμε. «Επικυρώθηκε» άμεσα και ομόφωνα! Έτσι, το επόμενο πρωί, συνόδευε το ξεκίνημα και όλη τη διαδρομή η χαρούμενη διάθεση (διακοπές γαρ), τα καλοπροαίρετα πειράγματα του ενός στον άλλον και τα κεράσματα, από τα οποία έπεφταν ψίχουλα στα καθίσματα και στο πάτωμα του αυτοκινήτου και έκαναν τον οδηγό και ιδιοκτήτη του να κάνει συνεχείς παρατηρήσεις!
     Εκτός των «παρατηρήσεων» αυτών είχαμε κι άλλο ένα θέμα: άλλοι ήθελαν τα παράθυρα ανοιχτά και άλλοι κλειστά. «Ιεροσυλία» υποστήριζαν οι μεν, να βρίσκεσαι στη φύση και να τη στερείσαι, «περιχαρακωμένος» στη μικρή καμπίνα του μεταφορικού μέσου. «Προστασία», όμως, επιχειρηματολογούσαν οι δε, αφού μπορεί να μπουν έντομα μέσα και να μας αιφνιδιάσουν, πρώτ’ απ ’όλους τον οδηγό, που μπορεί να χάσει και τον έλεγχο του οχήματος.
     «Και καλά, βρε Δημητράκη! Τόσα χρόνια που ταξιδεύαμε με αυτοκίνητα χωρίς κλιματισμό, πώς… επιζήσαμε;», προσπάθησα να προβάλω το δικό μου επιχείρημα και να τον μεταπείσω.
     «Τότε ήμαστε πολύ μακριά από εδώ που είμαστε σήμερα», ήταν η δική του απάντηση-επιχείρημα, που δεν μπορώ να πω ότι με αποστόμωσε!
     Μετά την Άρτα και με «συνοδηγό» το χάρτη, αφήσαμε αριστερά μας το ιστορικό από την ομώνυμη του μάχη του Πέτα, το χωριό του αξέχαστου ηθοποιού Νίκου Ρίζου και ακολουθώντας τη φιδίσια διαδρομή στο απόλυτο πράσινο, περνούσαμε διάφορα χωριά, το ένα μετά το άλλο, μεταξύ των οποίων Καλεντίνη, Ασπροχώρι, Μηλιανά. Παιδιά που έπαιζαν στις πλατείες, δεν έδειχναν να αποσπάται  η προσοχή τους από το πέρασμά μας, κάτι που αναμφίβολα συνέβαινε στα δικά μας παιδικά χρόνια: όταν νοιώθαμε ότι θα περάσει αυτοκίνητο από το χωριό μας (πολύ σπάνιο!), παρατούσαμε το παιχνίδι για λίγα λεπτά και τρέχαμε να το δούμε, να το «απολαύσουμε», να αναγνωρίσουμε τη μάρκα του, να «διαγνώσουμε» τις ικανότητες του οδηγού!


Το ιστορικό χωριό Πέτα Άρτας
     Από ψηλά και μακριά ο Ασπροπόταμος (Αχελώος) κυλούσε τα νερά του, ελεύθερα πλέον από την πρώτη τους τιθάσευση στο φράγμα της Μεσοχώρας, για να υποστούν τις δοκιμασίες των επόμενων τιθασεύσεων στα φράγματα των Κρεμαστών, του Καστρακίου και του Στράτου.  
     Πρώτος σταθμός μας, μετά από περίπου δύο ώρες διαδρομής, το χωριό Πηγές, που απέχει μικρή απόσταση από το μοναστήρι του προορισμού μας. Με εγκάρδια «καλημέρα» και πολλή ζεστασιά μας υποδέχθηκαν οι λίγοι υπερήλικες θαμώνες του καφενείου-εστιατορίου στην πλατεία, για το οποίο είχαμε καλές πληροφορίες για την ποιότητα του φαγητού του. Σχεδόν αμέσως με το που καθίσαμε σ’ ένα τραπέζι με έξι καρέκλες κάτω από το βαθύσκιωτο μεγάλο πλατάνι, βγήκε και η σύζυγος του ιδιοκτήτη και μας καλωσόρισε κι αυτή με χαμόγελο και φιλοφρονήσεις. Ανταποδώσαμε με επαίνους για το φυσικό κάλος του τόπου τους και τις καλές πληροφορίες που είχαμε για την επιχείρησή τους.

Στο κέντρο του χωριού Πηγές
     Πραγματική απόλαυση ο καφές από τα χέρια της με τα κουλουράκια που τον συνόδευαν! Κάθισε κι εκείνη μαζί μας και γρήγορα βρήκαμε κοινούς γνωστούς, αφού ο Κώστας της παρέας μας είχε υπηρετήσει αστυνόμος στην περιοχή τους. Ο σύζυγός της, που η ίδια τον κάλεσε, μας έδωσε πληροφορίες για το μοναστήρι και τα κλειδιά για να μπούμε να προσκυνήσουμε, αφού είναι κλειστό και λειτουργεί μόνο λίγες φορές το χρόνο.
     Τους ευχαριστήσαμε και σε κάνα δίωρο που θα επιστέφαμεμε, σύμφωνα τους υπολογισμούς μας, μας υποσχέθηκε ότι θα είχε έτοιμα τα φαγητά της παραγγελίας μας.

ΙΙ. Φτάνοντας στο μοναστήρι

     Ο έξι-εφτά χιλιόμετρα χωματόδρομος, και όχι σε καλή κατάσταση, από το χωριό μέχρι το μοναστήρι, προϊδέαζε για την εικόνα που θα αντικρίζαμε σε λίγο. Κάπου στα μισά της διαδρομής σταματήσαμε για λίγο να απολαύσουμε τον Αχελώο και το φράγμα της Μεσοχώρας, στην εξαιρετικά δύσβατη περιοχή που έχει κατασκευαστεί. Έργο πνοής μεν, πολύ βάναυση παρέμβαση στη φύση δε.


Έργο πνοής το φράγμα Μεσοχώρας,
αλλά και βάναυση παρέμβαση στη φύση
     Με ανάμικτα συναισθήματα σε λίγο ανοίξαμε την αυλόπορτα της μονής: Το μνημείο των  αγωνιστών της ιστορικής μάχης, το σε πολύ καλή κατάσταση διατηρητέο καθολικό και τα περιβάλλοντα κτιριακά συγκροτήματα, δεν έδεναν καθόλου με τα μεγάλα χόρτα, ύψους έως και ενός μέτρου(!), που είχαν αρχίσει να ξεραίνονται από τη ζέστη του καλοκαιριού. Τα ίδια συναισθήματα ακολούθησαν και όταν εισήλθαμε στο ναό: άριστα διατηρημένες οι εξαιρετικής τέχνης τοιχογραφίες του 17ου αιώνα και το επίσης περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο, όμως η «βουβαμάρα» της μοναξιάς και κάποιες αράχνες σε ορισμένα σημεία έφερναν έναν κόμπο στο λαιμό. 


Παρακείμενες κτιριακές εγκαταστάσεις της μονής
     Οι συγκρίσεις σε αυτές τις περιπτώσεις γίνονται αυτόματα και αμέσως ο νους μου ταξίδεψε στο μοναστήρι του χωριού μου, την Αγία Τριάδα Λειβαρτζίου του Δήμου Καλαβρύτων. Πολλές, πάμπολλες οι ομοιότητες παντού: στις διαστάσεις, στην πολύ καλή συντήρηση, στις τοιχογραφίες, στη χρονική περίοδο ανέγερσης, αλλά και στην ίδια τη μοναξιά!
     Στον πρόναο κυριαρχούν οι παραστάσεις της μέλλουσα κρίσης και τα τελώνια των ψυχών. «Παρών» και εδώ ο μυλωνάς που κρατάει περισσότερο αλεύρι απ’ ότι του αναλογεί από τον πελάτη του, «παρών» και ο οινέμπορος που προσθέτει νερό στο κρασί για να αυξήσει το κέρδος του! Παραστάσεις από εικόνες της καθημερινής ζωής των ανθρώπων, όπως και στην Αγία Τριάδα, που θα κριθούν ανάλογα στη Δευτέρα Παρουσία. Στον κυρίως ναό και στο ιερό βήμα κυριαρχούν παραστάσεις από τη θριαμβεύουσα εκκλησία: από τη ζωή του Χριστού και τοιχογραφίες αγίων. Απόλυτος όμως ο σεβασμός απαγόρευση λήψης φωτογραφιών στην είσοδο, δεν μπήκαμε στον πειρασμό να την παραβλέψουμε.


«ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΣΗ»!
     Αφού προσκυνήσαμε τις εικόνες και προσευχηθήκαμε, βγαίνοντας κλείσαμε καλά την εκκλησία. Θαυμάσαμε την άγρια φύση του τοπίου, τις απόκρημνες χαράδρες και τις ψηλές ελατόφυτες βουνοκορφές γύρω, καθώς και το μνημείο προ τιμήν των ηρώων αγωνιστών του 1804. Δεν άντεξα εδώ στον «πειρασμό» και χτύπησα «χαμηλόφωνα» μεν, χαρμόσυνα δε τις καμπάνες! «Σ' ένα μήνα ακριβώς θα χτυπήσουν δυνατά και θα αντιλαλήσουν στα γύρω βουνά, γι’ αυτό αξίζει να τις ακούσει για λίγο το μοναστήρι», σκέφθηκα!



     Πριν πάρουμε το δρόμο της επιστροφής, η ώριμη ρίγανη που η μοσχοβολιά της χωνόταν ευχάριστα στη μύτη μας και που μπορούσες πραγματικά να θερίσεις σε όλη την περιοχή, δεν μας άφησε αδιάφορους και επιδοθήκαμε για λίγα λεπτά στη συλλογή της, παρά τον καυτό ήλιο του μεσημεριού, που μας «χτύπαγε στο κεφάλι»!


Η  μοσχοβολιά της ρίγανης δεν μας άφησε αδιάφορους!
      Μετά τον «καθαρμό των αισθήσεων» από το προσκύνημα, σύμφωνα και με το πασχαλινό τροπάριο, αυτές «ευφράνθησαν» και πάλι με το απολαυστικό φαγητό που μας περίμενε λίγο αργότερα στην ταβέρνα «Σέλτσο», στο κέντρο του χωριού Πηγές. Αφού παραδώσαμε τα κλειδιά του μοναστηριού με θερμές ευχαριστίες στον καταστηματάρχη, που με το παραπάνω μας περιποιήθηκε, κάναμε έναν μικρό περίπατο μέχρι τη μεγάλη πέτρινή βρύση, για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας, με προορισμό τα γέφυρα Κοράκου. Εκεί, στη βρύση, δεν αφήσαμε την ευκαιρία να πάει χαμένη και για λίγο «μπουγελωθήκαμε», γελώντας, τρέχοντας και φωνάζοντας! Ποιος να ξέρει πώς θα χαρακτήρισαν τη στιγμιαία επιστροφή μας στα παιδικά μας χρόνια, δύο περαστικοί που μας κοίταζαν περίεργα!

IΙΙ. Στη γέφυρα Κοράκου 

     Λίγα χιλιόμετρα κάτω από το χωριό Πηγές, βρισκόταν μέχρι τις 28 Μαρτίου 1949 η περίφημη γέφυρα Κοράκου ή Κορακογιόφυρο. Δεν αφήσαμε ούτε κι αυτή την ευκαιρία να «πέσει κάτω» και επισκεφθήκαμε το χώρο. Η γέφυρα του Κοράκου ήταν η μεγαλύτερη τοξωτή των Βαλκανίων, με δεύτερη αυτή της Πλάκας. Αν και έζησε 434 χρόνια, αντέχοντας σε σεισμούς, μανιασμένες κατεβασιές του Ασπροπόταμου και σκληρές μάχες επί τουρκοκρατίας, έπεσε και αυτή θύμα του εμφυλίου πολέμου, το Μάρτιο του 1949, που ανατινάχθηκε από αντάρτες, σε μία από τις φονικότερες μάχες, για να ανακοπεί ο Στρατός προς τη μεριά της Άρτας και να μην τους ακολουθήσει στο πέρασμά τους για Αργιθέα! Τα «λείψανα» της γέφυρας του Κοράκου, που «εκτίθενται» στη βόρεια πλευρά του ποταμού και το τμήμα του νότιου ποδιού που υπάρχει ακόμη, πραγματικά μας γέμισαν θλίψη.
     Σύμφωνα με γραπτά στοιχεία, το Κορακογιόφυρο ήταν μια τέλεια αρχιτεκτονική κατασκευή πρακτικής τέχνης και ένωνε την Καρδίτσα με την Άρτα. Κτίστηκε το 1524-15 από τον μητροπολίτη Λάρισας Βησσαρίωνα τον Β΄, τον επονομαζόμενο και «δεσπότη των γεφυριών»,  επειδή είχε χτίσει αρκετά. Σύμφωνα με την παράδοση και μεταξύ των εκδοχών για την ονομασία της («γέφυρα Κοράκου»), είναι και αυτή: Ο δεσπότης Βησσαρίων ο Β΄ δεν ενδιαφερόταν για την υστεροφημία του, να δώσει σε κάποιο από τα γεφύρια  που κτίστηκαν με τις φροντίδες του το όνομά του. Όταν, λοιπόν, το έργο της συγκεκριμένης γέφυρας τελείωσε, ο ίδιος ανέβηκε και στάθηκε την ημέρα των εγκαινίων στο ψηλότερο σημείο της καμάρας. Από εκεί φώναξε και ρώτησε τους εργάτες και το κοινό που ήταν αποκάτω: «Πώς με βλέπετε εδώ πάνω;». «Σαν κόρακα»(!), του απάντησαν εκείνοι και από τότε «κατοχυρώθηκε» η ονομασία!


«Λείψανα» της γέφυρας του Κοράκου.
Στον κόκκινο κύκλο: ερείπια από το «πόδι» στη νότια πλευρά.
Στον κίτρινο κύκλο: Κτιριακή εγκατάσταση, που μάλλον λειτουργούσε ως τελωνείο. 
     Η στρατηγικής σημασίας αυτή γέφυρα έπαιξε και σημαντικό ρόλο για την περιοχή και επί τουρκοκρατίας. Μεταξύ πολλών άλλων πολεμικών επεισοδίων, οι πολεμιστές του Γιάννη Μπουκουβάλα αντιμετώπισαν νικηφόρα τουρκική επίθεση και ο τοπικός βοεβόδας και ο κατής που είχαν εγκαταστήσει φρουρά εκεί έπεσαν νεκροί. Από το γεγονός αυτό προέκυψε και το δημοτικό τραγούδι:

«Τ' έχεις καημένε κόρακα και σκούζεις και φωνάζεις;
Μήνα διψάς για αίματα, για τούρκικα κουφάρια;
Αν εδιψάς για αίματα, για τούρκικα κουφάρια,
πέτα ψηλά κατ’ τ’ Άγραφα, στου Άσπρου το γιοφύρι».

     Σύμφωνα με δημοσιεύματα στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, έχει ξεκινήσει προσπάθεια για την ανακατασκευή της ιστορικής γέφυρας, όπως ήταν πριν την ανατίναξή της. Είθε!


Η σύγχρονη γέφυρα, σε μικρή απόσταση από την ανατιναχθείσα ιστορική
     Μετά και την επίσκεψη στον ιστορικό αυτό χώρο, η απόλαυση του καφέ λίγο πιο κάτω, δίπλα στη νέα, τσιμεντένια γέφυρα, έκλεισε την ημερήσια εξόρμησή μας, πριν ακολουθήσουμε την αντίθετη διαδρομή για την επιστροφή στην αφετηρία μας, στο Γοργόμυλο Πρέβεζας.

ΙV. Σύντομη αναφορά στο ιστορικό μοναστήρι του Σέλτσου
(Πηγές: Έντυπο της Ι. Μητροπόλεως Άρτας, Βικιπαίδεια)

     Μια ακόμα αετοφωλιά της Ορθοδοξίας μας η μονή Σέλτσου, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, είναι σκαρφαλωμένη στην απόκρημνη παραφυάδα του υψώματος Κοκκινόλακκος των Τζουμέρκων, που τα πόδια της δροσίζει ο  Ασπροπόταμος.
     Σύμφωνα με την ιστορική έρευνα, το μοναστήρι κτίστηκε αρχικά τον 10ο  αιώνα και καταστράφηκε από μεγάλο σεισμό στις αρχές του 15ου, για να ανεγερθεί εκ νέου το 1697. Σήμερα σώζεται ακέραιος, ενώ οι ερειπωμένες παρακείμενες εγκαταστάσεις αναστηλώθηκαν πρόσφατα. Πανηγυρίζει στα «εννιάμερα της Παναγίας», στις 23 Αυγούστου.
     Η ιστορία του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον αγώνα των Σουλιωτών κατά του Αλή Πασά και τη θυσία τους. Όταν το Σούλι κυριεύθηκε από τον Αλή Πασά, οι Σουλιώτες άρχισαν να εγκαταλείπουν τον τόπο τους, για να μην παραδοθούν στους Τούρκους. Μεγάλος αριθμός, λέγεται για περισσότερους από χίλιους, έφτασαν στη μονή τα Χριστούγεννα του 1803, με αρχηγούς τον Κίτσο και Νότη Μπότσαρη. Η περιοχή αποτελούσε φυσικό οχυρό, λόγω της τοποθεσίας. Περί τις είκοσι μέρες αργότερα άρχισε η στενή πολιορκία τους από χιλιάδες στρατιώτες του Αλή Πασά, που αν και με σοβαρές απώλειες, οι Σουλιώτες κατάφεραν να τους αποκρούσουν. Οι υπερασπιστές έμειναν αποκλεισμένοι όλο το χειμώνα στο μοναστήρι, με λιγοστά τρόφιμα και πολεμοφόδια που τους προμήθευαν κρυφά και με πολλούς κινδύνους οι κάτοικοι των γύρω χωριών.
     Τον Απρίλιο του 1804, και έπειτα από στενή πολιορκία τεσσάρων μηνών, οι Τούρκοι εξουδετέρωσαν την αντίσταση και μπήκαν στο Μοναστήρι. Τότε άλλοι σφαγιάστηκαν και άλλοι αιχμαλωτίστηκαν. Ο Νότης Μπότσαρης αιχμαλωτίστηκε τραυματισμένος, ενώ ο Κίτσος μαζί με τον 13χρονο γιό του Μάρκο και λίγους ακόμα συμπατριώτες τους γλίτωσαν της σφαγής μέσα σε μια σπηλιά. Περί τα διακόσια γυναικόπαιδα (κατ’ άλλους διπλάσια) προτίμησαν να γκρεμιστούν σε βάραθρο τριακοσίων μέτρων, αναδεικνύοντας έτσι το Σέλτσο σ’ ένα νέο Ζάλογγο.


Προτομή της Λένως Μπότσαρη, στο περιβάλλοντα χώρο της μονής
     Ο Δήμος Τετραφυλλίας, σε συνεργασία με τον Δήμο Σουλίου, διοργανώνει στις 24 Απριλίου κάθε χρόνο επταήμερες εκδηλώσεις, τις «Γιορτές Σέλτσου», προ τιμήν του ηρωισμού και της θυσίας των Σουλιωτών και των άλλων υπερασπιστών της μονής, καθώς και της θυσίας των γυναικόπαιδων που το 1804 έπεσαν στο γκρεμό, για να γλιτώσουν από τους Τουρκαλβανούς του Αλή Πασά.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 29.8.2019
( Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε εδώ )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου