Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2025

«Εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης» (άρθρο)

                                             

     «Ένα είναι το καλύτερο σημάδι, να αμύνεσαι/να μάχεσαι για την πατρίδα σου», μας διδάσκει ο Όμηρος στο στίχο 243 της Μ ραψωδίας, του μεγάλου επικού ποιήματός του Ιλιάδα. Ήταν λόγια του Έκτορα στον Πολυδάναμτα τον Τρώα, όταν ο δεύτερος ήθελε να τον αποτρέψει και να μην επιτεθούν στα Αργίτικα καράβια που έφτασαν στην Τροία να την καταλάβουν, αφού ένα ουράνιο σημάδι του έλεγε ότι μια τέτοια επίθεση δεν θα είχε καλή έκβαση.
     Βέβαια, η αντιμετώπιση του εχθρού γίνεται στα πεδία των μαχών, σε καιρούς πολέμου, για την διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας μιας χώρας. Όμως, ποτέ δεν θα πρέπει να πάψουμε να μαχόμαστε και να αμυνόμαστε για την πατρίδα μας, φυσικά ούτε σε καιρούς ειρήνης. Τις παραδοσιακές μας Αξίες, τις παραδόσεις και τα δίκια μας, που παραλάβαμε ακέραια από κοντινούς και μακρινούς προγόνους μας, δεν πρέπει να τα αφήσουμε να ακρωτηριαστούν.
     Πριν λίγες μέρες γιορτάσαμε της 85η επέτειο του «ΟΧΙ». Ορισμένοι έχουν την εσφαλμένη εντύπωση ότι γιορτάζουμε την «έναρξη του πολέμου»! Καθόλου την έναρξη μιας πολεμικής σύρραξης δεν γιορτάζουμε! Γιορτάζουμε το ΟΧΙ στην παραβίαση της εδαφικής μας ακεραιότητας, ΟΧΙ στην κατάκτηση, το ΟΧΙ στον πόλεμο, που αυτό το ΟΧΙ σημαίνει ΕΙΡΗΝΗ.
     Σήμερα και πάντα επιβάλλεται να μαχόμαστε, να αμυνόμαστε και να διαφεντεύουμε τα Ιδανικά και τις παραδοσιακές μας Αξίες, γιατί και αυτών η απώλεια, ισοδυναμεί με άλωση. Ψηλά τα λάβαρα των Αξιών, λοιπόν, σύμβολα του κάθε «πιστεύω» μας και αυτά να προπορεύονται στις καθημερινές τέτοιες μας μάχες για να μας εμψυχώνουν, όπως  ψηλά μπροστά πάει και η Σημαία μας σε κάθε εμπόλεμη μάχη και εμψυχώνει τους ήρωες! Ψηλά ανεβαίνει και η Γαλανόλευκη στις νίκες του «εύ αγωνίζεσθαι» των αθλητικών αγώνων. Όχι λίγες φορές βλέπουμε εκεί και βιώνουμε σε απευθείας μετάδοση μεγάλα συναισθήματα, μαζί με τους αθλητές μας!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 3.10.2025

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2025

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Το πάθημα της Ιουλιάρας


     Ιουλία ήταν το βαφτιστικό της όνομα της της σαραντάρας «ψωμωμένης»* του μαχαλά, που όχι τόσο τα κιλά της, μα περισσότερο οι τρόποι της και η βροντώδης φωνή της την έκαναν «Ιουλιάρα». «Νουνός» του ονόματός της αυτού ήταν ο πλακατζής γείτονάς της ο Σωκράτης, που σ’ έναν καυγά τους για κάτι μικροδιαφορές, δεν άντεξε τις φωνές της και τα «κοσμητικά επίθετα» που τον στόλιζε. Τη στόλισε κι αυτός με κάμποσα βλαστήμια, με τελευταίο τον «οξαποδώ» και το νέο της όνομα, γυρίζοντας να φύγει:
     «Άι μου στο διάολο, Ιουλιάρα!».
    Ήταν κάμποσες οι μικροδιαφορές τους και καβγάς τους σιγόβραζε καρό τώρα και ήταν θέμα χρόνου να εκδηλωθεί. Η αφορμή δόθηκε όταν ο Σωκράτης χτύπησε μ’ ένα ξύλο το σκύλο της, που μπήκε στην αυλή του. Το κλάμα από τον πόνο, έκαναν το ζωντανό να φύγει κουτσαίνοντας για την αφεντικίνα του. Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Άστραψε και βρόντηξε η Ιουλία, μόλις γύρισε το βλέμμα της και είδε το γείτονά της να κρατάει το ξύλο που το χτύπησε.
    «Τι σου ’φταιξε, ρε, το ζωντανό, ρε; Μαζί το ταΐζουμε; Ήρθε η ώρα να σου τα μετρήσω τα παΐδια»!
     Άρπαξε κι εκείνη ένα μακρύ ξύλο που βρήκε μπροστά της και κινήθηκε απειλητικά εναντίον του.
     «Για κόπιασε και θα καλοπεράσεις! Δεν σου έχω πει τόσες φορές να το δένεις; Δεν το θέλω να έρχεται στην αυλή μου! Πάει στις φωλιές και μου τρώσει τ’ αυγά!».
     Από τις πρώτες πόρτες που άνοιξαν, ήταν και αυτή του παππά, που τους προέτρεπε με τις λέξεις του Ευαγγελίου, «ειρήνη υμίν»!
     «Τι "ειρήνη υμίν", παππά μου! Αυτοί θα μακελευτούνε»! Κάνε κάτι, φώναξε δυνατά η άλλη γειτόνισσά τους, η Ανδριάνα!
     Οι φωνές και οι παρεμβάσεις των γειτόνων να προλάβουν τα χειρότερα, ανέκοψαν τη φόρα της «Ιουλιάρας» και σταμάτησε στην αυλόπορτα, συνεχίζοντας να βρίζει και να κινεί απειλητικά με το ξύλο που κράταγε.
     Πέρασαν κάμποσες μέρες και ο Σωκράτης έκοψε ένα μεγάλο κολοκύθι στη μέση. Του άδειασε το περιεχόμενο μ’ ένα κουτάλι και του άνοιξε τρύπες σαν από ανθρώπινο κρανίο, με μάτια, μύτη και στόμα. Όταν νύχτωσε καλά, πήγε με κάθε προφύλαξη στο μαντρότοιχο που χώριζε τα σπίτια τους και το τοποθέτησε σ’ ένα εμφανές σημείο, αφήνοντας μέσα στο κενό του ένα αναμμένο κερί, που στο σκοτάδι ένοιαζε με νεκροκεφαλή να φωτίζει από μέσα! Στο σημείο εκείνο ήταν βέβαιο ότι θα το έβλεπε η «Ιουλιάρα» όταν έβγαινε στην πόρτα της, ή ακόμα κι αν άνοιγε το παράθυρό της!
     Δεν πέρασε πολλή ώρα και η φωνές της «άσπονδης» γειτόνισσάς του ακούστηκαν δυνατά μέσα στη νύχτα, σε όλο σχεδόν το μαχαλά:
     «Βοήθεια! Βοήθεια! Στοιχειό! Φάντασμα! Βοήθεια!
     Οι πόρτες κάποιων κοντινών σπιτιών άνοιξαν και τρεις-τέσσερις γείτονές τους προσέτρεξαν να δουν τί γίνεται, αν και είναι σίγουρο ότι ελάχιστοι πίστεψαν ότι επρόκειτο για φάντασμα! Αφού το… φαινόμενο «εξιχνιάστηκε» και η κολοκύθα κύλισε στον κατηφορικό δρόμο, όλοι γέλασαν! Η «Ιουλιάρα», όμως, στόλιζε για άλλη μια φορά με «κοσμητικά επίθετα» τον γείτονά της, όντας βέβαιη ότι αυτός ήταν η «πέτρα του σκανδάλου»!
-------------------------------------------
* Ψωμωμένος: ευτραφής, υπέρβαρος, χοντρός.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 1.11.2025

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2025

Τα πρώτα σινεµά της ζωής μου (βιωματικό διήγημα)

 

     Ήταν ένα πρωινό στο έµπα της άνοιξης, στο προαύλιο του γυµνασίου του Σοποτού, πριν ακόµα αρχίσει το µάθηµα. Μια µέρα ηλιόλουστη και ζεστή, από τις πρώτες καλές και χαρούµενες µετά το χειµώνα, που σε γέµιζε αισιοδοξία, σου ’φτιαχνε τη διάθεση. Τα πρώτα µπουµπούκια είχαν σκάσει και τα πολλά αγριολούλουδα που είχαν ανθίσει, σκορπίζοντας το µεθυστικό άρωµά τους, ξετρέλαιναν τα πολύχρωµα έντοµα, που χοροπηδούσαν βιαστικά από το ένα στο άλλο. Το χώµα είχε αρχίσει σιγά – σιγά να στεγνώνει, επιβεβαιώνοντας κι αυτό ότι ο χειµώνας εκείνης της χρονιάς είχε περάσει οριστικά.
     ∆υο Σοποτινοί συµµαθητές, µας είπαν στο προαύλιο πως «...κάτι ακούστηκε, ότι το βράδυ θα παιχτεί µια ταινία σινεµά στο "µεγάλο καφενείο"...». Ποιος έδωσε σηµασία όµως, αφού µας φάνταζε για «χαζό» πρωταπριλιάτικο ψέµα! Μια τέτοια µέρα εµείς αλλού είχαµε το νου µας: Τι πιο απλό και «πρακτικό» από µια εκδροµή, όχι τόσο να χαρούµε την ηµέρα, αλλά να µην κάνουµε µάθηµα! Με το που βλέπαµε έναν – έναν τους καθηγητές να κατη- φορίζουν προς το γυµνάσιο και, πριν καν ακόµα πλησιάσουν, αρχίσαµε να φωνάζουµε:
     «Εκδροµήήήήήήή!», «ΕκδροµήήήήήήήΙ».
     Οι καθηγητές δε µπορούσαν να κρύψουν το χαµόγελό τους, σηµάδι που σήµαινε ότι, µάλλον θα ικανοποιηθεί η επιθυµία µας! Στο χτύπηµα του κουδουνιού το είχαµε σχεδόν σίγουρο, ότι η εκδροµή θα πραγµατοποιηθεί! Μας το είχαν επισφραγίσει τα χαµόγελά τους! Ωστόσο εντείναµε τις φωνές µας για «εκδροµήήήή», να «κατοχυρωθεί» οριστικά το αίτηµά µας. Έµελλε, όµως, η αισιοδοξία µας να µας προδώσει και το χαµόγελο να παγώσει στα χείλη µας, όταν βγήκε πρώτος και κάπως φουριόζος από το γραφείο των καθηγητών ο φιλόλογός µας και ήλθε µε ύφος καρδινάλιου στην πρωινή συγκέντρωση. Πήραµε την κρυάδα πριν ακόµα γίνει η προσευχή και η έπαρση της σηµαίας! Αφού µας τα ’ψαλε για τα καλά, χαρακτηρίζοντάς µας «τθογλάνια» και ότι «φωνάδουµε θαν αγδοίκοι», άλλαξε αµέσως ύφος, κατέβασε και τον τόνο της φωνής του κι έσκασε ένα χαµόγελο, λέγοντας:
     «Άντε! Θα σας παίκθουµε και θινεµά το βράδυ!».
     Εδώ ανοίγω µια παρένθεση, για άλλο ένα ευτράπελο µε τον ίδιο καθηγητή, πάλι µε τις ίδιες... ευγενικές προσφωνήσεις: Κάθε παραµονή εθνικής γιορτής, το Σοποτό γέµιζε παιδιά του δηµοτικού και του γυµνασίου, που βγαίναµε να καθαρίσουµε τους δρόµους και κεντρικά σηµεία, για την παρέλαση της επόµενης µέρας. Υπερτερούσε, βέβαια, το µπλε της σχολικής ποδιάς των κοριτσιών, αφού για εµάς τα αγόρια δεν υπήρχε κάποιος περιορισµός, που να µας κάνει να ξεχωρίζουµε. Ο καθηγητής αυτός ήταν επικεφαλής µιας οµάδας δέκα αγοριών και άλλων τόσων κοριτσιών, για την καθαριότητα της πλατείας και των γύρω χώρων. Στα κορίτσια είχαν δοθεί σκούπες κι εµείς µαζεύαµε µε τα χέρια χαρτιά, πέτρες, ξύλα και διάφορα άλλα σκουπίδια. Όταν φτάσαµε στις σκάλες, που κατέβαιναν προς το Σταθµό Χωροφυλακής, αφήσαµε τα κορίτσια να σκουπίζουν τα επάνω σκαλοπάτια κι εµείς κατεβήκαµε στα πιο χαµηλά, τάχα να καθαρίσουµε σ’ εκείνο το σηµείο. Ο σκοπός µας όµως δεν ήταν αυτός, αλλά να... κάµουµε µπανιστήρι!
     ∆εν άργησε πολύ ο καθηγητής µας να µας «πάρει µυρωδιά», έρχεται κοντά και κάπως χαµηλόφωνα µας λέει:
     «Αϊ µου θτο διάολο τθογλάνια! Ακόµα δε βγήκατε από το αυγό και µου θέλετε και µπανιθτήρι...»!
     Αφού µας έδιωξε κακήν – κακώς από εκεί, έκατσε φαρδύς – πλατύς επάνω σε µια πέτρα και απολάµβανε ο ίδιος το... θέαµα!!!
     Ήταν λίγο αλλήθωρος και λίγο ψευδός και το «σ» ακουγόταν σαν «θ». Το είχε συνηθίσει το αυτί µας και δε µας έκανε εντύπωση. Στην αρχή, όµως, είχαµε ρίξει «τό γέλιο»! Το ψεύδισµά του οφειλόταν, πιθανότατα, στο ότι µεταξύ των δύο µπροστινών – επάνω δοντιών του υπήρχε ένα κενό, που τον έκανε και λίγο «ασχηµούλη».
     Μου ’ρθε να τον ρωτήσω: «έχετε καλλιτεχνικό ταλέντο;», όταν µας είπε για το «θινεµά», αλλά πού τολµούσα, ύστερα από µια τέτοια ψυχρολουσία! Ένοιωσα όµως πως κάπου άρχισαν να «δένουν» τα λόγια του, µε τα λόγια των Σοποτινών συµµαθητών και βρέθηκα, όπως όλοι µας σε µια περίεργη αναµονή, και περίεργη απορία. Σε καµία δε περίπτωση αυτό δεν «έδρασε» σαν «αντίδοτο» στη λαχτάρα της εκδροµής.
     Αργότερα, µε το που χτύπησε το κουδούνι τη λήξη του δεύτερου ή του τρίτου διαλείµµατος, ήλθε ο γυµνασιάρχης στη συγκέντρωση και µας ανακοίνωσε ότι το βράδυ θα έλθει µικρό κλιµάκιο του στρατού στο «µεγάλο καφενείο» να παίξει σινεµά! Συµπλήρωσε ότι «πρόκειται για µια αξιόλογη κινηµατογραφική ταινία, που καλό θα είναι όσοι περισσότεροι µπορούν να την παρακολουθήσουν...». Αν και δε µπορούσαµε να καταλάβουµε πως και τι ακριβώς θα γινόταν στην όλη αυτή «επιχείρηση», εντάθηκε η περιέργεια και η απορία όλων µας. Φυσικά την εκδροµή την είχαµε ξεχάσει. Πρώτον γιατί το πήραµε απόφαση ότι έληξε άδοξα προ πολλού και, δεύτερον, άρχισε να στριφογυρίζει το µυαλό µας το «σινεµά»!
     Και µέσα στην τάξη, αλλά περισσότερο στο επόµενο διάλειµµα, περικυκλώσαµε τους Σοποτινούς συµµαθητές µας οι περισσότεροι. Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή, να µας πούνε αν ξέρουνε, τι ξέρουνε, τι έργο θα είναι...
     Πού να ησυχάσουµε µετά. Έπρεπε µε κάθε τρόπο να µη χαθεί αυτή η ευκαιρία, που θα ήταν και µια πρωτόγνωρη εµπειρία! Θεωρούσαµε ιδιαίτερα τυχερούς τους Σοποτινούς και όσους µαθητές έµεναν στο Σοποτό. Πέρναγε από το µυαλό µου και η σκέψη, πως, αν ήξερα κάτι τέτοιο από την αρχή της χρονιάς, θα απαιτούσα από τους δικούς µου να έχω νοικιάσει σπίτι στο Σοποτό και όχι να µένω στους θείους, στο Αγρίδι!!! Πώς θα πήγαινα νυχτιάτικα από το ένα χωριό στο άλλο, περισσότερο από µισή ώρα δρόµο; Ήθελα οπωσδήποτε να µη χάσω αυτή την ευκαιρία, αλλά πώς;
     Την ανείπωτη αυτή λαχτάρα µου, ήλθαν να ικανοποιήσουν στο τελευταίο διάλειµµα δυο άλλοι συµµαθητές από το Αγρίδι, ο Θανάσης µε τον Αρίστο, που ήταν συνάµα συγγενείς κι ακόµα περισσότερο φίλοι:
     «Θα ’ρθούµε σινεµά το βράδυ;».
     Προσπάθησα να καταλάβω αν ακούω καλά!
     «Ε;», ρώτησα.
     «Το βράδυ θα ’ρθεις σινεµά;», µε ξαναρώτησε ο Αρίστος και συµπλήρωσε ο Θανάσης:
      «...Είπαµε και µε κάτι άλλα παιδιά από το Αγρίδι, να µαζευτούµε στο νύχτωµα και να ’ρθούµε να δούµε το σινεµά, που µας είπε ο γυµνασιάρχης... Θέλεις να ’ρθεις και συ;…».
     ∆εν το πίστευα και επέµενα να βεβαιωθώ αν ακούν καλά τα αυτιά µου! Μου φάνηκε τόσο αναπάντεχο, µα και τόσο αληθινό υπερκόσμιο! Είχα λόγους να το σκεφτώ; Όχι, βέβαια! Από τη στιγµή εκείνη, µέχρι αργά το απόγευµα, δεν έκανα άλλη δουλειά, από το να κοιτάζω συνέχεια το ρολόι. Φαντάζοµαι ότι το ίδιο έκαναν και όλοι οι υπόλοιποι!
     Άρχιζε να νυχτώνει γύρω στις εφτάµισι. Από το παράθυρο του σπιτιού του µπάρµπα – Σωτήρη και της Θειά – Φώτως, που κοίταζε στον κεντρικό δρόµο του χωριού, έβλεπα κάποια παιδιά να έχουν αρχίσει να µαζεύονται από τις πέντε και να παίζουν, µέχρι να έλθει η ώρα. Σε λίγο κατέβηκα κι εγώ και κατά τις εφτά είχαµε µαζευτεί καµιά δωδεκαριά, αγόρια και κορίτσια.
     Με ανείπωτο το κέφι, τον ενθουσιασµό και την περιέργεια, ξεκινήσαµε. Η βεβαιότητα ότι το έργο «θα είναι καλό», ήταν δεδοµένη, τόσο από τα λόγια του γυµνασιάρχη, όσο και από την ίδια µας την αισιοδοξία! ∆υο – τρεις ακόµα, καθυστερηµένοι, κατέβαιναν από τα ψηλότερα σπίτια του Αγριδού, την ώρα που εµείς είχαµε διανύσει τα πρώτα τριακόσια – τετρακόσια µέτρα, από το σηµείο «εκκίνησης» και άρχισαν να φωνάζουν:
     «Περιµένετε, ρέέέέέ! Ερχόµαστε κι εµείείείείς!!!».
     Επιβραδύναµε λίγο το βήµα µας, αφού είχαµε ακόµα ώρα µπροστά µας και µας έφτασαν...
     Ο εσωτερικός χώρος του «µεγάλου καφενείου» στην πλατεία – κέντρο του Σοποτού, των αδελφών Οικονοµόπουλου, είχε διαµορφωθεί σε µία πραγµατική αίθουσα κινηµατογράφου! Όλες οι καρέκλες τοποθετηµένες σε «σειρές», να «βλέπουν» προς την έξοδο και µε πλάτη προς τον πάγκο του καφενείου. Πίσω από τις καρέκλες και µπροστά από τον πάγκο – στον ενδιάµεσο χώρο –, είχε τοποθετηθεί ένα µεγάλο τραπέζι και πάνω σ’ αυτό µια τεράστιακινηµατογραφική µηχανή προβολής, µε πολλά καλώδια. ∆ύο φαντάροι χειριστές και ένας επικεφαλής, µάλλον υπαξιωµατικός – λοχίας, θα µας µετέφεραν σε πρωτόγνωρους κόσµους...
     Μπροστά, απέναντι από τις «θέσεις των θεατών» και ακριβώς πάνω από τη µεγάλη κεντρική πόρτα, είχαν «κρεµάσει» ένα λευκό σεντόνι, τεντωµένο, που να µη σχηµατίζει πτυχές. Έφτανε όµως µέχρι χαµηλά, στο επάνω µέρος της πόρτας, που έπρεπε ν’ ανοίγει µε προσοχή, ώστε να µη «φύγει» από τη θέση του. Και πώς να µη σχηµατίζει πτυχές και πώς να µη φεύγει από τη θέση του, αφού η πόρτα ανοιγόκλεινε συνέχεια για να µπουν και νέοι «θεατές». Κανένας µας δεν ήξερε τι ρόλο είχε ένα σεντόνι εκεί. Από κουβέντες µεγαλύτερων, µέσα στην «κινηµατογραφική αίθουσα», µάθαµε ότι θα ήταν η οθόνη!
     Στο «σινεµά» αυτό είχαν έλθει και καθηγητές µας, κάτι που µας έκανε να ήµαστε πολύ πέρα από το σύνηθες συνεσταλµένοι. Κι αν φανταστεί κανείς ότι το µισό σχεδόν «φιλοθεάµον κοινόν» ήµαστε µαθητές και δεν ακουγόταν «κιχ» µέσα στο καφενείο, λες και βρισκόµαστε σε εκκλησία, µπορεί να καταλάβει πώς βλέπαµε και πώς υπολογίζαµε τους καθηγητές µας!
     Ακούστηκε σε λίγο ένα «γρύλισµα», στο ξεκίνηµα λειτουργίας της κινηµατογραφικής µηχανής και µία ελαφρώς «αποκλίνουσα» δέσµη φωτός «χυνόταν» πάνω στην «οθόνη». Καταλήγοντας εκεί «σχηµάτιζε» την εικόνα του περιβόητου σινεµά, για το οποίο τόσος λόγος είχε γίνει από τη στιγµή που µας ανακοινώθηκε: Καθένας µας φανταζόταν µε το δικό του τρόπο για το πώς θα µπορούσε να λειτουργεί, µέχρι τη στιγµή που το πρωτοαντικρίσαµε. Όχι βέβαια πως µας λύθηκαν οι απορίες, αλλά είδαµε κι εµείς «κάτι»! ∆εκάδες, ή µάλλον εκατοντάδες ορθάνοιχτα ζευγάρια µάτια και άλλα τόσα τεντωµένα αυτιά παρακολουθούσαµε, προσέχοντας να µη µας ξεφύγει το παραµικρό! Ούτε µια λέξη, ούτε µια κίνηση! Από τις πρώτες στιγµές της προβολής ακούστηκαν κάποιες γνώµες, κάποιες «κριτικές», κυρίως από µεγάλους:
     «Ωραίο θα είναι!».
     «Καλό φαίνεται!».
     Και σε κάθε στόµα που άνοιγε να πει κάτι, δεκάδες µακρόσυρτα «σσσσσσσσς» του υπενθύµιζαν την υποχρέωση που είχε να τιθασεύσει τα συναισθήµατά του και τους ενθουσιασµούς του, χάρη στη µοναδικότητα και σπανιότητα της ώρας.
     ∆ε θυµάµαι τον τίτλο του έργου, ούτε τους ηθοποιούς που έπαιζαν. Άλλωτε αυτοί δεν ένοιωθα να µ’ ενδιαφέρουν τότε. Χρειάστηκε να περάσουν κάποια χρόνια ακόµα να µάθω τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες στην Ελλάδα... Θυµάµαι όµως πολύ καλά ότι το έργο ήταν ελληνικό, πολεµικό, που διαδραµατιζόταν στα βουνά της Πίνδου, µετά το «ΟΧΙ», το 1940. Είχε πολλή δράση και πολλή περιπέτεια που προκαλούσαν µεγάλη αγωνία, κάτι που µας έκανε να το παρακολουθούµε µε κοµµένη την ανάσα και πολύ καρδιοχτύπι. Που και που ακούγονταν κάποιες φωνές αγωνίας από τους θεατές, όταν οι σκηνές το απαιτούσαν, επιδοκιµάζοντας ή αποδοκιµάζοντας. Πάλι τότε τα «σσσσσσς» «επέβαλαν» ησυχία. Αγωνιούσαµε ακόµα για το ποιος θα επικρατήσει, αν και ξέραµε ότι αυτές θα είναι οι Ελληνικές δυνάµεις. Η πλοκή και η σκηνοθεσία όµως, «άφηναν» και το άλλο ενδεχόµενο! Το ολιγόλεπτο διάλειµµα, µεταξύ «πρώτου» και «δευτέρου µέρους», έκοψε όλων µας
τη «φούρια». Χωρίς να χάσουµε το κέφι µας, βρήκαµε την ευκαιρία να αστειευτούµε µεταξύ µας:
     «Πού πήγανε, ρε;!».
     «Τι γίνανε;».
     «Γιατί φύγανε από το πανί;!»...
     Ο ηθοποιός που έπαιζε το σηµαντικότερο ρόλο, έµαθα από τότε ότι λέγεται «πρωταγωνιστής», που πολλές φορές κινδύνευσε. Πίστεψα – πιστέψαµε οι περισσότεροι πως κάποια στιγµή στη διάρκεια του έργου θα σκοτωθεί και όταν στο τέλος βγήκε νικητής και δικαιωµένος, ανακουφιστήκαµε και χαρήκαµε, νοιώθοντας κι εµείς δικαιωµένοι µαζί του, αφού είχαµε ευθυγραµµιστεί µε τα δικά του πιστεύω. 
     Την «παρθενική» αυτή εµπειρία επισκίαζε η αίσθηση ότι το έργο τελείωσε γρήγορα! Θα θέλαµε να διαρκέσει... πολλές ώρες ακόµα!
     Στην επιστροφή µας, µέσα στη νύχτα και µε το φως του φεγγαριού στη χάση του, όλο το Αγριδέικο γκρουπ συζητούσαµε τους προβληµατισµούς που µας προκάλεσε η ταινία. Σχολιάζαµε πολλά από όσα πριν λίγο είχαµε δει και που έµελλαν να µείνουν ολοζώντανα στη µνήµη µας σε όλη µας τη ζωή:
     «Είδες, ρε, πώς τη γλίτωσε ο "τάδε" ή ο "τάδε"; Παρά τρίχα!».
     «...Και κείνος που τραυµατίστηκε στο πόδι, πόσο αίµα έχασε, ρε παιδιά!
     Αν αργούσαν λίγο να τον πάνε στο ιατρείο, θα τους έµενε στο δρόµο!». «Και κείνη η δόλια η µάνα και κείνος ο δόλιος ο πατέρας, που πήρανε το τηλεγράφηµα ότι ο γιός τους έπεσε στο Μέτωπο, είδες µε τι ψυχραιµία το αντιµετωπίσανε;...».
     «Ναι, ρε! Σαν αρχαίοι Σπαρτιάτες!».
     «Η καρδούλα τους το ξέρει!», παρατήρησε ένα κορίτσι.
     «Ρε, είδατε πώς ρίχνανε τα αεροπλάνα τις µπόµπες, ρε! Εγώ σκιαζόµουνα µην έρθει καµία κατά πάνω µου!... Πωωω, πω, πω!».
     «Ρε, στ’ αλήθεια σκοτώνουνε τους ανθρώπους, για να γυρίσουνε µια ταινία;»!!!
     «Τι λες, ρε, µ...! Αυτά είναι τα τρυκ του κινηµατογράφου! ∆εν έχεις ακούσει γι’ αυτά;».
     Πού να κλείσω µάτι όλη νύχτα! Το µυαλό µου συνέχεια απορροφηµένο στη µαγεία του «απόηχου» της έβδοµης τέχνης, που πρώτη φορά είδαν ζωντανά τα µάτια µου. Μου φαινόταν τόσο εξωπραγµατικό, τόσο σπουδαίο, τόσο µαγευτικό, τόσο ανεξήγητο το πώς γίνεται να εµφανίζονται, να κινούνται και να µιλάνε άνθρωποι επάνω σ’ ένα πανί! ...Και µόλις σταµάταγε η µηχανή κι ανάβανε τα φώτα, τίποτα! Το άσπρο πανί µόνο!!!...
     Την άλλη µέρα και για πολλές µέρες ακόµα τις κουβέντες µας µονοπωλούσε αυτή µας η εµπειρία, που ήταν και σαν µια «συνέχεια» των δικών µου αποριών όλης της νύχτας εκείνης. Και κάποιοι που κάτι ήξεραν, που έτυχε κάτι να έχουν ακούσει από πριν, υπερηφανεύονταν «δικαιωµένοι» για τις«γνώσεις» τους:
     «Είδατε, ρε, που σας το έλεγα εγώ ότι δουλεύει έτσι και όχι όπως µου λέγατε σεις;...».
     Πώς να καταλάβουµε και τι να πρωτοχωρέσει το µυαλό µας όµως από όλα αυτά! Οι περισσότεροι αρκούµαστε σε εικασίες, σύµφωνα µε τη φαντασία του ο καθένας, που... έλυναν τις απορίες µας, στο κάθε «πώς» και στο κάθε «γιατί», τόσο στη λειτουργία της κινηµατογραφικής µηχανής, όσο και στην ερµηνεία των ρόλων! Εκεί που οι «απόψεις» των περισσοτέρων «συµφωνούσαν», ήταν πως σε όλη αυτή την «ιστορία» σηµαντικό ρόλο πρέπει να παίζει το µαγνητόφωνο. Αυτό µόνο ξέραµε και µόνο γι’ αυτό µπορούσαµε να µιλήσουµε µε κάποια σχετική βεβαιότητα!
     Ένα ακόµα από τα πρώτα «σινεµά» της ζωής µου, ήταν στη ∆άφνη, στην τετάρτη του ΣΤ/ταξίου γυµνασίου αυτή τη φορά. Νοικιάζαµε κι εκεί όπως και στο Σοποτό, αλλά είχαµε απαλλαχθεί από τα µαγειρέµατα και τα στοιβαγµένα για µέρες άπλυτα πιάτα στο νεροχύτη, αφού πρωί – µεσηµέρι – βράδυ τρώγαµε στη «Μαθητική Εστία». Ήταν µια σχετικά µεγάλη αίθουσα, που τις ώρες του φαγητού ήταν εστιατόριο και τα απογεύµατα αίθουσα µελέτης. Πηγαίναµε και διαβάζαµε εκεί τα µαθήµατα την επόµενης ηµέρας, µε την επίβλεψη και τη βοήθεια δύο καθηγητών µας, όπουτη  χρειαζόµαστε. Ο διευθυντής της ήταν ένας χρυσός άνθρωπος και προσπαθούσε πάντα να µας διευκολύνει στο κάθε τι.
     Πρέπει να ήταν κάπου µετά το Πάσχα του 1974, που µας ανακοίνωσε ότι το απόγευµα µετά το φαγητό, θα µας «παίζανε» ταινία! Χαράς Ευαγγέλια, φυσικά, εµείς, αφού είχαµε – δεν είχαµε δει τρεις τέσσερις φορές σινεµά µέχρι τότε! Φάγαµε λίγο νωρίτερα από τις άλλες µέρες και αµέσως µετά βάλαµε όλοι ένα χεράκι, να διαµορφωθεί η «Εστία» σε «αίθουσα κινηµατογράφου». Το κέφι περίσσευε, όπως και η βεβαιότητα πως η ταινία θα ήταν καλή, αφού µας το είχε προαναγγείλει και ο ίδιος ο διευθυντής. ∆εν θυµάµαι αν το «συνεργείο του κινηµατογράφου» ήταν στρατιωτικό, µου φαίνεται όµως ότι δεν ήταν...
     Ξεκίνησε να «παίζει το σινεµά» και παρακολουθούσαµε µε κοµµένη την ανάσα. Με παραδοσιακές στολές ντυµένοι οι ηθοποιοί και, αν µπορώ να θυµάµαι καλά, το έργο ήταν «ο Τάσος και η Γκόλφω». Μετά την «απαγωγή» της νύφης από το γαµπρό, οι δυο αντίδικες οικογένειες όρισαν να ανταµώσουν σε µια ποταµιά, να «ξεκαθαρίσουν» τους λογαριασµούς τους. Έδειχνε τη µια, έδειχνε και την άλλη, µαζί µε πολλούς ακόµα συγγενείς που ακολουθούσαν, φωνάζοντας, βρίζοντας, απειλώντας και κρατώντας όπλα, µαχαίρια, τσεκούρια και ότι µπορεί να φανταστεί κανείς για τη «µάχη». Η αγωνία είχε φτάσει στο αποκορύφωµά της και δεν ακουγόταν «άχνα»! Την απόλυτη σιωπή και την αγωνία µας ήλθε να διακόψει το τρίξιµο της πόρτας της «Εστίας», που άνοιξε και µπήκε η Γυµνασιάρχης, συνοδευόµενη από άλλα δυο – τρία άτοµα. Έµελλε ο περίπατός τους εκείνη την ώρα, στο δρόµο που πέρναγε δίπλα, να είναι για κακή µας τύχη. Μαλτίδου ήταν το επώνυµό της και το µικρό της, νοµίζω Αικατερίνη. Μια γυναίκα αρκετά «φωνακλού» και µε µεγάλη ευχέρεια στην καθαρεύουσα, αφού και η ίδια ήταν φιλόλογος, αλλά και η επίσηµη γλώσσα εκείνο τον καιρό ήταν αυτή. Φόραγε πάντα µαύρα και σπάνια την έβλεπε κανείς να χαµογελάει. Ειδικά στα µάτια όσων πήγαµε για πρώτη χρονιά σ’ εκείνο το σχολείο, φάνταζε σαν «ξερακιανή» και υπερβολικά απρόσιτη.
     Ένα από τα άτοµα που τη συνόδευαν, ήταν και ο αστυνόµος της ∆άφνης, µε βαθµό ενωµοτάρχη, που είχε έλθει λίγες µέρες πριν, αντικαθιστώντας τον προηγούµενο. Ήταν ένας άντρας στα τριάντα – τριανταπέντε, ψηλός και γεροδεµένος, µ’ ένα «χιτλερικό» µουστάκι, που από την πρώτη στιγµή έγινε γνωστός σε µικρούς και µεγάλους για την αυστηρότητά του. Το σχετικά µικρό χρονικό διάστηµα που έµεινε εκεί, ποτέ δεν τον είχαµε δει να φοράει πολιτικό ρούχο επάνω του. Πάντα κυκλοφορούσε ένστολος και ατσαλάκωτος: Πρωί, µεσηµέρι, απόγευµα, µεσάνυχτα... Η «φήµη» του και η σωµατική του διάπλαση µας έκανε να τον βλέπουµε περισσότερο «άγριο», εχθρικό απέναντί µας και να είναι «έτοιµος» να µπουζουριάσει* στο κρατητήριο όποιον του «κάτσει» στο µάτι!
     Αµέσως τα βλέµµατα όλων γύρισαν προς τα εκεί και το ένστικτό µας µας έλεγε ότι δεν ήλθαν για καλό! ∆ίπλα στην πόρτα καθόταν ο διευθυντής της «Εστίας», µαζί τους δυο µαγείρους, που σηκώθηκε και κάτι τους είπε ψιθυριστά και µε χαµόγελο. Έδειξαν ξεκάθαρα ότι δεν του έδωσαν καθόλου σηµασία και πριν περάσουν λίγα δευτερόλεπτα, η γυµνασιάρχης χτύπησε δυνατά τα χέρια της τρεις – τέσσερις φορές παλαµάκια, που ο κλειστός χώρος και η ησυχία τα έκαναν να ακουστούν περισσότερο, µη αφήνοντας έτσι περιθώριο για καµία αµφισβήτηση, καµία διαπραγµάτευση. Το ίδιο δυνατά ακούστηκε και η αυστηρή σε τόνο διαπεραστική φωνή της:
     «Εµπρός! Οι µαθηταί και αι µαθήτριαι εις τας οικίας των! Απαγορεύεται να κυκλοφορούν ή παρακολουθούν δηµόσια θεάµατα τας βραδυνάς και τας νυχτερινάς ώρας! Πρέπει να µελετούν τα µαθήµατά των! Αυτή είναι η αποστολή των!»!
     Σαν να µας πήρε το φαί από το στόµα! Σαν να είχαµε φτάσει στη βρύση διψασµένοι και δε µας άφησε να πιούµε νερό! ...Κάτι, που δε µπορώ να το περιγράψω! Ήταν το µεγαλύτερο «σπάσιµο» και η µεγαλύτερη αδικία που είχα νοιώσει ποτέ µέχρι τότε! ∆εν ξέρω αν υπήρχε τέτοια απαγόρευση εκείνο τον καιρό, γιατί «αι διατάξεις» άλλαζαν καθηµερινά, ή και πολλές φορές την ηµέρα! Σάµπως και ποιος είχε τη δυνατότητα να ενηµερώνεται γι αυτά;
     Τι όµως κι αν δεν υπήρχε «σχετική διάταξις»; Την... επέβαλε η ίδια, χωρίς κανείς µας να µπορεί να την ελέγξει ή να την αµφισβητήσει, χωρίς να χρειαστεί να δώσει και αυτή λογαριασµό σε κανέναν! Γι αυτό δεν τολµήσαµε ν’ ανασάνουµε, όχι µόνο εµείς, αλλά ούτε και ο ίδιος ο διευθυντής της «Εστίας», που είχε καταπιεί τη γλώσσα του κι ας είχε φροντίσει ο ίδιος γι’ αυτή την πολύ σπάνια ψυχαγωγία µας. Άλλως τε, η εξουσία ήταν διπλή: γυµνασιάρχης και αστυνόµος µαζί. Ποιος µπορούσε να κουνηθεί;
     Αµέσως όλοι «οι µαθηταί και αι µαθήτριαι», µε κατεβασµένο το κεφάλι και «ψέλνοντάς» τους ό,τι είχαν και δεν είχαν, από µέσα µας, φυσικά, βγήκαµε έξω να πάρουµε το δρόµο του γυρισµού, τόσο άδοξα. Κάποιοι που έµειναν τελευταίοι, άκουσαν και τον αστυνόµο να τους λέει αυστηρά, κάτι που το ακούσαµε κι εµείς που είχαµε βγει ήδη έξω και είχαµε αποµακρυνθεί, πηγαίνοντας «δια τας οικίας µας»:
  «Εµπρός! Εµπρός! Η αίθουσα έπρεπε να έχει εκκενωθεί ήδη!...».
     Για πολύ καιρό µετά, δεν κάναµε τίποτα άλλο, παρά να τους βρίζουµε και να τους αναθεµατίζουµε. Εκείνη δε την ταινία, δεν την ξαναείδα και το τι απέγινε τελικά, δεν το έχω µάθει! Γι’ αυτό και ύστερα από τόσα χρόνια, ακόµα θυµώνω, όταν το θυµάµαι!
-------------------------------------
Εικόνα ανάρτησης: https://www.dnews.gr/eidhseis/ellada/431319/anoiksan-ta-therina-sinema-se-poies-geitonies-tis-attikis-tha-parakolouthisete-tainies
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος. 30.10.2025
(Από τη συλλογή βιωματικών διηγημάτων, με τίτλο «η φωτογραφία»
Εκδόσεις ΑΠΕΙΡΟΣ ΧΩΡΑ, 2012

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2025

Τι είναι ο «τσιπουρίτης»; (λαογραφικό θέμα)

                                                        


     Το παραδοσιακό πάτημα των σταφυλιών, γίνεται στο αμπέλι, στα πατητήρια. Προϊόν του πατήματος, είναι το «λαγάρι», αποτελούμενο από το χυμό (μούστο) και το στερεό μέρος των σταφυλιών, που είναι τα τσαμπιά, οι φλοίδες και τα κουκούτσια. Όλο αυτό το «υλικό» μεταφέρεται με ασκούς στο σπίτι, όπου πρωτομπαίνει στο «βαγένι», ένα πολύ μεγάλο κρασοβάρελο. Τις επόμενες μέρες, και ενώ έχει αρχίσει η ζύμωση, γίνεται το «άρμεγμα», δηλαδή ο διαχωρισμός του μούστου και η μεταφορά του στα «βουτσιά» (κρασοβάρελα). Εκεί γίνεται το «βράσιμο» (η ζύμωση/ωρίμανση) και όταν αυτή ολοκληρωθεί, το κρασί είναι πλέον έτοιμο για κατανάλωση. Τότε και ο «όκνος», ένα άνοιγμα στο επάνω μέρος του βαρελιού, σφραγίζεται αεροστεγώς με κερί.
     Το στερεό μέρος των σταφυλιών, μένει στο «βαγένι» μαζί με ικανή ποσότητα του μούστου και συνεχίζεται και εκεί η ζύμωση. Σε λιγότερο από ένα μήνα, περίπου, τα τσαμπιά, οι φλοίδες και τα κουκούτσια αφαιρούνται και από αυτά παράγεται (βγαίνει) το βαρύ οινοπνευματώδες ποτό, το τσίπουρο, με τη μέθοδο της απόσταξης.
     Ο μούστος αυτός παραμένει στο βαγένι και συνεχίζεται εκεί η ζύμωση. Γίνεται δεύτερης ποιότητας κρασί, γνωστό και την περιοχή των Καλαβρύτων με την ονομασία «τσιπουρίτης» και όταν «σταματήσει το βράσιμο» μπορεί να καταναλωθεί. 
  Ο τσιπουρίτης είναι η πιο συνηθισμένη αρτυμή (άρτυμα) στις «τριφτάδες» (διαβάστε ΕΔΩ)  και στην «πίγουλη» (φιδέ). Όταν τελειώσει ο τσιπουρίτης, στις τριφτάδες βάζουν κανονικό κρασί.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 19.10.2025

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025

Της αγάπης (ποίημα)


                             Δύναμη της αγάπης σου το χάδι σου και μόνο,
                             το άγγιγμά σου γιατρικό, που παίρνει κάθε πόνο,
                             η αγκαλιά σου ήσυχο κι απάνεμο λιμάνι
                             και το φιλί σου αγάλλιασμα, που στην Εδέμ με φτάνει!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 4.10.2025

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2025

Ερείπια (ποίημα)

                                         Άμορφος σωρός περίτεχνα σμιλεμένες  πέτρες,
                                         μένουν αιώνες εκεί.
                                         Βοά εις μάτην η αρχαία δόξα τους.
                                         Κανείς δεν τις νοιάζεται.
                                         Ίσως και κάποιοι λάτρεις του αρχαίου 
                                         να τις θαυμάζουν...
                                         Μόνο η γλαύκα, της Αθηνάς η αγαπημένη,
                                         κλαίει κάθε νύχτα στην κορυφή ενός κίονα,
                                         που ακόμα μπορεί και στέκει…
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 23.9.2025

Ομιλία της αρχαιολόγου Κωνσταντίνας Ζήδρου, στην παρουσίαση του βιβλίου μου στα Γιάννενα


     Σε μια πραγματική «μυσταγωγία», όπως χαρακτηρίστηκε η εκδήλωση στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο «θυμωμένο πορτραίτο», στα Γιάννενα, η αδελφική φίλη – αρχαιολόγος και υποψήφια διδάκτωρ του πανεπιστημίου Ιωαννίνων, μας καθήλωσε με την ομιλία της στην παρουσίαση του βιβλίου μου «εύθυμες ιστορίες της καθημερινής ζωής», εκδόσεις «ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ» Μάιος 2025.
     «Ενσωματωμένες» δύο ακόμα πολύ ενδιαφέρουσες παρουσιάσεις στο «ό,τι αγαπάω», όπως ονομάσαμε την εκδήλωση στην Ηπειρωτική πρωτεύουσα στις 20 Σεπτεμβρίου 2025: Το ποιητικό – λογοτεχνικό έργο των Μιλτιάδη Ντόβα (Φιλολόγου) και Σωτηρίου Χριστόπουλου (οικονομολόγου-εκπαιδευτικού). «Αρχιτέκτονας» ήταν ο Σωτήριος Χριστόπουλος, που από την αρχή μοιράστηκε μαζί μας τη σκέψη του, η οποία πραγματικά στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία και τον ευχαριστούμε. Ο εξαιρετικός συντονισμός ήταν της φιλολόγου Μαρίας Βλάχου.
     Παραθέτω αυτούσια την ομιλία της Κωνσταντίνας Ζήδρου:
 
     Αξιότιμες κυρίες, αξιότιμοι κύριοι, φίλες και φίλοι της λογοτεχνίας και του καλού βιβλίου αισθάνομαι ιδιαίτερη συγκίνηση και χαρά που βρίσκομαι, απόψε, σε αυτόν τον τόσο ζεστό και φιλόξενο χώρο, ανάμεσά σας, προκειμένου να μιλήσω και να συνομιλήσω μαζί σας για το νέο λογοτεχνικό δημιούργημα του αδελφικού μου φίλου Νίκου Παπακωνσταντόπουλου.
          Βέβαια, κάθε φορά που ο αγαπητός Νίκος μου κάνει την τιμή να συμμετέχω σε κάποια παρουσίαση βιβλίου του, εκτός από χαρά, ενθουσιασμό και προθυμία, φοβάμαι, πάντα, μήπως παρασυρθώ και αναφερθώ περισσότερο στον συγγραφέα από ότι στο δημιούργημά του. Θα μου επιτρέψετε, λοιπόν, να πω εν συντομία ότι πρόκειται για έναν αυθόρμητο, ειλικρινή, βαθιά συναισθηματικό άνθρωπο, ο οποίος γνωρίζει, πολύ καλά, να προσφέρει, να μοιράζεται, να βοηθάει. Αγαπάει τη λογοτεχνία και γράφει, υποκινούμενος από μία βαθιά ανάγκη της ψυχής του και την αγάπη του για τον συνάνθρωπο, με σκοπό να μοιραστεί τις δικές του σκέψεις, απόψεις, συναισθήματα, ώστε να προβληματίσει, να ψυχαγωγήσει, να ταξιδέψει και να προσφέρει γνώσεις στον αναγνώστη. Ας μην ξεχνάμε ότι εκτός από τη λογοτεχνική του πλευρά, υπάρχει και η λαογραφική, συγκεντρώνοντας υλικό και δημοσιεύοντας πολυάριθμα κείμενα τόσο για την αγαπημένη του ιδιαίτερη πατρίδα το Λειβάρτζι Καλαβρύτων όσο και για την εξίσου αγαπημένη του Ήπειρο, τόπο καταγωγής της μούσας του και λατρεμένης του συζύγου Ελένης και πλέον πατρίδα και του ιδίου. Θα κλείσω, όμως, εδώ τη σύντομη αναφορά μου στον συγγραφέα Νίκο Παπακωνσταντόπουλο, προκειμένου να μην προκαλέσω τη φυσική σεμνότητα και ταπεινότητά του και τον κάνω να νιώσει άβολα. Επιπλέον, σε κάθε παρουσίαση, πρωταγωνιστής είναι το ίδιο το βιβλίο.     
          «Εύθυμες ιστορίες της καθημερινής ζωής» ο τίτλος και προϊδεάζει, με σαφήνεια, για το περιεχόμενο. Το γέλιο, η ευθυμία και η καλή διάθεση που έρχεται ως συνέπειά της υπήρξαν διαχρονικές επιδιώξεις του ανθρώπου σε κάθε κοινωνία, ώστε να διανθίζεται η μονοτονία της καθημερινότητας, να λησμονούνται, έστω και περιστασιακά, τα προβλήματα και να ομορφαίνει, εν τέλει, η ίδια η ζωή. Το γέλιο προκαλείται είτε αυθόρμητα είτε εκούσια από μία λέξη, φράση, εικόνα, περιστατικό, ιστορία και από άπειρα ακόμη ερεθίσματα, από διαφορετικές αισθήσεις π.χ. όραση, αφή, ακοή, γεύση, ανάλογα με την προσωπικότητα και την αίσθηση του χιούμορ κάθε ανθρώπου αλλά και τη χρονική στιγμή, ενώ ο συμμετέχων δύναται να είναι μόνο ο ίδιος ο πρωταγωνιστής ή και διαφορετικές ομάδες ανθρώπων, είτε άμεσα είτε έμμεσα. Πολύ συχνά, η πρόκληση του γέλιου αποτελεί επαγγελματική επιδίωξη, για παράδειγμα στο θέατρο. Ωστόσο, το αστείο και κωμικό στον τομέα της υποκριτικής, ξεκινώντας από την κωμωδία στην αρχαία Αθήνα, είχε πολλαπλούς στόχους, εκτός από την ψυχαγωγία, όπως την επισήμανση και εν συνεχεία, έπαινο ή  στηλίτευση συμπεριφορών και καταστάσεων στην πολιτική, κοινωνική, επαγγελματική ή θρησκευτική ζωή. Επιπλέον, μέσω του γέλιου, της κωμωδίας και της σάτιρας, θεωρείται ευκολότερο να περάσουν δύσκολα ή κεκαλυμμένα αλλά σπουδαία μηνύματα και συμπεράσματα.
          Ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος, γνωρίζοντας όλα τα παραπάνω, όντας και ο ίδιος θεατρικός συγγραφέας, αλλά και τη σημασία και την αξία του γέλιου για τη διάθεση και την καλή ψυχική υγεία του ανθρώπου, έχοντας υπηρετήσει ως νοσηλευτής, αποφάσισε να προσφέρει, με το νέο του λογοτεχνικό δημιούργημα, στιγμές αστείες και χαλαρές και να  ψυχαγωγήσει τον αναγνώστη. Παράλληλα, όμως και να επισημάνει διάφορα κοινωνικά θέματα, με κωμικό τρόπο, δημιουργώντας και αντίστοιχους προβληματισμούς. Το βιβλίο του, με τίτλο: «Εύθυμες ιστορίες της καθημερινής ζωής» από τις εκδόσεις Συμπαντικές διαδρομές, εμπεριέχει, στις 210 σελίδες του, 73 σύντομες, 2 έως 4 σελίδων, αλλά συνάμα μεστές και περιεκτικές αστείες ιστορίες. Το εξώφυλλο, όπως και το οπισθόφυλλο, απεικονίζοντας έναν νέο άντρα να γελάει έντονα και αβίαστα, συνεπικουρεί τον τίτλο και προετοιμάζει, ευχάριστα, για τα περιεχόμενα.
          Τα θέματα των ιστοριών ποικίλα, σύγχρονα, ορισμένα, βέβαια, διαδραματίζονται κάποιες δεκαετίες πίσω στην ελληνική ύπαιθρο, απίστευτα, όμως, επίκαιρα, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον. Πρόκειται για ιστορίες είτε αληθινές, είτε φανταστικές, είτε με ένα συνδυασμό της πραγματικότητας και της μυθοπλασίας. Οι πρωταγωνιστές απλοί καθημερινοί άνθρωποι της διπλανής πόρτας, τους οποίους συναντάμε στις κοινωνικές μας συναναστροφές, αναφέρω ενδεικτικά η κυρά-Μαριγώ, η Κατίγκω, η Φρόσω, ο μπάρμπα-Θανάσης, ο Τζίμης, η θεια- Αγγέλω, ο Χρήστος, η Μαρία, η Σπυριδούλα και πολλοί ακόμη. Αντίστοιχες και οι ιδιότητές τους, η γειτόνισσα, η γιαγιά, ο ιδιοκτήτης καφενείου, η κόρη, η πεθερά, η μάνα, η τραγουδίστρια στο πανηγύρι, η αδελφή και πόσες ακόμη. Ουσιαστικά, αποθησαυρίζεται ένα μικρό σύνολο προσώπων και γεγονότων, το οποίο αντικατοπτρίζει, άριστα, πτυχές της σύγχρονης νεοελληνικής κοινωνίας.
          Έτσι, εκτός από την ψυχαγωγία και το γέλιο, το βιβλίο βρίθει κοινωνικών προβληματισμών και πολυάριθμων πολύτιμων λαογραφικών στοιχείων τόσο της υλικής όσο και της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς. Επιπλέον, σε όλες τις ιστορίες, ο συγγραφέας έχει ενσωματώσει ένα παιχνίδι ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αληθοφάνεια, το οποίο καλείται να αποκρυπτογραφήσει ο αναγνώστης. Οι σύντομες αλλά ακριβείς και μεστές περιγραφές τονίζουν και υπογραμμίζουν τα λαογραφικά στοιχεία, ενώ η εξαιρετική ηθογράφηση των πολυάριθμων ηρώων αντίστοιχα τον κοινωνικό προβληματισμό. Επιπρόσθετα, λόγω του μεγάλου αριθμού των ιστοριών και κατ’ επέκταση και των δρώντων προσώπων, όπως και της ποικιλίας στη θεματολογία, διατηρείται, σε όλο το βιβλίο, το συναίσθημα της έκπληξης, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον.
          Στη συνέχεια και αναφορικά με τις γλωσσικές επιλογές του Νίκου Παπακωνσταντόπουλου,  το απλό, όχι όμως απλοϊκό, ύφος, με διάφορες εναλλαγές ανάμεσα σε έναν τόνο άλλοτε διδακτικό, επαινετικό, άλλοτε ειρωνικό, κοροϊδευτικό, άλλοτε εξομολογητικό, άλλοτε εριστικό κ.τ.λ., δημιουργεί ένα κλίμα οικειότητας στον αναγνώστη και τον προδιαθέτει ευχάριστα. Η χρήση όλων των χρόνων και των εγκλίσεων, όπως και των ρηματικών προσώπων, με το α΄ και το β΄ ενικό να κυριαρχούν στους πολυάριθμους διαλόγους, εντείνοντας τον εξομολογητικό τόνο και προσφέροντας αμεσότητα και δυνατότητα ταύτισης με τα δρώντα πρόσωπα, η συστηματική και εκτεταμένη χρήση επιθέτων και επιρρημάτων και η πλούσια στίξη, με τα θαυμαστικά, τα αποσιωπητικά, τα ερωτηματικά και τα εισαγωγικά να πρωταγωνιστούν, διατρέχουν και διανθίζουν, αρμονικά, τα κείμενα, αποδεικνύοντας την εμπειρία και τη σωστή χρήση της γλώσσας από τον συγγραφέα και διαμορφώνοντας, παράλληλα, μία άρτια και ποιοτική λογοτεχνική αισθητική. σ. 148
          Οι αφηγηματικοί τρόποι επικεντρώνονται στην αφήγηση, τον διάλογο και τις περιγραφές, συντελώντας στην ορθή και ισορροπημένη προώθηση της πλοκής, συνδυασμένης, όμως, με ζωντάνια και θεατρικότητα. Γενικά, κάθε ιστορία εξελίσσεται γρήγορα, με τον χρόνο να κινείται γραμμικά, με ελάχιστες αλλά απαραίτητες αναδρομές και αντίστοιχα τις απαιτούμενες λεπτομέρειες, ώστε να ψυχαγωγεί και να μην κουράζει, επιτυγχάνοντας, άψογα, τον στόχο του συγγραφέα.
          Συνολικά, οι «Εύθυμες ιστορίες της καθημερινής ζωής», το τελευταίο δηλαδή λογοτεχνικό δημιούργημα του Νίκου Παπακωνσταντόπουλου, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα ενδιαφέρον ευχάριστο βιβλίο, το οποίο, μέσα από την ψυχαγωγία και το γέλιο, στηλιτεύει πρόσωπα και καταστάσεις και βοηθάει τον αναγνώστη να ταξιδέψει, να ταυτιστεί, να χαλαρώσει, να διασκεδάσει, να προβληματιστεί και να αφεθεί στην απόλαυση ενός άρτιου λογοτεχνικού πονήματος.
          Αφού ευχαριστήσω, για μία ακόμη φορά, τον αδελφικό μου φίλο Νίκο Παπακωνσταντόπουλο για την τιμή να βρεθώ απόψε μαζί σας και με την εξαιρετική αυτή σύνθεση στο πάνελ και να μιλήσω για το νέο του βιβλίο, του εύχομαι να είναι πάντοτε δημιουργικός και σύντομα να ανταμώσουμε και πάλι, παρουσιάζοντας ένα ακόμη πνευματικό του τέκνο!
 
                                                                                                 Κωνσταντίνα Ζήδρου
                                                                                                     Αρχαιολόγος
 
     Αγαπημένη μου αδελφική φίλη, Ντίνα, το ευχαριστώ μου είναι πολύ λίγο να εκφράσει την πληρότητα της ψυχής μου από την ομιλία σου! Σε συντροφεύουν πάντα ο σεβασμός μου, η εκτίμησή μου, ο θαυμασμός μου!
     Δεν ισχύει κάτι λιγότερο και για εσένα, αγαπημένη μου αδελφική φίλη Μαρία Βλάχου, που και οι δυο με «στολίσατε» με τις αναφορές της αγάπης σας!
 
Νίκος Χρ.Παπακωνσταντόπουλος, 23.9.2025