Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2024

Η «κουβέντα» της φωτιάς (λαογραφική καταγραφή)

Διάρκεια βίντεο: 30 δευτερόλεπτα

     Σε ετοιμότητα πάντα για λαογραφικές καταγραφές του τόπου μου -μεγάλη μου αδυναμία-, «φυλάκισα» σε μικρής διάρκειας βίντεο (30 δευτερολέπτων) και την «κουβέντα» ή «μουρμούρα» ή «σφύριγμα» της φωτιάς.
     Είναι πολλές οι φορές που η φωτιά στο τζάκι βγάζει ήχους που μοιάζουν με φύσημα. Αυτό δεν είναι τίποτα άλλο, παρά εγκλωβισμένη υγρασία μέσα σε κάποια ξύλα όταν εκείνα καίγονται. Τότε η υγρασία αυτή απελευθερώνεται με πίεση λόγω της θερμοκρασίας, παράγοντας ήχους που μοιάζουν με «φύσημα» ή και με «βήχα». Για πολλούς προληπτικούς, όμως, αυτοί οι ήχοι της φωτιάς, είναι σημάδι ότι κάποιος μας «μελετάει» και, συνήθως, όχι για καλό. Το «φαινόμενο» αυτό αποδίδεται σε  «γλωσσοφαγιά», «κακογλωσσιά» και ζήλια για το σπίτι και τους ανθρώπους, ενώ είναι πολύ λιγότεροι εκείνοι που πιστεύουν ότι είναι σημάδι επαινετικών λόγων. Ορισμένοι πάλι, πιστεύουν πως αν την ώρα του φαινομένου αναφέρουν μερικά ονόματα συγγενών-γειτόνων-φίλων, που πιστεύουν ότι εκείνοι τους εχθρεύονται, και τότε ο ήχος σταματήσει, τότε «βεβαιώνονται» ότι ο συγκεκριμένος ή οι συγκεκριμένοι είναι οι «ένοχοι», τους οποίους και... ψέλνουν ανάλογα!
     Η απελευθέρωση αερίων λόγω υγρασίας, προκαλεί και μικρές «εκρήξεις» («σκάνε τα ξύλα») και πετάνε σπίθες ή και μικρές καύτρες. Αυτό θεωρείται ευεργετικό για την απομάκρυνση των ξωτικών, π.χ. καλικάντζαρων το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων. Πρακτικά, όμως, είναι και πολύ επικίνδυνο για πρόκληση πυρκαγιάς στο σπίτι από το τζάκι.  
     Αρκετά περισσότερα για τα λαογραφικά της φωτιάς, μπορείτε να δείτε/διαβάσετε σε προηγούμενο θέμα μας (2021), ΕΔΩ.
----------------------------------
Σημείωση: Για μεγέθυνση του βίντεο, κάντε διπλό «κλικ» επάνω σε αυτό ή μονό «κλικ» στο «τετραγωνάκι», κάτω δεξιά.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 19.11.2024

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

Η έννοια του «μαγαρίζω», από ιστορικά, μεταφορικά και λαογραφικά στοιχεία.


     Αναζητώντας τόσο σε έντυπα λεξικά, όσο και στο διαδίκτυο τη σημασία του ρήματος «μαγαρίζω» και των παραγώγων του, βρίσκουμε αρκετές ερμηνείες, οι οποίες είναι γνωστές και στο ευρύ κοινό. Η πλέον κλασική σημασία της λέξης, είναι «λερώνω», «βρωμίζω», αλλά με πολλές προεκτάσεις.
     Ο όρος «μέγαρα» ή «μάγαρα», ήταν γνωστός από την αρχαιότητα και τον συναντάμε σε πολλές πόλεις στη γιορτή των Θεσμοφορίων, προς τιμήν της θεσμοφόρου θεάς Δήμητρας και τη κόρης της Περσεφόνης και σχετίζονταν με τη γονιμότητα. Τα Θεσμοφόρια ήταν κατ’ εξοχήν γυναικεία γιορτή έγγαμων γυναικών, οι οποίες έπρεπε να απέχουν και από την ερωτική πράξη το τριήμερο ή τετραήμερο του εορτασμού. Άγαμες γυναίκες δεν επιτρεπόταν. Η παρουσία των ανδρών δεν απαγορευόταν, απαγορευόταν όμως αυτοί να εισέλθουν στους ναούς. Μία από τις τελετές ήταν που έριχναν ζωντανά νεογέννητα χοιρίδια μέσα σε μεγάλους λάκκους ή χάσματα, τα «μέγαρα» ή «μάγαρα». Αφού τα ζώα πέθαιναν και, πιθανότατα, όταν οι σάρκες τους βρίσκονταν σε αποσύνθεση, οι γυναίκες τις ανακάτευαν με διάφορους σπόρους, για να ευδοκιμήσουν και να δώσουν μεγάλη παραγωγή. Όσοι και όσες συμμετείχαν σ’ αυτή τη γιορτή, είχαν και την ονομασία «μεγαρίζοντες» ή «μαγαρίζοντες». (Η κωμωδία «θερμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη, αναφέρεται στις γυναίκες που συμμετείχαν στα Θεσμοφόρια, με τις οποίες, σύμφωνα με την κωμωδία, συγκρούστηκε ο τραγικός Ευριπίδης, επειδή έδειχνε μια αντιπάθεια στο «ασθενές φύλο»). Ήδη από τα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια, οι τελετές στις οποίες θυσιάζονταν ζώα ή εκτυλίσσονταν έκτροπα, θεωρήθηκαν από τους Χριστιανούς υβριστικές για τη Χριστιανοσύνη και όσοι λάμβαναν μέρος θεωρήθηκαν κι αυτοί μιαροί («βρώμικοι», «λερωμένοι»).
     Ως προαναφέρθηκε, στη γλώσσα του λαού στο ρήμα «μαγαρίζω» και των παραγώγων του δίνονται η έννοια του «λερώνω», «βρωμίζω», με πραγματική και μεταφορική έννοια. «Μαγάρα» σημαίνει βρωμιά, λέρα, με κύρια σημασία της βρωμιάς/του λεκέ που προέρχεται από κόπρανα. «Μαγάρα», επίσης, είναι και τα ίδια τα κόπρανα. Συναντάμε συχνά φράσεις, όπως οι παρακάτω, είτε με την πραγματική, είτε με τη μεταφορική τους σημασία:    
-  «Το σκυλί μαγάρισε το σπίτι»: ούρησε ή αφόδευσε μέσα στο σπίτι.
-  «Μαγάρισε η γάτα το φαΐ»: έφαγε από το πιάτο ή από την κατσαρόλα (και είναι ακατάλληλο να το φάνε οι άνθρωποι).
  «Το ψωμί το μαγάρισε το σκυλί και το πέταξα»: έφαγε το σκυλί από το ψωμί.
-  «Δεν πρόσεξες και πάτησες μαγάρα»: πάτησες κόπρανα.
-  «Μαγάρισε την κοπέλα»: ασέλγησε επάνω της ή και την βίασε.
-  «Είναι μαγαρισμένος», που μπορεί να σημαίνει είναι αλλόθρησκος, ακάθαρτος, ανήθικος.
-  «Μαγάρισε με μια άπιστη»: Συναντήθηκε ερωτικά με μια αλλόθρησκη.
-  «Μη μαγαρίζεις αφού θα κοινωνήσεις»: Μην παραβιάζεις τη νηστεία, αφού έχεις σκοπό να κοινωνήσεις.
-  «Τον ακούμπησα (ή τον έπιασα) και μαγάρισα»: εννοείται τον «ακάθαρτο», τον «μαγαρισμένο» άνθρωπο. Επίσης: «Ήρθε από δω και μας μαγάρισε».
     Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι το «κακό χέρι» προκαλεί «μαγάρισμα» στο σπίτι. «Κακό χέρι» θεωρείται, συνήθως, ο κλέφτης και ειδικά αυτός του γνωστού οικογενειακού περιβάλλοντος, που με την πράξη του προκαλεί ένα είδος βεβήλωσης στο σπίτι. Και όχι μόνο αυτό. Μετά την κλοπή, θεωρείται βέβαιο ότι θα προκληθεί κι άλλη ζημιά στην οικογένεια/στο σπίτι, σαν απόρροια της κακής του πράξης. Έτσι, π.χ., θεωρούν ότι η καταστροφή (σπάσιμο) ενός ακριβού σκεύους της κουζίνας, η απώλεια ενός ζώου, ένα ατύχημα σε κάποιο μέλος της οικογένειας, οφείλεται στη «μαγαρισιά» της κλοπής. Κάθε παρόμοια σύμπτωση, αποδίδεται στο «βρώμικο χέρι». Αν η ζημιά που θα προκληθεί εξ αιτίας της «μαγαρισιάς» είναι ευτελούς αξίας, τότε καθησυχάζουν, λέγοντας: «Ευτυχώς που έστερξε εκεί» (στέργω=δέχομαι, συγκατατίθεμαι, συμφωνώ) - «ευτυχώς που η τύχη δέχτηκε να συμβεί μόνο αυτό».
-------------------------------------------------------
Πηγές: 
-     Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ 
-     Εγκυκλοπαίδεια ΕΛΛΑΔΙΚΗ.
- https://www.kosmos-zine.gr/index.php/thematikes-enotites/anthropologia-ethnologia/442-thesmoforia-i-mystiriaki-giorti-ton-gynaikon, απ' όπου και η εικόνα-παράσταση από αγγείο, πιθανότατα προσφορά νεογέννητου χοίρου από την ιέρεια στη θεά Δήμητρα.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 13.11.2024

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024

Τι ήταν στο παρελθόν η «πρέζα» (λαογραφική καταγραφή)

                         
                                           


     Η λέξη «πρέζα», που σήμερα έχει την έννοια ναρκωτικού («πρεζάκιας» - «πρεζόνι», υποτιμητικά, απαξιωτικά και με απόδοση κατηγορίας στο χρήστη της), στο παρελθόν ήταν κάτι πολύ διαφορετικό και σ’ αυτό θα επιχειρήσουμε ν’ αναφερθούμε στην παρούσα σύντομη λαογραφική καταγραφή.
     Η πρέζα ήταν μικροποσότητα καπνού σε σκόνη. Για να φτάσει στη μορφή αυτή, ζέσταιναν κοντά στη φωτιά τον ψιλοκομμένο καπνό να φύγει η υγρασία του κι αμέσως μετά τον έτριβαν με περιστροφικές κινήσεις ανάμεσα στις δύο παλάμες (εικόνα 1η). Ύστερα έπαιρναν τη σκόνη αυτή με τα δύο δάχτυλα ενός χεριού (αντίχειρα και δείκτη - εικόνα 2η) και την εισέπνεαν/ρουφούσαν σε δόσεις από τις ρινικές χοάνες (τη μύτη) με βαθιές εισπνοές. Αμέσως επαναλάμβαναν δεύτερη φορά (δεύτερη δόση), με τον ίδιο τρόπο ίσως και τρίτη, μέχρι η πρέζα να τελειώσει.
     Με τις πρώτες κιόλας βαθιές εισπνοές, η σκόνη καπνού προκαλούσε ερεθισμό και καταρροή στο ρινικό βλεννογόνο κι άρχιζε η δακρύρροια και ο πτερνισμός (συνεχή φτερνίσματα), τα οποία ήταν επαναλαμβανόμενα και, συνήθως, θορυβώδη, που ενοχλούσαν τ’ άλλα μέλη τα οικογένειας. Με την αντανακλαστική αυτή αντίδραση του αναπνευστικού, αποβάλλονταν πολλές εκκρίσεις, που πιθανόν περιείχαν και παθογόνους μικροοργανισμούς, π.χ. ιούς γρίπης. Αυτός ήταν και ο κύριος σκοπός της χρήσης της, «να διώξουν το κρυολόγημα», πριν ακόμα εκδηλωθούν τα πρώτα συμπτώματα στον οργανισμό, γι’ αυτό και τη συνήθιζαν τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες. Λέγεται ότι η εισπνοή μεγαλύτερων ποσοτήτων, έφερνε χαλάρωση(!), γι’ αυτό την «έπαιρναν» λίγο πριν τον βραδινό ύπνο. Βέβαιο είναι, όμως, ότι η συχνή χρήση της ως στερεά μορφή (σκόνη), προκαλούσε και μεγάλες βλάβες στο αναπνευστικό, ίσως και μη αναστρέψιμες. Η πρόκληση χαλάρωσης ή ευφορίας από την πρέζα, ίσως να υποκρύπτει και την ονομασία της χρήσης επικίνδυνων ναρκωτικών.
     Θα λέγαμε ότι σε κάποιες περιπτώσεις η διαδικασία ότι ήταν τελετουργική. Ίσως κάποιοι από τους μεγαλύτερους να θυμούνται που μαζευόντουσαν σ' ένα σπίτι στα χωριά παρέες γερόντων, κυρίως, γύρω από το τζάκι κι «έβαζαν πρέζα». Για τις «θεραπευτικές» ιδιότητές της δε, μιλούσαν συχνά και στους νεότερους και τους παρότρυναν να κάνουν κι αυτοί το ίδιο.
     Αναζητώντας περισσότερα στοιχεία για την πρέζα, διαβάζουμε σε λεξικά ή εγκυκλοπαίδειες: α. Ποσότητα κονιορτοποιημένου υλικού, που παίρνεται με τον αντίχειρα και το δείκτη και εισπνέεται από την μύτη. β. Ποσότητα ναρκωτικής ουσίας σε σκόνη, που εισπνέεται από τη μύτη. γ. Σκόνη καπνού, που παρασκευάζεται με ειδικό τρόπο και εισπνέεται από τη μύτη.
     Τη χρήση πρέζας, συναντάμε και με τον όρο «ταμβακισμός» (ταμβάκο-ταμπάκο) από τις ιταλικές και ισπανικές ονομασίες του καπνού, tabacco, και tabaco, αντίστοιχα. Ως ταμβακισμός, επίσης, αναφέρεται και η δηλητηρίαση που προκαλείται από κάπνισμα και εισπνοή μεγάλων ποσοτήτων καπνού (ταμπάκου).
     Μιμούμενα τα παιδιά τις κινήσεις των μεγάλων στις χρήσεις της πρέζας, παίζαμε ανά δύο ή και περισσότεροι το ομώνυμο παιχνίδι: Την «παίρναμε», δήθεν, από την παλάμη του αντιπάλου και την «εισπνέαμε». Με την «εισπνοή», λέγαμε και την «κριτική» μας στον «χορηγό» της, π.χ. «ωραία πρέζα, αρωματική», ή «έχουμε πάρει καλύτερη»! Το παιχνίδι είχε επιτυχία και ο παίκτης που «εισέπνεε» ήταν νικητής, εάν και εφ' όσον με αιφνίδια και αστραπιαία κίνηση χτυπούσε με την παλάμη του την παλάμη του αντιπάλου του (που του «έδινε την πρέζα»), πριν προλάβει εκείνος να την τραβήξει. Διαφορετικά έχανε και ακολουθούσε άλλος!
     Να σημειώσουμε, τέλος, ότι ο όρος «πρέζα», χρησιμοποιείται και για χρήση μικροποσοτήτων διαφόρων προϊόντων στην καθημερινή ζωή, π.χ., «μια πρέζα αλάτι έβαλα στο φαΐ», «μια πρέζα πιπέρι», ή «μια πρέζα ρίγανη», «μια πρέζα ζάχαρη έχει ο καφές» κλπ.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 6.11.2024


Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

Στιγμές του δειλινού (ποίημα)*


                          Στα κόκκινα του δειλινού, στις ομορφιές της δύσης
                          μη χάσεις λίγο να σταθείς, στιγμές για να γεμίσεις!...
                          Τρεχ’ η ζωή καλπάζοντας κι οι έννοιες φορτωμένες,
                          με μετρημένες τις χαρές κι αυτές κυνηγημένες.
                          Της μέρας τις αναποδιές, για λίγο ξέχασέ τες.
                          Μικρές στιγμές του δειλινού, για σένα κράτησέ τες!
-----------------------------------------------
     * Το μικρό αυτό ποίημα είναι αφιερωμένο, σαν χαιρετισμός, στην αγαπημένη φίλη Μαρία Βλάχου! Με συνεπήρε μια διαδικτυακή φωτογραφία της και λόγια της λεζάντας της, την ώρα που το καράβι αναχωρούσε από την Κέρκυρα! Ξεκινά τη λεζάντα της με τις πρώτες λέξεις του ποιήματος: «Στα κόκκινα του δειλινού…»!
     Φωτογραφία: Μαρία Βλάχου.      
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 4.11.2024

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

Ξαναγυρνώντας στην Δ΄ Δημοτικού, του «παλιού καιρού»…

 


Σαν εισαγωγικό σημείωμα
 
     Πρόσφατα γιορτάσαμε και πάλι την 28η Οκτωβρίου. Στην πραγματικότητα γιορτάσαμε την έναρξη αγώνα για την Ελευθερία και όχι τη νίκη, που κάτι ανάλογο έγινε και το 1821. Κάτι τέτοιες στιγμές, πισωγυρίζουν εμάς τους κάπως μεγαλύτερους στα πρώτα σχολικά μας βιβλία, που πάντα από τις σελίδες τους ξετυλίγονταν αξίες, αρχές και ιδανικά.
     Ελευθερία και σκλαβιά είναι δύο άκρως αντίθετες έννοιες, που διαχρονικά συγκρούονται σε όλον τον πλανήτη μας. Ο Παύλος Νιρβάνας – φιλολογικό ψευδώνυμο του ιατρού, αλλά και ποιητή, διηγηματογράφου, μυθιστοριογράφου, σατιρογράφου, κορυφαίου χρονογράφου, θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφου Πέτρου Αποστολίδη –, πολλά διηγήματα του οποίου συμπεριλαμβάνονταν στα παλιά αναγνωστικά το δημοτικού, μας δίνει ανάγλυφα στο μικρό διήγημά του «τί θα ειπή σκλαβιά» (μπορεί να χαρακτηριστεί και χρονογράφημα), αυτό που θέλει στην πραγματικότητα να πει. Με τον αισθητικό και παραβολικό συμβολισμό των εννοιών αυτών, με μεταφορική, αλλά και με πραγματική σημασία που δίνει ο συγγραφέας, αφού κανένα έμψυχο όν στη γη δεν γεννήθηκε σκλαβωμένο, αλλά ελεύθερο, ο μαθητής μπορούσε να κατανοήσει και να εμπεδώσει τις αξίες που διδασκόταν.
     Η εικόνα και το κείμενο, ελαφρώς αλλοιωμένο λόγω του μονοτονικού συστήματος, είναι από το μακροβιότερο αναγνωστικό της Δ΄ δημοτικού.
 
***
 
Τι θα ειπή σκλαβιά
 
― Φλώρια, καρδερίνες, φλώριααα!
― Πόσο τις δίνεις, βρε παιδί, τις καρδερίνες;
― Τρεις δραχμές, μπάρμπα. Τρεις δραχμές και μ’ εγγύηση. Πάρε, αφέντη, να σε ξυπνά το πρωί.
― Δεν κάνει δυο δραχμές;
― Αν θέλεις να πάρεις τη βραχνιασμένη...
     Ο μεσόκοπος άνθρωπος με τα ξενικά ρούχα, κάποιος πρόσφυγας από εκείνους, που πλημμύριζαν το πειραιώτικο λιμάνι, έβγαλε το κομπόδεμα από το ζωνάρι του, έδωσε ένα δίδραχμο στο παιδί και πήρε στα χέρια του την καρδερίνα.
     Την κράτησε λιγάκι ελαφρά στα δάχτυλά του, την χάιδεψε πονετικά και την κοίταξε καλά καλά, φέρνοντας το ανήσυχο κεφαλάκι της μπροστά στα μάτια του, σα να ήθελε να της πει κάποιο γλυκό λόγο. Ύστερα, τινάζοντάς την ελεύθερη πάνω στην παλάμη του, την άφησε να πετάξει, κάνοντας τάχα πως του είχε ξεφύγει από τα χέρια του:
― Βρε, το αφιλότιμο το πετούμενο! Tο είδες εκεί!
     Από μέσα του όμως φαινόταν καταχαρούμενος ο παράξενος εκείνος άνθρωπος. Θα μπορούσε να ορκιστεί κανείς, πως αυτό που έγινε, δεν ήταν καθόλου τυχαίο.
     Ο ξένος, χωρίς άλλο, είχε αγοράσει το πουλί, για να του χαρίσει την ελευθερία του. Αν προσπαθούσε να κρύψει το σκοπό του, το έκαμε ίσως από ευγένεια. Και θα μπορούσε να ορκιστεί κανείς ακόμη, πως έτσι ήταν το πράγμα, αν τον έβλεπε με τι λαχτάρα ακολουθούσε το φτερούγισμα της καρδερίνας στον ελεύθερο αέρα. Ένα φτερούγισμα τρελό, με μουδιασμένα φτερά, που την έφερε στο κατάρτι ενός καϊκιού, σαστισμένη ακόμη από την ξαφνική χαρά της.
― Βρε, το αφιλότιμο το πετούμενο, πώς μου ξέφυγε!
     Από μέσα του όμως έλεγε χωρίς άλλο ο γεροντάκος:
― Κάνε τη δουλειά σου, πουλάκι μου, και μη σε μέλει.
     Δυο μορτάκια, που έκαναν το βαρκάρη εκεί δίπλα, πήδησαν αμέσως μέσα στο καΐκι:
― Νά το, νά το, πάνω στο πανί ακούμπησε, είπε το ένα.
― Πέτα το σακάκι σου, να το ρίξεις κάτω. Δε βλέπεις, πως είναι μουδιασμένο; απάντησε το άλλο.
     Ο ελευθερωτής δεν μπόρεσε να κρυφτεί πια. Όρμησε άγριος στην άκρη του μόλου και φώναξε, κουνώντας το μπαστούνι κατά το καΐκι.
― Κάτω, παλιόπαιδα! Δικό σας είναι το πουλί; Εγώ το αγόρασα, εγώ θέλησα και το άφησα. Ορίστε μας! Κάτω γρήγορα, γιατί θα σας σπάσω τα παΐδια σας.
Και μόνον όταν είδε το πουλί να τινάζει τις φτερουγίτσες του και να σκίζει χαρούμενο τον αέρα, μονάχα τότε πήρε το δρόμο του, μουρμουρίζοντας:
― Μα βέβαια, μέσα στην ελευθερία γεννήθηκαν, πού να ξέρουν τι θα ειπή σκλαβιά!...
 
                                                                                       Παύλος Νιρβάνας
 
Επιμέλεια: Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 2.11.2024

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Στις Γυναίκες της Πίνδου (ποίημα)


                                Σαν η Πατρίδα σάλπισε, να τρέξουνε κοντά της,
                                τα δίκια να κρατήσουνε, σαν πάντα τα παιδιά της,
                                μαζί και σεις ετρέξατε, Μεγάλες Ηρωίδες
                                και τον Αγώνα δώσατε, Ένδοξες Ελληνίδες!
 
                                Φόβους δεν λογαριάσατε σε παγωμένους μήνες.
                                Στις πλάτες σας ξανάζησαν και πάλι Μπουμπουλίνες!
                                Χρυσές σελίδες γράψατε με πίστη, με σβελτάδα,
                                ένα με Ήρωες και σεις, «Παιδιά» είστε της Ελλάδας!
 
                                Στον κόσμο όλο δείξατε τη γυναικεία ανδρεία.
                                Στον πόλεμο τον άνισο αλλάξατε πορεία.
                                Για την ανδρεία σας αυτή, με θέρμη στην καρδιά μας,
                                μ’ ευγνωμοσύνη περισσή θα λέμε στα παιδιά μας.
 
Εικόνα ανάρτησης: Μνημείο στον Πεντάλοφο Κοζάνης
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 27.10.2024

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

Η πρώτη έκθεση στο γυμνάσιο (διήγημα)


     Δεν μπορεί να πει κανείς εύκολη την προσαρμογή από το δημοτικό στο γυμνάσιο, ειδικά κάποια χρόνια πριν, με τις αναμνήσεις από το δημοτικό έντονες και νοσταλγικές. Μακρινό παρελθόν έμοιαζε και το καλοκαίρι, που εκτός από την ξενοιασιά, η υπερηφάνεια του τίτλου «μαθητής γυμνασίου» ήταν μεγάλο συναίσθημα, αφού το προνόμιο δεν το είχαν όλοι. Με το άνοιγμα των σχολείων, όμως, ο τίτλος συγκρουόταν έντονα με τη νέα πραγματικότητα. Ο εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου είχε μείνει κι αυτός πίσω και τα πρωτάκια στο νέο τους και μη γνώριμο περιβάλλον, αν και δύσκολα, είχαν αρχίσει να μπαίνουν στο πρόγραμμα και στο κλίμα των γυμνασιακών σπουδών. 
     Κάπως συνοφρυωμένη μπήκε η φιλόλογος στην αίθουσα της Α΄ τάξης εκείνου του ορεινού χωριού στις αρχές του Νοέμβρη, όπως και τα περισσότερα πρωινά. Αυστηρή και με την ειρωνεία πάντα έτοιμη για τους μαθητές και τις μαθήτριές της, αφού δεν είχαν τον δικό της πρωτευουσιάνικο «πολιτισμό». «Χωριατόπαιδα.... Τι περιμένεις;...», την είχε ακούσει μια μαθήτρια, η Αριστέα, που είπε σε μια τηλεφωνική συνομιλία της από το περίπτερο της πλατείας, πιθανότατα με κάποιον φίλο ή κάποια φίλη, μπορεί και συνάδελφό της, ή συγγενή της στην πρωτεύουσα του νομού, αφού είχε την «ατυχία» να πρωτοδιοριστεί στο απομακρυσμένο από εκεί κεφαλοχώρι.
     Και τί χώριζε τους μαθητές της από την νεαρή καθηγήτρια; Λιγότερα από δέκα χρόνια στην ηλικία τους. Όμως, ήταν του χαρακτήρα της να φέρεται ψυχρά κι απόμακρα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, σίγουρα θα είχε και τις σχετικές οδηγίες από μεγαλύτερους συναδέλφους της «να είναι προσεκτική και να μην δίνει πολύ αέρα στα παιδιά, για να μην της ανέβουν στο σβέρκο».
     Εκείνο το πρωινό, δεν έβγαλε τον κατάλογο από την τσάντα της να εξετάσει στο μάθημα των Νέων Ελληνικών κι ένα κρύο-προσποιητό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της. «Δεν θα εξετάσω σήμερα», είπε και οι καρδιές των περισσότερων μαθητών έκατσαν στη θέση τους. Δεν πέρασαν δυο δευτερόλεπτα και συνέχισε: 
     «Έχετε όλοι τετράδιο εκθέσεων, έτσι»;
     «Μάλιστααα!», απάντησαν όλα τα παιδιά μαζί.
     «Βγάλτε, λοιπόν, το τετράδιο εκθέσεων, να το εγκαινιάσουμε σήμερα και να γράψουμε μια έκθεση!».
     Οι περισσότεροι μαθητές κοιτάχτηκαν, αναρωτώμενοι «ποιο θα ήταν το θέμα». Η φιλόλογος έκανε λίγα βήματα προς τον πίνακα και έγραψε εκεί με κιμωλία το θέμα, μέσα σε εισαγωγικά: «Ένα βράδυ χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα». Τα περισσότερα παιδιά κοιτάχτηκαν και πάλι με κάποια ανακούφιση αυτή τη φορά, αφού το θέμα τους φάνηκε εύκολο. Τους έδωσε κάποιες γενικές και τυπικές κατευθύνσεις για την έκθεση και επιδόθηκε από την έδρα της στο... βάψιμο των νυχιών της, ενώ παράλληλα με συνεχείς και γρήγορες ματιές προς την τάξη, έκανε επιτήρηση. Αν έβλεπε κάποιους μαθητές ν’ ανταλλάσσουν μηνύματα στην «νοηματική», ή να ψιθυρίζουν, επενέβαινε αυστηρά. Τον Παπαδόπουλο με τον Παπαδάκη που τους «συνέλαβε» για τρίτη φορά, τους άλλαξε θέση, μετακινώντας τον πρώτο στην άλλη γωνία της αίθουσας.
     Αφού πέρασε η ώρα, λέει, με αυστηρότητα πάντα: «Σε πέντε λεπτά τελειώνουμε. Θα χτυπήσει το κουδούνι για διάλειμμα».
     Κανείς και καμία δεν κατάλαβαν πότε πέρασε μια διδακτική ώρα, όπως δεν κατάλαβαν πότε πέρασε και το τελευταίο πεντάλεπτο.
      «Κάτω τα μολύβια! Ότι γράψατε, γράψατε!», φώναξε δυνατά και αυστηρά, χτυπώντας παλαμάκια, και το βλέμμα της ερευνούσε όλη την αίθουσα, μήπως και κάποιος δεν υπάκουσε στην προσταγή της. Αμέσως μετά, έδωσε εντολή στους δύο επιμελητές να μαζέψουν τα τετράδια «με τάξη και χωρίς φωνασκίες» και να τα πάνε στην έδρα. Σε λίγο χτύπησε και το κουδούνι για το διάλειμμα.
     Κάμποσα πηγαδάκια μαθητών και μαθητριών σχηματίστηκαν στο προαύλιο και με αγωνία αντάλλασσαν απόψεις για το θέμα της έκθεσης και τι έγραψε ο καθένας. Αρκετοί οι κατηφείς απογοητευμένοι, αρκετοί και οι αισιόδοξοι για την επιτυχία τους. Στο σχόλασμα, η φιλόλογος κράταγε στον ένα ώμο την τσάντα της και στο άλλο χέρι τα καμιά σαρανταριά τετράδια εκθέσεων της Α΄ γυμνασίου, βοηθώντας συνεχώς με το άλλο να μην της πέσουν και βαδίζοντας για το σπίτι της, στο κέντρο του χωριού.
     «Τι μας περιμένει, τι μας περιμένει!», ήταν το σχόλιο και απορία μαζί του Παπαδόπουλου προς τον Παπαδάκη.
     «Ρε, πώς μας “τσίμπησε”, ρε;», απάντησε ο δεύτερος.
     «Και ήμαστε και τόσο προσεκτικοί! Σαν του αστρίτη παίζαν τα μάτια της! Την είδες;», ανταπάντησε  ο Παπαδόπουλος.
     Το ίδιο συνοφρυωμένη μπήκε στην τάξη και στο επόμενο μάθημα των Νέων Ελληνικών και όλοι περίμεναν με αγωνία τις παρατηρήσεις της. Μετά την τυπική καλημέρα, ρώτησε:
     «Ποιοι είναι επιμελητές αυτή τη βδομάδα;».
     «Εμείς», απάντησαν η Παυλίδου και η Γρηγοράκου και σήκωσαν το χέρι τους.
     «Πήγαινε, Γρηγοράκου, στο γραφείο των καθηγητών και ζήτα από την κυρία Βγενοπούλου να σου δώσει τα τετράδια των εκθέσεων. Να τα φέρεις αμέσως! Άκουσες; Αμέσως!», ήταν η εντολή της, υπονοώντας την πιθανότητα τα ανοίξει και να ρίξει μια ματιά σε ένα-δυο στα γρήγορα.
     «Ρε, θα της πέφταν τα νεφρά να τα φέρει μόνη της;», ρώτησε ψιθυριστά η Κοτάκη την Ευγενίδου. Η αυστηρή προσταγή και με δυνατή φωνή, «σκασμός!», της καθηγήτριας και χτυπώντας ταυτόχρονα την παλάμη της στο γραφείο, τις τρόμαξε κι αυτές και όλη την τάξη.
     Μόλις πήρε τα τετράδια από τα χέρια της Γρηγοράκου, άρχισε ένα «ψαλτήρι», γνωστό και από το δημοτικό για τα γραπτά των μαθητών της.
     «Θα έλεγε κανείς ότι αντιγράψατε όλοι από έναν. Διάβασα και βαθμολόγησα τόσες εκθέσεις και ήταν τόσο απογοητευτικές. Σαν να διάβαζα πάλι και πάλι την ίδια. Τί σας δυσκόλεψε;... “Ένα βράδυ που κόπηκε το ρεύμα, όλοι στο σπίτι κοιμηθήκαμε νωρίς”, είναι η τοποθέτηση όλων στην έκθεσή σας, ευτυχώς με διαφορετικά λόγια κάποιοι. Αλλά, στους στραβούς βασιλεύει μονόφθαλμος και οι “μονόφθαλμοι” ανάμεσά σας είναι οι κάποιοι που βρήκαν κι έγραψαν λίγο διαφορετικά λόγια από του πολλούς. Θα μπορούσατε να γράψετε πολλά περισσότερα, ουσιωδέστερα και ενδιαφέροντα πράγματα, όπως, π.χ., τη διακοπή λειτουργίας των εργοστασίων, το πρόωρο κλείσιμο των καταστημάτων, την κυκλοφορική συμφόρηση στους δρόμους εξ αιτίας των φαναριών που δεν λειτουργούσαν και πολλά ακόμα… Αλλά τι ξέρετε εσείς απ’ αυτά;», ήταν ο επίλογος των παρατηρήσεών της, θέλοντας να προβάλει την πρωτευουσιάνικη προέλευσή της, κάτι που δεν έχανε ευκαιρία να κάνει!
     Τα παιδιά άκουγαν αποσβολωμένα και μόνο ένας, ο Τεγόπουλος, μπόρεσε να «σηκώσει ανάστημα». Σήκωσε δειλά το χέρι του και η φιλόλογος του έδωσε το λόγο:
     «Τι έχεις να μας πεις, Τεγόπουλε;».
     «Μα, κυρία, Τι ξέρουμε εμείς απ’ αυτά, από δρόμους με φανάρια, από εργοστάσια που σταμάτησαν να δουλεύουν κι από καταστήματα που έκλεισαν νωρίς; Κι εδώ, κυρία, πολύ λίγο καιρό έχει που ήρθε το ρεύμα...».
     «Το δικό μου το χωριό δεν έχει ρεύμα... Τι ξέρουμε εμείς από ρεύματα!...», συμπλήρωσε ο Δούκας, διακόπτοντας τον Τεγόπουλο και χωρίς να σηκώσει χέρι. Η πολύ αυστηρή στιγμιαία ματιά της καθηγήτριας προς τον μαθητή, ήταν και η απάντησή της.
    «Έπρεπε να βάλετε τη φαντασία σας να δουλέψει κι αυτό ήθελα να δω, αλλά απ’ ότι φαίνεται κι αυτήν την έχετε και κοιμάται», ήταν η απαξιωτική απάντησή της.
     «Τι φαντασία να έχουμε, χωρίς να τα έχουμε δει όλ’ αυτά, κυρία;», συμπλήρωσε την ερώτησή του ο Τεγόπουλος.
     «Κάποιος άλλος ή κάποια άλλη θέλει να ρωτήσει κάτι», είπε προσπερνώντας περιφρονητικά τον μαθητή και παίρνοντας το βλέμμα της από πάνω του. Αφού κανείς άλλος δεν «βρήκε» να πει κάτι, έδωσε εντολή στις επιμελήτριες να μοιράσουν τα τετράδια στην τάξη κι αυτή άνοιξε τον κατάλογο να καλέσει μαθητές για εξέταση στο μάθημα.  
-----------------------------------------
Σημείωση: Πιθανή ομοιότητα με ονόματα είναι τυχαία.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 20.10.2024