Ο γνωστός ήχος του κορναρίσματος ακούστηκε
πίσω από τη στροφή, πριν ακόμα φανεί το αυτοκίνητο. «Έρχεται ο φούρνος!», είπαν
μαζί τρεις από τις πέντε νοικοκυρές που περίμεναν στην πλατεία του μικρού
χωριού…
Τα χωριά μας σιγά σιγά ερημώνουν. Οι λίγοι κάτοικοί τους είναι στην μεγάλη τους πλειοψηφία υπερήλικες. Μόχθησαν πολύ στη ζωή τους και τώρα ως απόμαχοι αρκούνται σε μικρές απολαύσεις, αν κι αυτές είναι εφικτές, από τις πολλές ανημπόριες τους. Στο ενεργητικό τους στην ακμή της ζωής τους ανήκει κάθε χειρωνακτική εργασία των χωριών μας «από το χάραμα ως το νύχτωμα» για την επιβίωση και κάθε φροντίδα των μελών της οικογένειάς τους, με ελάχιστη ή καθόλου ποιότητα ζωής. Σ’ όλο αυτό το «ενεργητικό» και το πολύτιμο στάρι, και νωρίτερα το καλαμπόκι, που τους έδιναν κι έδιναν σε όλους μας το «στημόνι» της ζωής, το ψωμί. Όλος ο αγώνας δικός τους, από το Α ως το Ω: Από τη φύλαξη του σπόρου της προηγούμενης χρονιάς, τη σπορά, το ξεχορτάριασμα στο χωράφι, το πότισμα, μέχρι την ωρίμανση και το θέρο. Μα δεν σταμάταγε εκεί ο αγώνας τους για τον επιούσιον άρτον. Μετά το θέρο το αλώνισμα, το άλεσμα στο μύλο, το καλό φύλαγμα στο αλεύρι μακριά από υγρασία και ζωύφια, το ζύμωμα και τέλος το ψήσιμο του ψωμιού στον παραδοσιακό σπιτικό ξυλόφουρνο.
Μοσχοβολούσε παράδεισο το σπίτι, σαν άνοιγε ο ξυλόφουρνος κι έβγαιναν τα καρβέλια! Πόσο εύστοχος ο Γεώργιος Δροσίνης στο ποίημα του «το ψωμί»:
Καλόδεχτο το φόρτωμα, που θα ΄ρθει από το μύλο,
πρωτόσταλτο, πρωτάλεστο, πρώτη χαρά της σκάφης.
Ζυμώνουν τ’ ανασκουμπωτά της πρωτονύφης χέρια
και πλάθουν τα πρωτόπλαστα ψωμιά με τις παλάμες
μες στην καλοπελεκητή πινακωτή, προικιό της.
Το φούρνο καίει τεχνίτισσα, στο φούρνο η γριά κυρούλα,
ξανανιωμένη, αφήνοντας τη συντροφιά της ρόκας.
Ω! βραδινό συμμάζεμα στο σπιτικό κατώφλι,
καρτέρεμα ανυπόμονο του πυρωμένου φούρνου!
Κι ω μέθυσμα απ’ τη μυρωδιά πρώτου ψωμιού, που αχνίζει,
κομμένο από το γέροντα παππού, χωρίς μαχαίρι,
και μοιρασμένο στα παιδιά, στις νύφες και στ’ αγγόνια!
Και συ, θυσία των ταπεινών στη θεία την καλοσύνη,
σημαδεμένο ανάμεσα με του σταυρού τη βούλα,
καλοπλασμένο πρόσφορο, της εκκλησιάς μεράδι,
που θα κοπείς την Κυριακή μες στ’ αργυρό αρτοφόρι
και στ’ άγιο δισκοπότηρο με το κρασί θα σμίξεις!
Στο παρελθόν όλα αυτά, που αν και τόσο κοντινό, μοιάζει αφάνταστα μακρινό σε όσους δεν το γνώρισαν! Ελάχιστες είναι ακόμα οι νέες νοικοκυρές που κρατούν «σφιχτά στα χέρια τους» την παράδοση και ζυμώνουν και φουρνίζουν όπως και τότε, άσχετα αν σήμερα το αλεύρι είναι του εμπορίου. Τα χέρια έχουν λείψει από την ύπαιθρο, πολλά χωράφια εγκαταλήφθηκαν και χορτάριασαν και γέμισαν αγκάθια και δέντρα. Χαριστική βολή και η τεχνολογία, που η ηλεκτρική κουζίνα εξοστράκισε τον παραδοσιακό σπιτικό ξυλόφουρνο.
Απόμαχοι, λοιπόν, οι κάτοικοι των χωριών μας και ευτυχώς που η διανομή κατ’ οίκον του πολύτιμου ψωμιού από κάποιους φούρνους μεγαλύτερων χωριών και κωμοπόλεων, τους εξασφαλίζει το ψωμάκι. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της καλοκάγαθης, πρόθυμης, χαμογελαστής, δραστήριας, πρόσχαρης, και βέβαια οικογενειάρχη Νικολέτας, που «οργώνει» καθημερινά συνοικίες και χωριά στον τόπο της, να μοιράσει το ψωμί του φούρνου της στους συγχωριανούς της και όχι μόνο! Και δεν μοιράζει μόνο το ψωμί. Μοιράζει και ζωντάνια με τα νιάτα της και τη δροσιά της! Δεν είναι μόνο εκείνοι κι εκείνες οι νοικοκυρές που την περιμένουν στην πλατεία. Είναι ακόμα περισσότεροι αυτοί μου με κινητικά προβλήματα βγαίνουν μόνο μέχρι την αυλή τους κι εκεί με δυσκολίες. Η Νικολέτα περνάει και από σπίτι σε σπίτι, με τη ζεστή «καλημέρα» και το αειθαλές χαμόγελό της να τους το δώσει στο χέρι! Κι αν κάτσει να υπολογίσει κανείς ποιο είναι το οικονομικό της κέρδος από την καθημερινή της αυτή εξόρμηση, μπορεί εύκολα να βγάλει το συμπέρασμά του. Σίγουρα, όμως, το ηθικό της κέρδος της γίνεται πολύ μεγαλύτερο, με τη ζεστή ανταπόδοση της καλημέρας των ανθρώπων και το δικό τους από καρδιάς χαμόγελο! Με πόση λαχτάρα την περιμένουν και βλέποντάς την «βλέπουν κι ένα άνθρωπο»! Αναμφισβήτητα αυτή η κοινωνική επαφή είναι η και καλύτερη αμοιβή της Νικολέτας!
Τα χωριά μας σιγά σιγά ερημώνουν. Οι λίγοι κάτοικοί τους είναι στην μεγάλη τους πλειοψηφία υπερήλικες. Μόχθησαν πολύ στη ζωή τους και τώρα ως απόμαχοι αρκούνται σε μικρές απολαύσεις, αν κι αυτές είναι εφικτές, από τις πολλές ανημπόριες τους. Στο ενεργητικό τους στην ακμή της ζωής τους ανήκει κάθε χειρωνακτική εργασία των χωριών μας «από το χάραμα ως το νύχτωμα» για την επιβίωση και κάθε φροντίδα των μελών της οικογένειάς τους, με ελάχιστη ή καθόλου ποιότητα ζωής. Σ’ όλο αυτό το «ενεργητικό» και το πολύτιμο στάρι, και νωρίτερα το καλαμπόκι, που τους έδιναν κι έδιναν σε όλους μας το «στημόνι» της ζωής, το ψωμί. Όλος ο αγώνας δικός τους, από το Α ως το Ω: Από τη φύλαξη του σπόρου της προηγούμενης χρονιάς, τη σπορά, το ξεχορτάριασμα στο χωράφι, το πότισμα, μέχρι την ωρίμανση και το θέρο. Μα δεν σταμάταγε εκεί ο αγώνας τους για τον επιούσιον άρτον. Μετά το θέρο το αλώνισμα, το άλεσμα στο μύλο, το καλό φύλαγμα στο αλεύρι μακριά από υγρασία και ζωύφια, το ζύμωμα και τέλος το ψήσιμο του ψωμιού στον παραδοσιακό σπιτικό ξυλόφουρνο.
Μοσχοβολούσε παράδεισο το σπίτι, σαν άνοιγε ο ξυλόφουρνος κι έβγαιναν τα καρβέλια! Πόσο εύστοχος ο Γεώργιος Δροσίνης στο ποίημα του «το ψωμί»:
Καλόδεχτο το φόρτωμα, που θα ΄ρθει από το μύλο,
πρωτόσταλτο, πρωτάλεστο, πρώτη χαρά της σκάφης.
Ζυμώνουν τ’ ανασκουμπωτά της πρωτονύφης χέρια
και πλάθουν τα πρωτόπλαστα ψωμιά με τις παλάμες
μες στην καλοπελεκητή πινακωτή, προικιό της.
Το φούρνο καίει τεχνίτισσα, στο φούρνο η γριά κυρούλα,
ξανανιωμένη, αφήνοντας τη συντροφιά της ρόκας.
Ω! βραδινό συμμάζεμα στο σπιτικό κατώφλι,
καρτέρεμα ανυπόμονο του πυρωμένου φούρνου!
Κι ω μέθυσμα απ’ τη μυρωδιά πρώτου ψωμιού, που αχνίζει,
κομμένο από το γέροντα παππού, χωρίς μαχαίρι,
και μοιρασμένο στα παιδιά, στις νύφες και στ’ αγγόνια!
Και συ, θυσία των ταπεινών στη θεία την καλοσύνη,
σημαδεμένο ανάμεσα με του σταυρού τη βούλα,
καλοπλασμένο πρόσφορο, της εκκλησιάς μεράδι,
που θα κοπείς την Κυριακή μες στ’ αργυρό αρτοφόρι
και στ’ άγιο δισκοπότηρο με το κρασί θα σμίξεις!
Στο παρελθόν όλα αυτά, που αν και τόσο κοντινό, μοιάζει αφάνταστα μακρινό σε όσους δεν το γνώρισαν! Ελάχιστες είναι ακόμα οι νέες νοικοκυρές που κρατούν «σφιχτά στα χέρια τους» την παράδοση και ζυμώνουν και φουρνίζουν όπως και τότε, άσχετα αν σήμερα το αλεύρι είναι του εμπορίου. Τα χέρια έχουν λείψει από την ύπαιθρο, πολλά χωράφια εγκαταλήφθηκαν και χορτάριασαν και γέμισαν αγκάθια και δέντρα. Χαριστική βολή και η τεχνολογία, που η ηλεκτρική κουζίνα εξοστράκισε τον παραδοσιακό σπιτικό ξυλόφουρνο.
Απόμαχοι, λοιπόν, οι κάτοικοι των χωριών μας και ευτυχώς που η διανομή κατ’ οίκον του πολύτιμου ψωμιού από κάποιους φούρνους μεγαλύτερων χωριών και κωμοπόλεων, τους εξασφαλίζει το ψωμάκι. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της καλοκάγαθης, πρόθυμης, χαμογελαστής, δραστήριας, πρόσχαρης, και βέβαια οικογενειάρχη Νικολέτας, που «οργώνει» καθημερινά συνοικίες και χωριά στον τόπο της, να μοιράσει το ψωμί του φούρνου της στους συγχωριανούς της και όχι μόνο! Και δεν μοιράζει μόνο το ψωμί. Μοιράζει και ζωντάνια με τα νιάτα της και τη δροσιά της! Δεν είναι μόνο εκείνοι κι εκείνες οι νοικοκυρές που την περιμένουν στην πλατεία. Είναι ακόμα περισσότεροι αυτοί μου με κινητικά προβλήματα βγαίνουν μόνο μέχρι την αυλή τους κι εκεί με δυσκολίες. Η Νικολέτα περνάει και από σπίτι σε σπίτι, με τη ζεστή «καλημέρα» και το αειθαλές χαμόγελό της να τους το δώσει στο χέρι! Κι αν κάτσει να υπολογίσει κανείς ποιο είναι το οικονομικό της κέρδος από την καθημερινή της αυτή εξόρμηση, μπορεί εύκολα να βγάλει το συμπέρασμά του. Σίγουρα, όμως, το ηθικό της κέρδος της γίνεται πολύ μεγαλύτερο, με τη ζεστή ανταπόδοση της καλημέρας των ανθρώπων και το δικό τους από καρδιάς χαμόγελο! Με πόση λαχτάρα την περιμένουν και βλέποντάς την «βλέπουν κι ένα άνθρωπο»! Αναμφισβήτητα αυτή η κοινωνική επαφή είναι η και καλύτερη αμοιβή της Νικολέτας!
Δικαιωματικά αφιερωμένο, λοιπόν, στην αξιαγάπητη Νικολέτα, όπως και σε κάθε άλλη «Νικολέτα» της πατρίδας
μας το σύντομο και ταπεινό αυτό άρθρο, που εκτός από ψωμί κι άλλα
αρτοσκευάσματα, δίνουν και ζωή σ’ εκείνους που μας έχουν δώσει πολλά!
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 8.8.2025