Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2025

Ο κουρασμένος καθρέφτης (διήγημα)


     Μοναχοπαίδι και φτωχός βιοπαλαιστής του χωριού ο Σωκράτης. Με το ζόρι τελείωσε το δημοτικό, όχι επειδή δεν έπαιρνε τα γράμματα. Τα έπαιρνε και τα παραέπαιρνε. Οι ανάγκες για τις δουλειές, όμως, δεν τον άφηναν. Φιλότιμος πάντα, έβλεπε και τις αδυναμίες των δικών του, κυρίως του πατέρα του που είχε και μια μικροαναπηρία από τον πόλεμο, και δεν πήγαινε πάντα σχολείο. Δύσκολοι και οι καιροί, λίγο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τον σπαρακτικό εμφύλιο που τον ακολούθησε, έπρεπε να δώσουν προτεραιότητα στην επιβίωσή τους. Πολύ μικρή η περιουσία των γονιών του, με λίγα στρέμματα χωράφι και ένα μικρό κοπάδι κι αυτή κληρονόμησε κι ο Σωκράτης. Δούλεψε σκληρά και τίμια. Έβλεπε άλλα παιδιά να περνάνε στο γυμνάσιο και να προχωράνε στα γράμματα και του κακοφαινότανε, αλλά ένοιωθε ανακούφιση που ήταν «δεξί χέρι» των γονιών του. Πάντα προσέτρεχε και σε κάθε ανάγκη των συγχωριανών του. Μα σε χαρά, μα σε πόνο, μα σε λύπη, ήταν από τους πρώτους. Στο φτωχοχώρι του όλοι τον σεβόντουσαν και όλοι τον υπολόγιζαν, όχι μόνο για την δύναμή του, αλλά για την προθυμία του και την τιμιότητά του κυρίως. Του δόθηκαν ευκαιρίες να ζήσει μια καλύτερη ζωή στην κοντινή ή σε κάποια άλλη πόλη, αλλά δεν το βάσταγε η ψυχή του ν’ αφήσει τους δικούς του και να φύγει.
     Η τιμιότητά του δεν τον άφησε να «πάει χαμένος». Κάπου στα τριανταπέντε του χτύπησε η καρδιά του για τη Χρυσάνθη, μια ομορφοκοπέλα από το διπλανό χωριό. Ένας μικρός λόφος χώριζε τα χωριά τους κι από μικρό κορίτσι τη γνώριζε. Μα σαν την είδε εκείνη τη φορά στον κάμπο να θερίζει καλύτερα κι από άντρας, το βλέμμα του σταμάτησε επάνω της! Το προξενιό, που απαραίτητα απαιτούσε το πρωτόκολλο της εποχής, δεν χρειάστηκε καθόλου προσπάθεια να «δέσει».
     Έγινε μεγάλο γλέντι στο γάμο τους, που έμεινε και για μέτρο σύγκρισης για προηγούμενους και επόμενους γάμους: «Σαν το γάμο του Σωκράτη και της Χρυσάνθης, είχαμε πολλά χρόνια να δούμε και θα περάσουν άλλα τόσα να ξαναδούμε τέτοιον!», έλεγαν κι από το ένα χωριό και από το άλλο.
     Δεν πέρασε ένας χρόνος και το φτωχικό τους ζωντάνεψε με τις φωνούλες, τα παιχνίδια και τις χαρές που χάρισε και στους τέσσερις η μικρή Θωμαή, που της έδωσαν το όνομα της γιαγιάς της.
     Λίγο καιρό μετά, έχασε τους γονείς του ο Σωκράτης, τον ένα μετά τον άλλον και σε μικρό χρονικό διάστημα. Έφυγαν ευχαριστημένοι, που ο μοναχογιός τους είχε κάνει μια ευλογημένη οικογένεια. Ευχαριστημένοι και που μπόρεσαν να τον μπολιάσουν με τις Αξίες, στις οποίες έμειναν και οι ίδιοι αταλάντευτα προσηλωμένοι σε όλη τη ζωή τους.
     Η Θωμαή μεγάλωνε, παίρνοντας και αυτή τις ίδιες αρχές από του γονείς της. Όραμα του Σωκράτη και της Χρυσάνθης, ήταν ν’ αγωνιστούν, για να μην στερηθεί το παιδί τους όσα στερήθηκαν οι ίδιοι, τους δύσκολους καιρούς μετά τους πολέμους. Απαραίτητα κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή στην εκκλησία, τουλάχιστον με έναν από τους δυο γονείς της, αν δεν μπορούσε ο άλλος. Είχαν μεγαλώσει τώρα οι δουλειές τους με λίγα πρόβατα ακόμα από την προίκα της Χρυσάνης, που αβγάτισαν το κοπάδι του. Μεγάλη ευλογία και το ποτιστικό χωράφι, προίκα της κι εκείνο και πολύ αποδοτικό. Απαραίτητα κάθε Σάββατο απόγευμα και στο κατηχητικό η Θωμαή, που έκανε στα παιδιά ο παππάς του χωριού τους, ένας αγιασμένος άνθρωπος, άξιος και φωτισμένος λειτουργός. Ένας μετά τον άλλον και οι έπαινοι από τους δασκάλους της και στην τελευταία τάξη κράτησε τη σημαία. Με άριστα το απολυτήριο του δημοτικού, με άριστα η επιτυχία της και στο γυμνάσιο, στο κοντινό κεφαλοχώρι. Νέοι και μεγαλύτεροι έπαινοι τώρα από τους καθηγητές της για την απόδοσή της. Μα στις δύο τελευταίες τάξεις, κάπως άρχισε να χαλαρώνει. Μετά από εκείνο το τριήμερο ταξίδι της στη πόλη με δυο συμμαθήτριές της, γύρισε άλλος άνθρωπος. «Είδα πώς ζει ο κόσμος παραπέρα κι εγώ δεν θα σκλαβωθώ ούτε στα χωράφια σας, ούτε στο “καλό κορίτσι” και στην “καλή γυναίκα” που όλο μου λέτε ότι πρέπει να γίνω», έλεγε και ξαναέλεγε απαιτητικά και με θράσος στους γονείς της.
     Μάταια εκείνοι προσπαθούσαν να την συνετίσουν. Μια μόνιμη ένταση επικρατούσε στο σπίτι, χωρίς να ξέρουν ο Σωκράτης με τη Χρυσάνθη πώς να την χειριστούν και πού μπορεί να βγει αυτό. Πίστευαν ότι μεγαλώνοντας λίγο ακόμα, θα «έπηζε το μυαλό της» και θα έβλεπε ποιο είναι το σωστό. Μα τίποτα. Τελειώνοντας το γυμνάσιο και ενώ είχε όλες τις προϋποθέσεις να σπουδάσει σε κάποια σχολή, εκτός από τις κάποιες οικονομικές δυσκολίες που είχαν στην οικογένεια, δεν ήθελε καθόλου ν’ ακούσει κάτι τέτοιο.
-  Εμείς θα περπατάμε ξυπόλυτοι, αλλά εσύ θα συνεχίσεις τα γράμματα, της έλεγαν μ’ ένα στόμα και οι γονείς της. Μάταια όμως.
-  Θα σας κάνω το χατίρι να τελειώσω το σχολείο, αλλά μέχρι εκεί. Θα πάω να ζήσω στην πόλη. Θα βρω εύκολα δουλειά, θα κάνω γνωριμίες, θα πηγαίνουμε εκδρομές, θα διασκεδάζω, θα περνάω όμορφα.
     Κατάπιναν το φαρμάκι τους ο Σωκράτης με τη Χρυσάνθη. Κάθε φορά που ξεκίναγαν μια συζήτηση γι’ αυτό το θέμα, κατέληγαν με φωνές από τις αντιδράσεις και την τέλεια ανυπακοή της Θωμαής. Ένα από τα πρώτα πράγματα που άλλαξε στη ζωή της μετά το τριήμερο στην πόλη, ήταν το όνομά της. Το έκανε «καλλιτεχνικό», «Θώμη»! Πώς να έβγαιναν με όλα αυτά στην κοινωνία του χωριού τους οι δικοί της, που ο ένας μετά τον άλλον έδειχναν την μέχρι χτες υπόδειγμα κόρη τους με το δάχτυλο; Αναρωτιόντουσαν συνέχεια «τι έχει φταίξει», μα απάντηση δεν μπορούσαν να βρουν.
      Η «Θώμη» ακολούθησε το δρόμο που είχε η ίδια χαράξει, αγνοώντας και πατέρα και μάνα και κοντινούς συγγενείς που καθημερινά την συμβούλευαν. Λίγες μέρες μετά το απολυτήριο του εξαταξίου γυμνασίου και με βαθμό «σχεδόν καλώς», έφυγε με άλλες δυο συμμαθήτριές της για την πόλη. Ευτυχώς, η διαγωγή της μόνο ήταν η πρέπουσα: «Κοσμιωτάτη».
-  Μόνη μου θα φτιάξω τη ζωή μου. Μην αρχίσετε τις επισκέψεις, για το “τι κάνω και πώς περνάω, αν βρήκα δουλειά κι άλλα τέτοια”», ήταν τα τελευταία της λόγια, αφήνοντας μαραζωμένους τους ανθρώπους που την ανάθρεψαν και την αγαπούσαν όσο τίποτα άλλο και κανένας άλλος στον κόσμο.
-  Δεν θα την αφήσει ο Θεός… Θα δει πώς είναι η ζωή και θα βρει το σωστό δρόμο, ήταν τα πιο συνηθισμένα λόγια από τους συγχωριανούς, να στηρίξουν το Σωκράτη και τη Χρυσάνθη.
     Μια φορά όλη κι όλη που πήρε η μάνα της την απόφαση να πάει στην πόλη να τη συναντήσει, να δει πώς ζει και πώς περνάει, γύρισε στο χωριό άπραγη και πιότερο φαρμακωμένη. Λίγες κουβέντες είπαν μόνο οι δυο τους.
-  Σας είπα πως μόνη μου θα τη στήσω τη ζωή μου και κάνετε πολύ άσχημα που ανακατευόσαστε.
-  Μα, ρε παιδάκι μου, είναι καιρός να δεις κι εσύ τι θα κάνεις. Τα χρόνια περνάνε. Πρέπει να νοικοκυρευτείς, να κάνεις οικογένεια. Άλλα κορίτσια σαν κι εσένα έχουνε παιδιά και περπατάνε και πάνε και σχολείο. Μην αφήνεις τον καιρό και περνάει…
-  Μάνα, αυτά τα έχουμε πει και τα έχουμε ξαναπεί. Εγώ ούτε ευθύνες θέλω, ούτε υποχρεώσεις να με τραβάνε. Θέλω να ζήσω τη ζωή μου χωρίς κανέναν στο κεφάλι  μου και χωρίς έννοιες και υποχρεώσεις. Να έχω όποτε θέλω τη διασκέδασή μου, τα ξενύχτια μου, τα μπουζούκια μου, τις εκδρομές μου και ότι άλλο γουστάρει η ψυχή μου! Ακόμα μεθυσμένη να με μαζεύουνε, να μην έχω να δώσω λόγο σε κανέναν! Ούτε είμαι απ’ αυτές εγώ, που θα δεσμευτώ μ’ έναν άντρα μόνο… Δεν θα φορέσω καπιστράνα, να με τραβάει ο καθένας από δω κι από κει! Εγώ θα τους τραβάω!
-  Τι να σου πω, ρε παιδάκι μου… Εύχομαι να μην μετανιώσεις κάποτε, ούτε για αυτά που λες, ούτε γι’ αυτά που κάνεις.
-  Μάνα, πρέπει να φύγεις τώρα, γιατί περιμένω κόσμο στο σπίτι…
     Αυτά ήταν να «νέα» που πήγε στον άντρα της από το παιδί τους η Χρυσάνθη.
-  Για λίγο έμεινα στο σπίτι που έχει νοικιάσει. Ένα σπιτάκι δίπλα σε μια πολυκατοικία είναι… Δυο καρέκλες, ένα τραπεζάκι, ένα πρόχειρο νοικοκυριό πρόλαβε να δει το μάτι μου κι ένα διπλό κρεβάτι, στο άλλο δωμάτιο, από τη μισάνοιχτη πόρτα. Άρον άρον μ’ έδιωξε, «γιατί περίμενε κόσμο», είπε διπλά και τριπλά φαρμακωμένη στον άντρα της.
-  Διπλό κρεβάτι;… Σόδομα και Γόμορρα!, είπε χαμηλόφωνα, φαρμακωμένος κι ο πατέρας της. Θα πάω να την πιάσω από τα μαλλιά, να τη φέρω σέρνοντας εδώ!, είπε σχεδόν αμέσως, με πολύ θυμό.
  Καλύτερα άστο… Θα το κάνεις πολύ χειρότερα… Ας τη φωτίσει ο Θεός, ήταν η απάντηση της σκασμένης από τη στενοχώρια Χρυσάνθης.
     Πίκρα πάνω στην πίκρα ο Σωκράτης με την γυναίκα του. Τί να έκαναν, όμως; Με τις «εντολές» που τους είχε δώσει, δεν τους άφηνε περιθώρια. Τους έφταναν όσοι «σκοτωμοί» είχαν προηγηθεί.
     «Ο Θεός να της ανοίξει τα μάτια» Αυτό έλεγαν, αυτό εύχονταν και αυτό προσεύχονταν μέρα και νύχτα. Καταλάβαιναν πως ο,τιδήποτε άλλο θα έκανε το κακό χειρότερο.
     Ο καιρός περνούσε και τα λίγα γράμματά της τα άνοιγαν με λαχτάρα στο χωριό οι γονείς της. Τους απαντούσε πάντα καθυστερημένα ή και καθόλου στα δικά τους γράμματα, και πάντα τυπικά και λιγόλογα: «Περνάω καλά και μην ανησυχείτε για μένα».
     Κάπου στον ένα χρόνο το γράμμα της τους αναπτέρωσε τις ελπίδες. Τους έγραφε ότι είχε καλή δουλειά με καλά λεφτά. Εκεί γνώρισε ένα «καλό παιδί» και θα πήγαιναν μαζί στο χωριό να τον γνωρίσουν. «Μακάρι να είναι όπως μας τα λέει, για να έχει και την προστασία του και να συνετιστεί στη ζωή της», είπαν ο ένας στον άλλον, αλλά με συγκρατημένη αισιοδοξία.
     Στο μήνα επάνω, κατέβηκε από το λεωφορείο στην πλατεία του χωριού, μαζί μ’ έναν αξύριστο νεαρό, με μακριά μαλλιά. Ήταν η πρώτη φορά που ξαναγύριζε στον τόπο της, από την ημέρα που «έριξε μαύρη πέτρα». Τα μάτια των συγχωριανών της που ήταν εκεί, έπεσαν με απορία επάνω τους, ξέροντας από τους γονείς της ότι την περίμεναν. Μόλις έφτασαν στο σπίτι, έμειναν κι εκείνοι σύξυλοι. Το «κατάπιαν» όμως, κι ας τους καθόταν στο λαιμό.
-  Με τον Άλκη θα ζήσουμε μαζί! Τον αγαπάω, με αγαπάει, ταιριάζουμε κι έχουμε τα ίδια όνειρα, ήταν οι κουβέντες της.
     «Μακάρι, αλλά αν τα όνειρα κι αυτουνού είναι σαν τα δικά σου, πολύ το φοβάμαι», ξεροκατάπιε η μάνα της.
     Από τα λίγα που είπαν με τον Άλκη, φαινόταν, όντως, καλό παιδί.
-  Μόλις είδα τους χωριανούς εδώ να με κοιτάζουν και τώρα που βλέπω πως με κοιτάζετε κι εσείς το ίδιο, κατάλαβα ότι δεν έπρεπε να έρθω να με γνωρίσετε έτσι και ζητάω συγνώμη. Την επόμενη φορά θα έρθω πολύ διαφορετικά απ’ ότι τώρα.
     Ένοιωσαν να χαίρονται ο Σωκράτης με τη Χρυσάνθη με αυτά του τα λόγια, αλλά η Θωμαή τους έκοψε την ίδια στιγμή τη φόρα.
-  Τι λες αγόρι μου! Τίποτα δεν θα πειράξεις από πάνω σου! Εμένα έτσι μου αρέσεις!
     Κοιτάχτηκαν οι γονείς του μεταξύ τους και ο κόμπος ξαναέκατσε πιο μεγάλος τώρα στο λαιμό τους.
      Τρεις μέρες έμειναν στο χωριό. Όταν ετοιμάζονταν να φύγουν, η μάνα της ξεκρέμασε από τον τοίχο τον μικρότερο από τους δυο καθρέφτες που είχε στο φτωχικό της και της τον έδωσε:
-  Δεν είδα να έχεις καθρέφτη στο σπίτι σου, όταν ήρθα… Πάρε τούτον να κοιτάζεσαι και να βγαίνεις περιποιημένη στη δουλειά σου και όπου αλλού πας, ήταν τα λόγια της.
     Μη καταλαβαίνοντας εκείνη το νόημα της χειρονομίας της, τον πήρε με χαρά.
-  Πράγματι, μου χρειάζεται! Ένας που έχω είναι πολύ μικρός, γι’ αυτό και δεν τον  είδες, της είπε και την ευχαρίστησε.
     Σε κάποιο από τα επόμενα  και αραιά γράμματα στους γονείς της, έγραψε σαν απάντηση για τον Άλκη, που τη ρωτούσαν τι κάνει και ότι τους φάνηκε για καλό παιδί:
     «Πάει ο Άλκης! Δεν ήταν του γούστου μου! Τώρα είμαι με τον Ντίνο!...».
     «Καμιά φορά να κοιτάζεις και τα μούτρα σου στον καθρέφτη που σου δώσαμε, να βλέπεις τί σου λέει κι αυτός», της έγραψαν στο επόμενο γράμμα. Τότε κατάλαβε εκείνη τί νόημα είχε η χειρονομία της μάνας της, όταν της τον έδωσε. Μη χάνοντας χρόνο, σηκώθηκε από την καρέκλα που διάβαζε το γράμμα, να πάει να τον σπάσει! Μα μόλις τον έπιασε στα χέρια της, άλλαξε ξαφνικά γνώμη και τον έβαλε μέσα σ’ ένα σεντούκι με διάφορα ρούχα της.
     «Άκου εκεί! Μου δώσανε και καθρέφτη να μου λέει την αλήθεια! Λες κι εγώ δεν την ξέρω την αλήθεια! Φτάνει που ότι κάνω ευχαριστεί εμένα και δεν μπορεί να έχει λόγο κανένα καθρέφτης», μονολόγησε δυνατά και νευριασμένη, μόλις έκλεισε με θυμό το ξύλινο σεντούκι.
***
     Τα χρόνια περνούσαν και καθεμιά από τις πολλές ασωτίες και καταχρήσεις της, άρχισαν να της αφήνουν σιγά σιγά η καθεμιά το αποτύπωμά της. Μόνοι τους οι γονείς της, γέροι πλέον, ανέβαιναν τον πολύ ανηφορικό γολγοθά με παρέα την πίκρα τους και τη μοναξιά τους.
     Ένα μεσημέρι, χτύπησε το κουδούνι της Θωμαής η γειτόνισσά της, η ψιλικατζού.
-  Πού ήσουνα, βρε Θώμη; Έχω έρθει άλλες δυο φορές και σ’ έψαχνα…
-  Γιατί; Τί με ήθελες;
-  Να… Δεν θέλω να σε ταράξω, αλλά δεν μπορώ να μη σου το πω. Γι’ αυτό σε ψάχνω, άλλωστε. Τηλεφώνησε ο ξάδελφός σου ο Αρίστος από το χωριό. Μου είπε ότι σε είχε πάρει και σένα τρείς φορές και δεν σε βρήκε σπίτι…
-  Τι θέλει ο Αρίστος;
-  Κοίτα να κανονιστείς να φύγεις. Πέθανε αιφνίδια ο πατέρας σου, της είπε μουδιασμένα.
     Σαν να την χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Σάστισε. Δεν ήξερε τι να κάνει.
-  Θες να σε βοηθήσω, κοπέλα μου; Να φωνάξω την αδελφή μου να μείνει λίγο στο μαγαζί και να ’ρθω να σε βοηθήσω, ή να στείλω εκείνη να σε βοηθήσει;
-  …Όχι… Όχι… Ευχαριστώ θα τα καταφέρω μόνη μου…
     Έκλεισε πίσω της την πόρτα και άρχισε να κλαίει γοερά. Θα έλεγα κανείς πως δεν θα της είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι κάποια στιγμή θα συμβεί κι αυτό! Πολύ σαστισμένη, δεν ήξερε τι να κάνει και πώς να φερθεί. Άνοιξε το σεντούκι, να βρει μαύρα ρούχα, να ετοιμαστεί και να φύγει. Να μπροστά της τότε και ο καθρέφτης! Τον έσφιξε στο στήθος της, κλαίγοντας ακόμα πιο γοερά:
     «Ευτυχώς, που δεν τον έσπασα τότε!... Είναι από τα λίγα πράγματα που δέχτηκα και πήρα από τη μάνα μου!».
     Μηχανικά κοίταξε μέσα του το πρόσωπό της. Δεν κατάλαβε πώς πέρασαν τόσα χρόνια και είχε αρχίσει να κάνει ρυτίδες που φαίνονταν στο πρόσωπό της.
     «Ήθελα να σε σπάσω τότε… Πόσες και πόσες φορές δεν μου είχες πει την αλήθεια, όταν κάθε πρωί καθρεφτιζόμουν σε σένα! Ποτέ μου δεν ήθελα να σε ακούσω. Πώς θα γινόταν τώρα να ξεκινήσω από την αρχή, να φτιάξω τη ζωή μου, όπως την έχουν φτιάξει οι άλλες κοπέλες της ηλικίας μου;».
     «Βαρέθηκα να σου τα λέω τόσες φορές! Πάντα με αγνοούσες! Κουράστηκα!», «άκουσε» να της απαντά της καθρέφτης. «Τώρα πια δεν έχω να σου πω κάτι καινούργιο. Κι αυτό που ζητάς, δεν μπορεί να γίνει πλέον. Η ζωή ποτέ και σε κανέναν δεν ξεκινάει για δεύτερη φορά. Σύρε να χαιρετίσεις τον πατέρα σου κι εκεί μπορεί να βρεις και ν’ ακούσεις κάποιον άλλο καθρέφτη…».
     Βγαίνοντας από το σπίτι, συνάντησε την συμμαθήτριά της στο γυμνάσιο, την Αντιγόνη, που την συνόδευαν οι δυο της γιοι. Ο ένας ετοιμαζόταν για φαντάρος κι ο άλλος τελείωνε το σχολείο. Απόρησε η Αντιγόνη που την είδε με τα μαύρα κι αμέσως έμαθε από την ίδια για το θάνατο του πατέρα της.
     «Κάπως έτσι θα ήμουν κι εγώ, με οικογένεια και ανθρώπους να στηριχτώ επάνω τους, αν είχα τότε μυαλό στο κεφάλι μου και δεν τα πέταγα όλα όσα μου έλεγαν οι άνθρωποι που μ’ αγαπούσαν!, ψέλλισε πολύ θλιμμένη και συνεχίζοντας το δρόμο της για το σταθμό λεωφορείων, να φύγει για το χωριό.
     Φτάνοντας, άκουσε την καμπάνα να χτυπάει πένθιμα και η θλιμμένη καρδιά της λύγισε. Η αυλή του σπιτιού ήταν γεμάτη κόσμο, για το ξόδι του πατέρα της. Πριν μπει μέσα, ν’ αγκαλιάσει τη μάνα της και να της δείξει έτσι τη συντριβή της και τη μεταμέλειά της, άκουσε να λέει χαμηλόφωνα μια γυναίκα στη διπλανή της, που ούτε η Θωμαή τις γνώριζε, ούτε εκείνες τη Θωμαή:
     «Τον έφαγε ο καημός της κόρης του»!
     Σε λίγο αγκαλιάστηκαν μάνα και κόρη, δίπλα από το φέρετρο με το νεκρό, χωρίς να λένε κουβέντα. Μόνο έκλαιγαν πολύ δυνατά, μένοντας σφιχταγκαλιασμένες για ώρα.
     Λίγο πριν έρθει ο παπάς να ξεκινήσει η κηδεία από το σπίτι, είχε πάρει οριστικά την απόφασή της, βλέποντας τη μάνα της πραγματικό ράκος. Πραγματικό ράκος και η ίδια. Την είχαν αποτελειώσει τα λόγια εκείνης της γυναίκας, πριν μπει στο σπίτι.
     «Μάνα, δεν θα ξαναφύγω! Θα μείνω και θα ζήσουμε μαζί από εδώ και πέρα. Θα κοιτάξω να βρω εδώ καμιά δουλειά και δεν θα ξαναφύγω ποτέ!», της είπε όταν γύριζαν στο σπίτι οι δυο τους, μετά την κηδεία.
     «Σαν τι δουλειά να βρει εδώ, παιδάκι μου;», ήταν η απάντηση και ερώτηση μαζί της πολυβασανισμένης μάνας, που πάνω στον αβάσταχτο πόνο της για λίγο αναθάρρεψε.
     «Στο λεωφορείο που ερχόμουνα, άκουσα ότι ζητάνε μια κοπέλα στο συνεταιρισμό… Αν είμαι τυχερή…».
     Την άλλη μέρα κιόλας πήγε στον πρόεδρο του συνεταιρισμού. Ένας καλοκομμένος ανύπαντρος πενηντάρης, που του συστήθηκε:
-  Δεν είμαι και τόσο κοπέλα, αλλά αν νομίζετε ότι σας κάνω, θα μ’ ενδιέφερε πολύ η θέση!
     Ο πρόεδρος την κοίταξε ερευνητικά, έχοντας ακούσει λίγο πολύ και για τη ζωή που έκανε στην πόλη. «Εσένα θα σε χρειαστούμε», σκέφθηκε πονηρά μέσα του και σε λίγο έδωσαν τα χέρια για το διορισμό της! Θέλοντας να του διώξει ευθύς εξ αρχής τις πονηρές σκέψεις, που κατάλαβε ότι περνούσαν από το μυαλό του, με τον τρόπο που την «έκοβε» από πάνω μέχρι κάτω, του είπε ορθά κοφτά, αφού είχε εξασφαλίσει με υπογραφή και το διορισμό της στο συνεταιρισμό:
-  Θέλω να ξέρω το ωράριό μου. Τις ελεύθερες ώρες μου πρέπει να βοηθάω τη μητέρα μου και κάποια απογεύματα και αργίες θέλω να φροντίζω το κλειστό μοναστήρι μας.

 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 26.12.2025

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2025

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: «Ταξιδευτές του ονείρου», του Νίκου Σακελλαρόπουλου


     Ένα ακόμα πολύ σπουδαίο βιβλίο του μου έστειλε ο συντοπίτης μου και με λαμπρή πορεία στη λογοτεχνία - πολλά και μεγάλα λογοτεχνικά βραβεία, κ. Νίκος Σακελλαρόπουλος, από το Λεχούρι Καλαβρύτων, με ιδιόχειρη αφιέρωση φιλίας και εκτίμησης. Τίτλος του, «Ταξιδευτές του ονείρου», και είναι πραγματικές «σταγόνες ψυχής και χαμόγελου», από τις εκδόσεις ΜΙΧΑΛΗ ΣΙΔΕΡΗ, Οκτώβριος 2025. Αποτελείται από 235 σελίδες, εκ των οποίων στις πρώτες 168 περιέχονται δέκα εννέα (19) διηγήματα και στις υπόλοιπες 67 δεκατέσσερα (14) ευθυμογραφήματα.
     Το βιβλίο αυτό του συμπατριώτη κ. Νίκου Σακελλαρόπουλου, είναι ένα ακόμα απόκτημα στη βιβλιοθήκη μου και στην ψυχή μου. Η γλώσσα του είναι «στρωτή», κελαρυστή, που καθόλου δεν κουράζει. Το διαβάζεις και είναι το ίδιο σαν ν' ακούς ποιοτική μουσική! Βρίσκεις στις σελίδες του το συναίσθημα και την ανθρώπινη καλοσύνη σε όλο τους το μεγαλείο. Συναντάς τις γυναίκες που δεν γιόρτασαν ποτέ, γιατί πέρα από την «κουλτούρα» του πρόσφατου παρελθόντος, οι ανάγκες επιβίωσης ήταν ο πρωταρχικός και ο μοναδικός της ζωής τους. Βρίσκεις την αληθινή - ανιδιοτελή αγάπη, την αγνότητα των ανθρώπων και την αταλάντευτη προσήλωσή τους στις Αξίες. Συναντάς αυτό που επιβάλλεται καθημερινά ο καθένας μας να κάνουμε: Την αυτοκριτική, που εδώ γίνεται, «μιλώντας» με κάποιο απειροελάχιστο ον στη γη, ένα σκαθάρι, που θα μπορούσες όχι μόνο να μην ασχοληθείς καν μαζί του, αλλά να το πατήσεις με τη μύτη του παπουτσιού σου. Όλα τα κεφάλαιά του, οι σελίδες του, οι παράγραφοί του, ωθούν-«σκουντάνε» τον αναγνώστη να προβληματιστεί, να κινητοποιηθεί προς αυτά που βλέπει να χάνονται και προς αυτά που και ό ίδιος μπορεί να έχει απεμπολήσει. Με ιδιαίτερο θαυμασμό συναντάς και κάτι ακόμα πιο σπάνιο σ’ αυτό το βιβλίο: Τον μεγάλο αριθμό διακρίσεων των διηγημάτων του σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς που έχει συμμετάσχει ο συγγραφέας, εντός και εκτός Ελλάδος!
     Στο πάμπλουτο με προβληματισμούς, μηνύματα και διδάγματα αυτό πνευματικό έργο, εικονίζεται ανάγλυφα και η πολύ υψηλού επιπέδου παιδεία του πνευματικού δημιουργού. Η θαυμάσια πλοκή του δεν αφήνει τον αναγνώστη να το κλείσει, αφού το ενδιαφέρον είναι συνεχές και αμείωτο. Μα κι όταν το κλείνει, γιατί οι καθημερινές υποχρεώσεις τρέχουν, αγωνιά για τη στιγμή που θα το ξανανοίξει, να δει τη συνέχεια!
     Για επίλογο αυτής της πολύ σύντομης παρουσίασης, θέλω να σταθώ στον επίλογο του κ. Νίκου, στο τέλος του βιβλίου του, παραθέτοντας αυτούσιους κάποιους προβληματισμούς του για τον άνθρωπο, την ανθρωπότητα, αλλά και για το βιβλίο. Τίτλος του επιλόγου του, στην 222 σελίδα: «Το βιβλίο μπροστά στη νέα τάξη πραγμάτων».
     «Ο 20ός αιώνας σημάδεψε την πορεία της ανθρωπότητας[…]. Το σύγχρονο θεωρείται πολύ σύντομα απαρχαιωμένο και εύλογα γεννιέται το ερώτημα: πού βαδίζει καλπάζοντας ο άνθρωπος· στην ευημερία του ή στην καταστροφή· στο μεγαλείο ή στην τραγωδία· Στην αναγέννησή του ή στον αφανισμό του;[…]
     Τα τελευταία χρόνια, η Τεχνητή Νοημοσύνη (ΑΙ) έκανε δυναμικά την εμφάνισή της και η εφαρμογή της εξαπλώνεται με ραγδαία ταχύτητα παγκοσμίως[…]. Γράφονται αυτά, γιατί αφορούν σε καταλυτικό βαθμό, όχι απλώς την τύχη του λογοτεχνικού βιβλίου, αλλά και την πορεία του πνεύματος. Ο σημερινός άνθρωπος, όλο και περισσότερο παύει να σκέφτεται, να οραματίζεται, να επιθυμεί[…]. Πορεύεται με απογυμνωμένο τον εσωτερικό του κόσμο, χωρίς ιδανικά, κοινωνικό σκοπό, κριτική σκέψη, πανανθρώπινη αλληλεγγύη[…]. Πολύ σύντομα (με την τεχνητή νοημοσύνη) θα μπορούν να γίνουν λογοτέχνες και οι τελείως άσχετοι ή οι παντελώς αγράμματοι[…]. Αλίμονο αν χαθεί η ελπίδα και η ανθρωπότητα βυθιστεί στην αδράνεια της αδιαφορίας και, το χειρότερο, της απελπισίας.
     Τέλος, ας ελπίσουμε πως το βιβλίο – όχι μόνο θα παραμείνει στην παραδοσιακή του μορφή, αλλά θα αναβαθμιστεί ποιοτικά και καλλιτεχνικά, και θα πάρει τη θέση που του αξίζει. Αυτά, βέβαια, δεν γίνονται με ευχολόγια, χρειάζεται αφύπνιση συνειδήσεων και αγωνιστική διάθεση: “Συν Αθηνά και χείρα κίνει”».
 
     Αξιότιμε φίλε Κύριε Νίκο Σακελλαρόπουλε, υποκλίνομαι με πολύ σεβασμό στην προσωπικότητά σου και με μεγάλη ευλάβεια στις γραφές σου! Σε ευχαριστώ θερμότατα για ένα ακόμα πραγματικά ανεκτίμητο δώρο σου! Με τη «συνεχή και κοπιώδη λαμπαδηδρομία» στη ζωή σου, φωτίζεις το δρόμο μας και μας δίνεις τα καλύτερα διδάγματα και τα καλύτερα εφόδια για την δική μας ζωή!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 22.12.2025


Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2025

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: «Θρυαλλίς»-παιδικό παραμύθι, της Μαρίας Γ. Κουρνέτα

                             

     Γνώρισα την εκπαιδευτικό-καθηγήτρια αγγλικής φιλολογίας και συγγραφέα παιδικών βιβλίων-παραμυθιών Μαρία Κουρνέτα σε μια όμορφη πνευματική συνάντηση, με οικοδεσπότη τον εκδοτικό οίκο «Εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές» στο κέντρο της Αθήνας, πριν ένα χρόνο, περίπου. Πραγματική ευλογία και η πρόσφατη πνευματική συνάντηση με τον ίδιο πανάξιο οικοδεσπότη στον ίδιο χώρο, μας έδωσε τη χαρά να ξανανταμώσουμε και με την Μαρία, φίλη πολύτιμη πλέον. Σε μια αυθόρμητη ευγενική χειρονομία της, μου χάρισε το πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο της (παιδικό παραμύθι) από τις «Συμπαντικές Διαδρομές», με ιδιόχειρη αφιέρωση «αγάπης εκτίμησης και πολλών ευχών». Τίτλος του: «Θρυαλλίς».
     Ιδιαίτερος ο συμβολισμός, αλλά και μήνυμα συνάμα ο τίτλος του, με δεδομένο ότι θρυαλλίδα είναι το φιτίλι που πυροδοτεί έναν εκρηκτικό μηχανισμό. Μεταφορικά έχει την έννοια ενός μέσου που γίνεται η αφορμή ενός μεγάλου γεγονότος που φέρνει ανατροπές. Στο παραμύθι της Μαρίας Κουρνέτα οι ανατροπές είναι μόνο θετικές.
     Από τα πολύ μακρινά χρόνια, την «αυγή του Χρόνου» και της μυθολογίας έρχεται η Νύμφη Θρυαλλίδα του όμορφου παραμυθιού, κόρη της Γαίας και του Κεραυνού. Οι εκατονταετίες, οι καιροί, οι αιώνες περνούσαν πολύ όμορφα. Έτσι όμορφη ήταν και η ζωή της. Η θεά Ήρα, «φύλακας της κοσμικής αρμονίας», της ανέθεσε να «προστατεύσει το νήμα που συνδέει τους Ανθρώπους με τη Φύση», αφού η αρμονία μεταξύ τους είχε διαταραχθεί.
     Ας δούμε μέσα από το παραμύθι ποια ήταν η σχέση των ανθρώπων με τη φύση και ποια η συμπεριφορά τους απέναντί της:
     «[…]Από ανοησία, πείσμα και παιδιάστικο εγωισμό δεν ήθελαν να ζουν κοντά στη φύση κι άρχισαν να ξεχνούν ότι είναι η μητέρα τους[…] Κατέστρεφαν τα δάση, μόλυναν τα ποτάμια και πλημμύριζαν τις θάλασσες με απορρίμματα[…] Απομακρύνθηκαν στις πόλεις και ύψωσαν τείχη στη φύση και στις καρδιές τους[…] Της φέρονταν βάναυσα. Αδιαφορούσαν για την ομορφιά, για την αρμονία, δεν άκουγαν πια τη μουσική των φυτών, το τραγούδι της πέτρας, δεν χόρευαν στους ρυθμούς που έχουν τα σύννεφα[…]».
     Η Νύμφη συγκέντρωσε μια ομάδα ανθρώπων, που έμπρακτα αγαπούσαν τον κόσμο, κι άρχισε να εργάζεται μαζί τους: Φύτεψαν δέντρα, καθάρισαν τα ποτάμια, αγάπησαν τα ζώα κι έτσι άρχισε σιγά σιγά να έρχεται η αλλαγή, που επανέφερε την ισορροπία και η φύση αναζωογονήθηκε. Τότε οι άνθρωποι «έμαθαν ότι η γη δεν είναι απλώς σπίτι τους, αλλά και φίλος και μυστικό καταφύγιο της μαγείας».
     Για την αξία των παραμυθιών έχουν μιλήσει μεγάλα στόματα και έχουν γράψει μεγάλα μολύβια. Όταν ένα παιδί διαβάζει ή ακούει παραμύθι που του διαβάζει κάποιος μεγαλύτερος, μαγεύεται! Ταυτίζεται με τους ήρωές του! Όλοι έχουμε περάσει από την παιδική ηλικία και ποιος μπορεί να ξεχάσει ότι πάντα θέλαμε να είμαστε ο «καλός» του παραμυθιού! Γι’ αυτό, από τότε που σταματήσουμε να λέμε και να διαβάζουμε παραμύθια στα παιδιά έχουμε φτωχύνει!
     Μα η Θρυαλλίς, όπως και κάθε παραμύθι, δεν έρχεται μόνο να ψυχαγωγήσει και να διδάξει τα παιδιά. Έρχεται να «ταρακουνήσει» κι εμάς τους μεγάλους για τη βάναυση συμπεριφορά μας στη φύση! Γιατί κι εμάς τους μεγάλους διδάσκουν τα παραμύθια και κάποιες φορές μπορεί και περισσότερο από τα παιδιά.
     Θέλοντας να βλέπουμε το «ποτήρι μισογεμάτο» ας ευχηθούμε και προπάντων ας προσπαθήσουμε να γινόμαστε και να είμαστε η «ομάδα της Θρυαλλίδας», ή αλλιώς το «προζύμι» που έχει τη δύναμη ν’ αλλάξει τον κόσμο.
     Το βιβλίο είναι υπερπολυτελούς έκδοσης με ενισχυμένα φύλλα που το προστατεύουν από τη φθορά. Η εικονογράφησή του είναι πολύ πλούσια, έτσι που μαγνητίζει το βλέμμα των παιδιών. Ένας ακόμα πολύ καλός «μαγνήτης» είναι και η γραμματοσειρά, μεγάλα πλεονεκτήματα των εκδόσεων «Συμπαντικές Διαδρομές» όλα αυτά.
     Αγαπητή φίλη Μαρία Κουρνέτα, σ’ ευχαριστώ για το πολύτιμο δώρο σου! Έχεις εδραιωθεί με άριστη αρχιτεκτονική στη συγγραφή και στη διδασκαλία του παραμυθιού, και όχι μόνο. Καλή δύναμη, για την καλύτερη συνέχεια σου εύχομαι!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 20.12.2025

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2025

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: «Τα παιδιά μας οδηγούν ΙΙΙ», του Σωτηρίου Χριστόπουλου


     Μια ακόμα όμορφη πνευματική συνάντηση, με οικοδεσπότη τον εκδοτικό οίκο «Εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές» στο κέντρο της Αθήνας, μας έδωσε μια ακόμα ευκαιρία για ξεχωριστή και δημιουργική συνάντηση με τον πολύτιμο φίλο, εκπαιδευτικό και συγγραφέα παιδικών βιβλίων Σωτήριο Χριστόπουλο. Εκεί μου χάρισε και το τελευταίο του πνευματικό δημιούργημα, το βιβλίο του «Τα Παιδιά μας Οδηγούν ΙΙΙ», με ιδιόχειρη αφιέρωση εκτίμησης. Εκτός από τα άλλα βιβλία του συγγραφέα, έχουν προηγηθεί το «Ι» και το «ΙΙ» με τον ίδιο τίτλο και από τις ίδιες εκδόσεις.
     Πέρα από το πιστοποιημένο χάρισμα που έχει ο πολύ αγαπητός Σωτήρης να αγγίζει με πολλή ευαισθησία τις παιδικές ψυχές μέσα από τα βιβλία του, δίνει και σ’ εμάς τους μεγάλους μηνύματα, όπως έχω γράψει και άλλοτε. Αν η παιδική αθωότητα, η αγάπη, η ειλικρίνεια και τα αγνά αισθήματα των μικρών φίλων μας ήταν και δικό μας προτέρημα, σίγουρα θα ήταν πολύ διαφορετικός ο κόσμος, γεμάτος αγάπη, χωρίς μίση, χωρίς πολέμους, χωρίς καταστροφές. Αν τα τόσα και τόσα υπερ-αστρονομικά ποσά που δαπανώντα για την καταστροφή πήγαιναν σε έργα αγάπης, πόσο διαφορετικοί θα είμαστε και ως άνθρωποι!
     Σε τούτο το βιβλίο του, η δασκάλα ενός σχολείου, πήγε στους μικρούς μαθητές της ένα μεγάλο χάρτινο κουτί, ζωγραφισμένο με αστέρια και καρδιές,  το «κουτί των ευχών». Με πολλή χαρά για το πρωτότυπο αυτό παιχνίδι τα παιδιά, έριχναν μέσα χαρτάκια με ευχές, σαν να «ψήφιζαν» στην κάλπη! Μερικές από τις αγνές και άδολες ευχές τους: «Να μην μαλώνουμε ποτέ»! «Να γελούν όλοι κάθε μέρα»! «Να βρεθεί φίλος για εκείνον που νοιώθει μόνος»! Αργότερα, που μέσα από το παιχνίδι και τις δράσεις τους οι ευχές γίνονται ελπίδες και αρχίζουν να πραγματοποιούνται.
     Ας δούμε μερικά από τα μηνύματα του βιβλίου:
  Βλέποντας ο πατέρας του Πέτρου τα παιδιά να παίζουν σε αμυδρό φωτισμό, λόγω διακοπής ρεύματος, λέει στη γυναίκα του: «δες τα… σκοτάδι κι όμως φέγγουν περισσότερο απ’ όλες τις λάμπες»!
-  Ο Στέφανος, ένα από τα παιδιά, λέει: «Το φως δεν είναι μόνο στα καλώδια. Είναι στα μάτια όσων αγαπούν»!
-  Η Μαρίνα ψιθύρισε: «Δεν χρειαζόμαστε ρεύμα. Έχουμε το φως της καρδιάς μας»!
-  Ο Αντώνης που είχε χάσει το ποδήλατό του και αργότερα είδε να το έχει ένα άλλο αγόρι, του είπε: «Ξέρεις… ήταν δικό μου, αλλά βλέπω ότι το αγαπάς. Κράτησέ το»!
-  Βλέποντας τα παιδιά τον ανθόκηπο, που με τα χέρια τους φύτεψαν και τα ίδια τον φρόντιζαν να έχει ανθίσει και να είναι πανέμορφος, «ένοιωσαν ότι η καλοσύνη δεν είναι πράξη, αλλά τρόπος να υπάρχουμε»!  
     Το βιβλίο είναι υπερπολυτελούς έκδοσης με ενισχυμένα φύλλα που προστατεύεται έτσι από τη φθορά και πολύ πλούσια εικονογράφηση, που προσελκύει πολύ τα παιδιά – ένα ακόμα μεγάλο πλεονέκτημα των εκδόσεων «Συμπαντικές Διαδρομές».
     Μπορείτε να δείτε/διαβάσετε και για τα δύο προηγούμενα βιβλία της σειράς του Σωτηρίου Χριστόπουλου, το «τα παιδιά μας οδηγούν Ι», ΕΔΩ, και «τα παιδιά μας οδηγούν ΙΙ», ΕΔΩ.
     Αγαπητέ μου φίλε, ομότεχνε και με Καλαβρυτινές ρίζες  Σωτήρη Χριστόπουλε, μαζί με τις ευχαριστίες μου, και τα συγχαρητήριά μου! Όταν επενδύουμε στα παιδιά, επενδύουμε στο μέλλον! Είσαι πραγματικά αξιοθαύμαστος! Σου εύχομαι καλές διαδρομές στον όμορφο κόσμο των πνευματικών δημιουργιών! Ευχή μου και επιδίωξή μου, βεβαίως, να συναντιόμαστε συχνά σε τέτοια πνευματικά σταυροδρόμια!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 19.12.2025

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2025

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: «Το βρόχινο νερό». Συλλογή διηγημάτων του Ελευθέριου Αναστ. Τσιρώνη


     Ένα ακόμα πνευματικό του «παιδί» μου έστειλε/μου χάρισε πρόσφατα, με ιδιόχειρη αφιέρωση τιμής, εκτίμησης και φιλίας ο φτασμένος συγγραφέας και προσωπικός μου φίλος Λευτέρης Τσιρώνης, που στολίζει τη βιβλιοθήκη μου και γεμίζει την ψυχή μου! Πρόκειται για τη συλλογή διηγημάτων του, με τον τίτλο «ΤΟ ΒΡΟΧΙΝΟ ΝΕΡΟ», από τις Πατρινές εκδόσεις «ΤΟ ΔΟΝΤΙ», 2025. 
     Προσωπικά βιώματα των παιδικών του χρόνων παρουσιάζει και σ’ αυτό το βιβλίο γλαφυρά και απεικονιστικά η πένα του Λευτέρη Τσιρώνη. Πολύ συχνά, αν όχι πάντα, βιώματα, εμπειρίες και προσωπικές στιγμές είναι που πυροδοτούν τη λογοτεχνία. Το έργο του μιλάει ζωντανά για τη ζωή των ανθρώπων του χωριού του, τη Μικροσπηλιά Άρτας και της πόλης της Άρτας, στα χρόνια της εφηβείας και των σχολικών χρόνων του συγγραφέα, μιλάει, όμως, και για προγενέστερα χρόνια. Δεν λείπουν από τη συλλογή ούτε τα εύθυμα διηγήματα, ούτε εκείνα που μπορεί να σου σφίγγουν την καρδιά.
     Περιγραφικότατος πάντα ο Λευτέρης, «παίρνει μαζί του» ακούραστα και τον αναγνώστη! Του εξωτερικεύει με κάθε λογοτεχνική πληρότητα κι έναν πολύ πλούσιο αριθμό εικόνων, νοσταλγίες του που έχει καλά κρατημένες μέσα του. Το διήγημα «το βρόχινο νερό», που δάνεισε τον τίτλο του και σε όλο το βιβλίο, απέσπασε το πρώτο βραβείο διηγήματος της ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ σε Πανελλήνιο και Παγκύπριο διαγωνισμό για το 2024! «Τα δάκρυα του ουρανού» (το βρόχινο νερό), συνέλεγαν στο παρελθόν πολλά νοικοκυριά, ορεινών και απομακρυσμένων κυρίως περιοχών, για κάθε οικιακή χρήση, ακόμα και για πόσιμο! Και η «Κυριάκω» θυμίζει σε πολλούς εξ ημών την κάθε καλοκάγαθη επιστάτρια ή μικροπωλήτρια, ή και τα δυο μαζί στα σχολειά μας. Όλοι μας έχουμε να διηγηθούμε παρόμοιες ιστορίες. Μια πραγματικά αληθινή και αμοιβαία σχέση σεβασμού και αγάπης είχε αναπτυχθεί με τις προστάτιδές μας αυτές. Αξέχαστη και η δική μας κυρά-Χαρίκλεια από τη Χόβολη Καλαβρύτων στο γυμνάσιο Αροανίας, «αδελφή» της «Κυριάκως».
     Κοινά τα βιώματα και από τα αυστηρά βλέμματα κάποιων δασκάλων ή καθηγητών, που, όμως, μπορεί και να είχαν μια καρδιά περισσότερο παιδική από την παιδική! Ένας άλλος προσηλωμένος στην αποστολή του εκπαιδευτικός, «ο δάσκαλος των φτωχών», ο «κύριος Γιάννης Αγγέλης», πρωταγωνιστεί στο 8ο διήγημα του βιβλίου, «Στο βιβλιοπωλείο του Αγγέλη». «Αμοιβή» του ήταν η επιτυχία των μαθητών του στο γυμνάσιο, που τότε γινόταν με εξετάσεις! Όσο για κάποιο «salto mortale», ένα από τα δεκαεπτά διηγήματα της συλλογής κι αυτό, πολλοί το ονειρευτήκαμε εκείνα τα χρόνια, αλλά δεν το ζήσαμε. Το «ζήσαμε» μόνο με τη φαντασία μας και με ακούσματα από το μοναδικό μέσο που μας έβγαζε τότε στο παράθυρο και «βλέπαμε» τον κόσμο, το ραδιόφωνο, που και πολλοί δεν το είχαμε! Δύσκολα χρόνια, με στερήσεις και ανέχειες πολλές φορές, όμως αγνά και αληθινά. Γι’ αυτό και τα νοσταλγούμε. 
 
     Αγαπητέ μου φίλε, Λευτέρη, πάντα ένα ταξίδι μπορεί να είναι κι ένα βιβλίο, όπως κι ένα βιβλίο είναι στα σίγουρα ένα ταξίδι! Σ’ ευχαριστώ για το όμορφο και νοσταλγικό αυτό πισωγύρισμα! Κάθε φορά που διαβάζω βιβλία σου, ή μου έρχονται στο νου γραφόμενά σου, έχω να πω το ίδιο πράγμα: Μας χωρίζουν περισσότερα από τρεις εκατοντάδες χιλιόμετρα. Από τις εσχατιές της Άρτας εσύ κι από τις εσχατιές των Καλαβρύτων εγώ, κι όμως νοιώθω ότι μεγαλώσαμε μαζί! Σταθήκαμε και τυχεροί συνάμα, Λευτέρη, που φεύγοντας από την αγκαλιά και από την αναντικατάστατη θαλπωρή του πατρικού σπιτιού, βρήκαμε καλούς «κηδεμόνες» και μας στήριξαν και μας έδωσαν εφαλτήρια στη ζωή. Πάντα τους ευγνωμονούμε!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 17.12.2025

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2025

«Το δικαίωμα της σιωπής»! (σατιρικό ποίημα)


                                                                              Δίσεκτοι καιροί κι αν έρθουν
                                                κι αν στα δύσκολα σε φέρουν,
                                                «πού το βρήκες», αν ρωτάνε.
                                                «το καγιέν», όσοι πεινάνε,
                                                μάθε έτσι να τα λες,
                                                «όπως τα ’πε» κι ο «φραπές»!*
                                                Όμως, πρόσεχε, ρε μαύρε!
                                                Κάλλιο, προφυλάξεις πάρε.
                                                Μα αν είσαι και μικρός,
                                                δυο φορές προσεκτικός!
                                                Δεν αργεί καμιά φορά,
                                                της αχλάδας η ουρά!
-------------------------------------------
* Γράφηκε με αφορμή την κατάθεση του... λαλίστατου «φραπέ» στην εξεταστική επιτροπή για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, που επέλεξε «το δικαίωμα της «σιωπής»!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 12.12.2025
                                        https://nikolpapak.blogspot.com/2021/08/blog-post_29.html

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2025

Μαρτυρία αγάπης!


     Ήταν στα πρώτα χρόνια της Νοσηλευτικής μου διαδρομής, που προσπαθούσα να βρω το βηματισμό μου στο λειτούργημα που, παρά τις πολλές δυσκολίες του, είχα αρχίσει ν' αγαπώ. Ένα πρωί έλαβα την εντολή από την προϊσταμένη να συνεργαστώ και να βοηθήσω τον Ελβετό οδοντίατρο, τον κύριο Julien Griver στο οδοντιατρείο του Νοσοκομείου, τον οποίο δεν γνώριζα καν.
     Μπαίνοντας στο οδοντιατρείο, αντίκρυσα έναν ευπαρουσίαστο νεαρό οδοντίατρο, σκυμμένο επάνω στον ασθενή του. Τα πολύ «σπασμένα» τα ελληνικά του, δεν με εμπόδισαν να διακρίνω την απλότητα του χαρακτήρα του, που με κέρδιζε από τη στιγμή εκείνη. Του συστήθηκα και του είπα ότι θα συνεργαστούμε, ρωτώντας τον με ποιόν τρόπο μπορώ να τον βοηθήσω.
     «Καθίστε να μας κάνετε παρέα!», μου είπε σε ξενική πάντα προφορά αλλά με ζέση καρδιάς, κάνοντάς με να απορώ και τον ρώτησα χαριτολογώντας:
     «Αυτή θα είναι η βοήθειά μου;»,
     «Oui! Αυτή! Όταν χρειαστώ κάτι θα σας πω!…».
     Μιλούσε αργά και ύστερα από σκέψη, ποιες λέξεις να χρησιμοποιήσει στη συνομιλία μας, για να με καταλάβει και να τον καταλάβω. Συμβουλευόταν πολύ συχνά το γαλο-ελληνικό λεξικό του, που είχε σε  μικρή απόσταση, δίπλα ακριβώς από την επιφάνεια εργασίας του οδοντιατρείου.
     Περιμένοντας τις οδηγίες του για την βοήθειά μου, συνέχισε την ομιλία του με τον ασθενή, σκυμμένος πάνω από το πρόσωπό του:
     «Ανοίξτε το στόμα σας…».
     Όμως, ήξερε ότι έπρεπε του να πει κάτι ακόμα, το οποίο δεν το θυμόταν στα ελληνικά και είπε μια γαλλική λέξη. Με ένα βήμα προς τα δεξιά του, ξεφύλλισε το λεξικό του και αμέσως επιστρέφει στον ασθενή, συμπληρώνοντας μεταφρασμένη στα Ελληνικά την λέξη  - προτροπή του:
     «…παρακαλώ!»!!!
     Αυτή του η υπομονή, αυτή του η ευγένεια, αυτή του η ανθρωπιστική προσέγγιση στον ασθενή, ήταν για εμένα το καλύτερο μάθημα αγάπης για όλη την μετέπειτα την νοσηλευτική μου πορεία, που, όχι μόνο ποτέ δεν ξέχασα, αλλά και πάντα το δίδασκα και σε άλλους συναδέλφους, ιδίως τους νεότερους.
     Η πρώτη αυτή γνωριμία μας με τον αδελφικό φίλο, πλέον Julien Griver, ήταν σταθμός για όλα τα επόμενα χρόνια μέχρι σήμερα που σκαρφαλώνουμε στα εβδομήντα, αλλά και για όσα ακόμα θα είμαστε στη ζωή!
     Αδελφέ μου, Julien, Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, για την ανιδιοτελή και πολυετή προσφορά σου στη χώρα μας! Νοιώθω την ανάγκη να μοιράζομαι στο διαδίκτυο κάτι από την πρώτη μας γνωριμία!
     Πολύ αγαπητέ φίλε Σταύρο Ψιλλάκη, «ισαδελφέ», Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, που με τόση ευαισθησία έσκυψες πάνω στην αγάπη αυτή κι έκανες τη ζωή, την προσφορά και την προσωπικότητα του αδελφού μας Julien ταινία, προς διδασκαλία της ανθρωπότητος! Ο τίτλος του πανάξια βραβευμένου ντοκιμαντέρ σου «σμιλεμένες ψυχές», τα λέει όλα!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 1.12.2025
https://nikolpapak.blogspot.com/2021/08/blog-post_29.html
    
           
                                                                     Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος