Δεν μπορεί να πει κανείς εύκολη την προσαρμογή από το δημοτικό στο γυμνάσιο, ειδικά κάποια χρόνια πριν, με τις αναμνήσεις από το δημοτικό έντονες και νοσταλγικές. Μακρινό παρελθόν έμοιαζε και το καλοκαίρι, που εκτός από την ξενοιασιά, η υπερηφάνεια του τίτλου «μαθητής γυμνασίου» ήταν μεγάλο συναίσθημα, αφού το προνόμιο δεν το είχαν όλοι. Με το άνοιγμα των σχολείων, όμως, ο τίτλος συγκρουόταν έντονα με τη νέα πραγματικότητα. Ο εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου είχε μείνει κι αυτός πίσω και τα πρωτάκια στο νέο τους και μη γνώριμο περιβάλλον, αν και δύσκολα, είχαν αρχίσει να μπαίνουν στο πρόγραμμα και στο κλίμα των γυμνασιακών σπουδών.
Κάπως συνοφρυωμένη μπήκε η φιλόλογος στην
αίθουσα της Α΄ τάξης εκείνου του ορεινού χωριού στις αρχές του Νοέμβρη, όπως και τα περισσότερα πρωινά. Αυστηρή και με την ειρωνεία
πάντα έτοιμη για τους μαθητές και τις μαθήτριές της, αφού δεν είχαν τον δικό της
πρωτευουσιάνικο «πολιτισμό». «Χωριατόπαιδα.... Τι περιμένεις;...», την είχε
ακούσει μια μαθήτρια, η Αριστέα, που είπε σε μια τηλεφωνική συνομιλία της από το περίπτερο της πλατείας, πιθανότατα με
κάποιον φίλο ή κάποια φίλη, μπορεί και συνάδελφό της, ή συγγενή της στην πρωτεύουσα του
νομού, αφού είχε την «ατυχία» να πρωτοδιοριστεί στο απομακρυσμένο από εκεί κεφαλοχώρι.
Και τί χώριζε τους μαθητές της από την νεαρή καθηγήτρια; Λιγότερα από δέκα χρόνια στην ηλικία τους. Όμως, ήταν του χαρακτήρα της να
φέρεται ψυχρά κι απόμακρα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, σίγουρα θα είχε και τις σχετικές
οδηγίες από μεγαλύτερους συναδέλφους της «να είναι προσεκτική και να μην δίνει πολύ αέρα στα παιδιά, για να μην της
ανέβουν στο σβέρκο».
Εκείνο το πρωινό, δεν έβγαλε τον κατάλογο
από την τσάντα της να εξετάσει στο μάθημα των Νέων Ελληνικών κι ένα κρύο-προσποιητό χαμόγελο
ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της. «Δεν θα εξετάσω σήμερα», είπε και οι καρδιές των
περισσότερων μαθητών έκατσαν στη θέση τους. Δεν πέρασαν δυο δευτερόλεπτα και συνέχισε:
«Έχετε όλοι τετράδιο εκθέσεων, έτσι»;
«Μάλιστααα!», απάντησαν όλα τα παιδιά μαζί.
«Βγάλτε, λοιπόν, το τετράδιο εκθέσεων, να το εγκαινιάσουμε σήμερα και να γράψουμε μια έκθεση!».
Οι περισσότεροι μαθητές κοιτάχτηκαν, αναρωτώμενοι
«ποιο θα ήταν το θέμα». Η φιλόλογος έκανε λίγα βήματα προς τον πίνακα και έγραψε
εκεί με κιμωλία το θέμα, μέσα σε εισαγωγικά: «Ένα βράδυ χωρίς ηλεκτρικό
ρεύμα». Τα περισσότερα παιδιά κοιτάχτηκαν και πάλι με κάποια ανακούφιση αυτή τη φορά,
αφού το θέμα τους φάνηκε εύκολο. Τους έδωσε κάποιες γενικές και τυπικές κατευθύνσεις για
την έκθεση και επιδόθηκε από την έδρα της στο... βάψιμο των νυχιών της, ενώ
παράλληλα με συνεχείς και γρήγορες ματιές προς την τάξη, έκανε επιτήρηση. Αν έβλεπε
κάποιους μαθητές ν’ ανταλλάσσουν μηνύματα στην «νοηματική», ή να ψιθυρίζουν, επενέβαινε αυστηρά. Τον
Παπαδόπουλο με τον Παπαδάκη που τους «συνέλαβε» για τρίτη φορά, τους άλλαξε θέση,
μετακινώντας τον πρώτο στην άλλη γωνία της αίθουσας.
Αφού πέρασε η ώρα, λέει, με αυστηρότητα
πάντα: «Σε πέντε λεπτά τελειώνουμε. Θα χτυπήσει το κουδούνι για διάλειμμα».
Κανείς και καμία δεν κατάλαβαν πότε πέρασε
μια διδακτική ώρα, όπως δεν κατάλαβαν πότε πέρασε και το τελευταίο πεντάλεπτο.
«Κάτω τα μολύβια! Ότι γράψατε, γράψατε!»,
φώναξε δυνατά και αυστηρά, χτυπώντας παλαμάκια, και το βλέμμα της ερευνούσε όλη
την αίθουσα, μήπως και κάποιος δεν υπάκουσε στην προσταγή της. Αμέσως μετά,
έδωσε εντολή στους δύο επιμελητές να μαζέψουν τα τετράδια «με τάξη και χωρίς
φωνασκίες» και να τα πάνε στην έδρα. Σε λίγο χτύπησε και το κουδούνι για
το διάλειμμα.
Κάμποσα πηγαδάκια μαθητών και μαθητριών
σχηματίστηκαν στο προαύλιο και με αγωνία αντάλλασσαν απόψεις για το θέμα της έκθεσης και
τι έγραψε ο καθένας. Αρκετοί οι κατηφείς απογοητευμένοι, αρκετοί και οι
αισιόδοξοι για την επιτυχία τους. Στο σχόλασμα, η φιλόλογος κράταγε στον ένα
ώμο την τσάντα της και στο άλλο χέρι τα καμιά σαρανταριά τετράδια εκθέσεων
της Α΄ γυμνασίου, βοηθώντας συνεχώς με το άλλο να μην της πέσουν και βαδίζοντας για το σπίτι της, στο κέντρο του χωριού.
«Τι μας περιμένει, τι μας περιμένει!»,
ήταν το σχόλιο και απορία μαζί του Παπαδόπουλου προς τον Παπαδάκη.
«Ρε, πώς μας “τσίμπησε”, ρε;»,
απάντησε ο δεύτερος.
«Και ήμαστε και τόσο προσεκτικοί! Σαν του
αστρίτη παίζαν τα μάτια της! Την είδες;», ανταπάντησε ο Παπαδόπουλος.
Το ίδιο συνοφρυωμένη μπήκε στην τάξη και
στο επόμενο μάθημα των Νέων Ελληνικών και όλοι περίμεναν με αγωνία τις παρατηρήσεις
της. Μετά την τυπική καλημέρα, ρώτησε:
«Ποιοι είναι επιμελητές αυτή τη
βδομάδα;».
«Εμείς», απάντησαν η Παυλίδου και η
Γρηγοράκου και σήκωσαν το χέρι τους.
«Πήγαινε, Γρηγοράκου, στο γραφείο των
καθηγητών και ζήτα από την κυρία Βγενοπούλου να σου δώσει τα τετράδια των
εκθέσεων. Να τα φέρεις αμέσως! Άκουσες; Αμέσως!», ήταν η εντολή της,
υπονοώντας την πιθανότητα τα ανοίξει και να ρίξει μια ματιά σε ένα-δυο στα
γρήγορα.
«Ρε, θα της πέφταν τα νεφρά να τα φέρει
μόνη της;», ρώτησε ψιθυριστά η Κοτάκη την Ευγενίδου. Η αυστηρή προσταγή και με δυνατή φωνή, «σκασμός!», της καθηγήτριας και χτυπώντας ταυτόχρονα την παλάμη της στο γραφείο, τις τρόμαξε κι αυτές και όλη την τάξη.
Μόλις πήρε τα τετράδια από τα χέρια της Γρηγοράκου,
άρχισε ένα «ψαλτήρι», γνωστό και από το δημοτικό για τα γραπτά των μαθητών της.
«Θα έλεγε κανείς ότι αντιγράψατε όλοι από έναν. Διάβασα και βαθμολόγησα τόσες εκθέσεις και ήταν τόσο απογοητευτικές. Σαν να διάβαζα πάλι
και πάλι την ίδια. Τί σας δυσκόλεψε;... “Ένα βράδυ που κόπηκε το ρεύμα, όλοι στο
σπίτι κοιμηθήκαμε νωρίς”, είναι η τοποθέτηση όλων στην έκθεσή σας, ευτυχώς με
διαφορετικά λόγια κάποιοι. Αλλά, “στους στραβούς
βασιλεύει μονόφθαλμος” και οι “μονόφθαλμοι” ανάμεσά
σας είναι οι κάποιοι που βρήκαν κι έγραψαν λίγο διαφορετικά λόγια από του πολλούς.
Θα μπορούσατε να γράψετε πολλά περισσότερα, ουσιωδέστερα και ενδιαφέροντα πράγματα, όπως,
π.χ., τη διακοπή λειτουργίας των εργοστασίων, το πρόωρο κλείσιμο των
καταστημάτων, την κυκλοφορική συμφόρηση στους δρόμους εξ αιτίας των φαναριών
που δεν λειτουργούσαν και πολλά ακόμα… Αλλά τι ξέρετε εσείς απ’ αυτά;»,
ήταν ο επίλογος των παρατηρήσεών της, θέλοντας να προβάλει την πρωτευουσιάνικη
προέλευσή της, κάτι που δεν έχανε ευκαιρία να κάνει!
Τα παιδιά άκουγαν αποσβολωμένα και μόνο ένας,
ο Τεγόπουλος, μπόρεσε να «σηκώσει ανάστημα». Σήκωσε δειλά το χέρι του και η
φιλόλογος του έδωσε το λόγο:
«Τι έχεις να μας πεις, Τεγόπουλε;».
«Μα, κυρία, Τι ξέρουμε εμείς απ’ αυτά,
από δρόμους με φανάρια, από εργοστάσια που σταμάτησαν να δουλεύουν κι από
καταστήματα που έκλεισαν νωρίς; Κι εδώ, κυρία, πολύ λίγο καιρό έχει που ήρθε το ρεύμα...». «Το δικό μου το χωριό δεν έχει ρεύμα... Τι ξέρουμε εμείς από ρεύματα!...», συμπλήρωσε ο Δούκας, διακόπτοντας τον Τεγόπουλο και χωρίς να σηκώσει χέρι. Η πολύ αυστηρή στιγμιαία ματιά της καθηγήτριας προς τον μαθητή, ήταν και η απάντησή της.
«Έπρεπε να βάλετε τη φαντασία σας να
δουλέψει κι αυτό ήθελα να δω, αλλά απ’ ότι φαίνεται κι αυτήν την έχετε και κοιμάται»,
ήταν η απαξιωτική απάντησή της.
«Τι φαντασία να έχουμε, χωρίς να τα
έχουμε δει όλ’ αυτά, κυρία;», συμπλήρωσε την ερώτησή του ο Τεγόπουλος.
«Κάποιος άλλος ή κάποια άλλη θέλει να
ρωτήσει κάτι», είπε προσπερνώντας περιφρονητικά τον μαθητή και παίρνοντας το βλέμμα της από πάνω του. Αφού κανείς άλλος
δεν «βρήκε» να πει κάτι, έδωσε εντολή στις επιμελήτριες να μοιράσουν τα τετράδια στην τάξη κι αυτή άνοιξε τον κατάλογο να καλέσει μαθητές για εξέταση στο
μάθημα.
-----------------------------------------
Σημείωση: Πιθανή ομοιότητα με ονόματα είναι τυχαία.
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 20.10.2024