Πάντα οι άνθρωποι αρέσκονται στις
μικροαπολαύσεις, μία εκ των οποίων για κάποιους θεωρείται και το κάπνισμα. Αρκετοί
είναι εκείνοι που «δεν μπορούν να το κόψουν», το ίδιο κι αυτοί που ομολογούν
ότι καπνίζουν «μηχανικά», ίσως να μην είναι λιγότεροι και όσοι λένε ότι
βρίσκουν μια διέξοδο και χαλάρωση με την «απόλαυσή» του. Μέχρι πρόσφατα, το
τσιγάρο ήταν και «πιστοποίηση» χειραφέτησης, τόσο πολύ, μάλιστα, που όχι λίγοι
έφηβοι πίεζαν τον εαυτό τους να καπνίσουν, για να δείξουν στο φιλικό περιβάλλον
τους ότι «μεγάλωσαν»! Βέβαια, όλη αυτή η πίεση και προσπάθεια, πολύ μακριά από
γονείς, παππούδες κι άλλους συγγενείς, γιατί η επιβαλλόμενη απαγόρευση για τις
νεαρές ηλικίες ήταν δεδομένη και με συνέπειες από την πλευρά των γονέων, κυρίως, παρ’ όλο που οι πολύ κοντινοί
συγγενείς άνδρες ήταν καπνιστές. Και βέβαια, δεν απέχει πραγματικότητας και
σοφίας το επιχείρημα των μεγαλύτερων, ότι «το τσιγάρο βλάφτει και την υγεία και
την τσέπη».
Απόλαυση, λοιπόν, το κάπνισμα και θα είναι ολοζώντανες οι εικόνες από τα παιδικά μας χρόνια στα μάτια μας του όλου τελετουργικού για το «στρίψιμο» του τσιγάρου των μεγαλυτέρων μας. Και, φυσικά, χωρίς φίλτρο, και όχι όπως βλέπουμε σε χρήστες του σύγχρονου συσκευασμένου εμπορικού καπνού. Στο ολιγόλεπτο διάλειμμα στις δουλειές του κάμπου, συναντιόντουσαν οι καλλιεργητές των γύρω χωραφιών, καθισμένοι αναπαυτικά κάτω από τον παχύ ίσκιο ενός μεγάλου δέντρου. Σε όσους καθυστερούσαν στην τελετουργική αυτή μάζωξη, το «προσκλητήριο» ήταν στερεότυπο και σταλμένο με δυνατή φωνή: «Ελάτε για τσιγάρο, ρεεεεε!»! Μαζί με την κουβέντα, έβγαζαν από την τσέπη τους την ταμπακέρα και το τσιγαρόχαρτο, το οποίο τις περισσότερες φορές ήταν μικρό κομμάτι εφημερίδας! Αν, μάλιστα, είχαν συγγενείς στην Αμερική και τους έστελναν Αμερικάνικες εφημερίδες ήταν «άρχοντες» και τούτο γιατί το χαρτί των εφημερίδων εκείνων ήταν πολύ λεπτό, ημιδιάφανο θα έλεγε κανείς. Έτσι, δεν κάπνιζε «εφημερίδα» ο καπνιστής, αλλά εκτός αυτού ήταν εύκολο και στο στρίψιμο, στο «σάλιωμα» και στο κόλλημα! Αξίζει να ειπωθεί ότι το εργοστασιακό τσιγαρόχαρτο που πωλείται σήμερα ελεύθερα σε καπνοπωλεία, περίπτερα κλπ, τα παλαιότερα χρόνια δικαιούνταν να το έχουν και να το χρησιμοποιούν μόνο οι καπνοπαραγωγοί, σε περιορισμένες ποσότητες και κατόπιν αδείας, το οποίο προμηθεύονταν από δημόσια υπηρεσία, π.χ. μονοπώλια καπνού. Διαφορετικά, κινδύνευαν με κατηγορίες καπνολαθρεμπορίας και οι ποινές δεν ήταν αστείες.
Ο ψιλοκομμένος καπνός (σε πολλές περιοχές συνηθιζόταν σε ουδέτερο, «το καπνό» και σε κάποιες άλλες, λιγότερες, και ως «το καπινό») μαρτυρούσε αρχοντιά, σε σχέση με τον χοντροκομμένο και πολύ προχειρότητα το τριμμένο στις παλάμες αποξηραμένο φύλλο του φυτού.
Πραγματική μαστοριά και με υπομονή το καλό στρίψιμο της μικροποσότητας καπνού χύμα στην εφημερίδα, από την ίδια τους την παραγωγή, το οποίο μάλιστα, τόσο αυτό όσο και το κάπνισμα, γινόταν με χίλιες δυο προφυλάξεις, γιατί ως «λαθραίο» ήταν παράνομο και διωκόταν για λαθρεμπόριο (δείτε περισσότερα ΕΔΩ). Ίσως και σαν παράνομο, να έδινε μεγαλύτερη απόλαυση!
Πολύ
περισσότερο το κάπνισμα, αλλά και το «στρίψιμο», όμως, ήταν κι αυτό ευχαρίστηση,
ως τέχνη και δημιουργία. Στην τσέπη και σε ετοιμότητα πάντα και ο αναπτήρας
είτε το τσακ(ου)μάκι (δείτε για τους τρόπους παραδοσιακού ανάμματος σε
παλαιότερο άρθρο του ιστολογίου μου, ΕΔΩ). Όχι
σπάνια, η πρώτη «ρουφηξιά» (εισπνοή) συνοδευόταν και από ένα μακρόσυρτο «αααα!».
Απόλαυση, λοιπόν, το κάπνισμα και θα είναι ολοζώντανες οι εικόνες από τα παιδικά μας χρόνια στα μάτια μας του όλου τελετουργικού για το «στρίψιμο» του τσιγάρου των μεγαλυτέρων μας. Και, φυσικά, χωρίς φίλτρο, και όχι όπως βλέπουμε σε χρήστες του σύγχρονου συσκευασμένου εμπορικού καπνού. Στο ολιγόλεπτο διάλειμμα στις δουλειές του κάμπου, συναντιόντουσαν οι καλλιεργητές των γύρω χωραφιών, καθισμένοι αναπαυτικά κάτω από τον παχύ ίσκιο ενός μεγάλου δέντρου. Σε όσους καθυστερούσαν στην τελετουργική αυτή μάζωξη, το «προσκλητήριο» ήταν στερεότυπο και σταλμένο με δυνατή φωνή: «Ελάτε για τσιγάρο, ρεεεεε!»! Μαζί με την κουβέντα, έβγαζαν από την τσέπη τους την ταμπακέρα και το τσιγαρόχαρτο, το οποίο τις περισσότερες φορές ήταν μικρό κομμάτι εφημερίδας! Αν, μάλιστα, είχαν συγγενείς στην Αμερική και τους έστελναν Αμερικάνικες εφημερίδες ήταν «άρχοντες» και τούτο γιατί το χαρτί των εφημερίδων εκείνων ήταν πολύ λεπτό, ημιδιάφανο θα έλεγε κανείς. Έτσι, δεν κάπνιζε «εφημερίδα» ο καπνιστής, αλλά εκτός αυτού ήταν εύκολο και στο στρίψιμο, στο «σάλιωμα» και στο κόλλημα! Αξίζει να ειπωθεί ότι το εργοστασιακό τσιγαρόχαρτο που πωλείται σήμερα ελεύθερα σε καπνοπωλεία, περίπτερα κλπ, τα παλαιότερα χρόνια δικαιούνταν να το έχουν και να το χρησιμοποιούν μόνο οι καπνοπαραγωγοί, σε περιορισμένες ποσότητες και κατόπιν αδείας, το οποίο προμηθεύονταν από δημόσια υπηρεσία, π.χ. μονοπώλια καπνού. Διαφορετικά, κινδύνευαν με κατηγορίες καπνολαθρεμπορίας και οι ποινές δεν ήταν αστείες.
Ο ψιλοκομμένος καπνός (σε πολλές περιοχές συνηθιζόταν σε ουδέτερο, «το καπνό» και σε κάποιες άλλες, λιγότερες, και ως «το καπινό») μαρτυρούσε αρχοντιά, σε σχέση με τον χοντροκομμένο και πολύ προχειρότητα το τριμμένο στις παλάμες αποξηραμένο φύλλο του φυτού.
Πραγματική μαστοριά και με υπομονή το καλό στρίψιμο της μικροποσότητας καπνού χύμα στην εφημερίδα, από την ίδια τους την παραγωγή, το οποίο μάλιστα, τόσο αυτό όσο και το κάπνισμα, γινόταν με χίλιες δυο προφυλάξεις, γιατί ως «λαθραίο» ήταν παράνομο και διωκόταν για λαθρεμπόριο (δείτε περισσότερα ΕΔΩ). Ίσως και σαν παράνομο, να έδινε μεγαλύτερη απόλαυση!
Το ίδιο σκηνικό και στα βουνά, που έσμιγαν οι τσοπάνηδες. Ειδικά τους χειμερινούς μήνες, που συχνά άναβαν φωτιά για να ζεσταθούν. Τότε ο καπνός της ήταν και «κάλεσμα»! Οι γύρω από τη φωτιά μαζεμένοι-καθιστοί ή και όρθιοι τσοπάνηδες, επιδίδονταν κι αυτοί στο «στρίψιμο», στην κουβέντα και στην ευχαρίστηση, προσέχοντας πάντα και το κοπάδι τους που έβοσκε παραπέρα. Πολύ πιο χαλαροί πάντα από τους εργάτες των χωραφιών, αφού το κοπάδι βοσκούσε μόνο του και χωρίς ιδιαίτερη επιτήρηση. Τους καλοκαιρινούς μήνες αντηχούσε στα πλάγια το ίδιο με τα χωράφια μεγαλόφωνο κάλεσμα του ενός στον άλλον: «Έλα για τσιγάρο, ρεεε!»!
Εκτός από κάπνισμα ο ψιλοκομμένος καπνός, ήταν χρήσιμος και ως «πρέζα» ή «ταμβακισμό». Δείτε περισσότερα γι’ αυτόν ΕΔΩ.
Ο καλής ποιότητας λαθραίος καπνός ήταν περιζήτητος και χρυσοπουλιόνταν στο λαθρεμπόριο. Γι’ αυτό και οι καπνοπαραγωγοί δεν φρόντιζαν μόνο για καλή ποικιλία σπόρου και φυτωρίου, αλλά περιποιόντουσαν επιμελώς την καλλιέργειά τους μέχρι την τελευταία συγκομιδή, αφού αυτή γίνεται πάντα σε στάδια. Πάντα σε εγρήγορση η όλη επιχείρηση, γιατί οι έλεγχοι γίνονταν σε ανύποπτους πάντα χρόνους.
Η παράνομη διακίνηση γινόταν κυρίως τη νύχτα από ερημικά μονοπάτια των βουνών με τα ζώα, ή και «στην πλάτη». Το «πράμα» έπρεπε να φτάσει με ασφάλεια και με κάθε μυστικότητα στον προορισμό του, γιατί και ο πελάτης ήταν το ίδιο ένοχος με τον λαθρέμπορο. Ένα μέρος από το αλλού καλύτερο προϊόν, προοριζόταν για ρεγάλο σε ανθρώπους που είχαν μεγάλες υποχρεώσεις. Χαρακτηριστική και η κουβέντα «αυτό το φυλάω για την υποχρέωση στον…» - π.χ. βουλευτή(!) - (υποχρέωση από παρελθούσα ή για επικείμενη εξυπηρέτηση). Φυσικά, έπρεπε να είναι καλά φυλαγμένο σε μέρος που δεν κινούσε υποψίες και τόσο οι παραγωγοί, όσο και οι αγοραστές ήταν αρκετά καλά οργανωμένοι από κρυψώνες. Έπρεπε να είναι και οι συνθήκες ξήρανσης και φύλαξης κατάλληλες και με τον απαιτούμενο αερισμό, για να μην «ανάψει» το πολύτιμο προϊόν τους από υγρασία.
Όχι σε ένα, αλλά σε πολλά χωριά λέγονται διάφορες ιστορίες εφευρετικότητας των καπνοπαραγωγών για την παράνομη διακίνηση, ειδικά μεγάλων ποσοτήτων. Ένας από τους πιο έξυπνους τρόπους μεταφοράς που έχει ακουστεί, ίσως να ήταν αυτός που έβαζαν τα πέταλα στα ζώα ανάποδα, το μπρος, πίσω, δηλαδή! Έτσι, οι ένοπλες περιπολίες της χωροφυλακής σε δρόμους, μονοπάτια και βουνά, που έψαχναν εκεί και ίχνη οπλών και πετάλων στο έδαφος, αναζητούσαν τους παράνομους διακινητές σε αντίθετη κατεύθυνση! Σ’ αυτό «βοηθούσε» ιδιαίτερα την παρανομία και η ήπια χιονόπτωση, όταν αυτή είχε προηγηθεί, χρονική στιγμή που προτιμούσαν για τη μεταφορά. Τα αποτυπώματα των πετάλων των οπλών των ζώων ήταν πολύ περισσότερο ευδιάκριτα στο χιόνι! Αναμφισβήτητα κι εδώ είχαν θέση και κρυφοί μεσίτες ή και μεσάζοντες που το μεταπωλούσαν κι έπαιρναν κι αυτοί το «κατιτίς» τους, σίγουρα όχι ευκαταφρόνητο.
Στη σημερινή εποχή δεν έχει εκλείψει η λαθρεμπορία καπνού. Διώκεται και με αυστηρές ποινές, μάλιστα. Πολύ συχνά ακούμε για εξάρθρωση και συλλήψεις λαθρεμπόρων καπνού πολύ μεγάλων ποσοτήτων, όχι από την παραγωγή της γης, αλλά από σύγχρονα μέσα, παράνομα συσκευαστήρια και οργανωμένα κυκλώματα και που δρουν «πίσω» από την εφορία και τις ελεγκτικές υπηρεσίες.
Νίκος
Χρ. Παπαπακωνσταντόπουλος, 18.1.2025