Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025

Το «στρίψιμο» του τσιγάρου και στοιχεία από τη λαθραία διακίνηση του καπνού στο παρελθόν


     Πάντα οι άνθρωποι αρέσκονται στις μικροαπολαύσεις, μία εκ των οποίων για κάποιους θεωρείται και το κάπνισμα. Αρκετοί είναι εκείνοι που «δεν μπορούν να το κόψουν», το ίδιο κι αυτοί που ομολογούν ότι καπνίζουν «μηχανικά», ίσως να μην είναι λιγότεροι και όσοι λένε ότι βρίσκουν μια διέξοδο και χαλάρωση με την «απόλαυσή» του. Μέχρι πρόσφατα, το τσιγάρο ήταν και «πιστοποίηση» χειραφέτησης, τόσο πολύ, μάλιστα, που όχι λίγοι έφηβοι πίεζαν τον εαυτό τους να καπνίσουν, για να δείξουν στο φιλικό περιβάλλον τους ότι «μεγάλωσαν»! Βέβαια, όλη αυτή η πίεση και προσπάθεια, πολύ μακριά από γονείς, παππούδες κι άλλους συγγενείς, γιατί η επιβαλλόμενη απαγόρευση για τις νεαρές ηλικίες ήταν δεδομένη και με συνέπειες από την πλευρά των γονέων, κυρίως, παρ’ όλο που οι πολύ κοντινοί συγγενείς άνδρες ήταν καπνιστές. Και βέβαια, δεν απέχει πραγματικότητας και σοφίας το επιχείρημα των μεγαλύτερων, ότι «το τσιγάρο βλάφτει και την υγεία και την τσέπη».
     Απόλαυση, λοιπόν, το κάπνισμα και θα είναι ολοζώντανες οι εικόνες από τα παιδικά μας χρόνια στα μάτια μας του όλου τελετουργικού για το «στρίψιμο» του τσιγάρου των μεγαλυτέρων μας. Και, φυσικά, χωρίς φίλτρο, και όχι όπως βλέπουμε σε χρήστες του σύγχρονου συσκευασμένου εμπορικού καπνού. Στο ολιγόλεπτο διάλειμμα στις δουλειές του κάμπου, συναντιόντουσαν οι καλλιεργητές των γύρω χωραφιών, καθισμένοι αναπαυτικά κάτω από τον παχύ ίσκιο ενός μεγάλου δέντρου. Σε όσους καθυστερούσαν στην τελετουργική αυτή μάζωξη, το «προσκλητήριο» ήταν στερεότυπο και σταλμένο με δυνατή φωνή: «Ελάτε για τσιγάρο, ρεεεεε!»! Μαζί με την κουβέντα, έβγαζαν από την τσέπη τους την ταμπακέρα και το τσιγαρόχαρτο, το οποίο τις περισσότερες φορές ήταν μικρό κομμάτι εφημερίδας! Αν, μάλιστα, είχαν συγγενείς στην Αμερική και τους έστελναν Αμερικάνικες εφημερίδες ήταν «άρχοντες» και τούτο γιατί το χαρτί των εφημερίδων εκείνων ήταν πολύ λεπτό, ημιδιάφανο θα έλεγε κανείς. Έτσι, δεν κάπνιζε «εφημερίδα» ο καπνιστής, αλλά εκτός αυτού ήταν εύκολο και στο στρίψιμο, στο «σάλιωμα» και στο κόλλημα! Αξίζει να ειπωθεί ότι το εργοστασιακό τσιγαρόχαρτο που πωλείται σήμερα ελεύθερα σε καπνοπωλεία, περίπτερα κλπ, τα παλαιότερα χρόνια δικαιούνταν να το έχουν και να το χρησιμοποιούν μόνο οι καπνοπαραγωγοί, σε περιορισμένες ποσότητες και κατόπιν αδείας, το οποίο προμηθεύονταν από δημόσια υπηρεσία, π.χ. μονοπώλια καπνού. Διαφορετικά, κινδύνευαν με κατηγορίες καπνολαθρεμπορίας και οι ποινές δεν ήταν αστείες.
     Ο ψιλοκομμένος καπνός (σε πολλές περιοχές συνηθιζόταν σε ουδέτερο, «το καπνό» και σε κάποιες άλλες, λιγότερες, και ως «το καπινό») μαρτυρούσε αρχοντιά, σε σχέση με τον χοντροκομμένο και πολύ προχειρότητα το τριμμένο στις παλάμες αποξηραμένο φύλλο του φυτού.
     Πραγματική μαστοριά και με υπομονή το καλό στρίψιμο της μικροποσότητας καπνού χύμα στην εφημερίδα, από την ίδια τους την παραγωγή, το οποίο μάλιστα, τόσο αυτό όσο και το κάπνισμα, γινόταν με χίλιες δυο προφυλάξεις, γιατί ως «λαθραίο» ήταν παράνομο και διωκόταν για λαθρεμπόριο (δείτε περισσότερα ΕΔΩ). Ίσως και σαν παράνομο, να έδινε μεγαλύτερη απόλαυση!
     Πολύ περισσότερο το κάπνισμα, αλλά και το «στρίψιμο», όμως, ήταν κι αυτό ευχαρίστηση, ως τέχνη και δημιουργία. Στην τσέπη και σε ετοιμότητα πάντα και ο αναπτήρας είτε το τσακ(ου)μάκι (δείτε για τους τρόπους παραδοσιακού ανάμματος σε παλαιότερο άρθρο του ιστολογίου μου, ΕΔΩ). Όχι σπάνια, η πρώτη «ρουφηξιά» (εισπνοή) συνοδευόταν και από ένα μακρόσυρτο «αααα!».       
     Δύσκολη και βαριά η επιστροφή στο χωράφι. Η μικρή εκείνη απόλαυση τελείωνε γρήγορα, όπως όλα τα καλά, άλλωστε, γιατί η δουλειά δεν μπορούσε να περιμένει.   
     Το ίδιο σκηνικό και στα βουνά, που έσμιγαν οι τσοπάνηδες. Ειδικά τους χειμερινούς μήνες, που συχνά άναβαν φωτιά για να ζεσταθούν. Τότε ο καπνός της ήταν και «κάλεσμα»! Οι γύρω από τη φωτιά μαζεμένοι-καθιστοί ή και όρθιοι τσοπάνηδες, επιδίδονταν κι αυτοί στο «στρίψιμο», στην κουβέντα και στην ευχαρίστηση, προσέχοντας πάντα και το κοπάδι τους που έβοσκε παραπέρα. Πολύ πιο χαλαροί πάντα από τους εργάτες των χωραφιών, αφού το κοπάδι βοσκούσε μόνο του και χωρίς ιδιαίτερη επιτήρηση. Τους καλοκαιρινούς μήνες αντηχούσε στα πλάγια το ίδιο με τα χωράφια μεγαλόφωνο κάλεσμα του ενός στον άλλον: «Έλα για τσιγάρο, ρεεε!»!
     Εκτός από κάπνισμα ο ψιλοκομμένος καπνός, ήταν χρήσιμος και ως «πρέζα» ή «ταμβακισμό». Δείτε περισσότερα γι’ αυτόν ΕΔΩ.
     Και όλον τον 20ό αιώνα, και νωρίτερα, γεγονός είναι ότι η καλλιέργεια και το εμπόριο του καπνού στήριξαν πολύ τη Ελληνική οικονομία. Μεγάλες καπνοβιομηχανίες ιδρύθηκαν και άνθισαν, ενώ οι βλαπτικές του επιπτώσεις στον άνθρωπο δεν ήταν γνωστές. Υπήρχαν μάλιστα και γιατροί, που συνιστούσαν το κάπνισμα για αδυνάτισμα(!), αν και ελάχιστοι ήταν τότε οι παχύσαρκοι.
     Ο κύριος λόγος που στην πατρίδα μας ενθαρρύνθηκε η παραγωγή του, ήταν γιατί μπορούσαν να ευδοκιμήσουν ακόμη και σε άγονα εδάφη, σε εκτάσεις βουνών και πολλές φορές μακριά από τα μάτια των ελεγκτών. Η καλλιέργεια δεν ήταν ελεύθερη και ο κάθε καπνοκαλλιεργητής έπρεπε να πάρει άδεια για τον επόμενο χρόνο, δηλώνοντας πόση έκταση θα αξιοποιήσει. Η όλη δραστηριότητα ήταν, κυρίως, οικογενειακή υπόθεση. Τα μηχανήματα και για την καλλιέργεια, συγκομιδή, επεξεργασία, προετοιμασία ήταν άγνωστα, αλλά τα χέρια κάθε νοικοκυριού πολλά. Φυσικά, δεν υπήρχε θέμα για το δηλωμένο, αλλά για το λαθραίο προϊόν. Το δηλωμένο μετά τη επεξεργασία του και την προετοιμασία του το προωθούσαν κανονικά στο εμπόριο, με πρώτη «στάση» στις αποθήκες των μονοπωλίων. Ο έλεγχος από τους ειδικούς εκτιμητές και για την ποιότητα και για την ποσότητα ήταν αυστηρός. Το αποτέλεσμα της παραγωγής υπολογιζόταν με το στρέμμα και την κατάσταση του εδάφους κι αν δηλωνόταν λιγότερο του υπολογισμού αυτού, οι υπόνοιες των αρμοδίων ήταν δεδομένες και οι έλεγχοι επισταμένοι. Ανάλογα με το επίπεδο ποιότητας γινόταν και η πληρωμή στον παραγωγό. Αρκετά μεγαλύτερα κέρδη, όμως, απέδιδε ο μη δηλωμένος καπνός, δηλ. «το λαθραίο», που ως περισσότερο φροντισμένος, ήταν και καλύτερης ποιότητος. Ένας ακόμα λόγος που άνθισε το λαθρεμπόριο, είναι που δεν επιτρεπόταν από την Πολιτεία η καλλιέργεια όλων των ποικιλιών.
     Ο καλής ποιότητας λαθραίος καπνός ήταν περιζήτητος και χρυσοπουλιόνταν στο λαθρεμπόριο. Γι’ αυτό και οι καπνοπαραγωγοί δεν φρόντιζαν μόνο για καλή ποικιλία σπόρου και φυτωρίου, αλλά περιποιόντουσαν επιμελώς την καλλιέργειά τους μέχρι την τελευταία συγκομιδή, αφού αυτή γίνεται πάντα σε στάδια. Πάντα σε εγρήγορση η όλη επιχείρηση, γιατί οι έλεγχοι γίνονταν σε ανύποπτους πάντα χρόνους.
     Η παράνομη διακίνηση γινόταν κυρίως τη νύχτα από ερημικά μονοπάτια των βουνών με τα ζώα, ή και «στην πλάτη». Το  «πράμα» έπρεπε να φτάσει με ασφάλεια και με κάθε μυστικότητα στον προορισμό του, γιατί και ο πελάτης ήταν το ίδιο ένοχος με τον λαθρέμπορο. Ένα μέρος από το αλλού καλύτερο προϊόν, προοριζόταν για ρεγάλο σε ανθρώπους που είχαν μεγάλες υποχρεώσεις. Χαρακτηριστική και η κουβέντα «αυτό το φυλάω για την υποχρέωση στον…» - π.χ. βουλευτή(!) - (υποχρέωση από παρελθούσα ή για επικείμενη εξυπηρέτηση). Φυσικά, έπρεπε να είναι καλά φυλαγμένο σε μέρος που δεν κινούσε υποψίες και τόσο οι παραγωγοί, όσο και οι αγοραστές ήταν αρκετά καλά οργανωμένοι από κρυψώνες. Έπρεπε να είναι και οι συνθήκες ξήρανσης και φύλαξης κατάλληλες και με τον απαιτούμενο αερισμό, για να μην «ανάψει» το πολύτιμο προϊόν τους από υγρασία.
     Οι παράνομοι καλλιεργητές/διακινητές/έμποροι ήταν οργανωμένοι και ως προς την επεξεργασία του και την προετοιμασία του να φτάσει προσεγμένο και έτοιμο για χρήση. Τα «χαβάνια» ήταν τα ειδικά χειροκίνητα μηχανήματα κοπής μεγάλων ποσοτήτων. Για μικροποσότητες ήταν αρκετό ένα κοφτερό μαχαίρι και μια σταθερή επιφάνεια, π.χ. τραπέζι.  Φυσικά, και η παράνομη κατοχή και χρήση χαβανιού, επέσειε αντίστοιχη ποινή με το λαθρεμπόριο, ίσως και πολύ μεγαλύτερη, αφού σήμαινε και μεγάλη και συνεχή διακίνηση παράνομου προϊόντος.
     Όχι σε ένα, αλλά σε πολλά χωριά λέγονται διάφορες ιστορίες εφευρετικότητας των καπνοπαραγωγών για την παράνομη διακίνηση, ειδικά μεγάλων ποσοτήτων. Ένας από τους πιο έξυπνους τρόπους μεταφοράς που έχει ακουστεί, ίσως να ήταν αυτός που έβαζαν τα πέταλα στα ζώα ανάποδα, το μπρος, πίσω, δηλαδή! Έτσι, οι ένοπλες περιπολίες της χωροφυλακής σε δρόμους, μονοπάτια και βουνά, που έψαχναν εκεί και ίχνη οπλών και πετάλων στο έδαφος, αναζητούσαν τους παράνομους διακινητές σε αντίθετη κατεύθυνση! Σ’ αυτό «βοηθούσε» ιδιαίτερα την παρανομία και η ήπια χιονόπτωση, όταν αυτή είχε προηγηθεί, χρονική στιγμή που προτιμούσαν για τη μεταφορά. Τα αποτυπώματα των πετάλων των οπλών των ζώων ήταν πολύ περισσότερο ευδιάκριτα στο χιόνι! Αναμφισβήτητα κι εδώ είχαν θέση και κρυφοί μεσίτες ή και μεσάζοντες που το μεταπωλούσαν κι έπαιρναν κι αυτοί το «κατιτίς» τους, σίγουρα όχι ευκαταφρόνητο.
     Στη σημερινή εποχή δεν έχει εκλείψει η λαθρεμπορία καπνού. Διώκεται και με αυστηρές ποινές, μάλιστα. Πολύ συχνά ακούμε για εξάρθρωση και συλλήψεις λαθρεμπόρων καπνού πολύ μεγάλων ποσοτήτων, όχι από την παραγωγή της γης, αλλά από σύγχρονα μέσα, παράνομα συσκευαστήρια και οργανωμένα κυκλώματα και  που δρουν «πίσω» από την εφορία και τις ελεγκτικές υπηρεσίες.
 
Νίκος Χρ. Παπαπακωνσταντόπουλος, 18.1.2025

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: «Λαθρεμπορίες» καπνού!


Σαν εισαγωγή
 
     Η πρόσφατη δημοσιότητα και οι διαστάσεις, εν πολλοίς κωμικοτραγικές, που έλαβε η είδηση για την επιβολή αυστηρών προστίμων στη μεταφορά ελαιολάδου χωρίς παραστατικά, ακόμη κι ενός μόνο δοχείου των 17 λίτρων, σαν να στερείται το δικαίωμα ο ελαιοπαραγωγός ή και ο οποιοσδήποτε να προσφέρει ένα δοχείο λάδι σε πολύ κοντινούς συγγενείς ή και φίλους, δημιούργησε μεγάλη αναστάτωση στο κοινό. Τα σκωπτικά και ειρωνικά σχόλια μονοπώλησαν διάφορες συζητήσεις. Οι αναρτήσεις που παράλληλα γίνονταν και γίνονται ακόμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μάλλον ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο.
     Το θέμα αυτό ανέσυρε από τα συρτάρια της μνήμης την υπερβολική και άδικη επιβολή ποινών σ' εκείνους που στο παρελθόν μετέφεραν μικροποσότητες καπνού, ακόμα και για προσωπική του χρήση. Το λαθρεμπόριο καπνού είχε λάβει, όντως μεγάλες, διαστάσεις, αλλά και οι καθημερινοί χρήστες/καπνιστές από την παραγωγή τους, δεν είχαν καμία επιεική μεταχείριση. Από την άλλη, ο υπερβάλλων ζήλος σε ορισμένες περιπτώσεις των οργάνων στα οποία είχε ανατεθεί η συγκεκριμένη αρμοδιότητα, δεν ήταν κι αυτός καθόλου σπάνιο φαινόμενο. Αξίζει ν’ αναφερθεί ότι περιπολίες χωροφυλάκων όργωναν νυχθημερόν τα μονοπάτια στα βουνά, απ’ όπου περνούσαν και τα φορτία με το λαθραίο εμπόρευμα κι αλίμονο στους παρανόμους που συλλαμβάνονταν. Και πέρα από τα οικονομικά πρόστιμα και τις ποινές φυλάκισης, το ποινικό μητρώο έπαυε να είναι καθαρό.
     Οι δύο μικρές ιστορίες που παραθέτουμε είναι αληθινές, όπως μας είχαν διηγηθεί πολύ κοντινοί συγγενείς μας. Επίσης, πραγματικά είναι και τα ονόματα, σύμφωνα με τις διηγήσεις. Εδώ δεν φαίνεται το λαθρεμπόριο, αλλά ο υπερβάλλων ζήλος των οργάνων της υπηρεσίας δίωξης λαθρεμπορίου καπνού, όπως και η ευφυής εφευρετικότητα των «παρανόμων». Πέραν τούτων, η σκέψη που γεννιέται αυθόρμητα, αυτόματα, και εν μέρει χαριτολογώντας, είναι αν θα βιώσουμε παρόμοιες «μπερδέματα» με το ευλογημένο λάδι!
 
Ιστορία πρώτη:
 
     Ο μπάρμπα Θανάσης ήταν ένας θυμόσοφος και ταυτόχρονα πανέξυπνος γέροντας του χωριού του, αφού εκείνη την εποχή είχε τελειώσει το Ελληνικό Σχολείο. Μια φορά τον «συνέλαβαν» οι χωροφύλακες να καπνίζει «λαθραίο» καπνό. Με κάθε αυστηρότητα τον ακινητοποίησαν, για να του κάνουν σωματική έρευνα! Ευφυής και ετοιμόλογος πάντα ο μπάρμπα-Θανάσης, δεν αντέδρασε ούτε υπό το κράτος φόβου, ούτε σπασμωδικά. Τους είπε μόνο:
     «Μια στιγμή, να πάρω δυο δραχμές που έχω στην τσέπη».
     Στην ολιγοδευτερόλεπτη αναμονή τους οι χωροφύλακες, ο μπάρμπα Θανάσης έβαλε το χέρι στην τσέπη και τίναξε μπρος τα έξω τα λίγα γραμμάρια ψιλοκομμένου καπνού  που είχε εκεί, για δυο-τρία τσιγάρα ακόμα. Ο καπνός σκόρπισε στο έδαφος, ενώ παράλληλα με τα δάχτυλα του άλλου χεριού του έτριψε και κατέστρεψε το τσιγάρο που κάπνιζε. Έτσι οι χωροφύλακες «οπισθοχώρησαν»-έφυγαν άπραγοι, αφού δεν μπορούσαν να περισυλλέξουν από το έδαφος τον καπνό, ως αποδεικτικό στοιχείο, και να στοιχειοθετήσουν την κατηγορία!
 
Ιστορία δεύτερη:
 
     Η γυναίκα του μπάρμπα-Πάνου είδε από το παράθυρο δυο χωροφύλακες που έφταναν στο σπίτι τους. Αμέσως υπέθεσε και κατάλαβε ότι πήγαιναν να κάνουν έρευνα για καπνό. Μόλις είχε γυρίσει από το καφενείο ο άντρας της και είχε φέρει ένα πουγκί καπνό, που του είχε δώσει εκεί ο καπνοπαραγωγός ανιψιός του, για τις ανάγκες λίγων ημερών. Κατάλαβε ότι «πήγε καρφωτή» στους χωροφύλακες, από κάποιον θαμώνα του καφενείου! Πρόλαβε να ειδοποιήσει χαμηλόφωνα και φοβισμένη τον μπάρμπα-Πάνο, που είχε αφήσει το πουγκί πάνω στο τραπέζι. Αμέσως εκείνος, έβαλε το πουγκί μέσα στην κούνια του παιδιού, τη σκέπασε μ’ ένα σεντόνι και είπε τη γυναίκα του να την κουνάει και να… νανουρίζει το «νεογέννητο»! Μπήκαν οι χωροφύλακες στο σπίτι, ρώτησαν, έψαξαν κι έφυγαν άπραγοι, αφού ούτε στην κούνια έκαναν έρευνα, ούτε βρήκαν καπνό σε άλλο ύποπτο σημείο του σπιτιού!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 16.1.2024
  

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2025

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Μετεκλογικά αναθεματίσματα!


     Η μέρα των εκλογών πλησίαζε και οι κινητοποιήσεις των ψηφοφόρων έφταναν στο αποκορύφωμά τους. Μαζί με τα όποια αρνητικά και τα όποια θετικά, «χαράς ευαγγέλια» για τους ετεροδημότες, που ανάλογα με τη χιλιομετρική απόσταση από τον τόπο γέννησής τους στον τόπο κατοικίας τους, έπαιρναν μία, δύο, τρεις ή και τέσσερις μέρες άδεια. Μεταξύ αυτών και ο Αλέκος, που δεν θα σκεφτόταν ποτέ να μεταφέρει τα εκλογικά του δικαιώματα στην πόλη που ζούσε και εργαζόταν, αφού είχε μια ακόμα ευκαιρία να πηγαίνει στο χωριό του να ψηφίζει, για να βλέπει και τους γονείς του, τ’ αδέρφια του και τους φίλους του.
     Μέρες πριν, ο Αλέκος είχε εξασφαλίσει χαρούμενος το εισιτήριό του με το ΚΤΕΛ, που εκείνα τα χρόνια ήταν και η μοναδική επιλογή για το χωριό του. «Εκλογές = Χριστούγεννα και Πάσχα», έλεγε, αφού το σμίξιμο με τ’ αγαπημένα του πρόσωπα και η επιστροφή για λίγες μέρες στον τόπο του, ήταν πραγματικά σαν μεγάλη γιορτή και για τον ίδιο και για όλους.
     «Πατείς με – πατώ σε» στο σταθμό του ΚΤΕΛ στην πόλη που ζούσε, όπως και σε κάθε άλλο σταθμό μεγαλούπολης, το ίδιο και σε κάθε σταθμό τραίνων, σε λιμάνια και αεροδρόμια. Οι αποσκευές του, μια βαλίτσα κι ένα μεγάλο χαρτόδεμα με διάφορα δώρα και εφόδια για το πατρικό του σπίτι και τους κοντινότερους συγγενείς του, φορτώθηκαν στη σχάρα, επάνω στο λεωφορείο, και το πολύαναμενόμενο ταξίδι ξεκίνησε. Στο πνεύμα των εκλογών οι επιβάτες, πολλοί ήταν εκείνοι που είτε αντάλλασσαν ήρεμα απόψεις, είτε φιλονικούσαν, για το ποιο κόμμα θα επικρατήσει και τις αναμενόμενες αλλαγές που, λίγο πολύ, όλοι περίμεναν να έλθουν μετά τις εκλογές.  Μερικοί πιο φανατικοί, θέλοντας να επιβάλλουν τις απόψεις τους στους αντιπάλους τους, δεν δίστασαν να υψώσουν τη φωνή, να προσβάλλουν και να βρίσουν. Κάμποσα πηγαδάκια στη μικρή εκείνη μετακινούμενη κοινωνία των κάπου σαράντα επιβατών του λεωφορείου, τριάντα δύο καθιστοί στα ισάριθμα καθίσματα και άλλοι οχτώ-δέκα σε σκαμπό στο διάδρομο, ζωντάνευαν κι εκεί την προεκλογική εικόνα των ημερών σε όλη τη χώρα. Τόσο πολύ, μάλιστα, που κάθε τόσο άναβαν τα αίματα στο μεταφορικό μέσο και αρκετά συχνά, είτε ο οδηγός είτε ο εισπράκτορας χρειαζόταν να επέμβουν για να επικρατήσει ηρεμία!    
     Το λεωφορείο έφτασε στον προορισμό του και σε κάθε χωριό που σταματούσε να κατέβουν επιβάτες, η υποδοχή των ταξιδιωτών από τους συγγενείς θύμιζε πραγματικά παραμονές κάποιας μεγάλης γιορτής! Χαιρετισμοί, καλωσορίσματα, ασπασμοί, αγκαλιές, σφιχταγκαλιάσματα και επιφωνήματα χαράς! Λίγο πιο κει περίμεναν υπομονετικά δεμένα κάποια γαϊδουράκια, που θα μετέφεραν στις πλάτες τους τις αποσκευές των ξενιτεμένων. Άλλες χαρές και καλωσορίσματα από τα άλλα μέλη των οικογενειών τους μόλις έφταναν στα σπίτια τους, για να μάθουν αμέσως μετά πρώτα τα νέα των δικών τους ανθρώπων, αλλά και οι μεν τα νέα από τις πόλεις και οι δε τα νέα από το χωριό τους.
     Οι εκλογές «διεξήχθησαν με την δέουσα ομαλότητα εις όλην την επικράτεια», όπως ακουγόταν από το ραδιόφωνο μετά τη δύση του ηλίου που έκλεισαν οι κάλπες σε όλη τη χώρα. Αρκετά πριν τα μεσάνυχτα ήταν ξεκάθαρο πλέον ότι η χώρα άλλαζε κυβερνητικό κόμμα, προς απογοήτευση ορισμένων, αλλά και με πολλές προσμονές κάποιων άλλων. Ο Αλέκος είχε ευχαριστηθεί το τετραήμερο της εκλογικής του αδείας και ανανεωμένος, αλλά και κατηφής μαζί για την αποχώρησή του, είχε ετοιμάσει τη βαλίτσα του και κάποια άλλα πράγματα από τους γονείς του για την επιστροφή του στην πόλη, πρωί-πρωί τη Δευτέρα που θα πέρναγε το λεωφορείο.
     Νύχτα ακόμα βγήκε στο δρόμο με τους γονείς του, που τον συνόδευσαν να τον χαιρετίσουν. Εκεί συνάντησαν και άλλους ψηφοφόρους που επέστρεφαν στις πόλεις που εργάζονταν, άλλους δυσαρεστημένους κι άλλους ευχαριστημένους από το αποτέλεσμα των εκλογών. Το λεωφορείο, όμως, είχε καθυστερήσει ήδη και το πρωινό κρύο άρχισε να γίνεται ανυπόφορο. Ένα ταξί που πέρασε και είχε ξεκινήσει από το κεφαλοχώρι, που ήταν και η αφετηρία του λεωφορείου, τους ενημέρωσε ότι το δρομολόγιο άλλαξε και το λεωφορείο θα έχει μισή ώρα καθυστέρηση. Ένας από τους συγχωριανούς του ψηφοφόρους άρχισε να βρίζει τότε, να βλαστημάει και ν’ αναθεματίζει τον νέο πρωθυπουργό, που… έδωσε αυτή την εντολή στο λεωφορείο!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 14.1.2025

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2025

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Τους χάλασε τη δουλειά!

     Μπήκε ο Δεκέμβρης, ζύγωναν Χριστούγεννα κι έτριβε τα χέρια του ο Στάθης ο καφετζής. Σχεδόν όλο το χρόνο οι συγχωριανοί του - θαμώνες του μαγαζιού του έπαιζαν χαρτιά με μικροποσά. Τις μέρες των γιορτών, όμως, ξημερώνονταν και βράδιαζαν εκεί, κάτι που δεν γινόταν σε άλλο μαγαζί στο κεφαλοχώρι. Το παιχνίδι χόντραινε και το πείσμα στο πείσμα έριχνε και μεγάλα χαρτονομίσματα στο τραπέζι. Μαζί χόντραινε και το βιδάνιο που έβαζε στην τσέπη του ο Στάθης, τόσο, που ήταν μεγαλύτερο από το βιδάνιο όλης της υπόλοιπης χρονιάς και σχεδόν πάντα ήταν ο μόνος κερδισμένος! Μα εκτός από το βιδάνιο, εκεί έτρωγαν κι εκεί έπιναν οι εραστές της τράπουλας. Άδειαζαν τα ράφια του μαγαζιού του από τις κονσέρβες, αλλά κι ούτε προλάβαινε να προμηθεύεται αυγά από τις νοικοκυρές του χωριού για να τους κρατάει στο μαγαζί του με τα πρόχειρα αυτά φαγητά. Δυο βαρέλια που είχε με κρασί, ένα μεγαλύτερο κι ένα μικρότερο, άδειαζαν κι αυτά τις μέρες των γιορτών. Δυο φορές τη βδομάδα έφτανε και ο «ματρακάς», ένα παλιό φορτηγό από την κοντινή κωμόπολη, με κάθε χρειαζούμενο για τον ανεφοδιασμό του μαγαζιού.
     Μετά τις δεκαπέντε του Δεκέμβρη, το μαγαζί έκλεινε κάθε βράδυ και πιο αργά. Μεσάνυχτα και βάλε. Αλλά λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα, έγινε κάτι που δεν είχε ξαναγίνει: Ο Αχιλλέας ο χωροφύλακας πήγαινε και μπαστακωνότανε σε μια καρέκλα, που δεν έλεγε να σηκώσει τον απ’ αυτό του από εκεί, μέχρι που έφευγαν και οι τελευταίοι πελάτες! Πάντα με τη στολή και το πηλήκιο ο Αχιλλέας, την έβγαζε μόνο το βράδυ που έπεφτε στο κρεβάτι. Ένα χωριό του Καρπενησίου ήταν η ιδιαίτερη του και τη χαρακτηριστική προφορά και ντοπιολαλιά του τόπου του, που ποτέ του δεν έλεγε ν' αποχωριστεί, όσο κι αν κάποιοι που είχαν αποκτήσει περισσότερο θάρρος μαζί του, στ' αστεία και στα σοβαρά το πείραζαν. Χρόνια στο χωριό «όργανο της τάξης» και με την τετραμελή οικογένειά του, με καλή συμπεριφορά, με επιείκεια και δικαιοσύνη, γι’ αυτό και όλοι τον υπολόγιζαν και τον σεβόντουσαν.
     Ο Στάθης και όλοι οι σε πλήρη ετοιμότητα χαρτοπαίκτες, άρχισαν να δυσανασχετούν, αλλά τί να του έλεγαν και πώς να του το έλεγαν; Καταλάβαιναν ότι κάποια «καρφωτή» είχε πέσει και δεν ξεκόλλαγε από εκεί ο Αχιλλέας. Οι νύχτες περνούσαν η μια μετά την άλλη κι έφερναν μεγάλη ζημιά στο μαγαζί, μεγάλη ζημιά και στους χαρτοπαίκτες χωριανούς, που περίμεναν πώς και πώς εκείνες τις μέρες να ξεδώσουν. «Κόκκινο πανί» άρχισε να γίνεται το όργανο της τάξης και μια από τις μεθόδους που επιστράτευσε ο Στάθης να τον «αναγκάσει» να φύγει, ήταν να του ρίξει αλάτι κάτω από την καρέκλα που καθόταν, χωρίς να ήταν σίγουρος αν αυτό θα «πιάσει»! Για κακή τύχη όλων, όμως, εκείνο το βράδυ ο Αχιλλέας άλλαξε καρέκλα!
     Τον έπνιγε η αγωνία και ο θυμός το Στάθη και, μη μπορώντας να δέχεται άλλο αυτή την κατάσταση αδιαμαρτύρητα, αποφάσισε να του μιλήσει διπλωματικά, αφού του σέρβιρε τον καθιερωμένο καφέ για το «ξενύχτι» - προσφορά πάντα του καταστήματος:
     «Κερασμένος κι απόψε ο καφές, κυρ’ Αχιλλέα!...  Αλλά εσύ δεν μας έχεις δείξει τόσα χρόνια που σ’ έχουμε στο χωριό μας ότι είσαι άνθρωπος του μαγαζιού και της νύχτας. Πώς τώρα τελευταία έχεις αλλάξει γραμμή; …Μα μου κάνει και εντύπωση που έρχεσαι μόνο εδώ και δεν πας και σε άλλα μαγαζιά, όπως θα ήτανε το πρέπον…».
     Μάλλον την περίμενε αυτή την ερώτηση ο χωροφύλακας, είτε από τον ίδιο τον καφετζή, είτε από κάποιον θαμώνα.
     «Να σ' 'πώ», απάντησε, αφού ήπιε την πρώτη ρουφηξιά του καφέ του και με το «ααα» έδειξε την απόλαυσή του, ευχαριστώντας και επιβραβεύοντας έτσι τον καφετζή για την τέχνη του, και συνέχισε: «Είν' κάτ' μέρες τώρα, έχ'νε πάρει τηλέφωνο στο σταθμό χωροφυλακής κάτι γ'ναίκες, και όχι μόνο μία φορά καθεμιά τσ', γιατί ολοχρονίς, αλλά μέσ' στ' γιορτές πολύ περισσότερο, δεν μπορούν να μάσουν τσ' άντρες τσ' από τα χαρτιά! Κι όλο τούτο νταραβέρ' στο μαγαζί σ' γίνεται! Οι περισσότεροι γυρίζ'νε ξ'μέρωμα στο σπίτι τσ', χαμέν' και πιωμέν' και τα βάζ'νε και μαζί τσ'! Είπαμε με τ'ν αστυνόμο να κάν'με εφόδους στα μαγαζιά τα κάθε βράδ' τούτες τις μέρες του Δικέβρ'. Κι αντίς να γυρνάμε μες τσ' νύχτες και το κρύο, προτίμ'σα να έρχ'μαι και να κάθ'μαι μαζί σας, αφού για το δ'κό σ' μαγαζί έχουν γίνει οι καταγγελίες! Με βολεύει αυτό, να ξέρ'ς, από το να γυρνώ ν'χτιάτικα από μαγαζί σε μαγαζί, αφού μόνο δω το πάτε μέχρι το ξημέρ'μα και βάλε!…
     Οι θαμώνες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, κοίταξαν και τον καφετζή, που, μάλλον, κανείς τους δεν περίμενε τόση ειλικρίνεια από τον χωροφύλακα. Αλλά και στα μάτια τους φαινόταν ξεκάθαρα πόσο «άφριζαν» μέσα τους και με τις γυναίκες τους και με τον Αχιλλέα που τους «χάλασαν τη δουλειά» τις γιορτές εκείνης της χρονιάς!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 11.1.2024

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2025

Το «Μαργιόλικο» με πίπιζες!


     Ένα τηλεφώνημα στο ύψος του Κιάτου, στην εθνική οδό, επιστρέφοντας από εξόρμηση του δωδεκαημέρου, με έκανε να βγω στο πρώτο πάρκινγκ και να συνομιλήσω με το πολύ σημαντικό πρόσωπο που με καλούσε, γιατί ήξερα ότι κάτι σημαντικό ήθελε να μου πει. Ήταν ο μεγάλος-μέγιστος εκφραστής της γνήσιας δημοτικής παράδοσης του τόπου μας, δεξιοτέχνης της φλογέρας, του κλαρίνου και «αηδόνι» του παραδοσιακού δημοτικού τραγουδιού, ο Χαράλαμπος Γιαννόπουλος, από τη γειτονική με το χωριό μου Κερασιά (παλαιότερα Κερέσοβα), με τον οποίο μας συνδέει αμοιβαία ισχυρή φιλία και αληθινά και δυνατά αισθήματα.
     Εν ολίγοις, και γνωρίζοντας την ευαισθησία μου σε θέματα παράδοσης, ο πολύ αγαπητός Χαράλαμπος με πληροφόρησε πολύ χαρούμενος και πολύ συγκινημένος για ένα παλιότερο δημοτικό τραγούδι, «το μαργιόλικο», που σε συνεργασία με τον κ. Γιώργο Υφαντή «ανέβασε» στην πλατφόρμα youtube του διαδικτύου.
     Συναισθήματα χαράς και συγκίνησης με πλημμύρισαν, αφού μου θύμισε τα ατόφια παραδοσιακά πανηγύρια του χωριού μου-των χωριών μας, μα όχι μόνο αυτό. Το τραγούδι είχα ακούσει πολλές φορές από τον πατέρα μου, που είτε το σιγοτραγουδούσε μόνος του, είτε το τραγουδούσε σ’ εμάς τα παιδιά του, είτε σε εκδηλώσεις χαράς, όπως γάμους, αρραβώνες και βαπτίσεις.
     Μα ούτε εδώ σταματούν τα δυνατά συναισθήματα χαράς και συγκίνησης που μου έφερε «το μαργιόλικο» και η ολιγόλεπτη τηλεφωνική κουβέντα με τον Χαράλαμπο. Το τοπικό μουσικό συγκρότημα των χωριών μας πολύ συχνά το έπαιζε με τις καραμούζες (πίπιζες) και τη συνοδεία ταβουλιού (νταουλιού). Καραμούζες έπαιζαν οι αείμνηστοι Πάνος Μιχαλόπουλος και Ναπολέων (Νάπος) Κεφαλάς και ταβούλι ο Αλέξης Παρασκευόπουλος. Όλοι τους αξεπέραστοι καλλιτέχνες και όχι μόνο για την εποχή τους. Μετά το θάνατο του Αλέξη (1963), συνέχισε ο γιός του Σταύρος και άλλοτε ο συγχωριανός του Χαράλαμπου Κώστας Ανδριόπουλος. Το άκουσμα του τραγουδιού από το youtube, καταμαρτυρεί την μουσική πληρότητα και παιδεία των καλλιτεχνών, αφ’ ενός, την άριστη ποιότητα της ηχογράφησης, παρά τα μέσα της εποχής, αφ’ εταίρου, η οποία, σημειωτέον έχει γίνει από τον ίδιο τον Χαράλαμπο Γιαννόπουλο το 1975. Στις έγχρωμες φωτογραφίες του διαδικτύου φαίνονται από αριστερά προς τα δεξιά: Ναπολέων (Νάπος) Κεφαλάς), Πάνος Μιχαλόπουλος, Κώστας Ανδριόπουλος.

Το παραδοσιακό μουσικό συγκρότημα του Λειβαρτζίου Καλαβρύτων, αποτελούμενο από τους: Ναπολέοντα (Νάπο) Κεφαλά (αριστερά), Αλέξη Παρασκευόπουλο (κέντρο) και Πάνο Μιχαλόπουλο (δεξιά), Φωτογραφία: Μέσα δεκαετίας 1960 - από το προσωπικό μου αρχείο και το βιβλίο μου «Λειβάρτζι, σ' ευχαριστώ!», 2002.

 
Λίγα λόγια για το τραγούδι
 
     «Μαργιόλικο», σημαίνει το «ναζιάρικο» και ενίοτε το «πονηρό», με εστίαση σε ελεύθερο κορίτσι. Είναι τραγούδι-τσάμικος χορός και άλλες παραλλαγές καλαματιανός-συρτός. Ενδέχεται από περιοχή σε περιοχή μα συναντάμε διάφορες παραλλαγές και στους στίχους του, οι οποίοι στην δυτική-βορειοδυτική Πελοπόννησο έχουν ως κατωτέρω, καθ’ υπαγόρευση και του Χαράλαμπου Γιαννόπουλου. Φαίνεται ότι το όνομα του «μαργιόλικου» του τραγουδιού, είναι «Μαρούσω», που, μάλλον δεν είναι άλλο από «Μαρία».
 
                          Για ιδέστε ο μαργιόλικο και το μαργιολεμένο,
                         πώς βάζει το φεσάκι του,  σαν να ’ναι’ μεθυσμένο.
                 (Παραλλαγή: Πώς στρίβει το μουστάκι του, σαν να ναι μεθυσμένο)
                     -   Δεν είμαι εγώ μαργιόλικο, ούτε και μεθυσμένο,
                         Η αγάπη με βαλάντωσε, κ’ είμαι βαλαντωμένο.
                     -  Σαράντα κίτρινα φλουριά δεμένα σ’ ένα γράμμα.
                        πάρ’ τα, Μαρούσω, μ’ μια βραδιά να κοιμηθούμ’ αντάμα.
                     -  Φωτιά να κάψει τ’ άσπρα σου, φωτιά και τα φλουριά σου.
                        Τα κάλλη μου δεν τα ’χω ’γω να ’ρθουν στην αγκαλιά σου.
                        Τούτος ο άσπρος μου λαιμός και τα γλυκά μου μάτια,
                        με σένα και τους όμοιους, δεν γίνονται πραμάτεια.

     Σημείωση: Στο μέσο ορισμένων στίχων παρεμβάλλεται και το «άιντε, ρούσα μου», π.χ. «για ιδέστε ο μαργιόλικο, άιντε ρούσα μου, και το μαργιολεμένο». Μπορείτε να απολαύσετε το τραγούδι με καραμούζες (πίπιζες - οργανικό) και ταβούλι (νταούλι) ΕΔΩ.
 
     Επιβάλλεται να σημειώσουμε ακόμα ότι σταθμός στη μουσική διαδρομή του Χαράλαμπου Γιαννόπουλου ήταν η γνωριμία του, η μαθητεία του και η συνεργασία του με το μεγάλο δάσκαλο Σίμωνα Καρά. Εκεί γνώρισε και συνεργάστηκε με πολλούς ακόμα κορυφαίους της παράδοσής μας, όπως τη Δόμνα Σαμίου, το Χρόνη Αηδονίδη, το Χρήστο Πανούτσο, τον Παναγιώτη Μυλωνά και πολλούς άλλους.

Ο Χαράλαμπος Γιαννόπουλος
Φωτογραφία από εμφάνισή του στην εκπομπή «το αλάτι της γης», της ΕΡΤ1 – 2020


     Τον καιρό που ο Σίμωνας Καράς όργωνε την Ελλάδα, καταγράφοντας την μουσική μας παράδοση με μεράκι και επιστήμη, ο Χαράλαμπος Γιαννόπουλος ήταν δεξί του χέρι. Και, φυσικά, δεν άφησε ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία να έλθουν μαζί και στον τόπο μας. Έτσι, λοιπόν, συνάντησαν μεταξύ άλλων και το προαναφερόμενο τοπικό παραδοσιακό μουσικό συγκρότημα, το οποίο ο Χαράλαμπος Γιαννόπουλος γνώριζε πολύ καλά και είχαν ήδη άριστη και αρμονική συνεργασία.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 9.1.2025