«Γέρων
ξυλοκόπος»
(Ελεύθερη μετάφραση από το παλιό «ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ», της Α΄ Γυμνασίου, του Γ. Ζούκη)
Έναν γέροντα ξυλοκόπο, τα γεράματα τον
βάραιναν πολύ και του πρόσθεταν πολλά ακόμα βάσανα. Επειδή, όμως, κανείς δεν τον
βοηθούσε, και για να μπορεί να έχει τα απαραίτητα, κάθε μέρα πήγαινε στο δάσος.
Εκεί έκοβε ξύλα και τα μετέφερε στο σπίτι του στον ώμο του. Ήταν πολύ αδύναμος
και το φαγητό του λιτό και φτωχό. Μερικές φορές οι γείτονές του τού έδιναν ένα
πιάτο καλό φαΐ, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να δυναμώσει.
Κάποτε, από την κούραση και την αδυναμία του
έπεσε το φορτίο με τα ξύλα από τον ώμο, καθώς γύριζε από το δάσος. Τότε
απελπισμένος λέει:
«Πού είσαι χάρε να με πάρεις να ησυχάσω!
Δεν αντέχω άλλο!».
Ξαφνικά παρουσιάζεται ο χάρος μπροστά του!
«Να!
Ήρθα τι θέλεις;».
«Ποιος είσαι εσύ;».
«Ο χάρος είμαι! Δεν με φώναξες; Τι με
θέλεις, λοιπόν;».
«…Να με βοηθήσεις να σηκώσω το φορτίο με
τα ξύλα και να τα βάλω στον ώμο μου!».
Επιμέλεια: Ν.Π., 28.6.2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου