Παρασκευή 4 Μαΐου 2018


Από την Καλαβρυτινή Λαογραφία και Παράδοση
(ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Νεράιδες)


      Πλούσια η πατρίδα μας σε λαογραφία και παράδοση, πλούσια και σε ιστορίες για υπερφυσικές δυνάμεις και ανεξήγητα φαινόμενα που σε δεδομένες στιγμές μπορούν να επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά τη ζωή των ανθρώπων. Η διάδοση «στόμα με στόμα» και από γενιά σε γενιά, πιθανότατα επιφέρει παραλλαγές, ενώ το δημοτικό τραγούδι, που δεν θα μπορούσε να μην τη συμπεριλάβει στους στίχους του, συμβάλει καθοριστικά στη διάσωσή της.
   Πολύ πλούσια και όλη η περιοχή των Καλαβρύτων σε τέτοια λαογραφικά στοιχεία. Κάθε τόπος κάθε καταράχι, κάθε βουνό και κάθε χωριό «μιλάνε» για τα δικά τους αερικά, τα ξωτικά και τις νεράιδες, τις λάμιες, τα στοιχειά και τα μέρη που «κρατάνε».
     Ο πατέρας της λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης έχει συμπεριλάβει στο μεγάλο του έργο «Παραδόσεις» πάμπολλες καταγραφές που αναφέρονται στα Καλάβρυτα και στα χωριά της πρώην επαρχίας. Αλλά και Καλαβρυτινοί πνευματικοί άνθρωποι μεγάλου ύψους, όμως, έχουν ασχοληθεί με το θέμα και έχουν διασώσει τον πλούτο της παράδοσής μας. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Γεώργιο Παπανδρέου, Περικλή Δουδούμη, Αθανάσιο Λέλο, Νώντα Σακελλαρόπουλο, Ανδρέα Χρυσανθόπουλο, Θανάση Χρυσανθόπουλο.  
     Στις βραδινές συνάξεις γύρω από το τζάκι, γίνονταν για τους προγόνους μας τα θέματα αυτά συχνά αντικείμενο της κουβέντας τους. Κι εμείς, μικρά παιδιά τότε, φοβόμαστε τόσο πολύ, που δεν τολμούσαμε να σκεφτούμε να βγούμε έξω το βράδυ, χωρίς τη συνοδεία μεγαλύτερων! Μα κι όταν πέφταμε για ύπνο, κουκουλωνόμαστε «αεροστεγώς» με τα χοντρά σκεπάσματα, μην έρθουν οι νεράιδες και τα ξωτικά και μας… πάρουν! 
     Από τις ιστορίες που μέχρι σήμερα δεν έχουν καταγραφεί, τη διηγιόταν όμως πολλές φορές η θεία  Φ.Α. από το Αγρίδι, είναι και αυτή, όπως την είχε βιώσει η ίδια:
     «Ήμαστε με τον αδελφό μου στο χωράφι και μαζεύαμε το ραποσίτι (καλαμπόκι). Θα ήμουνα δεν θα ήμουνα δεκοχτώ χρονώ, κοπελίτσα ακόμα, και ο αδερφός μου λίγο μικρότερος. Κόντευε να νυχτώσει και μαζευόμαστε να γυρίσουμε στο χωριό. Είχαμε έτοιμα τα σακιά να φορτώσουμε τα ζα και φύσηξε ένας ανεμοστρόβιλος. Αμέσως άκουσα πίσω μου να παίζουν όργανα! Γυρίζω και τι να δω: Καμιά δεκαριά πεντάμορφες και καλοντυμένες κοπέλες είχανε πιαστεί και χορεύανε! Μα τι χορός ήταν εκείνος! Πέρασα τα ογδοήντα και δεν ματαείδα στη ζήση άνθρωπο να χορεύει τόσο ωραία! Κατάλαβα ότι ήσαντε νεράιδες, απ’ όσα είχα ακουσμένα. Τι δουλειά είχανε και πού βρεθήκανε τέτοια ώρα αληθινά κορίτσια εκεί! Με το ζόρι μπόρεσα μίλησα στον αδερφό μου από το φόβο μου:
     - Αντρέα, άναψε ένα τσιγάρο…
     Εκείνη τη στιγμή μια από δαύτες με αγριοτήραξε, έβγαλε ένα ντουφέκι από το ζωνάρι της και μου έριξε! Δεν με πέτυχε όμως, κι αμέσως χαθήκανε ούλες από τα μάτια μου! Εμένα τι με θέλεις! Ποτέ μου δεν τα χρειάστηκα έτσι!…
    - Γιατί; με ρώτησε ο αδερφός μου, αφού οι νεράιδες είχαν χαθεί.
    - Για να φύγουν οι νεράιδες!
    - Μωρή, χαϊμένο, το ’χεις; Τι νεράιδες μου τσαμπουνάς;
    Τότε κατάλαβα πως εκείνος δεν τις είδε! Άλλοι τις βλέπουνε κι άλλοι δεν τις βλέπουνε…
    Το βράδυ που το είπα της μάνας, εκείνη μου έλεγε:
    - Ευτυχώς, παιδάκι μου, που δεν σε πέτυχε! Ευτυχώς! κι έκανε σκιαγμένη το σταυρό της. Κι αμέσως συνέχισε: Αν σε πετύχαινε δεν θα σε σκότωνε, αλλά θα σού έπαιρνε τη φωνή! Άμα βλέπεις τέτοια πράματα, να κάνεις το σταυρό σου. Καλό είναι να ’χεις και μια μπουκιά ψωμί ή λίγο λιβάνι στην τσέπη σου. Τότε δεν ζυγώνουνε. Και τσιγάρο να μπορείς ν’ ανάψεις, κι αυτό σε φυλάει. Μοναχά να μη μιλήσεις, γιατί μπορεί να σου πάρουνε τη λαλιά και να μείνεις μουγκή!».
   
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 4.5.2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου