Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

«O Δήμος και το καριοφίλι του» (λαογραφικοί συσχετισμοί)



   Επίκαιρο τις μέρες του εορτασμού της Εθνικής Παλιγγενεσίας το γνωστό ποίημα/τραγούδι του μεγάλου μας Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και από τα παλαιότερα βιβλία Νεοελληνικών Κειμένων των σχολείων, «O Δήμος και το καριοφίλι του», που ανήκει στη συλλογή του «Μνημόσυνα» του μεγάλου ποιητή (1857).
   Τη στιγμή που ο για «σαράντα χρόνια» πολεμιστής/κλέφτης Δήμος, γέρος πια, πεθαίνει, την ίδια στιγμή «πεθαίνει» και το πλέον αγαπημένο του αντικείμενο/φίλος/σύντροφος, το όπλο του.
    Σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες, έμψυχα όντα, αγαπημένα του ανθρώπου που φεύγει για τον άλλο κόσμο, τον «ακολουθούν». Π.χ., αγαπημένα ζώα του βοσκού που μετά το θάνατό του πεθαίνουν κι αυτά, πιστεύεται ότι «πάνε να τον βρούνε». Το ίδιο ισχύει π.χ. και για κότες της νοικοκυράς, δέντρα του γεωργού που ξεραίνονται ή ζώα του που κι αυτά ψοφάνε κλπ.
     Ας θυμηθούμε με την ευκαιρία το επίκαιρο τις μέρες αυτές ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Οι τελευταίοι στίχοι με τα έντονα γράμματα είναι αυτοί στους οποίους αναφερόμαστε.   

                                                                N.Π., 17.3.2018

O Δήμος και το καριοφίλι του

Εγέρασα, μωρές παιδιά, πενήντα χρόνους κλέφτης.
Τον ύπνο δεν εχόρτασα και τώρ' αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ' η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το 'χυσα, σταλαματιά δε μένει.
Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ' το λόγκο,
να 'ναι χλωρό και δροσερό, να 'ναι ανθούς γεμάτο,
και στρώστε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.
Ποιος ξέρει απ' το μνήμα μου τι δένδρο θα φυτρώσει!
Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του αποκάτω
θα 'ρχονται τα κλεφτόπουλα τ' άρματα να κρεμάνε,
να τραγουδούν τα νιάτα μου και την παλικαριά μου.
Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο,
θα 'ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα του να παίρνουν,
να πλένουν τες λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.
Έφαγ' η φλόγα τ' άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου.
Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου, μη με κλάψτε.
Τ' ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.
Σταθείτ' εδώ τριγύρω μου, σταθείτ' εδώ σιμά μου,
τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.
Κι έν' από σας, το νιότερο, ας ανεβεί τη ράχη,
ας πάρει το τουφέκι μου, τ' άξιο μου καριοφίλι,
κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει:
«O γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει».
Θ' αναστενάξ' η λαγκαδιά, θα να βογκήξει ο βράχος,
θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν
και τ' αγεράκι του βουνού, οπού περνά δροσάτο,
θα ξεψυχήσει, θα σβηστεί, θα ρίξει τα φτερά του,
για να μην πάρει τη βοή άθελα και τη φέρει
και τηνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει ο Πίνδος
και λιώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγκοι.
Τρέχα, παιδί μου, γλήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη
και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω
θέλω για ύστερη φορά ν' ακούσω τη βοή του.
Έτρεξε το κλεφτόπουλο, σαν να 'τανε ζαρκάδι,
ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει:
«O γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει».
Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια,
ρίχνει την πρώτη τουφεκιά, κι έπειτα δευτερώνει.
Στην τρίτη, και την ύστερη, τ' άξιο το καριοφίλι
βροντά, μουγκρίζει σαν θεριό, τα σωθικά του ανοίγει,
φεύγει απ' τα χέρια, σέρνεται στο χώμα λαβωμένο,
πέφτει απ' του βράχου τον γκρεμό, χάνεται, πάει, πάει.
Άκουσ' ο Δήμος τη βοή μες στον βαθύ τον ύπνο.
Τ' αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια…
O γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει.
Τ' ανδρειωμένου η ψυχή, του φοβερού του κλέφτη,
με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ' απαντιέται,
αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβηώνται, πάνε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου