Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: «Άνθρακες ο θησαυρός»!

                                                                                                                                                         
     Αποφασισμένη γύρισε από την πόλη η Αμαλία, που είχε πάει για λίγες μέρες να βοηθήσει τη λεχώνα μικρότερη αδελφή της, την Ευγενία. Δεν σήκωνε καμία αντίρρηση από τον άντρα της κι άλλοτε λίγο, άλλοτε πολύ φαντασμένη, συνέχεια τον πίεζε φορτικά:
     «Δόξα τω Θεώ, από πέρσι έχουμε και ρεύμα στο χωριό μας. Ματώνουν τα χέρια μου κάθε φορά με τις αλισίβες και το τρίψιμο στη μπουγάδα. Καιρός να τα ξεκουράσω και λίγο. Πρέπει να πάρουμε ηλεκτρικό πλυντήριο, που πλένει και γρήγορα και καθαρά τα ρούχα, χωρίς να ταλαιπωρείται από το πρωί ως το βράδυ η νοικοκυρά, κάθε φορά που πλένει. Έχει η γειτόνισσα της Ευγενίας. Μεγάλη ευκολία!».
     Εκείνος, ο Βαγγέλης, αισθανόταν να τον έπνιγε η επιμονή της, όταν άκουγε απαιτητικά την ίδια κουβέντα, κάθε μέρα και πολλές φορές την ημέρα.
     «Βρε γυναίκα, και η μάνα σου και η μάνα μου και όλες οι νοικοκυράδες σήμερα στο χωριό, στο ποτάμι και στις βρύσες πάνε και πλένουνε τα ρούχα τους. Τί σ’ έχει πιάσει εσένα και μου θέλεις “ηλεκτρικό πλυντήριο”;… Χώρια που κάθε δίμηνο θα μας τραβάμε τα μαλλιά μας, όταν θα μας έρχεται ο λογαριασμός της ΔΕΗ φουσκωμένος…».
     «Έχουμε τη σειρά μας, άντρα μου, δόξα τω Θεώ και τα χωράφια μας και τα ζωντανά μας καλά μας πάνε. Λίγο κι εγώ με τη μοδιστρική, κάτι βγάζω. Δεν έχουμε στερηθεί και τίποτα από τα αναγκαία για τη ζωή μας. Γιατί να μην ανακουφίσω λίγο και τα χεράκια μου;… Και στο κάτω-κάτω, σαν τις άλλες μ’ έχεις εμένα; Γιατί να μην είμαι εγώ εκείνη που θα τους “βάλω γυαλιά”;…».
     Φούσκωνε και ξαναφούσκωνε ο Βαγγέλης, αλλά η Αμαλία δεν έκανε πίσω με τίποτα. Παρηγοριά εύρισκε μόνο στο καφενείο, που μόλις το άκουσαν κάποιοι φίλοι και συνθαμώνες του, έβαλαν τα γέλια:
     «Έστειλες τη γυναίκα σου στην πόλη και πήραν τα μυαλά της αέρα, μου φαίνεται!», είπε γελώντας ο Θόδωρος και το γέλιο όλων «βγήκε» έξω από το μαγαζί!
     Η Αμαλία «το βιολί της». Επιμονή στην επιμονή. «Πέσε-πέσε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει», λέει η παροιμία κι αυτό ήθελαν να πετύχουν τα «αερισμένα» μυαλά της. Είχε αρχίσει ο Βαγγέλης να σκέπτεται σοβαρά το θέμα, μόνο και μόνο να ησυχάσει από τη γκρίνια. Εκείνη θεώρησε καλή την ευκαιρία να μιλήσει και στον Αχιλλέα, ένα γειτονόπουλο που ήρθε για λίγες ημέρες στο χωριό, στην οικογένειά του. Γνωρίζοντας αυτός τις ευκολίες στη ζωή της πόλης και τη βοήθεια της νοικοκυράς από το ηληκτρικό πλυντήριο, του έκανε κουβέντα, με σκοπό να τον πάρει με το μέρος της, να ενισχύσει τη δύναμή της και να μεταπείσει τον άντρα της.
     «Αμαλία», της απάτησε ορθά κοφτά εκείνος, «για να πάρεις πλυντήριο, πρέπει να έχεις νερό μέσα στο σπίτι. Να έχεις παροχή με πίεση. Το πλυντήριο συνδέεται κατ’ ευθείαν στη σωλήνα της παροχής…».
     «Θα του ρίχνω εγώ νερό μέσα και θα κάνω μια χαρά τη δουλειά μου!» απάντησε αποφασιστικά η πάντα ετοιμόλογη και σε πολλά «ξερόλας» Αμαλία!
     «Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται, Αμαλία», της έκοψε την κουβέντα ο Αχιλλέας. «…Εκτός αν θέλεις να πάρεις «μίνι πλυντήριο», που δεν έχει να σου προσφέρει και πολλά πράγματα, αφού με τα χέρια σου θα τα ξεβγάζεις και με τα χέρια σου θα τα στύβεις. Άλλωστε, τα μεγαλύτερα ρούχα το πλυντήριο αυτό δεν τα πλένει. Είναι για λίγα και μικρά μόνο…».
     Κατσούφιασε η Αμαλία και έτσι κατσουφιασμένη την βρήκε ο Βαγγέλης το βράδυ, που γύρισε από τα χωράφια.
     «Τι έπαθες; Γιατί είσαι έτσι;», την ρώτησε.
     Εκείνη κούναγε προβληματισμένη το κεφάλι της και έσφιγγε τα χείλη. Ανησύχησε ο άντρας της, μέχρι που άκουσε την απάντησή της:
     «…Άσε!... Πάει το ηλεκτρικό πλυντήριο!... Δεν μπορούμε να το πάρουμε, αν δεν έχουμε νερό μέσα στο σπίτι! Και πάνω που έλεγα ότι θα σου άλλαζα μυαλά, μου είπε σήμερα ο Αχιλλέας του μπάρμ’-Αντώνη ότι δεν δουλεύει, αν δεν έχουμε νερό στο σπίτι!».
     Εκείνος προσπάθησε να κρύψει το χαμόγελο της ανακούφισής του, ύστερα από τον πόλεμο των πιέσεων που είχε δεχθεί όλες τις προηγούμενες μέρες, από τότε που γύρισε η γυναίκα του από την πόλη και ψιθύρισε μέσα του για τον Αχιλλέα:
     «Ο Θεός τον έφερε!... Να είναι καλά!...».
     Την άλλη μέρα κιόλας, μη μπορώντας να συγκρατήσει τη χαρά του, είπε τα «νέα» στους φίλους του στο καφενείο.
     «Δηλαδή, “άνθρακες ο θησαυρός της Αμαλίας”;», ρώτησε με χαμόγελο και χαριτολογώντας ο μπάρμπα-Ζώης, που είχε πάει και μια χρονιά στο γυμνάσιο και ήταν κάπως διαβασμένος.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 19.10.2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου