Κυριακή 20 Μαΐου 2018

Από την Καλαβρυτινή Λαογραφία και Παράδοση
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Οι λίρες που έγιναν κάρβουνο!



     Βιωματική αφήγηση (1970) της Φ.Α. από το Αγρίδι (Αροανίας) Καλαβρύτων:

      «Ήμουνα νιόπαντρη, λίγο μετά τον πόλεμο του ’40 και είδα στον ύπνο μου μετά τα μεσάνυχτα ότι όξω από το χωριό και πίσω από μια πέτρα, που ήταν κάτου από το μεγάλο πουρνάρι, κοντά στην εκκλησία της Παναγίας, ήταν ένα σταμνί γιομάτο χρυσές λίρες! Ήτανε και μια άγνωστη γυναίκα μαυροφόρα που μόλις φαινότανε το πρόσωπό της από το μαντήλι και μου είπε:
     “Να πάς να πάρεις τις λίρες! Τις έχω για σένα!... Αλλά πρόσεχε: Πριν λαλήσει ο κόκορας να έχεις γυρίσει σπίτι, να μην τηράξεις πίσω σου, ούτε στο πήγαινε ούτε στο έλα και να μην πεις ποτέ σε κανέναν τίποτα. Αν παρακούσεις κάτι, θα πάθεις μεγάλο κακό”!
     Άνοιξα τα μάτια μου και άκουσα το ψιλόβροχο, πολύ σαστισμένη και σκιαγμένη. Φτωχοί ανθρώποι ήμαστε, αλλά πού τόλμαγα εγώ, έστω και από περιέργεια να πάου να ιδώ! Έπειτα, τι θα έλεγα στον άντρα μου, αν μέχρι να γυρίσω ξύπναγε…
     Το πρωί που είχε ανεβεί καλά ο ήλιος, πήρα το δρομάκι και τήραγα ολόγυρα πολύ σκιαγμένη. Τρέμανε τα πόδια μου και το αίμα μου είχε παγώσει… Πήγα και ήτανε ούλα όπως μου είχε πει η μαυροφόρα γυναίκα στον ύπνο μου: Η μεγάλη πέτρα, το πουρνάρι… Η καρδιά μου ακουγότανε γλήγορα και δυνατά τακ-τουκ, τακ-τουκ. Μόλις αντίκρισα και το σταμνί, ανατρίχιασα σύγκορμη! Με το ζόρι άπλωσα το χέρι μου και σήκωσα το καπάκι του. Τι να ιδώ τότε! Μέσα ήτανε γιομάτο κάρβουνα!!!
     Δεν θυμάμαι τίποτα από τότε και για κάμποση ώρα μετά. Μόλις συνήρθα, βρέθηκα λίγα μέτρα παρακάτου, χτυπημένη στο γοφό και γρατζουνισμένη στο πρόσωπο και στα χέρια. Φαίνεται λιποθύμησα και έπεσα στον κατήφορο… Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει. ήμουνα παγωμένη... 
    Μπορεί αν δεν είχα σκιαχτεί τότε, να ήτανε πολύ αλλιώτικη η ζωή μου σήμερα!... Έχουνε περάσει τόσα χρόνια, ήμουνα νια και γέρασα, αλλά ακόμα όποτε περνάου από κει, με πιάνει τρόμος!».
     Δείτε και το πρώτο μέρος εδώ:

Ν.Π., 20.5.2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου