Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Για το λάδι της χρονιάς!




     Η ελιά δεν ευδοκιμεί στα ορεινά και μέχρι λίγες δεκαετίες πριν που οι δρόμοι ήταν υποτυπώδεις ή ανύπαρκτοι, με δυσκολία έφταναν τα προϊόντα της στα χωριά μας. Αν συνυπολογίσει κανείς και τη δύσκολη οικονομική κατάσταση της μεταπολεμικής περιόδου, το λάδι δεν ήταν απλά είδος πολυτελείας, αλλά αληθινό χρυσάφι. Και για να δώσουμε πιο ακριβή την περιγραφή της αξίας του, ίσως φτάνει να πούμε ότι για μια κατσαρόλα φαγητό πολυμελούς οικογένειας, ήταν αρκετή μια κουταλιά της σούπας!
     Η δυσκολίες της προμήθειάς του από το εμπόριο, ανάγκαζαν πολλούς νοικοκυραίους να φεύγουν από τον τόπο τους μετά τα μέσα Νοέμβρη, αναζητώντας μεροκάματο σε παραγωγούς πεδινών περιοχών. Επέστρεφαν στο σπίτι τους παραμονές Χριστουγέννων, που τότε ολοκληρώνεται και η συγκομιδή της ελιάς, φορτωμένοι λάδι, ελιές και εσπεριδοειδή, αφού η αμοιβή ήταν συνήθως σε είδος.
     Η αναχώρησή τους είχε εικόνα ομαδικού ξενιτεμού. Μικρές ομάδες ανδρών και γυναικών, κυρίως όμως ανδρών, αλλά και μεμονωμένα άτομα έφευγαν και τα χωριά μας άδειαζαν! Σε πολλά σπίτια έμενε μόνο ο «άμαχος πληθυσμός»! Η μετακίνηση γινόταν με τη συγκοινωνία, φυσικά, και ο καθένας έπαιρνε μαζί του όχι μόνο τα εργατικά του ρούχα, αλλά και στρωσίδια για τον ύπνο. Νέα από τον «ξενιτεμένο» για την υγεία του και πώς «ταχτοποιήθηκε», μάθαιναν οι δικοί του που έμεναν πίσω μια βδομάδα-δέκα μέρες αργότερα, με το πρώτο του γράμμα. Υπήρξε και η "προ της συγκοινωνίας" εποχή, που όλη αυτή η μετακίνηση γινόταν με τα πόδια και με το ζώο του καθένας.
     Η δουλειά δεν ήταν εύκολη με τα μέσα της εποχής εκείνης κι αν επικρατούσαν δύσκολες καιρικές συνθήκες την έκαναν δυσκολότερη. Αν μάλιστα το λιοστάσι ήταν μακριά από την κατοικημένη περιοχή, οι εργάτες αναγκάζονταν να μένουν και σε υποτυπώδη καλύβια, προκειμένου να αποφύγουν καθημερινά τα κάμποσα χιλιόμετρα πήγαιν’-έλα με τα πόδια, αφού και τα οχήματα ήταν ελάχιστα και δυσεύρετα.
     Όσο πέρναγαν οι μέρες και πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, μεγάλωναν και τα συναισθήματα για την επιστροφή. Αγωνία για το πώς θα έφτανε το λάδι στο σπίτι, που αρκετές φορές η μεταφορά γινόταν με τη συγκοινωνία και με τη σχετική απροθυμία του εισπράκτορα/φορτοεκφορτωτή του λεωφορείου και τη δυσανασχέτηση του οδηγού. Αγωνία κι εκείνων που περίμεναν τον ερχομό του/των δικών τους ανθρώπων, αφού αρκετές φορές εκτός από κουρασμένοι γύριζαν και κρυωμένοι. Αγωνία και των παιδιών που λαχταρούσαμε μια σοκολάτα, λίγες καραμέλες, κάνα παιχνιδάκι και, το κυριότερο, πορτοκάλια, γιατί ούτε κι αυτά ευδοκιμούν στα ορεινά χωριά μας! Μα και πέρα και περισσότερο απ’ όλα αυτά, η φυσική παρουσία των γονιών μας, που με τα χάδια τους, τα κανακέματά τους και γενικά η αγάπη τους θα μας γέμιζαν σε λίγες στιγμές το κενό απουσίας από το σπίτι, ενός μηνός και βάλε!
     Πρώτη χαρά και πρώτη δουλειά της νοικοκυράς με το που έμπαινε το λάδι στο σπίτι, ήταν να φτιάξει τηγανίδες (τηγανίτες) για τα παιδιά της και τους δικούς της, αλλά και να φιλέψει όλη τη γειτονιά. Ο σπιτικός νηστίσιμος χαλβάς κι ο μπακλαβάς που ακολουθούσαν, ολοκλήρωναν τις προετοιμασίες της μεγάλης γιορτής της Γέννησης του Θεανθρώπου. Μέρες χρονιάρες, αλλά και άφθονο στο σπίτι το ευλογημένο λάδι, επιτρεπόταν να «κολυμπήσει» τότε και το φαΐ στην κατσαρόλα με… δύο και τρεις κουταλιές! Άλλη μια καθιερωμένη και σίγουρα απαραίτητη συνήθεια από την πρώτη στιγμή, ήταν ν' ανάψουν το καντήλι στο εικονοστάσι του σπιτιού, ευχαριστώντας και δοξολογώντας με τον τρόπο αυτό το Θεό!
     Να σημειωθεί, τέλος, ότι αρκετοί και σήμερα «πάνε για λάδι» την ίδια εποχή από τα ορεινά χωριά μας, εξασφαλίζοντας έτσι ένα από τα πλέον απαραίτητα προϊόντα της διατροφής μας,  ενισχύοντας, παράλληλα, και το εισόδημά τους.   


                        Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 20.11.2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου