Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

Το καταράχι

     Θέλω να εκφράσω τις πιο θερμές μου ευχαριστίες στον κ. Πρόεδρο και το Δ.Σ. της ιστορικής  ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝπου με απόφασή τους συμπεριέλαβαν και την ταπεινότητά μου στα Μέλη της!
     «Γιορτάζω» το γεγονός με ένα αγαπημένο μου ποίημα που έγραψα πρόσφατα.
     (Σημ: Η φωτογραφία είναι από το αγαπημένο μου καταράχι, στο χωριό μου-κοντά στο σπίτι μου, αντίκρυ στο ξάγνατο!)
     


                        
                                              Το καταράχι

                   Το καταράχι νοσταλγώ, κείνο, τ’ αγαπημένο,
                   εκεί που εκαθόμουνα παιδί συλλογισμένο.
                   Τότε, που τσοπανόπουλο έντυνα με στολίδια
                   τα θέλω και τα πρέπει μου στης ζήσης τα ταξίδια.
                   Κι έβλεπα που χανότανε ο δρόμος μακριά μου,
                   σαν πόρτα φάνταζε να βγω, να βρω τα όνειρά μου.
                   Δεν είχα πλούτη στο μυαλό, ούτε και μεγαλεία
                   κι ούτε παλάτια για να ζω, ούτ’ υπηρέτες χρεία.
                   Κι όταν η δόξα μού ’γνεφε να της χαμογελάσω,
                   προσπέρασα αδιάφορα,  χωρίς να την κοιτάξω.
                   Μού ’φτανε κόσμους για να δω, τόπους να περπατήσω,
                   συνήθειες και πολιτισμούς να βρω και να γνωρίσω.
                   Ήθελα κι απ’ τους δάσκαλους, που θα ’μουν στα σχολεία,
                   με δίψα και με φρόνηση νά ’παιρνα τη σοφία.
                   Εκείνα όσα ζήτησα απ’ τη ζωή να φέρει,
                   δεν τα ’δωσε με προθυμιά και μ’ ανοιχτό το χέρι.
                   Μα είναι όμως όλ’ αυτά που μ’ έκαναν να μείνω
                   ολόρθος στα πιστεύω μου και μού ’δωσαν εκείνο
                   που κάνει τη συνείδηση καθάρια, κρυσταλλένια
                   και την ψυχή στον άνθρωπο κάνει μαλαματένια.
                   Και τώρα που περάσανε τα χρόνια με βιασύνη,
                   μα το μυαλό τις θύμησες εύκολα δεν τις σβήνει,
                   στο καταράχι π’ αγαπώ για λίγο θενά μείνω,
                   οι μνήμες να ξυπνήσουνε, παιδί να ξαναγίνω!
                   Και νά ’ταν, λέει, να μπορώ με τη ζωή να τά ’βρω,
                   τον ίδιο δρόμο απ’ την αρχή, για να μου πει να πάρω!


                                                         N.Π., 31 Μαΐου 2017

Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

ΣΕ ΖΗΛΕΥΩ, ΒΟΣΠΟΡΕ!

(Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό «Ήπειρος Άπειρος Χώρα», τεύχος Μαΐου 2012)
                


                       Να ’ξερες πόσο, Βόσπορε, τη χάρη σου ζηλεύω!
                       Να ’μουν εγώ στη θέση σου στην Πόλη που λατρεύω!
                       Να ’ταν δικά μου τα νερά, εγώ να τη δροσίζω,
                       με σιγονανουρίσματα να τη γλυκοκοιμίζω,
                       βασίλισσα πεντάμορφη, διαμαντοστολισμένη,
                       μονάκριβη  και ξακουστή, μα είναι σκλαβωμένη.
                       Και ταπεινός στο θρόνο της καθημερνά πλουμίδια
                       κι ασήμια να της χάριζα, σμαράγδια και παιχνίδια,
                       ρουμπίνια και μαλάματα και μύρα ζηλεμένα
                       κι όλα τ’ αραβουργήματα της γης τα φημισμένα.
                       Να νοιώθω την ανάσα της, τους χτύπους της καρδιάς της,
                       τα κρυφαναστενάγματα και τ’ αναφιλητά της.
                       Να της γλυκαίνω τον καημό κι αυτή ν’ αναθαρρεύει,
                       που πάλι στέμμα θα φορεί, ξανά θα βασιλεύει.
                        
                      Tη χάρη δεν θα μου ’κανες, Βόσπορε, και το ξέρω.
                      Δεν θα ’δινες στη θέση σου, όσο και να το θέλω.
                      Ξέρω κι εσύ την αγαπάς κι αυτό με δυναμώνει
                      και σένα η αγάπη σου με τη δική μου ενώνει!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 28 Μαίου 2017
( Σύντομο βιογραφικό δείτε ΕΔΩ )

                                                   

Σάββατο 27 Μαΐου 2017

Ένα μικρό… χωριό, πρότυπο!



     Ήταν ένα Μαγιάτικο πρωινό, όταν περνούσα μέσα από τα δρομάκια ενός πολύ μικρού και γραφικού χωριού. Μικρή και η πεδιάδα που ήταν χτισμένο, φάνταζε όμως πολύ μεγάλη για τις ανάγκες του. Είχε γλυκοχαράξει ο καιρός κι ο καταγάλανος ουρανός προμηνούσε μια ζεστή ανοιξιάτικη μέρα. Το απόλυτο πράσινο παντού στο ξανάνιωμα της φύσης, έδινε μια ανείπωτη χάρη και μια αλλιώτικη αισιοδοξία. Ο τέλειος συντονισμός μεταξύ των χωρικών με μάγεψε κι αφού είχα το χρόνο, κάθισα λίγο απόμερα να τους θαυμάσω.
     Οι πόρτες των φτωχικών χαμόσπιτων των κατοίκων του ήσαν ορθάνοιχτες κι άκουγες καθαρά από το δρόμο τη διακριτική φασαρία από τις ετοιμασίες τους για να βγούνε στις δουλειές τους. Γυναικείος στη μεγάλη πλειοψηφία του ο πληθυσμός του μικρού εκείνου χωριού, που στην πραγματικότητα δεν έβλεπες άντρα, μα ζήλευες στ’ αλήθεια για το πόσο καλά κράταγε στα χέρια του το «ασθενές φύλο» την οργάνωση της μικρής κοινωνίας τους!
     Πριν καλά-καλά βγει ο ήλιος είχαν ξεχυθεί κιόλας για το μεροκάματο, χωρίς αγουροξυπνήματα, χουζούρια και χασμουρητά, χωρίς χασομέρια. Λίγο μετά, οι πρώτες εργάτριες γύριζαν φορτωμένες. Στην πόρτα των σπιτιών περίμεναν άλλες να τις βοηθήσουν στο ξεφόρτωμα, για να ξαναφύγουν χωρίς την παραμικρή χρονοτριβή. Ποιος ξέρει μέχρι να βραδιάσει πόσες φορές θα γινόταν αυτό το «πήγαιν’-έλα» και το «φόρτω-ξεφόρτω»!
     Στη δουλειά τους δεν είχαν προϊσταμένους και διευθυντές, ούτε επόπτες κι αφεντικά. Ήσαν  όλες αφοσιωμένες σ’ αυτό που έκαναν και πουθενά αλλού. Δούλευαν συντονισμένα, αρμονικά κι ακούραστα, χωρίς καμιά τους να βαρυγκωμεί, χωρίς να έχει παράπονα, χωρίς να παραβιάζει στο ελάχιστο το καθημερινό πρόγραμμα και χωρίς να νοιάζεται καθεμιά μόνο για «τον εαυτούλη» της. Μα και μέχρι να νυχτώσει καλά, καμιά δεν άκουσα να πει: «είναι ώρα να σχολάσω»! Δεν τις χώριζαν πολιτικές, κοινωνικές ή άλλες διαφορές και δεν ήξεραν ούτε τι θα πει πλούσιοι και φτωχοί. Ή όλοι μαζί πλούσιοι, ή όλοι μαζί φτωχοί. Κι όταν μου ήλθε στο νου η κρίση που έχει μπει στη δική μας ζωή, σκέφθηκα πως αν η κρίση έφτανε και σ’ εκείνο το μικρό χωριό, καμία και κανένας δεν θα ήταν περισσότερο δυστυχισμένος από τους άλλους!
     Όλος αυτός ο τέλειος συντονισμός είχε σαν αποτέλεσμα η παραγωγή τους να είναι πολύ μεγάλη και τα προϊόντα τους περιζήτητα. Οι παραγγελίες έρχονταν πολλές μαζί, όχι μόνο από κοντινές περιοχές, αλλά και από μακρινές και μεγάλες πόλεις. Οι πελάτες τους έμεναν πάντα ευχαριστημένοι και μόνο καλά λόγια είχαν να πουν. Πραγματικά, έγλυφαν και τα δάχτυλά τους κάθε φορά που έτρωγαν, ή έστω δοκίμαζαν, ό,τι έφτιαχναν οι πανάξιες και χρυσοχέρες νοικοκυρές του χωριού εκείνου!
     Πόσοι από μας δεν θα τις ζήλευαν! Πόσο διαφορετική θα ήταν και η δική μας ζωή, αν είχαμε σαν παράδειγμα εκείνη τη πολύ μικρή, αλλά άριστα οργανωμένη κοινωνία!

      Ποιο ήταν το μικρό εκείνο… χωριό; Μερικές κυψέλες μελίσσια, σε μιαν άκρη της μικρής πεδιάδας του χωριού μου!


  Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 26.05.2017
https://nikolpapak.blogspot.com/2021/08/blog-post_29.html

                                                                                    

Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

ΤΟ «ΚΑΛΑΒΡΥΤΙΝΟ ΛΕΞΙΚΟ»

(Λέξεις του Καλαβρυτινού λεξιλογίου και η ερμηνεία τους)

Περιεχόμενα:
Σύντομος πρόλογος 1
Σύντομος πρόλογος 2
Λέξεις  (με αλφαβητική σειρά)
Συνήθεις ιδιωματισμούς του προφορικού λόγου ("γραμματικοί κανόνες")

Σύντομος πρόλογος 1

     Πολλές εκατοντάδες λέξεις και φράσεις χαρακτηρίζουν τη ντοπιολαλιά κάθε τόπου/περιοχής στους καθημερινούς προφορικούς διαλόγους των ανθρώπων του. Αυτές τις λέξεις πρωτοάκουσαν τ’ αυτιά τους, μ’ αυτές συνεχίζουν να επικοινωνούν/συνεννοούνται όταν μεγαλώνουν, αυτές αφήνουν και ως πολιτιστική κληρονομιά και στους επερχόμενους.
     Μεγάλοι των γραμμάτων, όχι μόνο έσκυψαν και σκύβουν πάνω στη κληρονομιά αυτή με θρησκευτική ευλάβεια, αλλά και πάσχισαν και πασχίζουν με κάθε τρόπο να παραδοθεί και στους επερχόμενους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, που στους διαλόγους των περίφημων διηγημάτων του χρησιμοποιεί ευρέως τη ντοπιολαλιά της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Σκιάθου. Χαρακτηριστική και η ρήση του καθηγητή Ιωάννη Κακριδή: «Κάθε λέξη που χάνεται σε κάποιο χωριό, σημαίνει έναν θάνατο το ίδιο θλιβερό, όσο και να πεθαίνει ένας άνθρωπος».
     Δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση και τα πρώτα προσωπικά μου ακούσματα στο χωριό μου, το Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων. Και όσο μεγάλωνα «απορροφούσα» ιδιαίτερες λέξεις και φράσεις από τις κουβέντες των μεγαλύτερων, ρωτούσα για τη σημασία εκείνων που δεν ήξερα και έτσι έγινε αυτή η καταγραφή, η οποία συμπεριλήφθηκε στο πρώτο μου βιβλίο, το «Λειβάρτζι, σ’ ευχαριστώ!», εκδόσεις «Ανάδραση», 2002. Η καταγραφή συνεχίστηκε και στο γλωσσάρι του τρίτου κατά σειρά βιβλίου μου «Η φωτογραφία» προστέθηκαν νέες λέξεις. Καταγραφής συνέχεια και το «Καλαβρυτινό Λεξικό», φιλοξενείται συμπληρωμένο με περισσότερα λήμματα από το 2012  στην τοπική ηλεκτρονική εφημερίδα ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ NEWS http://www.kalavrytanews.com/Στην προσωπική μου ιστοσελίδα http://nikolpapak.blogspot.gr/ έχει επεξεργαστεί ακόμα περισσότερο και έχουν προστεθεί κι άλλα λήμματα.
     Ευχαριστώ θερμά την ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ NEWS και το διαχειριστή της, εκλεκτό φίλο Νίκο Κυριαζή, τόσο για τη δημοσίευση, όσο και για το εισαγωγικό σημείωμα με το οποίο το προλογίζει. Ευχαριστώ και τις χιλιάδες αναγνώστες της, που το έχουν ανεβάσει στα δημοφιλέστερα θέματα λαογραφίας της τοπικής εφημερίδας και του τόπου.  
 Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος
    
Σύντομος πρόλογος 2

     Παραθέτω εδώ αυτούσια την εισαγωγή, με την οποία με πολλή αγάπη προλογίζει η τοπική ηλεκτρονική εφημερίδα ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ NEWS (http://www.kalavrytanews.com/), που φιλοξενεί το «Καλαβρυτινό λεξικό»:
     « Η γλώσσα είναι κεντρικό γνώρισμα των ανθρώπινων κοινωνιών, με αυτή επικοινωνούμε, συνυπάρχουμε, ζούμε. Στις τοπικές κοινωνίες σε όλη την Ελλάδα αναπτύχθηκαν ιδιωματισμοί οι οποίες δεν απαντώνται στην επίσημη Ελληνική γλώσσα και είτε προέρχονται από επηρεασμούς και προσμίξεις άλλων γλωσσών, είτε αποτελούν απλά παραλλαγές γνωστών Ελληνικών λέξεων/φράσεων.
     Έτσι κι εμείς οι Καλαβρυτινοί, έχουμε πληθώρα λέξεων και εκφράσεων και το «Καλαβρυτινό λεξικό» είναι μια προσπάθεια καταγραφής των τοπικών ιδιωματισμών, όχι επειδή είναι αποκλειστικό προνόμιο της περιοχής μας, αφού τους συναντάμε και σε άλλα μέρη της Πατρίδας μας, (ιδίως σε όμορες και γειτονικές περιοχές), αλλά επειδή και οι κοντινότεροι πρόγονοί μας τους χρησιμοποιούσαν στον προφορικό τους λόγο. Πολλούς, πάρα πολλούς απ' αυτούς τους ιδιωματισμούς χρησιμοποιούμε κι εμείς σήμερα, ως αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας μας και της παράδοσής μας, επιβεβαιώνοντας την γνωστή έκφραση των Αγγλοαμερικάνων που όταν ψάχνουν να βρουν την κατάλληλη λέξη για κάποια έννοια λένε: «Οι Έλληνες θα έχουν μια λέξη για αυτό». Φράση την οποίαν πρώτος είχε γράψει ο καθηγητής Όλιβερ Τάπλιν στο βιβλίο του «Ελληνικό πυρ».
     Μέσα από αυτούς τους ιδιωματισμούς και την γλωσσοπλασία προβάλλονται «οι πνευματικές δυνάμεις της δημιουργικής μεγαλοφυΐας, διότι αναφορικά προς τις δυνατότητες που παρέχει (η Ελληνική γλώσσα) στην σκέψη, είναι η πιο ισχυρή και συνάμα η πιο πνευματώδης από όλες τις γλώσσες του κόσμου.» Martin Heidegger (Γερμανός φιλόσοφος, από τους κυριότερους εκπροσώπους του υπαρξισμού του 20ου αιώνος αναφερόμενος στην Ελληνική γλώσσα)».
========================

Σελίδες από την έντυπη έκδοση, το βιβλίο "Λειβάρτζι, σ' ευχαριστώ!"

Λέξεις  (με αλφαβητική σειρά)

Α

Αβγαταίνω: 1. Προσθέτω (ακόμη λίγο) στο ήδη υπάρχον. 2. Διαχειρίζομαι- αξιοποιώ με τέτοιον τρόπο, ώστε να φανεί περισσότερο απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα (π.χ. κάποιο αναλώσιμο υλικό). 3. Πολλαπλασιάζω, αυξάνω. Λέγεται και αβγατίζω.
Αβοηθάου: Βοηθάω.  (Για την κατάληξη των ρημάτων «ου», βλ. στο τέλος, στους «συνήθεις ιδιωματισμούς του προφορικού λόγου»).
Αγκρομάζουμαι: Ακούω προσεκτικά. Αφουγκράζομαι.
Αγκύλωμα: Τρύπημα με αιχμηρό αντικείμενο (π.χ. βελόνα) στο δέρμα – κυρίως στα άκρα.
Αγκωνάρι: 1. Γωνία του σπιτιού. 2.Μεγάλη πέτρα τετραγωνισμένη. 3.Ένα μεγάλο κομμάτι(ξερό) ψωμί (μεταφορικά).
Αγορά: Το κέντρο του χωριού, όπου και τα περισσότερα μαγαζιά. Λέγονταν όμως και με κάποια ειρωνεία (κυρίως από γυναίκες) για όσους (άντρες) δεν «ξεκόλλαγαν» από εκεί, αφού η αγορά μικρών χωριών των χωριών δεν είχε μεγάλες δυνατότητες και ενδιαφέρον (για τις ίδιες).
Αγοραστό ψωμί: Το θεωρούσαμε είδος «υπερ»-πολυτελείας
Αγνάντιο: Θέση με θέα. Περιοχή που είναι ορατή από το απέναντι σημείο.
Αγουρίδα: 1. Η γεύση του πολύ ξινού. 2. Το ανώριμο σταφύλι. (Ο χυμός του μπορεί
να χρησιμοποιηθεί αντί για λεμόνι στα φαγητά).
Αγουριέμαι: Κλαίω πολύ δυνατά, γοερά,
Αδερφουλιάς: Ο αδερφός. (Κάπως ειρωνικά).
Αδερφομοίρια: Ακίνητα, «εξ αδιαιρέτου», ανήκοντα σε αδέλδια. 
Ακουμπέτι: Λέξη πού εκφράζει αγανάκτηση, π.χ. «Άσε με ακουμπέτι!»: Άσε με
επί τέλους! Ή, «καλά!…Φτάνει μέχρι εδώ!».
Ακορφάδιστη (π.χ. «ραποστιά»): Φυτό που δεν έχει κοπεί η «κορφάδα», που δεν έχει «κορφαδιστεί».
Άκουρος: Αυτός που δεν έχει κουρευτεί. Ο ακούρευτος. (α + κουρά).
Αλαφροΐσκιωτος: Αυτός πού έχει τη δυνατότητα να βλέπει τα ξωτικά. Έχει και την έννοια του ανθρώπου με «λίγο μυαλό».
Αλέτρι: Το άροτρο.
Άλεσμα: Το δημητριακό που προορίζεται ν’ αλεστεί, ή το ήδη αλεσμένο.
Αλεστικό: Η αμοιβή του μυλωνά (σε χρήμα ή σε είδος, από το προϊόν που
αλέθει).
Αλιμουχρίζω: Πασαλείφω. Βάφω χωρίς ιδιαίτερη προσοχή.
Αλισίβα: Το υποκίτρινο νερό που παίρνουμε αφού βράσουμε νερό και στάχτη, και αφού αφαιρέσουμε το ίζημα.
Αλογόπετρα: Ο Θειικός χαλκός. Η γαλαζόπετρα.
Αλλαξίμια: Τα ρούχα πού αλλάζουμε (τα λερωμένα).
Αλούκατος: Αδέξιος σε τρόπους ή και σε χειρονομίες.
Αλώνι: 1. Πλακοστρωμένη κυκλική περιοχή, με «στύλο» στο κέντρο της,για το αλώνισμα των σιτηρών.2. Κατ’ επέκτασιν, και το γέννημα, προϊόν του αλωνίσματος. 3. Η διαδικασία του αλωνίσματος. 4. Αλώνι του φεγγαριού: Ένας κύκλος μεγάλης ακτίνας, που σχηματίζεται γύρο από το φεγγάρι τους χειμερινούς μήνες και προμηνύει βαρυχειμωνιά. 5. Η φράση «θα σε αλωνίσω», σημαίνει πως «θα σε κάνω άνω-κάτω», «θα σε ανακατέψω». Εκτός απ’ όλ’ αυτά, η λέξη αλωνίζω, έχει και την έννοια του «ανακατεύω», προκαλώ αναστάτωση, φασαρία.
Αμάκα: Υλική προσφορά σε κάποιον, χωρίς ανταπόδοση. Τζάμπα. Δωρεάν.
Αμάλλιαγο (ζώο): 1. Ζώο ή ερπετό χωρίς τρίχωμα, π.χ. φίδι, κάβουρας, σαύρα, κ.λ.π. 2. Ον που το τρίχωμά του δεν έχει αναπτυχθεί, ή στερείται τριχώματος.
Αμολόητος: Αυτός που φεύγει τρέχοντας και "χάνεται" (έγινε αμολόητος).
Αμποδάου: 1. Βοηθάω, συμβάλλω θετικά σε κάτι, π.χ. σε κάποια εργασία. 2. Επιδιορθώνω. 3. Έχει και την έννοια «φυλάω», «προστατεύω», π.χ. το χωράφι,  εμποδίζοντας τα ζώα να βοσκήσουν. Μέσο-παθητικό: Αμποδιέμαι.
Αναδίνω: 1. Υποτροπιάζω. 2. Αναληγώνω. 3. Βγάζω – εκπέμπω δυσοσμία.
Ανακαψίλα: Όξινη ερυγή (ρέψιμο), που προκαλεί αίσθημα «καψίματος».
Ανακλαδίζουμαι: Τεντώνομαι μετά το ξύπνημα.
Αναλήγωμα: Μερική ή ολική τήξη σώματος, π.χ. παγωμένου λαδιού, λίπους, κλπ. Ακόμα: Η κατάσταση που αρχίζει να ρευστοποιείται στερεό και κατεψυγμένο σώμα (και παύει να είναι στερεό).
Αναμπαίζω: Κοροϊδεύω, εμπαίζω.
Αναπιάνω (προζύμι): Η τεχνική προετοιμασίας φυλαγμένης ζύμης, πριν αναμειχθεί με
το ζυμάρι για την παρασκευή του ψωμιού.
Ανασγουρλεύο(υ)μαι: Στριφογυρίζω στο κρεβάτι μετά τον ύπνο, μέχρι να σηκωθώ. 
Ανάσπιτα: Επίρρημα που προσδιορίζει τι λόγο για τον οποίο λείπουν όλοι από τα σπίτια τους, π.χ., πήγαν στο γάμο ανάσπιτα (ομοίως στην εκκλησία κλπ).
Ανατσουτσουρώνο(υ)μαι: Θυμώνω και είμαι έτοιμος να επιτεθώ, χωρίς απαραίτητα να διαθέτω τις απαιτούμενες δυνάμεις.
Ανεβατή: Ψωμί ζυμωμένο με προζύμι. Κυριολεκτεί στη μπομπότα. Το αντίθετο: Λειψή = ψωμί χωρίς προζύμι.
Ανεβάτης: Το «κόκαλο», η «γλώσσα» που μας βοηθάει να φοράμε τα παπούτσια.
Ανέβγαλτος: Εκείνος που δεν έχει «βγει παραπέρα»  από το σπίτι του, o μη κοινωνικός.
Ανεμίδι: (Η ανέμη). Εργαλείο για το τύλιγμα (μάζεμα) του νήματος για τον αργαλειό.
Ανεμοτούρλι (Λέγεται και ανεμοτούρλημα): Ανακάτεμα αντικειμένων, π.χ, ρούχων. Μεταφορικά λέγεται και για πρόκληση επεισοδίου.
Ανεμοτουρλάου: Ανακατεύω, π.χ. βρήκα το σπίτι ανεμοτουρλημένο από τους κλέφτες. Λέγεται και μεταφορικά για κάποιον που προκαλεί φασαρία, π.χ. πήγε στο σπίτι τους και τους ανεμοτούρλησε. Το ουσιαστικό: Ανεμοτούρλι ή ανεμτούρλημα. Να υπογραμμιστεί ακόμα και κάτι γενικότερο: Η κατάληξη –ω των ενεργητικών ρημάτων που ο χαρακτήρας τους είναι φωνήεν ή δίφθογγος  και τονίζεται, γίνεται –ου στον προφορικό λόγο, π.χ  πηδάου, κλαίου, τρώου κλπ.
Ανθρωπονόητο (ζώο): Ον με αυξημένη νοημοσύνη (δηλ. ανθρώπου).
Ανταρεύο(υ)μαι: Αγριεύω, θυμώνω.
Αντί: Εξάρτημα του αργαλειού.
Αντιψύχι: Πρόχειρο και μικρής ποσότητας φαγητό, για αντιμετώπιση μεγάλης πείνας.
Αντούβιανος: Άνθρωπος χωρίς ευαισθησίες και τρόπους.
Αξάγγλιγος: Αχτένιστος. Με τα μαλλιά πολύ μπερδεμένα.
Αξαφνιά: Απρόσμενο και μεγάλο κακό. Λέγεται, συνήθως, σε κακή ευχή (κατάρα): «Να σου ρει αξαφνιά».
Αουπάνου: Από πάνω. (Λίγο) πιο επάνω.
Απαγιαντάου: Λέγεται σε άνθρωπο πολύ ανήσυχο.(«δε σ’ απαγιαντάει=δεν μπορείς να ησυχάσεις). Το ρήμα συναντάμε κυρίως στο β΄και γ΄  πρόσωπο.
Απάγκιο: Μέρος ζεστό κι απάνεμο, απόγωνο π.χ. προσήλιο. Το ρήμα: απαγκιάζω. Αόρ: απάγκιασα.
Απαλαίνω: Έχει και την έννοια του μουλιάζω. 
Απάνου: Επάνω.
Απέ: Αντί του "λοιπόν, ως συμπερασματικός σύνδεσμος ή και αντί του "και" ως συνδετικός. Με ερωτηματικό έχει την έννοια της έκφρασης: «Και τί γίνεται τώρα;» - «Και τώρα τί κάνουμε;». Έχει όμως και την έννοια της αδιαφορίας: "Κι απέ" (π.χ., "ε, και τί έγινε -σιγά και τί έγινε"). Συνώνυμη λέξη εδώ και με την έννοια της αδιαφορίας: Κιάμα (κι άμα), βλ. λήμμα.
Απηδάου: Πηδάω. Έχει και την έννοια του θυμώνω, νευριάζω, καθώς και του χαίρομαι πολύ, («πηδάω απ’ τη χαρά μου!»).
Απήδουλος: Μεγάλο άλμα, πήδημα.
Απίδι: Το αχλάδι.
Απιθώνω: 1. Αφήνω κάτω κάτι πού κρατάω στα χέρια μου. 2. Κάθομαι. Προστακτικη: Απίθω. Αόρ.: Απίθωκα.
Απίστομα: Αντικείμενο σε ανάποδη θέση. Σε άνθρωπο: η πρηνής θέση.
Απλάδι: Ελαφρύ υφαντό μάλλινο χαλί, μικρού, συνήθως, μεγέθους.
Απλογιέμαι: Αποκρίνομαι σε κάποιον που με φωνάζει. (Που με καλεί).
Απογίνομαι: Είμαι πολύ άρρωστος. Επιδεινώνεται η κατάστασή μου. Είμαι σε σημείο που δεν μπορώ να αυτοεξυπηρετηθώ. Ακόμα έχει και την έννοια της απώλειας ελέγχου της νοημοσύνης.
Απόγιομα: Το απόγευμα.
Απόκομμα: Διακοπή του θηλασμού. Το ρήμα: αποκόβω.
Απόπατος: Η τουαλέτα. Το «μέρος».
Αποργιόσα: Η προεξοχή της σκεπής από τον τοίχο, εξωτερικά του σπιτιού.
Αποριξίμι: Κυριολ.: Ζώο που γεννιέται νεκρό (αποβολή). Μεταφ,: Λέγεται προσβλητικά για άνθρωπο «κακοφριαγμένο« και μιρού ύψους, κοντό.
Αποσκίλα: Μέρος σκιερό και ψυχρό, που δεν το «βλέπει» ο ήλιος (ιδίως) το χειμώνα.
Αποσταίνω: Κουράζομαι.
Απουκάτου: Κάτω από (π.χ. το κρεβάτι). (Λίγο) πιο κάτω.
Αράδα: Η γνωστή «σειρά». Στο πότισμα: Η τήρηση σειράς προτεραιότητας στο
πότισμα των χωραφιών.
Αργεύω: (Ουσιαστικό: άργεμα). Εκρίζωση φυτών, ιδίως καλαμποκιού, ώστε τα φυτά που μένουν να έχουν ίδιες αποστάσεις και να αναπτυχθούν καλύτερα. Αραιώνω.
Αργιάνι: Τυρί φρέσκο, βρασμένο σε γάλα (που έχει αποκτήσει τραγανή γεύση).
Αργιολόι: Το κόσκινο.
Αρδέλι: Η λαβή, το χερούλι, ανοιχτού δοχείου  π.χ. του κουβά, της τέσας κλπ. (Τέσα: βλ. λήμμα).
Αρίδι: Τρυπάνι (χειροκίνητο).
Αρκάτος: Αυτός που ταξιδεύει, ή έρχεται και φεύγει βιαστικός. Αυτός που δεν συνοδεύει ζώο (φορτωμένο ή μη).
Αρκίτα: Είδος άκαρπου δένδρου, που ευδοκιμεί κυρίως σε υγρά εδάφη, συγγενές
με την ιτιά.
Αρμακάς: Σωρός από πέτρες.
Αρμεμα: Το άρμεγμα. Στο μούστο: Η διαδικασία του διαχωρισμού του χυμού των σταφυλιών (λαγάρι), από το βαγένι που βρίσκεται μαζί με τα τσίπουρα, για να γίνει μετάγγιση στο βουτσί.
Άρμη: Το πολύ αλατισμένο γάλα για τη συντήρηση του τυριού (της φέτας). Η άλμη.
Αρτυμή: Φαγητό μη νηστίσιμο.
Ασκοίνιαγος: Άνθρωπος που δεν «μπαίνει σε λογαριασμό», δεν συβιβάζεται, μονίμως αντιδραστικός, αλλά και άνθρωπος με άσχημους τρόπους.
Αστράχα: Το μεταξύ τοίχου και σκεπής του σπιγιού μικρό κενό. Στο παρελθόν ήταν χώρος απόκρυψης τιμαλφών, χρημάτων ή και όπλων.
Ασύφταγος: Ασυγκράτητος, βιαστικός, με την έννοια του τσαπατσούλη.
Άταρος: Αδύναμος. Αυτός που είναι σε μεταβλητή κατάσταση (και δεν έχει ακόμα Στερεοποιηθεί), π.χ. το αυγό που δεν έχει σκληρό και χοντρό τσόφλι.
Αφαλαρίδα: Είδος αγκαθωτού θάμνου.
Αφλίσκι: Η δεύτερη, μικρή, τρύπα της βαρέλας, απ’ όπου μπαίνει αέρας για να αδειάζει εύκολα το περιεχόμενο (π.χ. το νερό)
Αφόρμισε: Αόριστος αντίστοιχου ρήματος (το συναντάμε στον μέλλοντα και τον αόριστο, κυρίως). Έχει την έννοια της εκδήλωσης φλεγμονής στο δέρμα.
Αχητούρα: Θόρυβος μεγάλου όγκου νερού που τρέχει. Ο ήχος από το φύσημα του δυνατού ανέμου. Βουή.
Αχουγιάζω: Φωνάζω πολύ δυνατά. Βρίζω. Εκδιώχνω. Αποπαίρνω.
Αχρόνιαγος: Αυτός πού δεν έχει συμπληρώσει ένα χρόνο ζωής. Εκφράζει και κατάρα: Σ’ ένα χρόνο να μην υπάρχει (ο περί ού ο λόγος), να μην χρονίσει.

Β

Βαβίζω: Γαβγίζω. Το ουσιαστικό: βάβισμα.
Βαγένι: Μεγάλο βαρέλι μέσα στο οποίο πρωτομπαίνει ο μούστος μαζί με τα τσίπουρα. Εκτός από το γνωστό άνοιγμα στο επάνω μέρος για να «μπαίνει» ο μούστος, έχει και δεύτερο μεγάλο άνοιγμα στη μία βάση, για να μπορεί να μπαίνει μέσα άνθρωπος και να το καθαρίζει. Και τα δύο ανοίγματα κλείνονται αεροστεγώς με ρετσίνι ή κερί, όταν το βράσιμο του μούστου ολοκληρωθεί
Βαϊζω: Βλέπω με δυσκολία, «θαμπά».
Βαλμάς: Αυτός που κατευθύνει τα ζώα και ελέγχει το αλώνισμα στο αλώνι.
Βαμμένος: Μεταφορικά ο κακού χαρακτήρα άνθρωπος.
Βαρέλα: Μικρό φορητό δοχείο, ξύλινο, οβάλ σχήματος, για τη μεταφορά υγρών,κυρίως νερού.
Βαρελιάζω: Τοποθετώ για συντήρηση το τυρί στο βαρέλι.
Βάρεμα: Εκτός από τη γνωστή έννοια του «δέρνω», «χτυπώ», έχει και την έννοια εμπορικής συναλλαγής: Πώληση – αγορά κατόπιν καλύτερης προσφοράς.
Βαρικό: Χωράφι που κρατάει νερό. Μικρός βάλτος.
Βασταγός: Ο γάιδαρος. Λέγεται και βασταγούρι.
Βατουκλιά: Βάτος, που έχει δημιουργήσει φυσικό και απροσπέλαστο φράχτη.
Βεζά: Η ξύλινη κατασκευή κυκλικού σχήματος, στην οποία τοποθετείται (κρεμιέται) το κουδούνι ή το τσοκάνι , για να κρεμαστεί όλο αυτό μαζί από το λαιμό του ζώου.
Βελάδα: Επίσημο ένδυμα, αντίστοιχο του φράκου, που με ειρωνική σημασία, λέγεται για ένδυμα (κυρίως φόρεμα, παλτό, ρόμπα, κλπ) δυσανάλογο – μεγάλο – με το σώμα.
Βελέσι: Μάλλινο γυναικείο εσώρουχο (μεσοφόρι, κομπινεζόν).
Βελιότες: Μόβ μανουσάκια, από τα πρώτα της άνοιξης, που τα μαζεύουμε και τα πάμε στην εκκλησία την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως.
Βερβερίζω: Κλαίω γοερά και με λυγμούς.
Βεργάδι: Ετήσιο κατσίκι.
Βερεβός: Πλαγιοκομμένος. Πλαγιοτοποθετημένος. Λοξός. Το επίρρημα: Βερεβά.
Βετούλι: Μεγαλωμένο κατσίκι.
Βηλάρι: Το στιμόνι που μαζεύεται στο ανεμίδι και κατ’ επέκτασιν ο εγκατεστημένος αργαλειός.
Βίκα: Είδος βαρέλας.
Βιολιά: Η λέξη «βιολί» στον πληθυντικό, εννοεί όλο το μουσικό συγκρότημα.
Βόηθιο: Βοήθεια.
Βολά: Η φορά (π.χ. μια φορά).
Βολύμι: Μολύβι.
Βοριάζω: Περιορίζω σε συγκεκριμένο χώρο. Στριμώχνω. «Θα σε βοριάσω»: θα σε κλείσω μέσα. Έχει και την έννοια του στριμώγματος γυναίκας, με σκοπό την εθελούσια ή μή σεξουαλική πράξη.
Βοτανίζω: Αφαιρώ τα βλαβερά, περιττά και επικίνδυνα χόρτα από την καλλιέργεια με εκρίζωση.
Βούζα: Δηλητηριώδες γένος βατράχου, που ζεί κυρίως στη στεριά. Η βούζα θηλάζει αιγοπρόβατα που κοιμούνται (και πιθανότατα τα δηλητηριάζει)
Βούζιο: Ο ξυλοδαρμός. Το «ξύλο».
Βουτσί: Κρασοβάρελο.
Βραγιά: Τμήμα της σποριάς.
Βράσιμο (του μούστου): Η ωρίμανση, η ζύμωση του μούστου.
Βρακοζώνι, Το ζωνάρι ή το λάστιχο ή και το χοντρό νήμα (π.χ. σπάγκος) που συγκρατεί το εσώρουχο.
Βρούλιασμα (Καπνού): Η τεχνική της συρραφής των φύλλων καπνού (με «βελόνα και κλωνά»), για να «κρεμαστεί» και να ξεραθεί.
Βρουχούνι (το): Ο ευτραφής, ο καλοταϊσμένος.

Γ

Γαζέπι: Άνθρωπος πονηρός. Με πονηρές διαθέσεις. Έχει και την έννοια του πανέξυπνου.
Γάζω: Μεγάλη λαχτάρα για τροφή ή νερό. Έχει και την έννοια του συνδρόμου στέρησης. Μέλλων: θα γάξω ή θα γανιάξω. Αόρ.: έγαξα ή εγάνιαξα.
Γαλάρα: Προβατίνα – γίδα που έχει γάλα
Γαλάρι: Χώρος περιφραγμένος όπου φυλάσσετε το κοπάδι.
Γάλια (και αγάλια): Σιγά. Γάλια – γάλια: Σιγά – σιγά.
Γανίλα: Η γάνα (πράσινη σκουριά) του χαλκού.
Γας: Προηγείται ρήματος και εκφράζει ερώτηση, συνώνυμο του «σάμπως», π.χ.: γας ξέρω; Γας και είναι εδώ;
Γαύρος: Όνομα φυλλοβόλου δέντρου.
Γεγκές: Η έφιππη γυναίκα, συνοδός της νύφης στο γάμο, τιμητικά.
Γέννημα: Το εισόδημα, η παραγωγή των σιτηρών.
Γεντέκι: Μεγάλο ευθύ ξύλο. Έχει και την έννοια του δυνατού ξυλοδαρμού με μεγάλο ξύλο.
Γεργαδώνω: Πλαγιάζω. Λυγίζω Μαραίνομαι. Είμαι σε κατάσταση υπνηλίας
Γέρνω: Έχει και την έννοια του: πέφτω να κοιμηθώ πρόχειρα, για λίγο.
Γερουσ(ι)ό: Συγκέντρωση συγχωριανών, γειτόνων, συγγενών και φίλων σε προκαθορισμένο ανοιχτό ή κλειτό χώρο για κουβέντα, ιδίως απογευματινές και βραδινές ώρες μετά τις δουλειές και κυρίως γυναικεία δραστηριότητα.
Γειαίνω: Γιατρεύω. Αποθεραπεύομαι. Γίνομαι καλά.
Γιατάκι: Το καταφύγιο. Το γρέκι. Η φωλιά. Το σπίτι.
Γιατροσόφια: Τα φάρμακα, κυρίως τα πρακτικά.
Γιδιά: Ασκός από δέρμα γίδας, ειδικά επεξεργασμένο και κατασκευασμένο για μεταφορά υγρών, κυρίως μούστου. Θεωρείται ανθεκτικότερη της «προβιάς».
Γιδοξούρης: Ο αγροίκος, ο απολίτιστος.
Γιόμα: Το μεσημέρι.
Γιοματινό: Κάτι που «γίνεται» το μεσημέρι, π.χ., το «γιοματινό» φαγητό, το γιοματινό λεωφορείο (από τη λέξη γιόμα).
Γιορτόπιασμα: Η σύλληψη παιδιού γιορτινή ημέρα. Παλαιότερα ορισμένοι πίστευαν ότι παιδιά/άνθρωποι με γεννετική αναπηρία, είχαν συλληθεί «αμαρτωλά», ημέρα μεγάλης γιορτής.
Γίνουμαι: Γίνομαι καταπιεστικά ενοχλητικός, π.χ..: "μη μου γίνεσαι"=μην με καταπιέζεις.
Γιούκος: Χοντρά ρούχα (υπνόρουχα και στρωσίδια), καλοδιπλωμένα και καλοστιβαγμένα.
Γιούρντα: Παλιό, τριμμένο ή και σκισμένο πανωφόρι. Ακριβής σημασίας της λέξης: πανωφόρι καλής ποιότητας, κυρίως γυναικείο.
Γκάβαλα: Τα κόπρανα του γαϊδάρου.
Γκέζο(ς): Νεκρός, «ψόφιος», σε αδράνεια – συνώνυμο  με το «σέκος»: Του έδωσε μια και τον άφησε γκέζο. Λέξη με τουρκική ρίζα.
Γκιάου: Εγγίζω. Ακουμπάω προσεκτικά.
Γκιοτεύω: Κουράζομαι. Απογοητεύομαι. Λυγίζω.
Γκλαφουνάου: Μιμούμαι του συνεχόμενο γαύγισμα μικρού σκύλου. Έχει και την έννοια του: γκρινιάζω χωρίς λόγο.
Γκοφοριέμαι: Αγκομαχώ.
Γκρινιάουλας: Αυτός που μόνιμα γκρινιάζει.
Γκρεμίλα: Μεγάλος και πολύ επικίνδυνος γκρεμός.
Γκριφιάζω: Γκρινιάζω, με την έννοια του μαλώνω.
Γκώνω: Έχει την έννοια της πρόκλησης δυσφορίας και κορεσμού από τροφές με πολλά λιπαρά, ή με μεγάλη περιεκτικότητα σε γλυκόζη.. (Το συναντάμε κυρίως στο μέλλοντα: «θα με γκώσει» και στον αόριστο «μ’ έγκωσε».
Γλάρα: 1. Υπνηλία. 2. Ήπιος καιρός με υγρασία.
Γλαρός: Ο μαλακός, ο εύπλαστος π.χ., η ζύμη.
Γλήγορα (και ογλήγορα): Γρήγορα.
Γλωσσοφάγια: Το μάτιασμα. Η έκφραση λόγων ή συναισθημάτων ζηλοφθονίας.
Γούρμος: Ο ώριμος.
Γουρνοσάπουνο: Σαπούνι φτιαγμένο από λίπος χοιρινού.
Γουρνοτσάρουχα: «Τσαρούχια» από ακατέργαστο δέρμα χοίρου.
Γράβα: Η χαραμάδα.
Γράνα: Μικρό λαγκάδι. Έχει περισσότερο την έννοια τεχνητού μεγάλου αυλακιού για αποστράγγιση, ή τη χρήση του ως αντιπλημμυρικού έργου.
Γραντά: 1. Η μεγάλη τέμπλα. 2. Μακρύ ξύλο τοποθετημένο να κρεμιούνται αντικείμενα (πράγματα). 3. Ξύλο που χρησιμοποιείται για «στύλωμα» σε οικοδομή.
Γραπώνω: Αρπάζω βίαια και κρατάω γερά. «Βουτάω» κάποιον και δεν τον αφήνω να φύγει.
Γρασκελάω (η και με κατάληξη  -ου): Δρασκελίζω.
Γρέκι: Ο χώρος – το μέρος όπου καταφεύγει το κοπάδι. Μεταφ.: Το σπίτι, το καταφύγιο, το λημέρι.
Γρόθος: Όσο χωράει, το περιεχόμενο, μιας κλειστής παλάμης.
Γωνιά: Εκτός από τη γνωστή έννοια της λέξης, σημαίνει και το τζάκι. Ακόμα και το φυτώριο.

Δ

Δανεικαριά: Εργασία με αμοιβή άλλη εργασία .
Δεμάτι (σιταριού): Τα δεμένα «χερόβολα» (του σιταριού). Ένα δεμάτι: δεκαπέντε χερόβολα, περίπου. (χερόβολα: βλ. λήμμα).
Δεματικό: Το χόρτο που χρησιμοποιείται (αντί για σχοινί) για να δεθεί μεγάλο δεμάτι.
Δέρνο(υ)μαι: Κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι.
Δέση: Το σημείο του ποταμού, στο οποίο παρεκτρέπεται μεγάλη ποσότητα νερού, για να διοχετευτεί π.χ. σε άρδευση χωραφιών.
Διακονεύω: Ζητιανεύω.
Διακονιάρης: Ο ζητιάνος.
Διαπαίρνω: Το συναντάμε κυρίως στο γ΄ πρόσωπο χρόνων του παρελθόντος ή του μέλλοντος, π.χ. εδιάπαρε, θα διαπάρει. Σημαίνει ότι σταμάτησε, ή μειώθηκε η ένταση της βροχής. Λέγεται και «εσυγκόπηκε».
Διαργούτι: Το γιαούρτι.
Δυάσμος: Το φυτό δυόσμος.
Διατόνια: Η πιο ψηλή περιοχή του σπιτιού, εσωτερικά.
Διαχνίζω: Γιαχνίζω. Διαχνί: Τρόπος μαγειρέματος φαγητού, το «γιαχνί».
Διαφισμένος: (μεταφορικά) Ο μεθυσμένος, σε βαθμό που να μην ελέγχει απόλυτα τη συμπεριφορά του.
Διβολίζω: Οργώνω το χωράφι δεύτερη φορά.
Δικριάνι: Αγροτικό εργαλείο με σχήμα μεγάλου πιρουνιού. Η πιρούνα..
Δισάκι: 1. Ταγάρι με δύο θέσεις . 2. Δύο ταγάρια μαζί που συνδέονται μ’ ένα σχοινί και κρεμιούνται στον ώμο, το ένα δεξιά και το άλλο αριστερά, ή μπρος και πίσω. Μέσα έχει το σπόρο που σπέρνει ο γεωργός.
Διπλαρώνω: Πλησιάζω κάποιον-κάποια με πονηρό σκοπό, π.χ. οικονομική εκμετάλευση, σεξουαλική συνεύρεση κλπ.
Διχωτά: Δίχως, χωρίς.
Δόγα: Η σανίδα, σχήματος τόξου, του βαρελιού.
Δραγάτα (η): Προχειροφτιαγμένο κιόσκι, «στέκι» του δραγάτη,
Δραγάτης: Εποχιακός φύλακας αμπελιών. 
Δραπέτι: Το πολύ ξινό (π.χ. ξύδι) ή φαγητό με πολύ ξινή γεύση.
Δριμώνι: Είδος μεγάλης τετράγωνης «κρησάρας», που χρησιμοποιείται στο αλώνισμα. Το ρήμα: δριμωνίζω.
Δρόλαπας: Βροχή με χιόνι. Νερόχιονο.
Δρούγα: Ειδική βέργα που χρησιμοποιείται στο γνέσιμο. Το γνωστό «αδράχτι».
Δυναμάρι: Κάτι επάνω στο οποίο στηρίζεται κάποιος και αντλεί δύναμη απ' αυτό (αντικείμενο ή και έμψυχο ον).
Δύνομαι: Μπορώ, τα καταφέρνω, είμαιο δυνατός.
Δυχατέρα: Θυγατέρα.

Ε

Εδά: Αυτή τη στιγμή, τώρα.
Εδεπά: Εδώ ακριβώς. (Το λέμε και "εδεπάλια" και "εδεπούλια", που δίνει περισσότερο από το «εδεπά» τη συγκεκριμένη θέση, π.χ. ενός αντικειμένου, ).
Εδεκεί: Εκεί ακριβώς. (Το λέμε και "εδεκείλια" και "εδεκείλιανες". 
Έμπα: (Ρήμα): Μπες μέσα. Έλα μέσα. Έμπα: (Άκλιτο – ουδέτερο ουσιαστικό): Η είσοδος.
Εμπατή: Η είσοδος, π.χ. της αυλής, του σπιτιού.
Έντογια: Νάτο (δείχνοντας). Πληθυντ.: Ένταγια.
Έντος: Νάτος.
Εξετάζω (ή ξετάζω): Ερευνώ με την έννοια του είμαι προληπτικός.
Ευκή: Η ευχή.
Εφτού: Εκεί ακριβώς πού είσαι.
Εψές (και ψες): Χτες το βράδυ.

Ζ

Ζά: Τα ζωντανά (ζώα). Αναφέρεται κυρίως σε μεγάλα ζώα, όπως άλογα, μουλάρια κ.λ.π.. Στον ενικό: Zo.
Ζαερές: Το φαγητό.
Ζαλά: (Επίρρημα). Ο τρόπος με τον οποίο μεταφέρω κάτι στον ώμο. Το ρήμα: ζαλώνο(υ)μαι (το μεταφερόμενο στους ώμους φορτίο).
Ζατ: Λέξη με σλαβική ρίζα,  που σημαίνει «στοπ-πίσω».
Ζαμπλαρίκος: Ο τραχανάς.
Ζαμπούνης: Αδιάθετος, ιδίως από συνάχι.
Ζαντούχι: Το συνάχι.
Ζαπίζω: Υπερέχω στην πάλη. Έχω υπό τον έλεγχό μου την κατάσταση. Νικώ.
Ζάφτω: Γυρίζω-περιφέρομαι. Ψάχνω κάτι σε πολύ μεγάλη έκταση.
Ζγόρτσα (η): (ή σγόρτσα): Το δέρμα του χοιρινού.
Ζέβλα: Εξάρτημα του παραδοσιακού αρότρου. Μπαίνει διχαλωτά στο λαιμό του βοδιού και το κρατάει σταθερά με το αλέτρι.
Ζερβοκουτάλος: Ο αριστερόχειρας.
Ζερζέκι: Άνθρωπος με μεγάλη νοημοσύνη. Πανέξυπνος.
Ζευγάρι: Ζεύγος (σε αριθμό και όχι απαραίτητα σε φύλο) ζώων που οργώνουν.
Ζευγολάτης: Αυτός που οργώνει με τα ζώα.
Ζέχνω: 1. Μυρίζω άσχημα. 2. Ζέχνω τα ζα: Ετοιμάζω τα ζώα στο χωράφι για όργωμα.
Ζήνα: Το κιτρίνισμα ή το «μούχλιασμα» τροφής, ιδίως τυριού.
Ζούδι: Άγριο (και συνήθως βλαβερό) ζώο, όπως: ασβός, αλεπού, κ.λ.π..
Ζούμπα: Η καμπούρα.
Ζουπάου: Πιέζω με τα χέρια μου. Σπρώχνω προς τα κάτω, μέχρι να έλθει ή να πάρει (το αντικείμενο) τη μορφή πού θέλω. «Θα σε ζουπίσω»: θα σε σκοτώσω ύπουλα.
Ζουρίζω: Βασανίζομαι. Υποφέρω πολύ λόγω ασθένειας ή αναπηρίας ή γήρατος.
Ζυγιά: Κάθε μουσικό συγκρότημα θεωρείται «μια ζυγιά». Πληθυντικός: Ζυγιές.

Θ

Θελά ή θέ λά: Έχει την έννοια του μορίου «θα», π.χ.: θέ λά ήτανε καλύτερα αν έβρεχε.
Θέλημα: 1. Μικρή εξυπηρέτηση. Χουσμέτι. 2. Υλική υπόσχεση πού δεν έχει ακόμα πραγματοποιηθεί.
Θελός: Θολός.
Θελομπούρα: Υγρό πολύ θολό. (Αναφέρεται κυρίως για νερό ή κρασί).
Θεμωνιά: Συγκέντρωση δεματιών για αλώνισμα, σε μορφή σωρού. Η θημωνιά.
Θεοκαλιέμαι: «Προσεύχομαι» να πάθει κακό κάποιος.
Θεόπουλο: Ελεύθερο πουλί (όχι οικόσιτο).
Θράκα: Η χόβολη. Αναμμένα κάρβουνα μαζί με μικρή ή μεγάλη ποσότητα στάχτης..
Θράσος: Ο αδικοχαμένος. («Πήγε θράσος»).
Θράψη: Ολική καταστροφή.
Θρούμπι: Κυριολ: Το γνωστό φυτό, Μεταφ.: Ολοκαύτωμα περιουσίας.(«Έγινε θρούμπι»).
Θυμητικό: Η μνήμη, π.χ. αυτός έχει καλό θυμητικό.

Ι

Ίγκλα: Δερμάτινη ζώνη, ειδικά κατασκευασμένη να συγκρατεί το σαμάρι στο ζώο.
Ίζηλο: Το πολύ μικρό.

Κ

Κά (Λέγεται και Κάτου): Έχει την έννοια του τοπικού επιρρήματος “κάτω”, αλλά με αναφορά σε περιοχή που βρίσκεται πιο κάτω από εκεί που βρισκόμαστε.
Καβούλα: Η μπάλα χιονιού για το χιονοπόλεμο, η «χιονίδα».Καγιανάς: Αυγά ομελέτα.
Καγιάρι: Έχει την έννοια του λευκού, του κατάλευκου από την καθαριότητα. Η λέξη σημαίνει και τη συντήρηση-καθαριότητα του πεταλώματος των ζώων
Κάδη: Ξύλινο μεγάλο ή μικρό δοχείο σε σχήμα κυλινδρικό ή κόλουρου κώνου, με τη μικρή βάση κάτω και κλειστή. Απαραίτητη σε δουλειές του σπιτιού ή αγροτικές και συχνά με υποκατηγορίες. Π.χ.: Κάδη τρύγου (μεγάλη) για το πάτημα των σταφυλιών, βουτυρόκαδη (μικρή) για την παραγωγή βουτύρου.
Καδούλι (το): Μικρή κάδη.
Καζάντι: Το να πλουτίσει κάποιος. Το ρήμα: Καζαντίζω. Μέλλων: Θα καζαντίσω
Καθερίδια: Τα τσόφλια. Οι φλοίδες (π.χ. φρούτων) πού πετάγονται.
Καθίγκλα: Τρόπος μεταφοράς αρρώστου σε καθιστή θέση.
Κακκάβι: Μεταλλικό σκεύος μαγειρέματος πολύ μεγάλο και χωρίς καπάκι. Το καζάνι.
Κακαρέντζα: Τα μορφοποιημένα κόπρανα των ζώων. (Αιγοπροβάτων).
Καλαμποκιά: Θυσανωτό φυτό από το οποίο βγαίνει το καλαμπόκι. Η σκούπα. (Άσχετο με τη «ραποστιά».
Καλιάζω: Συμπίπτω. Αόρ.: Εκάλιασε = έτυχε, συνέπεσε.
Καλιγοσφύρια: Τα εργαλεία του καλιγωτή (πεταλωτή).
Καλικούτσα: Τρόπος μεταφοράς ανθρώπου στην πλάτη.
Καλογεροπαίδι: Βοηθός, υποτακτικός Μοναχού, μικρής κυρίως ηλικίας. Δόκιμος Μοναχός, επίσης νεαρής ηλικίας.
Καλούλια: Απάντηση στο «Τι κάνεις;», και έχει την έννοια του: μισόκαλα, όχι τελείως καλά. Καλούτσικα.
Καματερό: Το ζώο που οργώνει – που «κάνει χωράφι». Καματερά: Το «ζευγάρι». Μεταφ.: Άνθρωπος πολύ εργατικός και δυνατός.
Καματίκι: Δουλειά (όργωμα) μιας ημέρας στο χωράφι με τα ζώα.
Κάμπα: Η κάμπια.
Καν: Αντί του διαζευκτικού «ή».
Καναβίδι: Σχοινί λεπτό και ανθεκτικό.
Κάνε: Έχει την έννοια της φράσης: «Αφού είναι έτσι».
Καο(υ)τσούκι: Παπούτσι φτιαγμένο από λάστιχο αυτοκινήτου. Λέγεται και τσαρούχι.
Καούσα: Χόρτο με γεύση καυστική. Μεταφορικά, έχει και την έννοια γυναίκας με καυστική γλώσσα.
Καπάρο: (και κάπαρο) Προκαταβολή, μπροστάντζα.  Το ρήμα: Καπαρώνω.
Καπιστράνα: Εξάρτημα δερμάτινο, ειδικά κατασκευασμένο να τοποθετείται στο κεφάλι του ζώου για τη συγκράτησή του. Είδος ηνίου. Το καπίστρι.
Καπίτουλα: Τα Εξαπτέρυγα. (Εκκλησιαστικά Σκεύη).
Καπνιά: Η κάπνα σε στερεά μορφή.
Καραβώνω: Εμποδίζω τη φυσική ροή του νερού, με σκοπό την εκτροπή του ή τη δημιουργία μικρής τεχνητής λίμνης
Καρακαμπιά: Μεγάλος, απέραντος κάμπος.
Kαραμούζα: Το πνευστό μουσικό όργανο «Πίπιζα». Παιδικό παιχνίδι (πνευστό), σε σχήμα πίπιζας.
Κάργα: Δύναμη, αλλά αντίσταση.
Καρίτσαφλος: Ο λάρυγγας.
Καρκανιάζω: Ξεροψήνω.
Κάρμα: Πτώμα (ζώου) σε αποσύνθεση, με πολύ έντονη δυσοσμία. Το ψοφίμι.
Καρούλα: Φυσαλίδα του δέρματος στην παλάμη, που προκλήθηκε από χειρωνακτική εργασία και περιέχει υγρό. Το ρήμα: Καρουλιάζω.
Καρσιντάου: Πετυχαίνω το στόχο μου στη σκόπευση.
Κασόνι: Το γνωστό μεγάλο ξύλινο κατασκεύασμα, που χρησιμεύει για την αποθήκευση των δημητριακών.
Καστελωτής: Ο γανωτζής. Ο κασσιτερωτής.
Καταηλιακού: Αντίκρυ στον ήλιο. Κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού.
Καταός: Ο ατμός από την κατσαρόλα που βράζει. Κυρίως αναφέρεται στη μεγάλη ποσότητα του ατμού που βγαίνει με το άνοιγμα της κατσαρόλας και μπορεί να προκαλέσει εγκαύματα στον/στην απρόσεκτη νοικοκυρά.
Καταπότης: Το σημείο όπου το νερό στο ποτιστικό αυλάκι παρεκτρέπεται για να μπει στο χωράφι, ή να αλλάξει πορεία.
Καταχειμάρα: Μεγάλη καταιγίδα και με διάρκεια
Κάτινο(υ)ς: Κάποιου, «καποιανού», σε κάποιον.  Π.χ.:  έδωσα κάτινους ένα γλυκό.
Κατσαμάκι: Το κρεμώδες φαγητό. Το κουρκούτι.
Κατσαούνι: Ζωηρό, ανήσυχο, σκανταλιάρικο παιδί.
Κατσινούγια: Ο τρόπε μεταφοράς ανθρώπου «καλικούτσα» (βλ. λήμμα)
Κατσιφάρα: Η ομίχλη.
Κατσομαλλίδα: Το έπαρμα του δέρματος στην ανατριχίλα.
Κατσουλάου: Μπουσουλάω. Το ουσιαστικό: Κατσούλημα.
Κάτινο(υ)ς: Το λέμε αντί της γενικής της αόριστης αντωνυμίας «κάποιος», π.χ. το ζώο κάτινο(υ)ς  είναι (και όχι αδέσποτο).
Κατώι: Το υπόγειο.
Καυκιά (αυ=αφ): Μεταλλικό – βαθύ σκεύος φαγητού.
Καύτρα (αυ=αφ): Μικρό πυρωμένο κάρβουνο που απομακρύνεται ή εκτοξεύεται από τη φωτιά.
Κάφυρο: Ο ρινικός βλεννογόνος - το ανώτερο αναπνευστικό.
Καψαλίζω: Καίω επιφανειακά, π. χ. το ψωμί στα κάρβουνα, το κοτόπουλο στο μάδημα για να καούν και τα τελευταία μικρά πούπουλα. Η λέξη «καψαλίστηκα» έχει και συνώνυμη έννοια με το «ζεματίστηκα».
Καψερός: Ο δυστυχισμένος. Ο καημένος. Αυτός που χρειάζεται συμπάθεια.
Κεντάου: 1. Ενοχλώ. 2. Βοηθάω (μεταφορικά).
Κένωμα: Το σερβίρισμα.
Κερέτσι: Λάσπη με ασβέστη.
Κεσέμι: Το μεγαλύτερο και δυνατότερο κριάρι του κοπαδιού που προηγείται στη στάνη και την οδηγεί στις μετακινήσεις.
Κεφαλώνω: Ελέγχω την πορεία της δουλειάς. Εργάζομαι εντατικά και θα τελειώσω έγκαιρα.
Κεψές: Τρυπητή μεταλλική κουτάλα.
Κηκίδα: Το αγκαθωτό περίβλημα του κάστανου. «Μ’ έβαλες στο κηκίδι» (μεταφορικά): Μ’ έφερες σε πολύ δύσκολη θέση.
Κιάμα (κι άμα): Δηλώνει αδιαφορία, π.χ. "Κι άμα με πιάσουνε, σιγά τί θα μου κάνουνε"!
Κιάσα: Τα επεισόδια. ΄Ισως να εννοούνται και τα καμώματα ή τα νάζια. (Συναντάμε στην ονομαστική πληθυντικού, κυρίως, τη λέξη).
Κινιέμαι: 1. Συγκινούμαι. 2. Ξεκινάω για κάποια δουλειά.
Κιούνι: Τσιμεντένιος (μεγάλος) σωλήνας αποχέτευσης, ή σπόνδυλος σε σωλήνες.
Κισκιράου: Προσπαθώ.
Κιώνω: Τελειώνω. «Θα σε κιώσω»: Θα σε τελειώσω (στο ξύλο).
Κλάπα: Ομοιογενές κομμάτι υφάσματος ή άλλου αντικειμένου, που τοποθετείται να καλύψει ένα κενό που έχει δημιουργηθεί. Μπάλωμα.
Κλαπαύτης: Άνθρωπος με μεγάλα αυτιά.
Κλαρίζω: Κόβω «κλαρί» να φάνε τα ζώα. Κλαρωτός: Ο αναρριχώμενος.
Κλαρωτά (φασόλια): Το είδος αναρριχώμενης φασολιάς
Κληδέρα: Διχάλα με μικρό το ένα σκέλος, που μας βοηθάει να φτάσουμε ή να τραβήξουμε κάτι (π.χ. σύκα από τη συκιά).
Κλύφι (το): Η μαξιλαροθήκη. 
Κλουμούτσι: Πυκνή ομίχλη.
Κλωνά: Η κλωστή.
Κοζά: Το μαλλί από γίδια. Κόζινος: Ο κατασκευασμένος από κόζά.
Κοκολογιέμαι: Μιμούμαι τις κότες. Κακαρίζω. Έχει και την έννοια του «γαμπρίζω».
Κοκολόι: To μάζεμα των τελευταίων προϊόντων, που ξέφυγαν της προσοχής των εργατών κατά τη συγκομιδή. Το ρήμα: Κοκολογάου. (Δεν έχει την ίδια έννοια με το «κοκολογιέμαι).
Κοκορόβι: Το χαλάζι. Ανάλογα με το μέγεθος διακρίνεται σε «κοκορόβι», «κου(ρ)-κουσάλι», χαλάζι.
Κολαριά: Το κάτω μέρος του χωραφιού, που είναι και πιο γόνιμο, επειδή παρασύρεται (προς τα εκεί) το χώμα από τις βροχές.
Κόλεθρο: Το «υλικό» από το καθάρισμα των αιγοπροβάτων μετά την γέννα.
Κολέγας: Ο συνεταίρος και ισότιμος με συγγενή «κολλητός».
Κολιάτζα: Σύνδρομο γαστρεντερίτιδας. Η διάρροια.
Κολιτσάκι: Μεταλλικό εξάρτημα στο σαμάρι, όπου δένεται το σχοινί (η «τριχιά») για να συγκρατεί το φορτίο.
Κολλημένος-η-ο: Άνθρωπος πολύ αδύνατος, που «έχουν κολλήσει τα πνευμόνια του με τα πλευρά του».
Κολοσοφράς: Ότι και ο «πετροκόσκερας» (βλ. λήμμα)
Κολόστρα: Το πρωτόγαλα των αιγοπροβάτων. (Είναι παχύρευστο και υποκίτρινου χρώματος, με μεγάλη περιεκτικότητα σε λευκώματα). Με το βράσιμο πήζει.
Κόντσα: Το βερνίκι των παπουτσιών.
Κόντρωμα: Σκληρό σημείο/περιοχή του δέρματος, γρομπαλάκι. (Ιατρ. οζίδιο, όζος, πλάκα).
Κοντόγιομος: Ο μισογεμάτος. Αυτός που κοντεύει να γεμίσει.
Κόπανος: (Η το κόπανο): 1. Ξύλο ειδικά κατασκευασμένο για το «κοπάνημα» των μεγάλων (χοντρών) ρούχων στο πλύσιμο. 1. Έχει και την έννοια της εκμετάλευσης σε εμπορική συναλλαγή εκ μέρους του πωλητή. 3. Ξυλοδαρμός. 4. Υβριστική λέξη που υπονοεί τον πολύ κουτό.
Κόπιλα: Λεπτά ("λιανά") ξύλα που χρησιμοποιούνται στο πρώτο άναμμα της φωτιάς, μαζί με το προσάναμμα.
Κοπνός: Ο «δρόμος» που ανοίγει αυτός που πατάει πρώτος το χιόνι, για να μπορούν να περάσουν και άλλοι. «Κόβω κοπνό»: Ανοίγω δρόμο στο χιόνι, παραμερίζοντάς το.
Κόρα: Η ξερή πέτρα του ψωμιού και κατ' επέκτασιν το ξερό ψωμί,
Κόρδα: Τα με τάξη αποθηκευμένα – στοιβαγμένα ξύλα (για τη φωτιά).
Κορίτος: «Ειδικό» μεταλλικό ή ξύλινο δοχείο για το τάισμα ή το πότισμα των ζώων Σήμερα τσιμεντένιο, κυρίως.
Κορφάδα: Το τμήμα της καλαμποκιάς (ραποστιάς), από το καλαμπόκι και πάνω.Η κορφάδα κόβεται (την κόβουν), όταν αρχίζει το καλαμπόκι να ωριμάζει.
Κορφή: 1. Βουνοκορυφή. 2. Η πέτσα που σχηματίζεται στο γάλα, όταν αυτό μείνει σε ανοιχτό δοχείο και χωρίς να «κουνηθεί» καθόλου για αρκετές ώρες. 3. Κορυφή ψηλού αντικειμένου, π.χ. δέντρου.
Κορφιάς: Το ψηλότερο σημείο – η κορυφογραμμή – της σκεπής του σπιτιού, εκεί που τα κεραμίδια σχηματίζουν γωνία για την εύκολη ροή των νερών της βροχής. Περισσότερο εννοείται το «πάτερο», επάνω στο οποίο στηρίζονται τα κεραμίδια που σχηματίζουν τη γωνία αυτή.
Κόσα: Γεωργικό εργαλείο με το οποίο κόβουν το τριφύλλι και άλλα είδη σανού και χόρτων.
Κοσένι: Η πικραμυγδαλιά . Η άγρια αμυγδαλιά.
Κοσκέρα: Η σαύρα. Το αρσενικό: Πετροκόσκερας (η μεγάλη σαύρα, πράσινου ή πρασινόμαυρου χρώματος).
Κοσκινίζω: Κυριολ.: Εργασία με το κόσκινο. Μεταφ.: 1. Καθυστερώ να φέρω εις πέρας μια εργασία, είτε για λόγους απροθυμίας, είτε δίνοντας σημασία στη λεπτομέρεια. 2. Καθυστερώ να αποτελειώσω το λόγο μου, υπεκφεύγοντας.
Κοτάου: Έχω τόλμη. Π.χ. «Αν κοτάς, έλα να παλέψουμε!».
Κοτερά: Οι κότες. Τα οικόσιτα πτηνά.
Κοτζά: Έχει την έννοια του μεγάλου, π.χ.: Μεγάλωσε, έγινε κοτζά μ’ λεβέντης.
Κότσαλο: Το στέλεχος του «ραποστιού», στο οποίο είναι κολλημένοι οι σπόροι.
Κοτσόκολο: Το «ραποσίτι» από το οποίο έχουν αφαιρεθεί όλα τα «μπούσα» και δεν μπορεί να δεθεί στην «κρεμαντάλα».
Κοτσομιτσά: Η αγριοκερασιά.
Κουβέλι: Χειροποίητη κυψέλη μελισσών. (Ιδιοκατασκευή).
Κουκιά: Εκτός από τα γνωστά μας κουκιά (που λέγονται και πλατυκούκια), κουκιά λέγονται και τα κόλλυβα.
Κούκουλο: Το αδιάβροχο.
Κουκουλιά: Μικρό δέντρο ή και θάμνος με πυκνό φύλλωμα, που μπορεί να προστατέψει προσωρινά λίγα ζώα από την βροχή.
Κουρκουσάλι (ή και κουκουσάλι): Το χοντρό χαλάζι που συνοδεύεται και από αέρα (βλ. και «κοκορόβι»).
Κουρούμπελο: Ο πολύ μεθυσμένος.
Κουλελός: Αυτός που τά έχει «χαμένα». Ο μισότρελος. Ο αρκετά ανόητος.
Κουλούντρα: Το «σβόλιασμα» φαγητών στο βράσιμο, π.χ. του τραχανά.
Κουλούρα: 1. Ψωμί ζυμωμένο και ψημένο πρόχειρα. 2. Ειδικό ψωμί πού δίνεται ως έπαθλο στον πρώτο νικητή αγώνων δρόμου μετά τη Θ. Λειτουργία σε ξωκκλήσια. Η κουλούρα επίσης, «μπαίνει και σε λαχνό (στα ξωκκλήσια). 3. Λέγονται μεταφορικά και τα Στέφανα, με την έννοια της απώλειας της ελευθερίας.
Κουμούδι: Ο κουτοπόνηρος.
Κουμουδιά: Η ομίχλη, η αιωρούμενη σκόνη.
Κουμούτσα: Ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί.
Κουμπλάου: Είμαι σε κατάσταση υπνηλίας. Νυστάζω πολύ και περιοδικά κοιμάμαι.
Κούργιαλο: Ο πάγος και κατ’ επέκτσασιν κάθε τι που είναι πάρα πολύ παγωμένο.
Κουρκουβίγκι: Είδος πίτας παρασκευασμένο από πρωτόγαλα ζώων (κολόστρα),στην κατσαρόλα ή στο τηγάνι, που με το βράσιμο στερεοποιείται.
Κουρλέσα: Παλιοπροβατίνα. Προβατίνα γερασμένη.
Κουρμέντελος: Αυτός που οι δυνάμεις του έχουν αρχίσει να τον εγκαταλείπουν. Ο «ετοιμόρροπος». Έχει και την έννοια του «χαζούλη».
Κούρνια: Το μέρος όπου κοιμούνται οι κότες.
Κουρούτα: Προβατίνα με μικρά κέρατα.
Κούσαλο: Το πολύ γέρικο (επί ανθρώπου, κυρίως).
Κουσκουτεύω: Χαζεύω και καθυστερώ αφικαιολότητα να τελειώσω τις δουλειές μου.
Κουσπακίζω: Περπατάω καταβάλλοντας κάποια προσπάθεια. (Με δυσκολία).
Κουταλογλύφτης: Ειδικό κοπίδι για την κατασκευή ξύλινης κουτάλας/κουταλιού.
Κουτουλάου/κουτουλάω: Πέρα από την έννοια του χτυπώ με το κεφάλι, σημαίνει ότι ευρίσκομαι σε κατάσταση έντονης υπνηλίας.
Κούτουλας: Το πελεκητό ημισφαιρικό λίθινο κατασκεύασμα, που συγκεντρώνεται το νερό της πηγής ή της βρύσης και φεύγει λίγο – λίγο όταν γεμίσει.
Κουτούπια: Τα μαλλιά που δεν χτενίζονται εύκολα. Τα αχτένιστα μαλλιά.
Κουτουπώνω: Επιτίθεμαι, χτυπώ κάποιον. Μεταφ.: Επιτίθεμαι σε γυναίκα, με σκοπό το βιασμό.
Κουτρούλι: Σημάδι στο χωράφι, το οποίο σημαίνει ότι το χωράφι φυλάσσεται. Συνήθως είναι μικρή ποσότητα χώματος μαζεμένη «σωρό», ή μερικές πέτρες η μία επάνω στην άλλη. Στο αμπέλι: τρόπος σκαψίματος (με το ξινάρι).
Κούτσικας: 1. Σημείο – περιοχή που προεξέχει από το φυσιολογικό σχήμα αντικειμένου. 2. Το πίσω μέρος του ξιναριού ή του τσεκουριού.
Κόφτρα: 1. Μεγάλο πριόνι, που το χειρίζονται δύο άτομα. 2. Το σημείο που ποσότητα νερού (π.χ. μέρος του αυλακιού) παρεκτρέπεται, για να ακολουθήσει άλλη πορεία, π.χ. να διοχετευθεί στο χωράφι.
Κρατημάρα: Μερική έλλειψη της ιδιότητας τού να συγκρατεί κανείς τα διάφορα αντικείμενα, ώστε να μην του πέφτουν από τα χέρια. Αδυναμία στα χέρια.
Κρεμαντάλα: Τρόπος που δένεται το «ραποσίτι», ώστε να μπορεί να «κρεμαστεί» για να αποξηρανθεί.
Κρέμαση: Ο μεγάλος τοίχος που είναι κατασκευασμένος με τέτοιον τρόπο, ώστε να τοποθετείται και να στηρίζεται κατάλληλα επάνω σ’ αυτόν το μεγάλο «βαρέλι» - η «βαγένα» - που καταλήγει στο μύλο. Η «βαγένα» έχει σχήμα κόλουρου κώνου, με τη μεγάλη βάση επάνω. Το νερό που τη γεμίζει, βγαίνει από μικρή τρύπα – το «σιφούνι» - με πολύ μεγάλη πίεση στη «φτερωτή», που την θέτει σε περιστροφική κίνηση και μαζί με αυτήν τη μυλόπετρα.
Κρισαρίζω: Σημασία παρόμοια με το «κοσκινίζω» (βλ. λήμμα).
Κυνήγι: Λέγεται έτσι και το κυνηγητό (παιχνίδι) των παιδιών.
Κυττάρι: Ο αμνιακός σάκος των ζώων μαζί με το αμνιακό υγρό, που μετά τη γέννα δεν έχει αποκολληθεί ακόμη από το ζώο και «σέρνεται» πίσω του όταν βαδιζει. Ο πλακούντας (των ζώων).
Κωλοβελόνης: Πανέξυπνος και δραστήριος.
Κωλόκουρα: Τα μαλλιά που προέρχονται από το κούρεμα της περιγεννητικής περιοχής τω αιγοπροβάτων. Το κούρεμα αυτό γίνεται το μήνα Μάιο και συμβάλλει στην αναπαραγωγή, διευκολύνοντας τη σεξουαλική επαφή των ζώων. Τα μαλλιά αυτά, επειδή είναι μικρά (“κοντά”), θεωρούνται δεύτερης ποιότητος και δεν είναι κατάλληλα για (γ)νέσιμο και πλέξιμο. Χρησιμοποιούνται για το γέμισμα μαξιλαριών και στρωμάτων.
Κωλορίζι: Παραφυάδα δέντρου.

Λ

Λαγάρι: Ο χυμός και το «τσαμπί» των σταφυλιών, που, αφού έχουν «πατηθεί», δεν έχουν διαχωριστεί ακόμη.
Λαγαρό: Η ευαίσθητη περιοχή του υπογάστριου (κάτω από το στομάχι).
Λαγιάζω: Κοιμάμαι για λίγο και πρόχειρα..
Λάγιο (πρόβατο): Το πρόβατο ή η γίδα που έχει σκούρο χρώμα (καφέ ή μαύρο).
Λαγκοδέρνω: Λέξη που χρησιμοποιείται για τα ζώα και εννοεί τη δυσφορία τους από ζέστη, δύσπνοια ή γενικότερα από ασθένεια. Μεταφορικά χρησιμοποιείται και για τον άνθρωπο.
Λαγούμι: Το καταφύγιο του λαγού και γενικότερα αγριμιών.
Λαγούσα: Η μαγκούρα.
Λαδοφάναρο: Φορητό φανάρι φωτισμού που δεν επηρεάζεται από τον αέρα (θυέλης), που καίει με λάδι.
Λαιμούριασμα: Ειδική τεχνική της μαμής που εφαρμόζει στο νεογέννητο: Βάζει στο δάχτυλό της (δείχτη) στάχτη και μετά με το δάχτυλο αυτό κάνει μια περιστροφική κίνηση στα τοιχώματα του λαιμού του μωρού, για να «κάτσουν οι αμυγδαλές του!!! (Πάντως, οι στυπτικές ιδιότητες του ανθρακικού καλίου, είχαν και ευεργετική δράση).
Λακάου: Φεύγω προσεκτικά, κρυφά και γρήγορα.
Λαΐνα (η), λαΐνι (το): Πήλινο αγγείο.
Λαλακιασμάρα: Δυσφορία από κούραση ή ταλαιπωρία, με συνδυασμό ζέστης και υγρασίας.
Λάλας: Ο αδελφός. (Κάπως ειρωνικά).
Λαμαρίζω: Θηλάζω (Λέγεται για τα ζώα).
Λάμπαδο(ς): Μεγάλη φωτιά. (Μπορεί να λέγεται και μεταφορικά, π.χ. για τη μεγάλη φλόγα του λυχναριού ή της λάμπας πετρελαίου).
Λάτα: Ο ντενεκές ή η γάστρα.
Λαφτακιασμένος: Λαχανιασμένος.
Λειψή: Το αντίθετο της «ανεβατής». (βλ. ανεβατή). Ψωμί πού δεν μένει να «γίνει» και να φουσκώσει, αλλά ψήνεται αμέσως μόλις ζυμωθεί.
Λειψός: Ο ελλιπής.
Λειτρουγιά: Το Πρόσφορο.
Λέντα: Κυριολ.: Κακής ποιότητας κρέας, από το περίβλημα της κοιλιάς του ζώου. Μεταφ.: Ο πολύ αδύνατος άνθρωπος ή ζώο.
Λιγοψυχιά: Αδυναμία, τάση προς λιποθυμία, που προέρχεται κυρίως από νηστεία ή πείνα.
Λιάνωμα: Το μικρό αρνί ή κατσίκι.
Λιάρος: Ο πολύχρωμος, ή και ο ασπρόμαυρος. Ο «παρδαλός».
Λιασά ή λεσά: Πόρτα προχειροκατασκευασμένη, που κλείνει το χώρο που είναι τα ζώα.
Λιβακώνω: Ζεσταίνομαι πολύ, αφόρητα και ιδρώνω.
Λιγόνα: Ίσιο και μακρύ κλωνάρι δένδρου.
Λιοκόκι: το κουκούτσι της ελιάς σε μεγάλες ποσότητες, για την παραγωγή πυρηνελαίου.
Λίμπα: α (ως ουσιαστικό): μεγάλο δοχείο μεταφοράς ή φύλαξης υγρών (π.χ. λαδιού). β. (ως επίρρημα): “Τα έκανα λίμπα”: προκάλεσα μεγάλη ζημιά, δεν άφησα τίποτα όρθιο.
Λιπάρω: Ρίχνω λίπασμα στα φυτά. Το ουσιαστικό: Λιπάρισμα.
Λισγάρι: Το φτυάρι.
Λίχνισμα: Η τεχνική κατά την οποία πετώντας ψηλά με το «δικριάνι» (ή ρίχνοντας από ψηλά) αλωνισμένο σιτάρι, με τη βοήθεια ήπιου ανέμου – αύρας –χωρίζονται και παρασύρονται τα ελαφρά μέρη, π.χ. άγανα, άχυρα. Αν ο όρος αναφέρεται σε περιουσία, εννοεί τη σπατάλη, το «σκόρπισμα» της περιουσίας.
Λόιδα (μαλλιών): Μια μικρή τούφα μαλλιών που ξεφεύγει από την κοτσίδα/τον κότσο και κρέμεται μόνη της.
Λουβί: Λοβός ψυχανθών, π.χ. Φασολιών.
Λουλώνω: Συνώνυμο του «κουμπλάου». Το ουσιαστικό: Λούλωμα. 
Λουπάκι: Μικρός και φουντωτός θάμνος.
Λούπος: Με μεγάλα αυτιά, ο «κλαπαύτης».
Λουπουνιασμένος: Μισοκοιμισμένος. Αδιάθετος.
Λούρα: Ψιλή βέργα, χλωρή και εύκαμπτη. Η «βίτσα».
Λουρίδα: Η λωρίδα. Η ζώνη.
Λυκοδόκανο: Μεγάλο δόκανο, κατάλληλο για μεγάλα ζώα, π.χ. λύκους, αλεπούδες, τσακάλια κλπ.
Λωβός: Ο πολύ κακής ποιότητος.

Μ

Μαγάρα: 1. Η ακαθαρσία. Μεταφ.: άνθρωπος πολύ βρώμικος σαν χαρακτήρας. 2. Το χιόνι, που όταν πέσει πολύ δυσχεραίνει τις κτηνοτροφικές/γεωργικές εργασίες.
Μαδούσκια: Τα μικρά («άγρια») πουλάκια, που μόλις έχουν βγεί από το αυγό και δεν έχουν πούπουλα.
Μαλάθα: Μεγάλο κοφίνι με κάλυμμα.
Μάμα: Τμήμα του πεπτικού συστήματος της κότας. Λέγεται και για τον άνθρωπο μεταφορικά: «Γέμισ’ η μάμα του»: Είναι χορτάτος. Έχει χορτάσει. (Υπονοεί και το ότι κάποιος μεγαλοπιάστηκε οικονομικά και δεν μας καταδέχεται πλέον).
Μάματα: Κομμένο (κάτι) πολύ μικρά κομμάτια.
Μαμούρι: Ζωηρό και άτακτο παιδί.
Μανιαμούνιας: Ο ύπουλος.
Μαός: Ο μεγάλος πλούτος, η μεγάλη περιουσία. Το βιός.
Μαρτίνι: Το ειδικά προσεγμένο και καλοταϊσμένο ζώο που προορίζεται για σφάξιμο.
Μάρκαλος: Η σεξουαλική πράξη των ζώων.
Μάσα: Το σίδερο με το οποίο «ανακατεύουμε» τη φωτιά. Η μασιά
Μασχαλιάρης: Ο «δεύτερος» του χορού, που κρατάει τον πρώτο που χορεύει.
Ματαράτσι: Το στρώμα με «μπούσα».
Ματσαραγκιά: «Δουλειά» πού γίνεται ύπουλα. Ατιμία. Πονηρία.
Μαυλάου (αυ=αβ): 1: Φωνάζω, καλώ ζώο με το όνομά του. 2: Δελεάζω. 3. Καλοπιάνω καλοπροαίρετα ή μη.
Μαύρος: Ο καημένος (Δηλώνει οίκτο ή συμπάθεια).
Μαφίσα (ή μαφίσια): Γλυκά ανάλογα με τις δίπλες, που προσφέρονται στους γάμους.
Μαχιάς: Το καθένα από τα τέσσερα «πάτερα» επάνω στα οποία στηρίζονται οι δύο άκρες του «κορφιά».
Μελιγκόνια: Τα πολύ μικρά μυρμήγκια χρώματος καφέ.
Μελίσσασμα (ντομάτας): Όταν η ντομάτα αρχίζει να ωριμάζει και έχει πρασινοκίτρινο χρώμα.
Μελιτζίνα: Η αγράμπελη (που ευδοκιμεί κυρίως σε φράχτες).
Μεσικά: Τα εντόσθια (κυρίως των ζώων).
Μεργιάου: Κάνω στην άκρη. Αφήνω χώρο να περάσει κάποιος άλλος. Απομακρύνομαι διακριτικά.
Μερελός: Αυτός που «τάχει χαμένα».
Μερμελάου: Προκαλώ σε κάποιον αίσθημα «τσιμπήματος» στα άκρα. «Με μερμελάει το πόδι μου»: Το χαρακτηριστικό «τσίμπημα» που οφείλεται στο μούδιασμα των ποδιών (ή των χεριών).
Μεσικά: Τα εντόσθια. Τα «μέσα» μας.
Μεσόκοπος: Άνθρωπος μέσης ηλικίας.
Μεταπράτης: Μεσάζων έμπορος.
Μικροσαράντηση: Η «μισή ευχή» που παίρνει η λεχώνα από τον παπά στο σπίτι της, λίγες ημέρες μετά τη γέννα.
Μηλιόρα: Ετήσιο θηλυκό αρνί.
Μισάντρα (ή μεσάντρα): Το εσωτερικό ξύλινο χώρισμα σπιτιού σε δωμάτια.
Μισοβασταμένος: Άνθρωπος κάποιας ηλικίας και με προβλήματα υγείας (επομένως με δυνάμεις μειωμένες).
Μισογόμι: 1. Τρόπος φόρτωσης των ζώων, (επάνω, στη μέση το σαμάρι ανάμεσα στο κυρίως φορτίο, φορτώνεται δεύτερο, μικρό φορτίο). 2. Φόρτωση ζώων επάνω-στη μέση το σαμάρι.
Μισοκαδιάρα: Μπουκάλα, που το περιεχόμενό της ανέρχεται σε μισή οκά.
Μιτάρια: Εξαρτήματα του αργαλειού. (Είναι ζευγάρι).
Μόλογο: Ιστορία με όχι ευχάριστο περιεχόμενο, που διαδίδεται «στόμα με στόμα».
Μόμιλα: Πολλά μικροαντικείμενα οικιακής χρήσεως.
Μονοκοπανιά: Λέγεται για μια δουλειά που γίνεται γρήγορα και  χωρίς σταματημό, χωρίς ανάσα", π.χ., "έσκαψε το χωράφι μονοκοπανιά".
Μόρος: Πολύ σκληρό αντικείμενο σφαιροειδούς σχήματος . Π.χ. πέτρα, βώλος , ρεβίθι, κ.λ.π..
Μούκουλο: Περιοχή με πολύ λίπος στην κάτω σιαγόνα ζώων, ιδίως του γουρουνιού (κατ’ επέκτασιν και του ανθρώπου – μεταφορικά).
Μουργέλα: Μεγάλη μύγα (επιστημ.: οίστρος), που το τσίμπημά της προκαλεί έντονη αλλεργική αντίδραση, ή και φλεγμονή. Είναι γνωστή με το όνομα «(ν)τάβανος».
Μούρκος-α-ο (επίθετο): Ο άπλυτος, ο βρωμιάρης, αλλά και ο «σκούρος». Μεταφορικά μπορεί να ειπωθεί για κάθε τι σκουρόχρωμο.
Μουρχούτα: Πολύ βαθύ ημισφαιρικό σκεύος φαγητού. Γαβάθα.
Μούσκα: Ονομασία γίδας με γκρίζο τρίχωμα,
Μούτελη: Η λάσπη από καθαρό κόκκινο χώμα, παρασυρμένο και συγκεντρωμένο από ροή νερού.
Μούτρα: Πέρα από τη γνωστή σημασία του όρο (το πρόσωπο), σημαίνει και το "καθαρό πρόσωπο", π.χ., "δεν έχει μούτρα να μου μιλήσει". "Καθαρό πρόσωπο" μπορεί να σημαίνει, επίσης, και το δώρο που κρατάει ο επισκέπτης σε μια επίσκεψη. Τότε λέμε "ήρθε με μούτρα".
Μουτσούνα: Η «μούρη» με την έννοια του άσχημου, ή και του θυμωμένου.
Μπαδέλα (ή μπαβέλα): Μαγειρικό σκεύος σαν την κατσαρόλα.
Μπαζίνα: Παχύρευστο – κρεμοειδές φαγητό, π.χ. τραχανάς.
Μπαιζοβγαίνω: Μπαινοβγαίνω.
Μπακαλέος: Ο παστός βακαλάος.
Μπακανιάρης: Ο καχεκτικός. Επί λαχανικών: ατροφικά και κιτρινισμένα.
Μπακλαή: Ο μπακλαβάς.
Μπάλια: Ονομασία προβατίνας με ασπρόμαυτο τρίχωμα στο κεφάλι-πρόσωπο.
Μπαλίνια: Οι μεταλλικές ακτίνες της ομπρέλας.
Μπαλντίμι: Δερμάτινη ζώνη που συγκρατεί το σαμάρι του ζώου.
Μπαμπουλωμένος: Άνθρωπος με καλυμμένο το πρόσωπο.
Μπαντουβάνης: Ευτραφής, αλητόβιος και με πλούσια σεξουαλική δράση. (Λέγεται κυρίως για τον κόκορα. Για τον άνθρωπο λέγεται μεταφορικά).
Μπαρδαβίτσα/ες: Η μυρμηγκιά/ές στα χέρια. Λέγεται ότι προκαλούνται όταν μετράμε τ΄αστέρια τη νύχτα!
Μπαρίζω: Ζεματίζω με βραστό νερό.
Μπαρμπούτα: 1. Μάσκα μελισσουργού. 2. Η προσωπίδα του μεταμφιεσμένου τις απόκριες.
Μπασαράτα: Γυναίκα δόλια, με καθόλου καλό χαρακτήρα, που δημιουργεί προβλήματα στους άλλους. Γυναίκα ελευθέρων ηθών.
Μπασγούνι: Μικρό καρβέλι ψωμί, αλλά «παχύ» και αφράτο. Με μεταφορική έννοια: άνθρωπος ευτραφής, π.χ. είναι τα μούτρα του μπασγούνι!
Μπατανία: Υφαντό χονδρό μάλλινο κλινοσκέπασμα, από μαλλί προβάτων, που έχει υποστεί ειδική επεξεργασία στη νεροτριβή.
Μπατάρω: Πέφτω. Παίρνω επικίνδυνη κλίση. Έχει και την έννοια της μείωσης των δυνάμεων του ανθρώπου, λόγω γήρατος.
Μπατίνι: Ο (δυνατός) ξυλοδαρμός.
Μπαχάς: Ο πλούτος. Η περιουσία.
Μπελενίτσα: Είδος μαλακού πετρώματος, που πολύ εύκολα σμιλεύεται.
Μπεζχτάς: Συγκεντρωμένα  και συνήθως φυλαγμένα μετρητά σημαντικής αξίας.
Μπελερίνα: Πλεκτό (χειροποίητο) σάλι για γυναικείους ώμους, χρώματος κυρίως Μαύρου.
Μπέσκος (η μπέσικος): Ο μη εργαζόμενος και κατ’ επέκτασιν αυτός που δεν ενδιαφέρεται να βρει κάτι ν’ ασχοληθεί, ο τεμπέλης.
Μπεσίκι: Κούνια μωρού.
Μπίβα (Επίρρημα): Πλήρης, γεμάτος.
Μπίζα: Μπιζέλια., ο αρακάς.
Μπιρμπιλός: Ο πολύχρωμος.
Μπιρτζουλάνα: Είδος παλαιού «τσιμέντου» για κατασκευές.
Μπλουγούρι: Το πλιγούρι.
Μποκρίλα: Δύσβατο μονοπάτι. Κακοτοπιά.
Μπόλια: Πετσέτα (προσόψιο ή φαγητού).
Μπόλκα: Παλτό. Ζακέτα. Γυναικείο σακάκι. Η πόλκα.
Μπόμπα (ή τόπι):Αυτοσχέδια παιδική μπάλα. (Ραμμένο ύφασμα γεμισμένο με πίττουρα, σε σχήμα σφαιρικό).
Μπονώρα: Πρωί – πρωί, με το ξημέρωμα.
Μπότι: Πήλινο ή πλαστικό δοχείο με ένα χέρι.
Μποτίλια: Η μπουκάλα.
Μποτσίκι: Η κρεμμύδα της πρωτοχρονιάς. Έχει και την έννοια του ανθρώπουμε περιορισμένη αντίληψη.
Μπούγιο: Όγκος μεγάλου αντικειμένου, που συνήθως δεν συνοδεύεται και από μεγάλο βάρος.
Μπούζα: Δερματική – εξανθηματική νόσος των μηρυκαστικών ζώων, που εντοπίζεται κυρίως στα χείλη.
Μπουζάνι: Μια άκρη του χωραφιού, που προεξέχει από το κυρίως σχήμα του.
Μπουζούκα: Μεγάλο κουδούνι με μελωδικό ήχο, ειδικά για τράγους. Το κυπρί.
Μπουζουριάζω: Κλείνω κάποιον στο κρατητήριο με βίαιες κινήσεις και μετά από συνοπτικές διαδικασίες.
Μπουλαμάς: Το πρωτοχρονιάτικο χατζηλίκι στα παιδιά, αντίστοιχο πρωτοχρονιάτικου δώρου.
Μπούλα: Η – Ο ντυμένος (μασκαράς) τις Απόκριες.
Μπουλέζα: Γυναίκα υπέρβαρη/χοντρή που συνδυάζει και όχι καλούς τρόπους.
Μπούμπουνο: Ουσιαστικό, παράγωγο του ρήματος «μπουμπουνίζω».
Μπουμπουνιχτιό ή μπούμπουνο: Το μπουμπούνισμα
Μπούραμα: Το περιεχόμενο του εντέρου των ζώων, που καθαρίζεται μετά το σφάξιμο. Πληθυντικός: Μπουράματα.
Μπούρμπερη: Ό,τι απομένει μετά από μια καταστρεπτική πυρκαγιά.
Μπούρμπουλας: Μεγάλη πηγή με πάρα πολύ νερό, πηγάζει «σαν να βράζει».
Μπούσα (ή μπούσια): Η φλύδα/το φύλλο, το περίβλημα του «ραποστιού» (καλαμποκιού). Τα «πιό μέσα» ήταν και πιο λεπτά, γι' αυτό τα χρησιμοποοιούσαν και για τσιγαρόχαρτο οι καπνιστές!
Μπούφλα: Το χτύπημα στο πρόσωπο (στο μάγουλο) με την παλάμη.
Μπουχός: Η αιωρούμενη ή μεταφερόμενη σκόνη που δημιουργείται από το χώμα με το φύσημα του αέρα, ή το πέρασμα αυτοκινήτου.
Μπουχίζω: Καταβρέχω (π.χ. τα ρούχα για το σιδέρωμα).
Μπακράτσα (ή Μπρακάτσα): Μεταλλικό (χάλκινο) δοχείο αρμέγματος αιγοπροβάτων, που πρέπει κατά χρονικά διαστήματα (χρήση+χρόνος) να επικασσιτερώνεται (γανώνεται). Ευρέως γνωστή και ως  «τέσα» (βλ. λήμμα).
Μπιρισμένος: Ο καμμένος (πιθανόν προέρχεται από το αρχαίο ρήμα πίμπρημι.
Μωρώνω: Σταματάω να κλαίω (επί μικρών παιδιών).

Ν

Νάκα: Είδος φορητής κούνιας μωρού (ξυλοκατασκευή), κυρίως για τη μεταφορά του.
Νέθω: Γνέθω.
Νερομπούλι: Φαγητό με πολλά υγρά (ζουμιά) και, φυσικά, άνοστο.
Νεροπούλος: Υδρονομέας. Διαχειριστής νερού άρδευσης.
Νέμα: Το νήμα.
Νισαντήρι (γνωστό και σαν λισαντήρι): Το χλωριούχο αμμώνιο που χρησιμοποιείται στο γάνωμα των χαλκωμάτων.
Νιρίζω: Κλαψουρίζω.
Νογάου: Ξέρω να κάνω κάτι με σωστό τρόπο. Καταλαβαίνω. Εννοώ. Αντιλαμβάνομαι.
Νοματέος: Τη λέξη συναντάμε κυρίως στον πληθυντικό: Νοματέοι ή νομάτοι: Ο αριθμός ατόμων μιας ομάδας, π.χ. μιας οικογένειας.
Νουρά: Η ουρά.
Νταλασουμάνα: Πληθωρική γυναίκα.
Νταμάχι: Η κατάχρηση (π.χ. νταμάχι στο φαΐ, νταμάχι στη δουλειά, κλπ).
Nταραβέρι: Δοσοληψία. Συναλλαγή. Συνεργασία.
Ντάσκα: Τσάντα. Η σχολική σάκα.
Ντεμέλα: Στολισμένο μαξιλάρι, χρησιμοποιούμενο σε τελετή.
Ντερμεντέ: Σόνι και καλά (π.χ.  ήθελε ντερμεντέ ν' ανάψει φωτιά καλικαιριάτικα).  
Ντιλάρι: Άνθρωπος πολύ ψηλός.
Ντιριέμαι: Διστάζω, επιφυλάσσομαι.
Ντουντούνα: Το σκληρό φύλλο («κοτσάνι») του φρέσκου κρεμμυδιού που βγαίνει το άνθος του. 
Ντρίτσα: Ψάθινο καπέλο για αντηλιακή προστασία το καλοκαίρι.
Ντώνω: Λασκάρω. Χαλαρώνω. Σε ανθρώπινες σχέσεις: «Τον έντωσα»: Δεν του πολυδίνω σημασία πλέον.

Ξ

Ξαγγλίζω: Χτενίζω πολύ μπερδεμένα μαλλιά.
Ξαίνω: Επεξεργάζομαι μαλλί. Το ουσιαστικό: Ξάσιμο = στάδιο επεξεργασίας μαλλιού.
Ξακρίζω: Απομακρύνομαι, αποχωρώ διακριτικά.
Ξαλίζω: Κόβω τα πλαϊνά κλωνάρια του δένδρου, για να πάρει ύψος..
Ξαμώνω: Απειλώ να χτυπήσω κάποιον. Με το αρνητικό μόριο «δεν», έχει την έννοια του ότι δεν κάνω καμία προσπάθεια για κάτι συγκεκριμένο, π.χ. «δεν ξαμώνει καθόλου για δουλειά».
Ξάναμμα: Προσάναμμα.
Ξαναμουτεύω: Αναρρώνω. Γίνομαι καλά – επανακτώ τις δυνάμεις μου, ύστερα από ασθένεια.
Ξανασαίνω: Ξεκουράζομαι
Ξαναφαίνω: Εμφανίζομαι ή γίνομαι ορατός από σημείο πίσω το οποίο δεν υπάρχει ορατότητα.
Ξαργοτιμάρικος: Ο ειδικός για κάτι συγκεκριμένο.
Ξαρίζω: Καθαρίζω, α. Το αυλάκι: για να είναι εύκολη η ροή του νερού. β. Το δρόμο να είναι ευκολοδιάβατος.
Ξακρίζω: Κάθομαι στην άκρη ή αποχωρώ διακριτικά, μπορεί και ένοχα («τραβάω την άκρη μου»).
Ξεβερτσάζω: Γδέρνω επιφανειακά.
Ξεγκόφιασμα: Η εξάρθρωση του ισχίου.
Ξεΐγκλωτος: Ο ξεδιάντροπος.
Ξεκέφαλος (ή ξεκεφαλιά): Χτύπημα στο πρόσωπο (μάγουλο). Η «σφαλιάρα». Έχει την ίδια έννοια με τη «μπούφλα».
Ξεμοναχιάζω: 1. Φροντίζω να απομακρύνω κάποιον σε απόμερο σημείο και όχι με καλό σκοπό. 2. Απομακρύνω με πονηρό σκοπό σε απόμερο σημείο μια γυναίκα, με, ή και χωρίς τη θέλησή της.
Ξεμουτριάζω: Χτυπώ δυνατά κάποιον στο πρόσωπο.
Ξενοδούλιο: Δουλειά που γίνεται σε ξένον, με αμοιβή.
Ξέλαση: Η παροχή βοήθειας (χωρίς αμοιβή) από ομάδα συγχωριανών σε αδύναμη οικογένεια, κυρίως για καλλιέργεια ή συγκομιδή. Γίνεται κυρίως Κυριακή.
Ξεσπινάου/ξεσπινάω/ξεσπινίζω: Αφαιρώ-βγάζω τα σπόρια, π.χ. από τα φασόλια, το καλαμπόκι, τα κουκιά, τον αρακά, κλπ.
Ξ(ι)έμαι: Ξύνομαι.
Ξεμουτριάζω (ή ξεμουτσουνιάζω): Χτυπώ κάποιον δυνατά/πολύ δυνατά στο πρόσωπο (στα μούτρα, στη "μουτσούνα"). 
Ξεπέτσ(ι)ασμα (ψωμιού): Το «φαινόμενο» κατά το οποίο η πέτσα του ψωμιού ξεχωρίζει από το υπόλοιπο σώμα του κατά το ψήσιμο στο φούρνο
Ξεπέχω: Περισσεύω, σε σύγκριση με κάποιον άλλον, π.χ. στο ύψος.
Ξεροπάγωνο: Το πρωινό χειμωνιάτικο κρύο, που συνοδεύεται από ξαστεριά και πάχνη.
Ξεσγουπίζω: Συνώνυμη της λέξης «ξαναμουτεύω».
Ξεσηκώνω: Αντιγράφω ακριβώς.
Ξεσπινίζω: Αφαιρώ, βγάζω με τα χέρια τον καρπό από κάποιο γεωργικό προϊόν, π.χ. από το καλαμπόκι, τα φασόλια, κλπ. Το ουσιαστικό: Ξεσπίνισμα.
Ξεστομώνω: Κάνω αποσυμφόρηση στην «κεφαλή» μιας ομάδας (π.χ. ζώων ή ανθρώπων) που υπάρχει εμπόδιο, να μπορέσουν να προχωρήσουν.
Ξεφταλαγιάζω: Προκαλώ αναστάτωση. Βρίζω.
Ξεψαχνίζω: Κυριολ.: βγάζω, διαλέγω το ψαχνό από το κρέας. Μεταφ.: Προσπαθώ (ακόμα και με πονηρό τρόπο) να μάθω μυστικά από κάποιον.
Ξινόγαλο: Το ξινό (ξινισμένο) γάλα που συγκεντρώνεται (κυρίως) το πρώτο 15ηθήμερο του Αυγούστου (περίοδος νηστείας) και προορίζονταν για τραχανά.
Ξιφτέρι: 1. Μικρό γεράκι. 2. Ο πανέξυπνος άνθρωπος.
Ξομπλιάζω: Διευκρινίζω, τακτοποιώ. Ξεμπλέκω.
Ξυλόκοτα: Η μπεκάτσα
Ξυλοφάι: Λίμα ξύλου.
Ξυλόχτενο: Εξάρτημα του αργαλειού.

Ο

Ογλήγορα: Γρήγορα.
Όκνος: Η τάπα του κρασοβάρελου.
Οματιά (ή νοματιά): Είδος λουκάνικου που γίνεται με το παχύ έντερο του γουρουνιού και ψήνεται στο φούρνο. Περιέχει: εντόσθια ψιλοκομμένα, αρωματικά φυτά, (ρίγανη, μαϊντανό, κλπ), στάρι βρασμένο, σταφίδες, πορτοκαλόφλουδες, πιπεριές. Είναι βαρύ χειμωνιάτικο φαγητό.
Ομπρύζω: Δακρύζω. Έχει περισσότερο την έννοια της μικρής διαρροής (σε Γ΄ πρόσωπο) δοχείου με υγρό.
Οξά: Η Οξιά. Εκτός από το γνωστό δέντρο του δάσους με το όνομα αυτό,
ονομάζεται έτσι και το θηλυκό γεράκι.
Ούθε: Όπου. Απ’ όπου.
Ούλος: Όλος. (Ούλη – ούλο): Όλη –όλο.
Ούτσι: «Στοιχειό», που μπορεί να έχει και το μέγεθος…μυρμηγκιού! Φοβίζουμε τα παιδιά μ΄ αυτό.

Π

Παγερός: Σκληρός, το αντίθετο του «τρυφερός».
Παιδοκομάω (ή παιδοκομάου, από το «παιδοκομικομίζω»:  Γεννώ.  (Η κατάληξη «ου» των ρημάτων της ενεργητικής στο πρώτο πρόσωπο, είναι πολύ συνηθισμένη, π.χ. γελάου, πεινάου, λέου κλπ. Το ρήμα το συναντάμε σε παρελθόντα και σε μέλλοντα χρόνο και όχι σε ενεστώτα, π.χ. παιδοκόμισε-θα παιδοκομίσει).
Παίνεια: Έπαινος, παίνεμα.
Πάλε: Πάλι.
Παλούκι: Έχει και την έννοια του μεγάλου ξυλοδαρμού. (Κυριολ.: Ξύλινο στήριγμα αναρριχόμενων φυτών, ή χοντρός πάσαλος).
Πανηγιάρι: Μικρό Πρόσφορο οβάλ ή στρογγυλού σχήματος, που δίνεται κυρίως στα παιδιά. Σφραγίζεται με τη «μικρή Σφραγίδα», τη «λαβή» της σφραγίδας που σφραγίζεται το Πρόσφορο.
Παντιγιέρα: Δίσκος σερβιρίσματος.
Πανωγιόμι: Το επιπρόσθετο φορτίο στο σαμάρι του ζώου ή το συμπλήρωμα υγρού να γεμίσει καλά το δοχείο.
Παπαδέλες: Τα γνωστά «ποπ – κορν», (που ψήνονταν στην «πυρωμένη γωνιά») .
Παπίρι: Κομμάτι κέρατου ζώου, κατασκευασμένο έτσι, ώστε να κουμπώνει τη «βεζά» (βλ. λήμμα) του κουδουνιού.
Παππούλης: Ο παππούς, αλλά και ο παππάς.
Παραβολιάζω: Βόσκω τα πρόβατα σε πολύ κοντινή απόσταση από το χωριό. Το ουσιαστικό: Παραβόλα.
Παραγώνι: Ο χώρος γύρω από το τζάκι. Υπονοούνται κυρίως τα δύο πλαϊνά.
Παραθάρια: Εμπιστοσύνη, αλλά χωρίς «αντίκρισμα». Το ρήμα: Παραθαριέμαι.
Παραμαγούλα: Η γνωστή παρωτίτιδα.
Παραμονεύω: Παραφυλάω. «Στήνω καρτέρι». Παρακολουθώ κάποιον με σκοπό να επέμβω στην κατάλληλη στιγμή, ή να τον συλλάβω. Είμαι σε ετοιμότητα.
Παράνταλος: Αυτός που έχει κάποια σωματική-κινητική αναπηρία, όχι πολύ σοβαρή, και εξ αιτίας της αναπηρίας του αργοκίνητος και αδύναμος.
Παραπανίσος: Ο επί πλέον. Αυτός που περισσεύει. Ο ένας παραπάνω.
Παρασίκωτα: Τα καλομαγειρεμένα  εντόσθια του ζώου (βλ. και λήμμα "μεσικά").
Παρδασκελώνο(υ)μαι: Κάθομαι με πολύ ανοιχτά τα πόδια (αναφέρεται κυρίως σε γυναίκα που κάθεται με τη σχετική απρέπεια).
Πάσκα: Το Πάσχα.
Πάστα: Ο τοματοπολτός.
Πάτερο/α: Μεγάλα ξύλα που τοποθετούνται κατά πλάτος, για να στηρίζουν τη σκεπή του σπιτιού. Το επίσης μεγάλο (μεγαλύτερο) ξύλο που τοποθετούνται και στηρίζονται επάνω του τα πάτερα στα πατώματα, λέγεται ποταμός.
Πατητό: Το ξύλο, ο ξυλοδαρμός.
Πατουκλιά (ή βατουκλιά): Είδος θάμνου με αγκάθια. Είναι και η βάτος.
Πάφυλλο: Μικρό κομμάτι παλιάς λαμαρίνας (τσίγκου σκεπής), που χαρακτηρίζεται για την παλαιότητά του, στην ουσία άχρηστο. Ειρωνικά: Φτηνό κόσμημα.
Παχνί: Το μέρος που τοποθετείται η «φάκνα», να φάνε τα μεγάλα ζώα. Η φάτνη.
Πεδουκλώνομαι: Σκοντάφτω.
Περικόβω: 1. Αντιδρώ ή συμπεριφέρομαι έτσι, που η στάση μου τον άνθρωπο για τον οποίο ενδιαφέρομαι, τον κάνει να αισθάνεται ενοχές, για τη στάση του απέναντί μου. 2. Σε γ΄ πρόσωπο έχει την έννοια πως με επηρεάζει κάποιος εξωτερικός παράγοντας, π.χ.: «με περίκοψε το κρύο»: Αισθάνθηκα το κρύο πάρα πολύ, κρύωσα σοβαρά. «Με περίκοψε το ξύλο»: «έφαγα» πολύ ξύλο που το αισθάνθηκα!
Πέταβρα: Οι σανίδες επάνω στις οποίες στηρίζεται η πλακοσκεπή του σπιτιού.
Πετιμέζι: Σιρόπι που γίνεται από το βράσιμο του μούστου και διατηρείται το χειμώνα. Χρησιμοποιείται για γλυκαντικό, υποκατάστατο του μελιού.
Πετροκόσκερας: Η αρσενινή σαύρα, κυρίως πράσινου χρώματος και μεγαλύτερη της συνηθισμένης γκρί/καφέ αποχρώσεως (βλ, λήμματα «κοσκέρα» και «κολοσοφράς».
Πετρολύχναρο: Το λυχνάρι που καίει πετρέλαιο.
Πίγουλη: Το ζυμαρικό «φιδές».
Πιλάλα ή πηλάλα: Τρεχάλα, γρήγορα.
Πιλιόνε: Δηλώνει αγανάκτηση: «Άσε με πιλιόνε!»: Άσε με επί τέλους!
Πινόμαλλο: Μαλλί ζώων (κυρίως προβάτων) με «πίνο».(Δηλαδή το άπλυτο μαλλί που περιέχει τη λανολίνη, που ακόμη δεν διαχωρίστηκε).
Πίνος: Ελαιώδης ουσία που έχουν τα μαλλιά των προβάτων και από την οποία εξάγεται η λανολίνη, που χρησιμοποιείται σε φάρμακα και καλυντικά..
Πιόμα: Ποτό.
Πίπιζα: Η καραμούζα (πνευστό μουσικό όργανο).
Παρανόμι: Το επώνυμο όνομα.
Πίρος: Η οπή του κρασοβάρελου στην οποία μπαίνει και εφαρμόζει η κάνουλα. 
Πισκέσι: Προσφορά δώρου.
Πιστρόφια: Η πρώτη μετά το γάμο επίσκεψη του ζευγαριού στο πατρικό σπίτι τηςτης νύφης.
Πισωκύλισμα: Υποτροπή νόσου, ενώ βρίσκεται σε στάδιο ύφεσης – αποδρομής. Το ρήμα: πισωκυλάω/πισωκυλάου. Αόρ.: πισωκύλισα.  
Πιτούρι: Κοντό και πρόχειρο παντελόνι. Κάτι, ας πούμε, σαν τη σημερινή βερμούδα.
Πιχερίζουμαι: Προσπαθώ – αναλαμβάνω να φέρω εις πέρας μια (τεχνική) εργασία. Επιχειρώ.
Πλακώνω (το ψωμί, ή το φαγητό): Το τρώω με βουλιμία! Η λέξη έχει και υπονοούμενη σεξουαλική σημασία. Φυσικά, και η γνωστή σημασία «πλακώνω στο ξύλο».
Πλανεύω: Καλοπιάνω με καλό σκοπό αλλά και κακοπροαίρετα. Μαυλάω/ου (βλ. λήμμα).
Πλατυκούκια: Οι κύαμοι. (Τα κουκιά).
Πλευρό: Το ένα από τα δύο σακιά (δεξιό ή αριστερό), που φορτώνονται στο ζώο. (Αυτό, δηλαδή, που φορτώνεται στη μία «πλευρά»).
Πλούμπω: Η όμορφη κοπέλα – γυναίκα. Η πλουμιστή.
Πλόχερος: Το περιεχόμενο ενός «γρόθου».
Ποδεμή: Υπόδηση.
Ποδοκυλάου: «Κυλώ» στο έδαφος κάτι με βία ή χωρίς προσοχή. Έχει και την έννοια του σεξουαλικού βιασμού. Το ουσιαστικό: Ποδοκύλημα.
Ποκάρι: Καθορισμένη ποσότητα μαλλιών (προβάτων κυρίως).
Πολυγκαιρ(ι)νός (πολύς + καιρός): Αυτός που έχει πολύ καιρό (και πιθανότατα έχει αλλοιωθεί). Ο «μπαγιάτικος».
Πόντζι: Μείγμα τσίπουρου και πετιμεζιού, βρασμένο στη φωτιά. Χρησιμοποιείται και για την πρόληψη ή την αντιμετώπιση του κρυολογήματος. Έχει θερμαντική δράση στον οργανισμό .
Ποργιά: Προχειροκατασκευασμένη πόρτα με την οποία κλείνεται κάποιος (κυρίως ανοιχτός) χώρος.
Πορδίλια: Τα πολύ μικρά μυρμήγκια χρώματος καφέ.
Ποταμός: Βλ. «πάτερο».
Πούμωμα: Το αεροστεγές κλείσιμο του βαγενιού με την «πουμωσά», που αποτελείται από δύο θυρίδες: την πλαϊνή και την «επάνω». Η πλαϊνή εφαρμόζει στη μία βάση και φέρει τον «πίρο», από τον οποίο γίνεται το «άρμεμα» του γλεύκους (μούστου). Όταν αφαιρεθεί και πάλι η «πουμωσά» αυτή, βγάζουμε τα τσίπουρα.
Πουρνοφωλιά: Θάμνος πουρναριού.
Πουτσαράς: Δυναμικός άνθρωπος, με μεγάλη μυική δύναμη, αλλά και θέληση. 
Πουτσαρίνα: Πολύ δυναμική γυναίκα.
Πράμα – Πράματα: Ζώα. Εννοούνται κυρίως τα γιδοπρόβατα.
Πριόβολος: Μεταλλικό αντικείμενο – εργαλείο, με το οποίο χτύπαγαν το «στουρνάρι» και προκαλούσαν σπινθήρα. Από τον σπινθήρα άναβε η «ίσκα» και με την ίσκα άναβαν τσιγάρο ή φωτιά.
Πρίσκαλο: Το ανώριμο σύκο.
Προβατόγιδα: Κοπάδι από πρόβατα και γίδια.
Προβατοψάλιδο: Μεγάλο ψαλίδι για το κούρεμα των ζώων.
Προγκάου: 1. Αιφνιδιάζω ή αιφνιδιάζομαι (και πολύ συχνά τρέπομαι σε φυγή). 2. Παρουσιάζομαι αιφνίδια και «χαλάω» τα σχέδια ή τις ύποπτες δουλειές κάποιου.
Πρόσγαλο: Μικρή ποσότητα γάλακτος, απαραίτητη για την παραγωγή της μυζήθρας.
Προσφαϊζω: Τρώω – συνοδεύω κάτι με (πολύ) ψωμί για να χορτάσω.
Προσωπική (εργασία): Υποχρεωτική ομαδική εργασία προς κοινό όφελος. Π.χ. η Συντήρηση του δρόμου.
Πρωτάγιαση: Η παραμονή των Θεοφανίων.
Πυροστιά: Ο τρίγωνος μεταλλικός τρίποδας, επάνω στον οποίο τοποθετείταιη κατσαρόλα για βράσιμο με ξύλα.
Πυρώνω: Ζεσταίνω.

Ρ

Ρακοπότηρο: Μικρό ποτήρι για το σερβίρισμα ούζου.
Ράπι ή Ραπί: Eίδος ψαθιού.
Ραποστιά: Η καλαμποκιά. Ραποσίτι: το καλαμπόκι.
Ρεγάλο: Δώρο. Προσφορά.
Ρεμπελιό: Αδράνεια. Τεμπελιά. Ρέμπελος: Ο αργόσχολος.
Ρένω: Ανατέλλω. (Ρένει ο ήλιος).
Ρεζές: Το μεταλλικό μέρος που συγκρατεί την πόρτα από το «κάσωμα.». Ο μεντεσές.
Ροβολάου: Κατεβαίνω (από το βουνό ή στον κατήφορο).
Ροβολιακό ή ρόβολο: Αρκετά κεκλιμένη επιφάνεια εδάφους.
Ρόγιασμα: Ασθένεια, με συμπτώματα γαστρεντερίτιδας, η οποία προκαλείται στον άνθρωπο που θα φάει σταφύλια και ταυτόχρονα θα πιεί κρασί. Για τη "θεραπεία" της αρκούν λίγα χλωρά φύλλα καρυδιάς στην κοιλιά, ως επιθέματα! 
Ρογοβύζι: Το μπιμπερό με τη θηλή.
Ροδάμι: Το τρυφερό βλαστάρι από πουρνάρι (που τρώνε τα ζώα την άνοιξη). Έχει χρώμα ροζ.
Ρόκα: Εργαλείο γνεσίματος σε σχήμα Φ.
Ρουγκλώνω: Πίνω με βουλιμία. (Αναφέρεται περισσότερο στο κρασί).
Ρουκέλα: Η κουβαρίστρα.
Ρουμπελιά: Κατεβασά νερού με λάσπη, αποτέλεσμα μεγάλης και εντονης βροχής.
Ρουπώνω: 1.Tρώω πρόχειρα «να ξεγελάσω την πείνα μου». 2,Η λέξη χρησιμοποιείται και όταν θέλουμε να ειπούμε ότι ένα ξύλινο αντικείμενο «φούσκωσε» από την υγρασία. Π.χ. ένα βαρέλι πριν χρησιμοποιηθεί, το γεμίζουμε νερό, ώστε να «φουσκώσει» και να αποφύγουμε πιθανές διαρροές από το υγρό που θα το γεμίσουμε. Όταν το βαρέλι έχει «φουσκώσει», λέμε ότι ρούπωσε.
Ρουτζώνω: Θυμώνω. Πεισμώνω.

Σ

Σαγάνι: Μεταλλικό σκεύος φαγητού.
Σαϊζουμαι: Ετοιμάζομαι, οργανώνομαι.
Σαϊζω (τα ζά): Σκεπάζω τα ζώα όταν σταματάει για λίγο το όργωμα, μην κρυώσουν , που είναι ιδρωμένα.
Σαμαροσκούτι: Ύφασμα («σκουτί»), ειδικό για την επένδυση του σαμαριού.
Σαμντάνι: Το κηροπήγιο.
Σαρίδι: Σκουπίδι.
Σαρώνω: Σκουπίζω.
Σάσμα και σάισμα: Χαλί από κοζά. Με τον όρο «σάσματα», εννοούμε γενικότερα τα ρούχα που στρώνονται κάτω. Τα στρωσίδια. Λέγεται και «σάγιαμα» και «σάισμα».
Σαχραπώνω: Τρώω με βουλιμία μέχρι υπερ-κορεσμού, δίνοντας σημασία μόνο στην ποσότητα του φαγητού και όχι στην ποιότητα.
Σβερκώνομαι: Πέφτω (στο έδαφος) από απροσεξία. Στην ενεργητική (σβερκώνω)= δέρνω πολύ δυνατά (και μάλλον ύπουλα), μέχρι ακόμα και θανάτου!
Σβίγκος (ο): Η πορδή.
Σβιρντάνιγμα: Το «πέταμα» (άχρηστου) αντικειμένου με το χέρι, μακριά. Ρήμα το συναντάμε συνήθως στους χρόνους μέλλοντα και αόριστο: «Θα το σβιρντανίξω» και «το σβιρντάνιξα».
Σβουρλέτσικο: Επιτόπιες πολύ γρήγορες στροφές σώματος ή αντικειμένου, γύρο από τον άξονά του.
Σβούρτσα: H βούρτσα.
Σγαρλάου: Εκτός από τη γνωστή σημασία της λέξης («σγαρλάει η κότα»), έχει και την έννοια του ερευνώ. Ακόμη ερευνώ…πονηρά.
Σγάρτσα (η): Κυριολ.: Η ορατή με γυμνό μάτι βρωμιά πάνω σε άπλυτο ανθρώπινο σώμα. Μεταφ.: Γυναίκα "άπλυτη", "βρωμιάρα". 
Σγόρτσα: Βλ. λήμμα ¨ζγόρτσα".
Σγούρπα: Πέτρα με φυσικό (ή μπορεί να είναι και τεχνητό) «βαθούλωμα», το οποίο συγκρατεί βρόχινο νερό. Στα βουνά και όπου υπάρχουν τέτοιου είδους πέτρες, το νερό που συγκρατούν, ξεδιψάει τους τσοπάνηδες. Στην περιοχή του Κούρου, υπάρχει τοπωνύμιο με την ονομασία Σγούρπα, επειδή εκεί βρίσκεται μία τέτοια πέτρα.
Σέμπρος: Συνεργάτης, συνεταίρος. Ο όρος αναφέρεται κυρίως σε συνεργαζόμενους με ζώα. Γνωστή, άλλως τε, είναι και η παροιμία: «Ψόφησ’ ο μαύρος μας, πάει η σεμπριά μας!»
Σερμπέσης: Αυτός που «δεν μαζεύεται σπίτι του. Ο αλήτης. Το υπονοούμενο, βέβαια της έντονης σεξουαλικής ζωής – δράσης, είναι δεδομένο.
Σερνά: Μακρύ, και όχι απαραίτητα ίσιο, ξύλο, πού μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για… ξυλοδαρμό.
Σερνικό: Το αρσενικό (παιδί ή ζώο).
Σέρσεγκας: Το μεγάλο κίτρινο έντομο, που το τσίμπημά του προκαλεί έντονο πόνο και, πιθανόν, αλλεργική αντίδραση.
Σηκωβρόντημα: Έχει την έννοια του σηκώνω ψηλά ένα αντικείμενο και το πετάω με δύναμη κάτω. Μπορεί επίσης να έχει και την έννοια της έντονης/βίαιης σεξουαλικής πράξης (όχι απαραίτητα του βιασμού).
Σηκωπίθωμα: Η ενέργεια του σηκώνομαι και αμέσως κάθομαι, κατ’ επανάλειψιν. Είμαι ανήσυχος.  Σηκωπιθώνω (ή και πιθωσηκώνω): Σηκώνω κάποιο αντικείμενο και το αφήνω πάλι κάτω (απιθώνω=αφήνω, ακουμπάω κάτω). Ανάλογη και η μεταφορική έννοια: Μετακινώ κάτι συνεχώς και δεν το αφήνω σε ησυχία.
Σημαδαύγουλο: Αυγό κότας μη φυσιολογικού (μικρού) συνήθως σχήματος, που δεν έχει ολοκληρωθεί ο σχηματισμός του.
Σήμανα: (στον πληθυντικό): Η μέθοδος της καταβολάδας στο κλήμα.
Σιφερτάσι: Μεταλλικό (κυρίως από αλουμίνιο) δοχείο φύλαξης και μεταφοράς φαγητού, με κάλυμμα και χειρολαβή.
Σκάλος: Γεωργική εργασία.
Σκάλτσες: Πλεκτές – μάλλινες αντρικές κάλτσες, που έφταναν μέχρι το ισχίο. Εκεί τις έδεναν με κορδόνι για να συγκρατούνται και για τη συγκράτιση στο πέλμα είχαν «πατούσες». (Όπως π.χ. τα σημερινά «κολάν»).
Σκαμπακίδα – ες : Μεγάλες και πυκνές νιφάδες χιονιού
Σκαπετάω (ή σκαπετάου): Φεύγοντας, δεν είμαι πλέον ορατός, (π.χ. πίσω από δέντρα, ανάχωμα, καταράχι). Το αντίθετο του «ξαναφαίνω».
Σκασιλίκι: Πράξη που εκδηλώνει εκδίκηση.
Σκαρδάκι: Ονομασία πολύ μικρού πουλιού, χρώματος καφέ.
Σκαρίκια: Το άγγελμα χαρμόσυνου γεγονότος, π.χ. τοκετού, ονόματος νεοβαπτισμένου, κλπ. Συχαρίκια. Συγχαρητήρια.
Σκαρπωτά (Επίρρημα): Επιφάνεια ή τομή πού έχει πλάγια θέση.
Σκατζίζω: Τρέχω χοροπηδώντας.
Σκαφίδι: Η (ξύλινη) σκάφη για το ζύμωμα.
Σκιάζαρος: Το «σκιάχτρο». Ομοίωμα ανθρώπου που τοποθετείται στα χωράφια και τα αμπέλια, να φοβίζει τα «ζούδια» και τα πουλιά και να μην κάνουν ζημιές στην παραγωγή.
Σκίζα: Κομμάτι ξύλου που έχει προέλθει από «σχίσιμο».
Σκλήθρα: Κομμάτι λεπτού ξύλου που εισχωρεί και μένει στο δέρμα, προκαλώντας πόνο. Μεγάλο αγκάθι που μας τρυπάει στο δέρμα (κυρίως στα άκρα).
Σκνίπα: Εκτός από την ονομασία του πολύ μικρού εντόμου, έχει κα την έννοια του πολύ μεθυσμένου ανθρώπου («σκνίπα στο μεθύσι»).
Σκλησμός: Το είδος σαλίγκαρου χωρίς κέλυφος. Ο «γυμνός» σαλίγκαρος.
Σκοτούρα: Η ζάλη. Έχει ακόμη και τις έννοιες: Της ευθύνης, της περισυλλογής και των καθημερινών προβλημάτων.
Σκουντάου: Σπρώχνω. Ακουμπάω κάποιον με σκοπό να του αποσπάσω την προσοχή.
Σκουράτζος: Η ρέγκα. «Ο ρέγγος». Λέγεται και «δικηγόρος».
Σκουρδουμπουλάου: Κυλιέμαι στο έδαφος, με την έννοια του υποφέρω από φοβερούς πόνους.
Σκούρκος: Ο μαύρος «σέρσεγκας».
Σκορποσπίτης: Σπάταλος. Το αντίθετο: συμμαζώχτ(ρ)ης.
Σκουσμάρι: Γοερό κλάμα.
Σκουτερεύω: Ασχολούμαι με δουλειές του σπιτιού. Νοικοκυρεύω.
Σκουτί – σκουτιά: Τα ρούχα. Κυριολεκτεί περισσότερο στα «μεγάλα» ρούχα (στρωσίδια και τα σκεπάσματα ύπνου). Η λέξη μπορεί να έχει και υβριστική σημασία.
Σκρούμπος: Το μαύρο που απομένει μετά το κάψιμο μάλλινου υφάσματος.
Σκύβαλα: 1. Τα άλλα σιτηρά που συνυπάρχουν με το σιτάρι (και πρέπει να ξεχωριστούν και να πεταχτούν. 2 Άνθρωποι με κακό όνομα και χαρακτήρα, που «καλό θα ήτανε να μη βρίσκονται ανάμεσά μας».
Σμίχτες: Οι σέμπροι και αυτοί που ενώνουν τα κοπάδια τους.
Σμπουράου: Γκρεμίζω. («Σμπούριξε ή σμπούρλιαξε ο τοίχος»: Γκρεμίστηκε ο τοίχος).
Σόκια: 1.Τα (όποια) πράγματα παίρνουμε μαζί μας, όταν πάμε κάπου. 2. Γενικότερα τα σκεύη.
Σοκολίθρα: Το πουλί «σουσουράδα».
Σόμπολα: Οι μεγαλύτερες πέτρες που βάζουμε μέσα στο «χαρμάνι» (λάσπη με Τσιμέντο), να «δέσει» και να «αβγατίσει».
Σουγλί: Το γνωστό σουβλί που ανοίγει τρύπες, π.χ. στη ζώνη, στη λεπτή σανίδα κλπ.
Σουμπράου: «Τσιγκλάω». Ενοχλώ. Σπρώχνω.
Σουραύλι: Είδος πνευστού μουσικού οργάνου.
Σουρούνι: Μικρό ταγάρι.
Σουσούνα: Ονομασία πουλιού.
Σούσουρο: Μικρή αναστάτωση, φασαρία.
Σουτζούκι (ή τσουτζούκι): Γλύκισμα από καρύδι και μουσταλευριά, ημιαποξηραμένο.
Σούτος – Σούτο: Κριάρι χωρίς κέρατα. Σούτα: Γίδα χωρίς κέρατα.
Σοφράς: Στρογγυλό και κοντό (φορητό) τραπέζι. Λέγεται και τάβλα.
Σπερνά: Τα κόλλυβα.
Σπινός - Σπινό: Το φως που φωτίζει ελαφρά. Το μάτι που πονάει και δεν μπορεί ν’ανοίξει καλά.
Σποριά: Tμήμα του χωραφιού που χωρίζεται στο όργωμα, για να μπορεί να δουλεύεται και να ποτίζεται ευκολότερα και καλύτερα.
Σπόρισμα (το): Η διάρροια των ζώων.
Σπυραλατιστό: Το βραστό με αλατοπίπερο, το οποίο προστίθεται αφού το κρέας βράσει και στραγγίσει.  
Στάρινο: Το σταρένιο ψωμί.
Σταλούσα: Νερό βροχής που είτε στάζει από τη σκεπή μέσα στο σπίτι, είτε το έχουμε συγκεντρώσει σε δοχείο για χρήση.
Στάλπη: Το γάλα που μόλις έχει γίνει (πήξει) τυρί (και δεν έχει διαχωριστεί από τον «τυρόγαλο» με τη μέθοδο του στραγγίσματος.
Στέρφη – στέρφα: 1. Προβατίνα ή γίδα πού δεν έχει γεννήσει ή δεν κυοφορεί, άρα δεν (θα) έχει γάλα. 2. Πηγή που έχει στερέψει (και δεν έχει νερό).
Στεφανοχάρτι: Η άδεια γάμου.
Στηθάμι: Το στήθος (άσπρο κρέας) της κότας.
Στιμόνι: Το νήμα που χρησιμοποιείται στην ύφανση.
Στούμπος: 1. Πέτρα με σφαιρικό (περίπου) σχήμα. 2. Ξύλο ειδικά κατασκευασμένο για το «λιώσιμο» των σταφυλιών στον τρύγο (στην κάδη ή σε άλλο δοχείο παρόμοιου σχήματος). 3. Άνθρωπος με μειωμένη αντίληψη, μεταφ.).
Στουρνάρι: 1. Είδος πολύ σκληρού πετρώματος. 2. Άλας πυριτίου από το οποίο γίνεται το γυαλί. 3. Άνθρωπος με μειωμένη αντίληψη (μεταφορικά).
Στράτα: Εκτός από την γνωστή έννοια «δρόμος», έχει και την έννοια της μεταφοράς τμήματος του φορτίου (μιας διαδρομής).
Στρεμπεκλάου: Βαδίζω με αστάθεια. (κυριολ.: για τον μεθυσμένο).
Στρέξει: Ρήμα που απαντάται μόνο στο γ΄ πρόσωπο παρελθόντος και μέλλοντος χρόνου  (κυρίως στον ενικό) και σημαίνει επαλήθευση ονείρου ή προαισθήματος. Π.χ.: Μακάρι το όνειρο να στρέξει σε καλό. Ή: Δεν έστρεξε σε καλό το προαίσθημά σου.
Στρούγκα: Ο (ανοικτός) χώρος που είναι περιφραγμένος με ξύλα και φυλάσσον- ται τα πρόβατα τους καλοκαιρινούς μήνες.
Στρωματσάδα: Δυο, τρεις, τέσσερις μαζί για ύπνο, στο πάτωμα, ο ένας δίπλα στον άλλον.
Στυλιάρι: Κυριολ.: Ξύλο γεωργικού εργαλείου. Μεταφ.: Μεγάλος ξυλοδαρμός.
Στύλος (αλωνιού): To ξύλο που βρίσκεται στη μέση του αλωνιού. Σε αυτό δένονται τα ζώα, συνήθως άλογα «λακιανιάρικα», και γυρίζουν γύρο – γύρο και αλωνίζουν τα δεμάτια του σιταριού.
Συγενικό: Έκφραση που εκφράζει κατάρα, αναφερόμενη σε αρρώστια: π.χ."Να σε βρει το συγενικό": Να σε βρει μεγάλη αρρώστια,  αξεπέραστη κρίση.
Συγκάθια: Είδος κρέμας με προϊόντα γάλακτος και αλεύρι (καλαμποκάλευρο), παραπροϊόν στην παρασκευή του βουτύρου.
Συγκλετίζουμαι: Παίρνω κάτι κατάκαρδα. Το ουσιαστικό: συγκλέτι.
Συλάχι ή σελάχι: Εξάρτημα παραδοσιακής στολής (της φουστανέλας). Το φόραγαν στη μέση οι άνδρες και μέσα έβαζαν πιστόλες και μαχαίρια. Αργότερα είδη πρώτης ανάγκης. Αν μπορούσαμε να πούμε πώς έχει σήμερα αντικατασταθεί με κάτι, αυτό θα ήταν η «μπανάνα».
Συμμαζώχτ(ρ)ης: Οικονόμος, νοικοκύρης.
Συμπολιάζω: Έχει την έννοια του συναρμολογώ πρόχειρα.
Συμπράγκαλα: Τα «σόκια».
Συμψωμιά: Συνεργασία.
Συνεβγάνω: Συνοδεύω τιμητικά τον επισκέπτη πού φεύγει, μέχρι την πόρτα ή την αυλή του σπιτιού. Κατευοδώνω.
Συνέμπαση: 1.Η σοδειά. 2. Η διαδικασία συγκομιδής.
Συνισκυράου: Συγυρίζω. Μεταφ.: Ανακατεύομαι.
Συνξέμαι ή συγκζέμαι: Προσπαθώ να αποσπάσω υπόσχεση ή αντικείμενο με οποιονδήποτε τρόπο. Προκαλώ, κάτι που μπορεί να αποβεί και εις βάρος μου. «Έρχομαι γύρο».
Συντάβλι (Το ρήμα: Συνταβλάου): Συντηρώ τη φωτιά, «σπρώχνοντας» τα ξύλα να ενωθούν μεταξύ τους. Μεταφ.: Ενοχλώ – προκαλώ, συνήθως με λόγια. (συν + δαυλός).
Σφαλάγκι: Η αράχνη. Σφάλαγκας: Η μεγάλη αράχνη.
Σφεντάμι: Ονομασία δένδρου του δάσους. Το γνωστό «εγκλενιό».
Σφερδούκλι: Ονομασία φυτού, συγγενές με το αγριόπρασο.
Σφόντυλος: Εξάρτημα γνεσίματος. Ενεργεί με τέτοιον τρόπο στην άκρη στο αδράχτι, για να περιστρέφεται. Μεταφ.: Χτύπημα στο πρόσωπο με την κοινή ονομασία «ανάποδη».
Σφουγκάου (ή σφουγκίζω): Καθαρίζω. Σπογγίζω.
Σφουγκάτο: Η ομελέτα.

Τ

Ταβάς (ή νταβάς): Το ταψί.
Τάβλα: 1. Βλ. Σοφράς. 2. Σανίδα. 3. Έχει σχέση και με το θάνατο (έπεσε τάβλα).
Ταβούλι: Το γνωστό παραδοσιακό μουσικό όργανο στην ονομαστική πληθυντικού, έχει την έννοια όλου του συγκροτήματος. Μεταφορικά έχει την έννοια έντονου οιδήματος (πρηξίματος).
Ταβουλόβεργα: Το ταβούλι το «βαράει» ο οργανοπαίκτης με δύο «ξύλα»: Ένα μεγαλύτερο (χοντρότερο) και ένα μικρότερο (λεπτότερο). Αυτά τα ξύλα είναι οι ταβουλόβεργες.
Ταγιαντάου: Κρατώ άμυνα, αντιστέκομαι, κάνω κουράγιο, υπομένω. 
Ταϊνι: 1. Η προσφορά φαγητού. 2. Σκεύος ταΐσματος των ζώων.
Τάμπανο: Κάτι πολύ ξερό, που φυσιολογικά θα έπρεπε να είναι πιο μαλακό, Π.χ. το ψωμί.
Τάνημα: Το σφίξιμο με σκοπό την ούρηση ή την αφόδευση. Η μεγάλη προσπάθεια για την επίτευξη επίπονης χειρονακτικής εργασίας. Το ρήμα: Τανιέμαι.
Ταρλάρι: Πολύ δυνατός αέρας και συγκεκριμένα το σημείο που το «πιάνει»: «Εκεί που ήμουνα με σήκωσε το ταρλάρι». 
Ταρναρίζω: Κουνάω ρυθμικά, με την έννοια ότι ταλαιπωρώ ή ενοχλώ, π.χ. το μωρό στην κούνια του.
Ταχιά: Αύριο. Την επόμενη ημέρα ή τις επόμενες ημέρες.
Ταχινή: Η επόμενη ημέρα.
Τεγγιάζω: Περιορίζω σε ασφαλή χώρο. Δένω. Μεταφορικά «θα σε τεγγιάσω»: Θα σε ταχτοποιήσω! (απειλητική προειδοποίηση).
Τελάκι: Μικρό καρφί, μικρή «πρόκα», κυρίως για τις σόλες των παπουτσιών.
Τέμπλα: Λεπτό και μακρύ ξύλο που χρησιμοποιούμε για «ράβδισμα» δένδρων.
Τέσα: Μεταλλικό αγγείο αρμέγματος (γάλακτος), με «χερούλι» σχήματος τόξου και καπάκι. Το ξύλινο: καρδάρι
Τέντζερης: Εκτός από την ονομασία μαγειρικού σκεύους, έχει και μεταφορική
Έννοια: «Θα σε πιάσω στον τέντζερη»: Θα σε βρω όταν έλθεις να φας!
Τεψί: Το ταψί.
Τζάχτη: Η δουλειά που ολοκληρώνεται σε λίγες ώρες.
Τζερεμές: Η πρόκληση ζημιάς.
Τζιγέρ(γ)ια: Τα εντόσθια ζώου, που γίνονται τηγανητά.
Τζόλα: Ύπουλη πράξη. Ύπουλη πρόκληση ζημιάς.
Τζολεύω: «Τσιγκλάω», ενοχλώ, πειράζω.
Τηλιγάδι: Εργαλείο, που μαζί με το «ανεμίδι» χρησιμοποιείται για την παρασκευή
των «μασουριών» για ύφανση.
Τηράω-τοιράω ή τηράου-τοιράου: Κοιτάζω.
Τολάϊστονε: Τουλάχιστον.
Τομάρι: 1. Έκφραση με υβριστική σημασία. 2. Δέρμα ή τμήμα δέρματος ζώου. 3. Ασκός κατασκευασμένος από δέρμα ζώου (κυρίως γίδας) με ειδική επεξεργασία, που χρησιμεύει για τη μεταφορά υγρών, ή τη συντήρηση τυριού φέτας.
Τόπι: 1. Παιδικό παιχνίδι φτιαγμένο από ξύλο φροξυλιάς σε στυλ ιατρικής σύριγγας, το οποίο εκτοξεύει σπόρους κέδρου, τα γνωστά «κεντρόκουκα», προκαλώντας κρότο. 2. έντονο οίδημα (πρήξιμο) σε σημείο του σώματος (μεταφορικά). 3. Η γνωστή σημασία της λέξης
Τορβάς και Ντορβάς: Είδος ταγαριού μέσα στο οποίο βάζουμε λίγη ζωοτροφή Π.χ. καλαμπόκι, το εφαρμόζουμε και το σταθεροποιούμε στο στόμα του μεταφορικού ζώου. Με τον τρόπο αυτό, το ζώο ασχολείται, («μπλέκει») με το να τρώει ό,τι βρίσκεται μέσα στον τορβά και δεν ενδιαφέρεται να φάει από το φορτίο που μεταφέρει (π.χ. σανό). Έτσι δεν κινδυνεύει και το φορτίο να ανατραπεί. Η φράση «θα σε πιάσω στον τορβά», έχει την έννοια που έχει η φράση «θα σε πιάσω στον τέντζερη».
Τορός: Το αχνάρι. Ίχνη στο έδαφος από το βάδισμα .
Τουλούπα: Τμήμα επεξεργασμένου μαλλιού, που προορίζεται για γνέσιμο.
Τουλουπάνι: Λευκό γυναικείο μαντήλι κεφαλής.
Τουτουμάκια (τα): Η χυλοπίτα ή μανέστρα.
Τραμπουζάνα: Η δαμιζάνα (μεγάλη μπουκάλα).
Τραφιάζω: Γκρεμίζω σε τάφρο. (Τράφος: τάφρος).
Τρανή: Λέγεται και η γιαγιά..
Τράστο: Μεγάλο ταγάρι.
Τράτο: Περιθώριο.
Τρεκλάου: Βαδίζω με αστάθεια.
Τριβόλι: Σπόρος του οποίου το περίβλημα είναι αγκαθωτό. Μεταφορικά: Τριβολάου: Ενοχλώ .
Τριδόνες: Κυριολ.: Αιμορρΐδες. Μεταφ.: Ανησυχία-μεγάλη ανησυχία. «Έχεις τριδόνες»: Δεν μπορείς να σταθείς/να καθίσεις σ’ ένα μέρος!
Τρικοκιά: Αγκαθωτός θάμνος. Μεταφ.: Μεγάλο αγκάθι που μας τρύπησε.
Τριόλατος: Μεγάλη φασαρία.
Τριφτάδες: Πρόχειρο φαγητό με κόκκους νωπού ζυμαριού, που γίνεται νερόβραστο και τρώγεται ή πίνεται με κρασί (το οποίο προσθέτουμε στο πιάτο μας).Οι τριφτάδες είναι συγγενές με τον τραχανά, αλλά νηστίσιμες, αφού δεν περιέχουν γάλα.
Τρόκλα: Μεγάλη στροφή, που ίσως χρειαστεί να κάνει και «μανούβρα» το αυτοκίνητο για να συνεχίσει.
Τροχάλια: Περιοχή με πολλές πέτρες. Λέγεται και Τροχονίκος.
Τρόχαλος: Σωρός από πέτρες (κυρίως τοίχου που έχει πέσει).
Τσαγκάδα: Η προβατίνα ή η γίδα που χάνει το μικρό της λίγο μετά τη γέννα. Το ζωο, λέμε, «τσαγκαδεύτηκε».
Τσάγκρα: Ελαφρύ κυνηγετικό όπλο, μονόκανο, εμπροσθογεμές και με «κόκορα».
Τσαγκώνω: Η αίσθηση του «πνιγμού» από ερεθισμένο λαιμό. «Με τσαγκώνει ο λαιμός μου».
Τσάκα: Φάκα. Παγίδα. Το ρήμα: Τσακώνω.
Τσακλοκούδουνο: Κυριολ.: Κουδούνι χωρίς «βαρίδι». Μεταφ: Άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα. Με περιορισμένη αντίληψη.
Τσακ(ου)μάκι: Είδος αναπτήρα που δεν έβγαζε φλόγα, αλλά δημιουργούσε καύτρα στο βαμβακερό φυτίλι.
Τσαλαφός: Ο «τρελούτσικος». Το ρήμα: τσαλαφίζω.
Τσανάκι: 1. Σκεύος φαγητού (πιάτο). 2. (Μεταφ.): Ο παλιάνθρωπος.
Τσαπικούνης: Ο καλός νοικοκύρης. Ο προσεγμένα ντυμένος. Ο «ατσαλάκωτος». Αυτός που είναι προσεκτικός σε τρόπους και σε κινήσεις. Στη γυναίκα (τσαπικούνα) απαντάται περισσότερο στη νοικοκυροσύνη και στην αξιοσύνη.
Τσάρκος: Ο ιδιαίτερος χώρος που φυλάσσονται τα αρνιά ή τα κατσίκια, για να μην
έρχονται σε επαφή με τις μανάδες τους και πίνουν το γάλα.
Τσαρούχι: Παπούτσι φτιαγμένο από λάστιχο αυτοκινήτου, άσχετο με το τσαρούχι των τσολιάδων.
Τσατόρα: Πρόχειρο υπαίθριο υπόστεγο. (Προχειροκατασκευασμένο κιόσκι).
Τσάτσα: Η αδελφή (κάπως ειρωνικά).
Τσαφαλεύω: Προκαλώ μικρό θόρυβο, ψάχνοντας με τα χέρια μου.
Τσάφι: Το πολύ τσουχτερό κρύο.
Τσέγκουρα: 1.Τα άγουρα, ή και αρρωστημένα, σταφύλια. 2. Τα τσίπουρα (αφού έχει «αρμεχτεί» ο μούστος.
Τσεμπέρι: Μαντήλι ανοιχτού χρώματος για κεφάλι γυναίκας.
Τσερέπα: Η γάστρα.
Τσέρλα: Η διάρροια.
Τσετσέκι: Το λουλούδι «κατιφές». Μεταφ.: Άνθρωπος ικανός για όλα (όχι με την καλή έννοια).
Τσιγαρίδες: Το παστό χοιρινό.
Τσιγουρίζουμαι: Υποφέρω. Βασανίζομαι. Δοκιμάζομαι. (Έχει την έννοια του «τσιγαρίζομαι-τηγανίζομαι»).
Τσιλάγρα: 1. Καυτή σταγόνα νερού ή φαγητού που «πετάγεται» από την κατσαρόλα κατά το βράσιμο. 2. Παιχνίδι των παιδιών που εκτόξευαν με καλαμένιες κατασκευές (σαν ιατρική σύριγγα), νερό στους…αντιπάλους τους.
Τσιμπάου: Τρώω πρόχειρα.
Τσιμπίπω: Η άσπρη Κορινθιακή σταφίδα.
Τσιπουρίτης: Το τελευταίο κρασί πού μένει στο βαγένι μετά το «άρμεμα» και προστίθεται νερό για να καλυφθούν τα τσίπουρα. Έχει μικρή περιεκτικότητα σε οινόπνευμα.
Τσίτσα: Ειδική βαρέλα, μέσα στην οποία βάζουνε (μόνο) κρασί.
Τσίφτης: Ο Λεβέντης. Ο «εξηγημένος». Ο ακέραιος χαρακτήρας.
Τσίφτι: Η πένσα.
Τσοκάνι: Είδος κουδουνιού (περισσότερο για πρόβατα).
Τσόλι: 1. Ρούχο. 2. Παλιάνθρωπος, παλιοχαρακτήρας.
Τσόνα: Το θηλυκό γαϊδούρι.
Τσορομπίλια: Μικρά παιδιά. (Δεν συναντάται εύκολα η λέξη στον ενικό).
Τσουκάλι: Χάλκινο κανάτι, που χρησιμοποιείται και για σιγοβράσιμο στη «γωνιά» .
Τσουδίζω: Καψαλίζω, π.χ. το κοτόπουλο στο μάδημα. Το ουσιαστικό: τσούδισμα (βλ. και «καψαλίζω»).
Τσούκνα: Κάπα φτιαγμένη από τρίχωμα γίδας (κοζά).
Τσούλα (η): Προβατίνα με μικρά αυτιά.
Τσούμπι: Όγκωμα. Υπερυψωμένο σημείο του εδάφους, ή προεξοχή ξύλου.
Τσούπα: Το θηλυκό παιδί (το κορίτσι) Το συναντάμε και σε ουδέτερο: Τσουπί. Υποκοριστικό: τσουπούλα και τσουπάκι. Αυξητικό: Τσουπάρα.
Τσουραντάνι (το): Ο-η παρακατιανός.
Τσουράπι: Μάλλινη πλεκτή κάλτσα.
Τσούρι: Τα ούρα.
Τσουρλάς: Είδος πνευστού μουσικού οργάνου.
Τσούρμο: Το «μπουλούκι».
Τσουρούλι: Κομμάτι ψωμιού, ξερό.
Τυλώνω: Χορταίνω. Χορταίνω φαγητο, αλλά και... ξύλο! Δεν το συναντάμε, συνήθως, στη μέση-παθητική φωνή. Μέλλων: Τυλώσω-τυλωθώ, αόριστος τυλώθηκα.
Τυρόγαλος: Το κίτρινο νερό που βγαίνει από το φρέσκο τυρί ή από το γιαούρτι, όταν στραγγίζει. Ο Ορρός του γάλακτος.

Υ

Υφάδι: Νήμα ύφανσης.

Φ

Φάκνα: Ζωοτροφή αποξηραμένη (ο σανός).
Φαλτσέτα: Κοπτικό – αγροτικό εργαλείο, (π.χ. για κοπή βάτων, κλπ).
Φαουλάρικα (σταφύλια): Τα επιτραπέζια σταφύλια, που προορίζονται (περισσότερο) για φαγητό. (Όχι τα «κρασοστάφυλα»).
Φελί (π.χ. βακαλάος): Ένα κομμάτι βακαλάος παστός. Ολόκληρος ο βακαλάος, όπως πωλείται στο εμπόριο: «πέτσα μπακαλάος».
Φευγούλα: Το «ουσιαστικό» του φεύγω.
Φιλεύω (ευ=εβ): Κερνάω. Το ουσιαστικό: Φίλεμα.
Φινόκαλα: Τα σκουπίδια από φύλλα δέντρων, “λουβιά” (λοβούς) ψυχανθών (π.χ. Φασολιών).
Φιότσος: Ο βαφτιστήρας. Το πνευματικό παιδί του Νουνού.
Φλαγούνα: Ψωμί («αναβατή»)ψημένο στη χόβολη, χωρίς ταψί, ή στη γάστρα με παραδοσιακό τρόπο. Έχει και την έννοια της «κουλούρας».
Φλούδος: Το ξεφλούδισμα του καλαμποκιού. Αφαιρούνται όλα τα «μπούσα», εκτός από 3 – 4 , που χρησιμεύουν να «κρεμαστεί» για ξήρανση.
Φλούστρια: Τά τσόφλια, π.χ. αυγών, φασολιών, κ.λ.π..
Φορτωτήρα: Ξύλο που καταλήγει σε «Υ», και που «βοηθάει» να φορτωθεί το ζώο, αν δεν υπάρχει δεύτερο άτομο (να βοηθήσει). Μεταφορικά, έχει την έννοια του μεγάλου ξυλοδαρμού («Ξύλο με τη φορτωτήρα»).
Φούρκα: Ξύλο σε σχήμα διχάλας. «Δεμένος στη φούρκα»: δεμένος (π.χ. ο σκύλος) για μεγάλο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να έχει απελπιστεί.
Φουρκίζω (κυριολ.): Εκτελώ, αφαιρώ τη ζωή κάποιου δι’ απαγχονισμού. Μεταφ.: φέρνω κάποιον σε πολύ δύσκολη θέση (σε αδιέξοδο).
Φούρλα: Στροφή χορευτή.
Φουρλατίζω: Απειλώ, χωρίς να είμαι σε θέση να πραγματοποιήσω τις απειλές μου. Είμαι θυμωμένος – νευριασμένος.
Φουρμαέλα: Χειροποίητο τυρί ειδικού τύπου και επεξεργασίας, χρώματος κίτρινου. Είναι εξαιρετικά νόστιμο και κατάλληλο για ζυμαρικά (π.χ. μακαρόνια, λαζάνια) και για παρασκευή φουρμελόπιτας. Περιέχει πολλά λιπαρά. Γνωστότερη ονομασία: Φορμαέλα.
Φουρνόκλεισμα: Η λαμαρίνα που κλείνει την πόρτα του παραδοσιακού φούρνου.
Φούσκα: 1. Μπαλόνι. 2. Η ουροδόχος κύστη.
Φουσκί: Η κοπριά των ζώων.
Φουσκωβάνω: "Ξεσηκώνω τα μυαλά" κάποιου έναντι τρίτου και  όχι για "ειρηνικό" σκοπό.
Φτενό: 1. Λεπτό – λεπτοκομμένο αντικείμενο (π.χ. μια «φτενή» φέτα ψωμιού). 2.Ευαίσθητη περιοχή του ανθρώπινου σώματος (δεξιά – αριστερά της κοιλιάς).
Φτερωτή (του μύλου): Μεταλλικός μεγάλος τροχός με πτερύγια, στα οποία πέφτει το νερό με πίεση, και την θέτει σε περιστροφική κίνηση. Στη φτερωτή είναι τοποθετημένη κατάλληλα η μυλόπετρα, που περιστρέφεται μαζί της.
Φτίλια: Τα πολύ μικρά κομμάτια ενός αντικειμένου, που έχει καταστραφεί. Κυριολ.: Τα πολύ μικρά κομμάτια υφάσματος (π.χ. κομμένο από δόντια ποντικού).
Φτού ( και εφτού): Εκεί ακριβώς που είσαι (το β πρόσωπο του διαλόγου).
Φτούθε ( και εφτούθε): Από εκεί που είσαι, προς κάποια άλλη κατεύθυνση.
Φτούνο ( και εφτούνο): Αυτό που κρατάς, που έχεις.
Φτουράω ή φτουράου:  Επαρκώ, π.χ. το φαΐ ήταν πολύ και φτούρισε για όλους.
Φτύμα: Η χρήση σάλιου να «φτύσουμε» κάποιον, ή να «κολλήσουμε» κάτι. Πτύελο.
Φύο: Πολύ δυνατό κρύο.
Φυλαχτάρι: Το φυλαχτό.
Φόλος: Το αυγό που αφήνουμε στη φωλιά, για «να το βλέπουν» οι κότες και να γεννήσουνε στο ίδιο μέρος.
Φώτημα: Το χάραμα, το πρώτο φως της ημέρας.

Χ

Χαβάνι: 1. Σκεύος της κουζίνας (το γνωστό – μεταλλικό – γουδί). 2. Εργαλείο κοπής καπνού.
Χαημένο: 1. «Το έχει χαημένο;»: Έχεις χάσει τα μυαλά σου; 2. Χαημένος: Τιποτένιος. 3. Το χαμένο αντικείμενο.
Χαιρετούρα: Χαιρετισμός δια χειραψίας.
Χαλιάς: Μέρος στις όχθες του ποταμού με πολύ χαλίκι (χοντρό χαλίκι).
Χαλκιάς: Ο σιδηρουργός.
Χαλμούκος: Αυτός που τρώει με βουλιμία, απρόσεκτα, και όχι με ευπρέπεια.
Χαλπίζει: Ξημερώνει, χαράζει. Το ουσιαστικό: Χάλπη.
Χαμοκέλα (ή χαμοκέλι): Αποθήκη σανού. Καλύβι. Έχει και την έννοια του φτωχό σπιτιού.
Χάμου (Τοπικό επίρρημα): Κάτω (Στο έδαφος).
Χανάκα: Κρίκος αλυσίδας. Ειρωνικά: το σκουλαρίκι.
Χαρανί: Σκεύος φαγητού ή μαγειρικό σκεύος. Μπορεί να είναι και μικρό καζάνι.
Χαρόνια: Τα μαυρομάτικα φασόλια.
Χαρχαλεύω: Ψάχνω με τα χέρια, προκαλώντας μικρό θόρυβο. Ψαχουλεύω.
Χάχαλα: Πολύ μικρά ξύλα, προσανάμματα. (Δεν έχει σχέση με το «χαχαλεύω»).
Χαψ(ι)ά: «Μπουκιά» φαγητού (ή ψωμιού).
Χερόβολο: Μικρό δεμάτι που χωράει (και συγκρατείται) στη μία (κλειστή) παλάμη.
Χεροπιάνω: Πιάνω με το χέρι μου. Χαιρετώ δια χειραψίας.
Χινόπωρο: Το φθινόπωρο.
Χιονίδες: Οι μπάλες χιονιού (για το χιονοπόλεμο).
Χιονοκουκουλίδα: Το πολύ ψιλό χιόνι (όταν χιονίζει).
Χλιαίνω: Ζεσταίνω (π.χ. το φαγητό).
Χλιός: Χλιαρός.
Χόλευα (ευ=εβ): Τα παλιοπάπουτσα. Πολύ χαλασμένα παπούτσια, που ακόμα τα χρησιμοποιούνε.
Χολιάω: Θυμώνω. Νευριάζω. Πεισμώνω. Παρεξηγούμαι.
Χουλιάρι: Ξύλινο κουτάλι. Χουλιάρα: Ξύλινη κουτάλα.
Χορομπουλάου: 1. Χορεύω χωρίς ρυθμό και με «πηδήματα». 2. Από τη χαρά μου «ξεσπάω» σε πηδήματα.
Χούνη: Στενό πέρασμα.
Χουρχούρα: Μπότι (πλαστικό δοχείο υγρών).
Χούρχουρη: Το, συνήθως, υπόγειο που το νερό βγαίνει με πίεση από τη «βαγένα» και «χτυπάει» και γυρίζει τη «φτερωτή» του νερόμυλου.
Χούσβελη: Στάχτη με μικρά κάρβουνα αναμμένα. Η χόβολη.
Χουσμέτι: Μικρή δουλειά. Μικρή εξυπηρέτηση. Το «θέλημα».
Χουχουλιέμαι: Ζεσταίνω τα χέρια μου με τα χνώτα μου.
Χουχουλόγιωργας: Άλλη ονομασία που δίνεται στο πουλί της νύχτας «χουχουβάγια»
Χόχλος: 1. Πηγή, απ’ όπου πηγάζει το νερό «σαν να χοχλάζει». 2. Να πάρει το νερό «ένα χόχλο»: Να μείνει στη φωτιά μέχρι να αρχίσει να βράζει.
Χράπιος: Ο τρύπιος, συνήθως μεταφορικά. Χράπιο αντικείμενο (κυριολεκτικά): Αυτό που είναι γεμάτο τρύπες ή χαραμάδες, π.χ. τενεκές, σανίδι, πάτωμα κλπ.
Χυδεμένος: Λέξη με όχι καλή έννοια. Ο καταραμένος. Υπονοεί, ίσως, και εκείνον που θα θέλαμε να «καταραστούμε», αλλά αποφεύγουμε να το κάνουμε, ή δεν μπορούμε.
Χυδιά: Χυδαιότητα, αηδία αλλά και κακοτυχία..

Ψ

Ψάνη: Κυριολ.: Στάρι που μόλις έχει σχηματισθεί, το οποίο ψήνουμε στη φλόγα, το καθαρίζουμε από τα άγανα και το τρώμε. Μεταφ.: Κατάστροφή από μεγάλη πυρκαγιά.
Ψάσουνε: Φράση – έκφραση για προϊόντα που ύστερα από φυσική ξήρανση θρυμματίζονται εύκολα, (π.χ. άγανα σιτηρών, ξηρά φύλλα, κάψα φασολιού κλπ). Συναντάμε το ρήμα μόνο στο μέλλοντα και τον αόριστο: «Να ψάσει» - «να ψάσουνε» και «έψασε» - «εψάσανε».
Ψιμάρνι: Όψιμα γεννημένο αρνί.
Ψίχαλο: Ψίχουλο
Ψύχρα: Το πολύ ψιλό χιόνι. (Βλ. «χιονοκουκουλίδα).
Ψωμωμένος: Ο ευτραφής, αλλά και ο ώριμος, που έχει «ψωμί».

ΙΙ. ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ ΦΡΑΣΕΙΣ

Αναχλά τα παίρνεις, πατικωτά τα δίνεις (τα χρήματα): Τα μαζεύεις λίγα-λίγα, τα δίνεις όλα μαζί.
Βάνω κακκάβι: Ζεσταίνω νερό στο κακκάβι για τη μπουγάδα.
Βγάνω τις μαύρες: Κουράζομαι πάρα πολύ, εξαντλούμαι, για να φέρω εις πέρας την αποστολή μου. Εξαντλώ και τα τελευταία μου αποθέματα.
Βλάχος νίβεται – ποδιά του χαίρεται (παροιμία)
Δεν έχει στασό: Είναι (αυτός – αυτή) πάρα πολύ ανήσυχος.
Έγινα μπουχός: Έφυγα πολύ γρήγορα (και δεν μ’ έπιασαν, ή δεν με πρόλαβαν).
Εκεί να σου γίνει: Εκφράζει κατάρα: εκεί να μείνεις!
Είμαι στα γράδα μου: Είμαι «πιωμένος», σε σημείο πού να «έχω έλθει στα ίσα μου».
Ένας γάιδαρος έχ' αυτιά: Έχει την έννοια ότι οι φυσικές ομοιότητες (αρνητικές και θετικές) στους ανθρώπους είναι κοινές και χωρίς εξαιρέσεις (Υπονοεί ότι έχουν όλα τα γαϊδούρια αυτιά και όχι μόνο ένα, π.χ. εκείνου που προβάλει ο ίδιος τα προτερήματά του). 
Εσκασ’ η φούσκα του: 1. Έπεσε με δύναμη στο έδαφος. 2. Έφαγε ή ήπιε τόσο πολύ, που μετά είχε προβλήματα.
Έπιασα τον ίσκιο: Ξεκουράζομαι ευχάριστα στον ίσκιο. Η ίδια φράση λέγεται , π.χ. και για το κρεβάτι, το παραγώνι κλπ.
Είναι λες και του ’φαγε ο γάιδαρος το ψωμί: Λέγεται για άνθρωπο πεισμωμένο, χωρίς σοβαρό λόγο.
Έρχομαι γύρω: προκαλώ την τύχη μου, «πάω γυρεύοντας».
Έτσουξ’ ο μούστος: Έχει αρχίσει το «βράσιμο» του μούστου και «σιγά – σιγά πίνεται».
Θα σε γκίξει: Θα κρυώσεις πολύ άσχημα.
Θα το βρεί η στραβή τ’ αρνί της: (Παροιμία) Θα έλθουν τα πράγματα στη θέση τους (όπως πρέπει).
Θα το κρατήσουμε για έχα: Κυριολ: Λέγεται για χρήσιμο αντικείμενο που το χρειαζόμαστε και περισσότερο για ζώο (π.χ. καλό αρνί, για την αύξηση του κοπαδιού). Μεταφ.: Ειρωνικά για άχρηστο αντικείμενο, που η θέση του είναι στα σκουπίδια.  
Καλά στερεώματα: Ευχή σε συνοικέσιο, αρραβώνα, γάμο.
Καλές σιγουριές: Ευχή στον τρύγο.
Κάννω αμπέλια: «Φέρνω», προβάλω δυσκολίες. «Κάνω κόλπα».
Κάνω καλά: Είμαι υπεύθυνος (γι αυτό που προσπαθώ, ή που έχω αναλάβει).
Κάνω χωράφι: Οργώνω (με τα ζώα). Ισχύει η φράση και για όργωμα με το τρακτέρ.
Κάμε καλά: Καλά ξεμπερδέματα! (Έτσι όπως τα κατάφερες!).
Κοιμάται με τις κότες και ξυπνάει με τον ήλιο: Κοιμάται νωρίς και ξυπνάει αργά (υπονοώντας τον τεμπέλη).
Κουνάου κλαρί: Έχω τη δύναμη ή την εξουσία στα χέρια μου και προσπαθώ να κατευθύνω, ή κατευθύνω τους άλλους, όπως θέλω εγώ! Η έκφραση, ίσως να προέρχεται από την κίνηση του βοσκού, που κρατάει στα χέρια του το «κλαρί» (την τροφή) και τον ακολουθούν τα ζώα..
Κούτσουρα ξερά λιθάρια: Βλακείες! (Τα όσα μας είπες, ή ό,τι έκανες).
Κρατάου τη γιορτή: Τη (συγκεκριμένη) γιορτή δεν εργάζομαι.
Λιαρίζω το μάτι: Θυμώνω, αγριεύω, είμαι έτοιμος να επιτεθώ.
Μαζί με το μουσαφίρη καλοπερνάει κι ο νοικοκύρης: Φροντίζοντας ο νοικοκύρης να βγει «ασπροπρόσωπος» στο μουσαφίρη, επωφελείται και ο ίδιος από τα αγαθά που του παρέχει.
Με βάνεις; Ερώτηση μεταξύ παιδιών (κυρίως) που σημαίνει: Με νικάς;
Με το νού πλουτίζ’ η κόρη: Με τη φαντασία κανείς, χτίζει «ανώγια και κατώγια».
Με φυσάει – Με φυσάνε (Οι άνθρωποι): Μού μιλάνε – μού φέρονται επιθετικά.
Μου δίνει χέρι: Με διευκολύνει σε συγκεκριμένη θέση κάποιο αντικείμενο, για να μπορώ να (το) δουλέψω καλύτερα
Μια κοπανιά: Ταυτόχρονη εξέλιξη δύο ή περισσοτέρων γεγονότων ή δραστηριοτήτων. Μαζί.
Μια ψίχα: Πολύ λίγο. (Την ίδια έννοια έχει και το «Μια στάλα».)
Μούρχεται καλά: Ευχαριστιέμαι, είμαι ικανοποιημένος.
Nα σούρθ’ αξαφνιά: Κακή ευχή: Να αιφνιδιασθείς από κάτι το πολύ κακό και εξαιρετικά δυσάρεστο.
Ντάλα γιόμα: Το «καταμεσήμερο» (του καλοκαιριού), που η ζέστη είναι στο αποκορύφωμά της.
Νόμου (Νό μου): Δώσε μου, δως μου.
Ο Κάβουρας στην τρύπα του είναι δυνατός: Παροιμία.
O χορτάτος δεν καταλαβαίνει τον πεινασμένο (παροιμία): Όποιος περνάει καλά δεν κατανοεί εκείνον που διέρχεται δυσκολίες.
Πάει καλό (το χωράφι): Σκάβεται, ή οργώνεται εύκολα.
Πού πάτε λεφτά; Στ’ άλλα λεφτά: Παροιμία-«διάλογος» μεταξύ των χρημάτων, που σημαίνει πως ο πλούτος συγκεντρώνεται πάντα από τους πλούσιους
Πάου καλιά μου: 1. Φεύγω εγώ τώρα! Τελείωσε η ζωή για μένα! 2. Τακτοποίησα όπως έπρεπε τις δουλειές μου και φεύγω, χωρίς να έχω ανάγκη κανέναν!
Πέφτω με τα μούτρα (π.χ. στη δουλειά): Εργάζομαι τίμια, ευσυνείδητα και κυρίως πολύ μεγάλη προσπάθεια.
Πήγε για μαμή και έκατσε λεχώνα: (παροιμία) Πήγε να κάνει μια μικρή και εύκολη δουλειά και καθυστέρησε πολύ και αδικαιολόγητα.
Πώς πάει; 1.Τι κάνετε; 2. Πώς πάει; (π.χ. το χωράφι): Δουλεύεται εύκολα;
Πώς τά λέτε; Τι κάνετε;
Ρίχνει με την κλάρα: Βρέχει, κυρίως όμως χιονίζει πάρα πολύ.
Ρίχνει ο Θεός με το Θεό: Βρέχει ή χιονίζει πάρα πολύ.
Σκάου το κάφυρο: Είμαι πολύ θυμωμένος – στενοχωρημένος και «ψάχνω» να βρω τρόπο και αιτία να εκτονωθώ (επιθετικά).
Τ’ απόξω: Ο,τιδήποτε έχει σχέση με τα «στοιχειά», τα «ξωτικά», τις Νεράι-
δες, το Σατανά, κλπ.
Τάκαμε φρουλιού: Προκάλεσε μεγάλη καταστροφή, μη αφήνοντας «τίποτα όρθιο»).
Τα σιγαλά ποταμάκια να φοβάσαι (παροιμία): Των χαμηλών τόνων ανθρώπους να αποφεύγεις, γιατί μπορεί να είναι και ύπουλοι.
Τόπι στο ξύλο: δυνατός ξυλοδαρμός. 3. Έντονο οίδημα (πρήξιμο). 4. Και η γνωστή σημασία της λέξης.
Τα τίναξε τα πέταλα: Πέθανε!
Τέτοια μούτρα δεν γερνάνε: (Εννοείται τα μούτρα χωρίς ευαισθησίες. Τα «ξεδιάντροπα» μούτρα).
Την πάτησα: Έφυγα! (π.χ. μόλις κατάλαβα τα «δύσκολα»)!
Της Κυριακής το όνειρο, το γιόμα ξεδειλιένει (παροιμία): Το όνειρο του Σαββατόβραδου (ξημερώνοντας Κυριακή), μέχρι το μεσημέρι θα «επαληθευτεί.
Τι γανώνεις; Λέγεται σε άνθρωπο ανήσυχο, που «δεν τον χωράει πουθενά να καθίσει».
Τι ρίχν’ ο Θεός και δεν το βαστάει η γης: Λέγεται σε καταστάσεις που δύσκολα μπορούν να ξεπεραστούν.
Τι φτιάνεις; Τι κάνεις;
Το καλό αργεί (νάρθει).
Τόκαμε κούτσουρο: Δεν κατάφερε τίποτα! (Ειρωνική έκφραση).
Τόκαμε ρόιδο: Δεν κατάφερε τίποτα! (Ειρωνική έκφραση).
Τον τρώει ο κώλος του: Ό,τι και το «έρχομαι γύρω».
Του πέφτω κοντά: Τον κυνηγάω! (έχει και μεταφορική έννοια: τον μαλώνω, του τα λέω όπως του αξίζει. Τον βάζω στη «θέση» του).
Τσίμα – τσίμα: Τόσο ακριβώς, όσο χρειάζεται, (ούτε να περισσεύει, ούτε να λείπει) είναι π.χ. το ύφασμα που πήραμε για το φόρεμα.
Φυλάου το λιβάδι: Δεν αφήνω το κοπάδι μου να πάει στο συγκεκριμένο χωράφι και να βοσκήσει.
Φύσα τον: Έχει την έννοια του θαυμασμού για κάποιον άνθρωπο που πέτυχε το σκοπό του (στη ζωή), που «ανέβηκε ψηλά».

Συνήθεις ιδιωματισμούς του προφορικού λόγου ("γραμματικοί κανόνες"):

• Αντικαταστάσεις, συγχωνεύσεις γραμμάτων, παρατονισμός λέξεων, χωρίς αυτές να χάνουν τη σημασία τους, π. χ. Πάσκα (Πάσχα), δυχατέρα (θυγατέρα) βάβισμα (γάβγισμα), γρασκελιά (δρασκελιά) καπινός (καπνός) κλπ.
• Συνηθισμένη και η κατάληξη ρημάτων σε –ουμαι, αντί –ομαι, π.χ. έρχουμαι, κάθουμαι, σηκώνουμαι.
• Η κατάληξη γ’ πληθυντικού στον παρατατικό των ρημάτων είναι –σαντε, π.χ. ήσαντε, ερχόσαντε, καθόσαντε. Στο ίδιο πρόσωπο στον ενεστώτα η κατάληξη –ονται των πολυσύλλαβων τονίζεται στην παραλήγουσα, αντί στην, π.χ. ερχόνται, καθόνται.
• Στη γενική πληθυντικού των ονομάτων προστίθεται το γράμμα ε στην κατάληξη, ενώ δανείζονται το άρθρο της γενικής ενικού, π.χ. του γιδιώνε, του σκυλιώνε, του γατιώνε.
• Η κατάληξη ορισμένων ρημάτων της ενεργητικής, ιδίως αυτών που τονίζονται στην παραλήγουσα και με χαρακτήρα φωνήεν, είναι –ου, π.χ. διψάου, πειάνου, λέου, κλαίου.
• Ο μέλλοντας και ο αόριστος της ενεργητικής φωνής λήγουν σε –ήκω και ηκα αντίστοιχα, π.χ. αφήκω-άφηκα, ροβολήκω-ροβόληκα.


Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 25.5.2017
(Σύντομο βιογραφικό δείτε ΕΔΩ)