Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Γιατί νοσταλγούμε τα παιδικά μας χρόνια;


Εικόνα: Από το παλιό αλφαβητάριο της Α΄ Δημοτικού

     Βρισκόμαστε στα μέσα  του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων και οι σκέψεις όλων των μεγαλύτερων στριφογυρίζουν στα παιδικά μας χρόνια. Αν κι αυτό δεν γίνεται μόνο αυτές τις μέρες, αλλά ολοένα και πολλές φορές κάθε μέρα, τώρα στις γιορτές το νοιώθουμε πολύ εντονότερα. Και πάντα το πισωγύρισμα αυτό μας φέρνει μελαγχολικά συναισθήματα, γιατί η παιδική/νεανική μας ηλικία έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, γιατί εκεί βρίσκονται η ανεμελιά, η αθωότητα και η αγνότητα. Οι όποιες μικρές ευθύνες στην ηλικία αυτή, είναι κύριον λόγον προσωπικές, χωρίς έννοιες και φροντίδες για την οικογένεια και την εξασφάλιση των προς το ζην για τα υπόλοιπα μέλη της, ούτε και του εαυτού μας, φυσικά, αφού και γι’ αυτό φροντίζουν οι γονείς και οι μεγαλύτεροι. Το ίδιο ισχύει και για επαγγελματικές σκοτούρες, για το λόγο ότι και τέτοιες δραστηριότητες είναι ανύπαρκτες.
     Ίσως θεωρήσει κανείς περίεργο που οι νοσταλγίες και οι παλινδρομήσεις στα παιδικά χρόνια ισχύουν ατόφιες και για όσους μεγαλώσαμε υπό εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, ειδικά στις ορεινές περιοχές. Η έλλειψη γρήγορων μεταφορικών μέσων, η μεγάλη ανεπάρκεια των συγκοινωνιακών υποδομών σε συνδυασμό με την πολύ κακό οδικό δίκτυο (και όπου αυτό υπήρχε), έκαναν την κατάσταση ακόμη πιο δύσκολη. Έτσι, οι άνθρωποι ήταν αναγκασμένοι να διανύουν μεγάλες χιλιομετρικές αποστάσεις με τα πόδια για να φτάσουν  στις δουλειές τους. Φυσικά, τα παιδιά δεν αποτελούσαμε εξαίρεση, αφού για να μάθουμε λίγα «κολλυβογράμματα», περπατούσαμε πολλές ώρες κάθε μέρα σε ατραπούς και με όλες τις καιρικές συνθήκες. Αξίζει, βεβαίως να υπογραμμιστεί εδώ ότι τα σχολεία τότε έκλειναν μόνο αν η πρόσβαση ήταν παντελώς αδύνατη, αν το χιόνι, π.χ., ήταν πάνω από 20-30 εκατοστά! 
     Έπειτα, η συνεχής και δύσκολη ενασχόληση στις κοπιαστικές αγροτοκτηνοτροφικές εργασίες της οικογένειας, ήταν επιτακτική ανάγκη και υποχρέωση και των παιδιών και πολλές φορές χωρίς χαλάρωση και ελαφρυντικά. Παράλληλα, οι διατροφικές ανάγκες και συνήθειες καλύπτονταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από τα προϊόντα παραγωγής του κάθε σπιτιού (συνήθως αγροτοκτηνοτροφικά), ενώ η πρόσβαση στο εμπόριο ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη, λόγω των οικονομικών δυσχερειών.
     Μια ακόμα άγνωστη πτυχή του πολιτισμού σε πολλές ορεινές περιοχές ήταν και το ηλεκτρικό ρεύμα, κάνοντας τη δύσκολη ζωή των κατοίκων κατά πολύ δυσκολότερη. Και επειδή ακριβώς ήταν κάτι που δεν γνωρίζαμε, θεωρούσαμε τις δυσκολίες αυτές τρόπο ζωής.
     Και όμως, πολλοί από εμάς που βιώσαμε τέτοιες καταστάσεις, νοσταλγούμε αφάνταστα την παιδική μας ηλικία, παρ’ όλο που κάποιες φορές αναφερόμενοι σ’ εκείνα τα χρόνια, επαναλαμβάνουμε τη στερεότυπη φράση: «ζωή μαρτύριο»!
     Ας δούμε, λοιπόν, κάποιους λόγους, πέρα από την ανεμελιά, την αγνότητα και την αθωότητα, που μας κάνουν να αναζητάμε τα παιδικά χρόνια και κάποιες φορές να μένουμε «κολλημένοι» εκεί. Η εκτίμηση υποκειμενική πάντα.
     Μία από τις βασικότερες αιτιολογίες είναι ότι ήμαστε νέοι με όλο το σφρίγος της ηλικίας, έχοντας το μέλλον μας τη ζωή μας όλη μπροστά μας. Τα όνειρά μας ήταν ξέφρενα και κάλπαζαν σαν αχαλίνωτο άτι. Έπειτα, οι στερήσεις που βιώναμε, αλλά και οι φιλοδοξίες των μεγαλύτερων-αν και κάποιες φορές περισσότερο συγκρατημένες από τις δικές μας-, μάς έδιναν την απόλυτη βεβαιότητα ότι το αύριο θα ήταν πολύ καλύτερο σε ποιότητα ζωής, αν όχι πλουσιοπάροχο.
     Άλλος ένας πολύ σημαντικός λόγος ήταν η μεγάλη συνοχή της διευρυμένης οικογένειας, που μας έκανε και νοιώθαμε ασφαλείς. Η αυστηρή τήρηση των εθίμων και των συνηθειών, χωρίς ξενόφερτες «προσμίξεις», ήταν μία ακόμα παράμετρος που ενίσχυε τη συνοχή αυτή και περιμέναμε τις χρονιάρες μέρες όχι «τυποποιημένα», αλλά παραδοσιακά και με ξεχωριστό ενδιαφέρον. Και βέβαια, το έθιμο ήταν γιορτή, ήταν πανηγύρι, ήταν μυσταγωγία! Έπειτα, τα αγαθά με τα οποία γέμιζε το τραπέζι των γιορτινών ημερών, φτιάχνονταν όλα από τα χέρια της νοικοκυράς και με το τελετουργικό τους το καθένα, δίνοντας πάντα τη δική τους ξεχωριστή χάρη. Εξ ίσου σημαντικό και το ότι πολλά από τα εορταστικά εδέσματα παρασκευάζονταν μόνο για εκείνες τις μέρες, γι’ αυτό και τα περιμέναμε με ξεχωριστή λαχτάρα. Ένας από τους λόγους, άλλωστε, που ο άγιος των Ελληνικών γραμμάτων, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, κατέχει πολύ μεγάλη θέση στην Ελληνική λογοτεχνία, είναι ότι στα διηγήματά του συναντά ο αναγνώστης το λαϊκό βίωμα του συγγραφέα.
     Τελικά, όταν μεγαλώσουμε/όσο μεγαλώνουμε, συνειδητοποιούμε όλο και περισσότερο ότι τα παιδικά μας χρόνια, από τα οποία θέλαμε τότε να «ξεφύγουμε»(!), ήταν και παραμένουν τα καλύτερα της ζωής μας, μόνο που είναι παντελώς ανέφικτο να ξαναβρεθούμε σ’ αυτά με άλλον τρόπο, παρά μόνο με τις αναμνήσεις.
     Κλείνοντας αυτό το σύντομο αφιέρωμα και ευχόμενος σε όλες και όλους ΚΑΛΗ ΚΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΝΕΑ ΧΡΟΝΙΑ, θεωρώ, και πιστεύω πολλοί ακόμα, πως αυτές οι αναμνήσεις είναι ισότιμες και ισοδύναμες με τις ευχές των γονέων μας και μας στηρίζουν!


                                  Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 30.12.2017

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: «Φόβος ή έρωτας;», της Κωνσταντίνας Μπάρλα. Εκδόσεις «ΩΚΕΑΝΟΣ», 2017




     Προσκεκλημένος από κοινούς συγγενείς με την συγγραφέα Κωνσταντίνα Μπάρλα, την γνώρισα στην παρουσίαση του πρώτου της βιβλίου, με τίτλο «Φόβος ή έρωτας;». Ήταν μια πραγματικά αξιόλογη εκδήλωση με μεγάλο ακροατήριο στις 23 Νοεμβρίου 2017.
     Από την πρώτη στιγμή που το άνοιξα, ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στις πρώτες παραγράφους του μέσα στην αίθουσα παρουσίασής του, με εντυπωσίασε η καλαισθησία του, η επιμέλεια της έκδοσής του και, φυσικά,  ο τρόπος γραφής της συγγραφέως, κάτι που επιβεβαιωνόταν όλο και περισσότερο σελίδα με σελίδα, μέχρι την τελευταία.
     Η Κωνσταντίνα Μπάρλα εισέρχεται δυναμικά στο λογοτεχνικό στερέωμα με το μυθιστόρημά της αυτό και πολύ εύκολα κερδίζει τον αναγνώστη με τη συγγραφική της ευχέρεια. Τον ταξιδεύει με θαυμαστή δεξιοτεχνία και χωρίς να τον κουράζει μέσα από τις σελίδες του, όχι μόνο σε πολλές πόλεις και χώρες, αλλά κάνει και μια βαθειά διείσδυση στην ιστορία τους και τον πολιτισμό τους. Όμως, δεν είναι και λίγες οι φορές που τον κάνει και να καρδιοχτυπήσει για τη συνέχεια και την εξέλιξη της δράσης των πρωταγωνιστών της, αφού πρώτη η ίδια μπαίνει στο μεδούλι του ρόλου τους.
     Η πλοκή των 670 σελίδων του έργου, που βρίθει λογοτεχνικού πλούτου, «αναγκάζει» ακόμα τον αναγνώστη ν’ αναρωτηθεί πολλές φορές αν, τελικά, πρέπει να αφήνει τη ζωή του να κυλάει όπως τού έρχεται, ή αν πρέπει να πάρει πρωτοβουλίες και ν’ αναλάβει δράση το μυαλό του, ο «μεγάλος επαναστάτης». Όμως, οι άνθρωποι από καταβολής κόσμου σ’ αυτές τις δυο μεγάλες κατηγορίες ανήκουμε. «Φόβοι» και «έρωτες» συμβαδίζουν, εναλλάσσονται, αμφιταλαντεύονται ή παραμερίζονται, καταστάσεις δεν μπορούν να διαχειριστούν εύκολα, λάθος προσανατολισμοί και εκτιμήσεις υπερισχύουν και οι «μεγάλοι επαναστάτες» δεν αποτελούν πάντα την πλειοψηφία, γιατί και η ζωή είναι απρόβλεπτη και πολλές φορές οι πρωταγωνιστές της γίνονται θύτες και θύματα ταυτόχρονα. Και κάποτε, πολύ συχνά, οι ουτοπίες των παραμυθιών και οι φαντασιώσεις του νου, παραμένουν ανεκπλήρωτες.
     Αγαπητή Κωνσταντίνα, πολλά τα ταξίδια, πολλές οι εμπειρίες, πολλές οι προκλήσεις, όμως σαν την Αρκαδία σου, τη δική σου Ιθάκη,  πουθενά, κι αυτό μου υπαγορεύει να σου υποκλιθώ! Σου εύχομαι να πατάς πάντα στις πιο ψηλές κορυφές του  λογοτεχνικού «Μαινάλου» και να απολαμβάνεις τις χάρες τους! Δανείζομαι ακόμα τις δύο τελευταίες λέξεις του μυθιστορήματός σου, για να σου ευχηθώ «καλή αντάμωση» με την έκδοση του επόμενου βιβλίου σου!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 27.12.2017

Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

Εκείνα τα κάλαντα του 1969... (αληθινή ιστορία)



     Πολλές και έντονες συγκινητικές στιγμές από τα παιδικά μας χρόνια, στριφογυρνάνε στο μυαλό μας, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή αυτές τις άγιες μέρες που έρχονται. Απ’ άκρη σ’ άκρη τα χωριά και οι μαχαλάδες, οι γειτονιές, τα σπίτια όλα άνω κάτω από τις προετοιμασίες, τα γλυκά, το Χριστόψωμο, τη Βασιλόπιτα και τόσα και τόσα έθιμα που είναι γεμάτη η ανεκτίμητη παράδοσή μας! Κι εμείς παιδιά ανέμελα, τρέχαμε από πόρτα σε πόρτα να πούμε τα κάλαντα για το πενηταράκι ή τη δραχμούλα, μα πιο πολύ για τη χαρά των ημερών!
     Με μια πολύ συγκινητική ανάμνηση από τα παιδικά μου χρόνια, λοιπόν, εύχομαι ολόθερμα ευφρόσυνα Χριστούγεννα σε όλες και όλους σας, φίλες και φίλοι και με ένα σύντομο κείμενο, του οποίου πηγή είναι το πρώτο βιβλίο μου, το «Λειβάρτζι σ’ ευχαριστώ!», έκδοση 2002:

   «[...]Με τι νοσταλγία και συγκίνηση  θυμόμαστε μια ομάδα παιδιών που είχαμε ανεβεί στη συνοικία του Αϊ-Γιάννη, στο Λειβάρτζι, να πούμε κι εκεί τα κάλαντα: Αφού περάσαμε μερικά σπίτια, φτάσαμε στο σπίτι του Αλιβίζου. Η πόρτα ήτανε κλειστή. Αρχίσαμε να τα λέμε όλα μαζί και δυνατά. Σε λίγο η πόρτα άνοιξε και βγήκε η θειά-Ντίνα*, η Αλιβίζαινα.  Μας κοίταγε στα μάτια με πλατύ και πηγαίο χαμόγελο, ευχαριστημένη. Μας καμάρωνε! Στο ένα χέρι κράταγε ένα αλουμινένιο βαζάκι, σκεπασμένο με το καπάκι του.  Στο άλλο χέρι ένα κουταλάκι. Περίμενε ν’ ακούσει όλα τα κάλαντα, μέχρι το τέλος.
- …Και του χρόνου!, ευχηθήκαμε μόλις τελειώσαμε.
- Και του χρόνου, παιδάκια μου! Καλά Χριστούγεννα στα σπίτια σας και τις οικογένειές σας, μας ευχήθηκε και η θειά-Ντίνα, με μάτια γεμάτα καλοσύνη!
- Ελάτε να σας γλυκάνω, πρόσθεσε με πιο πολύ χαμόγελο και ευχαρίστηση και συνέχισε: Δεν έφτασα γλυκά ακόμα... Το απόγιομα θα τα φτιάσω!....
      Άνοιξε το βαζάκι και μας φίλεψε μια κουταλίτσα ζάχαρη το κάθε παιδί, με το ίδιο κουτάλι, σαν τον παπά που μας κοινωνάει! Και πραγματικά, όλα τα παιδιά της παρέας, νοιώσαμε και θυμόμαστε ακόμα εκείνο το φίλεμα σαν πραγματική μεταλαβιά
     Κι αμέσως μετά μας έδωσε από τη τσέπη της ποδιάς της ένα μεταλλικό νόμισμα[...]».
     Μέχρι που τελειώσαμε το δημοτικό σχολείο και «σκορπίσαμε» όλη εκείνη η παρέα των αγοριών, λέγαμε συχνά για τη γλύκα που είχε μείνει στο στόμα μας από εκείνη την κουταλίτσα ζάχαρη της θειά-Ντίνας! Προσωπικά την νοιώθω ακόμα, όπως είμαι βέβαιος και όλοι οι υπόλοιποι!  
     Να είσαι πάντα καλά, σαν τα ψηλά βουνά, Λειβαρτζινή αρχόντισσα, θειά-Ντίνα!!!
     ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!!!
-------------------------------------------------------

* Θείε ή μπάρμπα, θεία ή θειά, συνηθίζουμε να αποκαλούμε και τους μη συγγενείς μεγαλύτερούς μας, σε ένδειξη σεβασμού.


                        Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 21.12.2017

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017


Η αλεπού κι ο κόρακας
(Από τους μύθους του Αισώπου, για τους μικρούς μας φίλους)



     Μια φορά μια αλεπού είδε πάνω σ’ ένα δέντρο έναν κόρακα να κρατάει στο ράμφος του ένα μεγάλο κομμάτι τυρί και της έτρεχαν τα σάλια, πεινασμένη καθώς ήταν. Δεν χρειάστηκε να σκεφτεί πολύ, όμως, αφού η πονηρία της τη βοήθησε εύκολα.
     «Τί όμορφο πουλί είσαι και πόσο δυνατό είναι το ράμφος σου, καλέ μου κόρακα! Πόσο γυαλιστερά είναι τα πούπουλά σου και τα φτερά σου τί μεγάλο άνοιγμα έχουν! Αν είχες και δυνατή φωνή, σίγουρα θα ήσουν βασιλιάς των πουλιών!», τού είπε κολακευτικά.
     Εκείνος, θέλοντας να αποδείξει ότι και η φωνή του είναι ανάλογη με τα άλλα προσόντα του, πιστεύοντας τα λόγια της παμπόνηρης «κυρά-Μάρως», άνοιξε το ράμφος του και προσπάθησε να φωνάξει όσο πιο πολύ μπορούσε. Τότε του έπεσε το τυρί και, αρπάζοντάς το η αλεπού, του λέει:
     «Τι κρίμα, καημένε κόρακα! Αν είχες και λίγο μυαλό, μπορεί να γινόσουν και βασιλιάς των πουλιών»!


                                    Επιμέλεια Ν.Π. 15.12.1017

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

Η κλώσα



     Η σύγχρονη τεχνολογία και η αστυφιλία έχουν στερήσει στις νέες γενιές την εμπειρία και τη γνώση για το φυσικό τρόπο αναπαραγωγής της κότας. Ίσως, λοιπόν, δεν γνωρίζουν πως όταν το πλέον οικόσιτο αυτό πτηνό μπει σε διαδικασία της διαιώνισης του είδους, αλλάζει η φωνή της και αντί του γνωστού κακαρίσματος «κο, κο, κο» ακούγεται το «κλο, κλο, κλο», απ’ όπου, πιθανότατα, πήρε και το όνομά της «κλώσα», το οποίο διατηρεί και αρκετό χρόνο μετά την εκκόλαψη των αυγών, αφού και μετά την εκκόλαψη συνεχίζει να «κλώθει».
     Έτσι, λοιπόν,  όταν οι γιαγιάδες μας και οι μανάδες μας άκουγαν την κότα να «κλώθει», της έβαζαν τόσα αυγά που να μπορούσε να τα σκεπάσει με τα φτερά της, συνήθως μονού αριθμού. Με τη θερμοκρασία του σώματός της τα αυγά εκκολάπτονται και βγαίνουν τα κλωσόπουλα. Θεωρείται ότι σε σπίτι με πρόσφατο πένθος, η κλώσα δεν βγάζει κλωσόπουλα, αλλά και αν τα βγάλει, σύντομα θα ψοφήσουν. Γι' αυτό και δεν της έβαζαν αυγά προς εκκόλαψη.  
     Όλο αυτό το χρονικό διάστημα της εκκόλαψης, η κλώσα μένει κλεισμένη/«φυλακισμένη», (π.χ. κάτω από ένα καζάνι)! Την βγάζουν μόνο για λίγο και σε τακτά χρονικά διαστήματα για φαγητό, νερό και τις σωματικές ανάγκες της, πάντα υπό επιτήρηση και για περιορισμένο χρόνο, για να μην παγώσουν τα αυγά. Η κλώσα δεν αφοδεύει ποτέ στα αυγά που εκκολάπτει!
     Η τοποθέτηση της κλώσας στο σημείο εκκόλαψης των αυγών, γίνεται, συνήθως, σε άχυρα ή παλιά ζεστά ρούχα, ιδίως μάλλινα. Η νοικοκυρά τη σταυρώνει και λέει χαμηλόφωνα ή «από μέσα της» κάποιες σύντομες ευχές ή προσευχές. Το τελετουργικό καθ' όλη τη διάρκεια της εκκόλαψης απαιτεί κι ένα μέταλλο, συνήθως πέταλο, σε πολύ κοντινή απόσταση, που να μην έρχεται σε επαφή, όμως, με τ' αυγά, για να μη σπάσουν. Αυτό θεωρείται ότι τα προστατεύει όταν μπουμπουνίζει δυνατά. 
     Όταν βγουν τα πουλάκια (οι νεοσσοί) και για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά, η κλώσα συνεχίζει να κλώθει. Την γνωστή της φωνή («κο, κο»), την χρησιμοποιεί μόνο εν όψει κινδύνου και με χαρακτηριστικό τρόπο. Τότε τα κλωσόπουλα τρέχουν να κρυφτούν και να προφυλαχτούν κάτω από τα φτερά της! 
     Την κλώσα την χρησιμοποίησε και ο Χριστός ως παράδειγμα στοργικής μητέρας, εκφράζοντας το παράπονό Του στους Γραμματείς και τους Φαρισαίους: «[…]Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, η αποκετείνουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν, ποσάκις ηθέλησα επισυνάξαι τα τέκνα σου, όν τρόπον όρνις τα εαυτής νοσσία υπό τα πτέρυγάς της και ουκ ηθελήσατε[…]» (Ματθαίου ΚΓ΄, 3).

     Αν και η λέξη (ρήμα) «κλώθω» στη σημερινή εποχή λέγεται ειρωνικά περιφρονητικά ή υποτιμητικά για κάποιον, στην αρχαιότητα είχε τη σημασία του ρήματος γνέθω. Παρατονισμένη η λέξη («Κλωθώ»), ήταν μία από τις τρεις μοίρες της Ελληνικής μυθολογίας. Οι άλλες δύο ήταν η Λάχεση και η Άτροπος.
    «Κλώθεις, κλώθει», λοιπόν, στη σύγχρονη εποχή, λέγεται σε κάποιον/για κάποιον που κωλυσιεργεί, που καθυστερεί. Λέγεται ακόμα και για ανήμπορο, που δεν έχει επιστρέψει στις δραστηριότητές του, ενώ, ίσως, θα μπορούσε. Φυσικά, το ρήμα δεν χρησιμοποιείται σε πρώτο πρόσωπο, γιατί κανείς δεν ειρωνεύεται και δεν μιλάει περιφρονητικά για τον εαυτό του! Η εμπαικτική αυτή σημασία της λέξης, μας παραπέμπει μεταφορικά στην κλώσα, που κάποιες φορές δεν βγάζει σωστά τα πουλιά ή καθυστερεί πέραν του αναμενόμενου χρόνου, που υπολογίζεται σε 21 μέρες. Γνωστό, άλλωστε, και το δημοτικό τραγούδι, «κλώσα τα πουλιά, δεν τα 'βγαλες σωστά».
     Επίσης, η έκφραση «είσαι κλώσα» (ή κότα), δηλ. φοβισμένος/η, καθηλωμένος/η, χωρίς πρωτοβουλίες και δράση, λέγεται, πιθανότατα, όχι επειδή η κλώσα είναι φοβισμένη, αλλά καθηλωμένη λόγω των καθηκόντων της. Αλίμονο σ' εκείνον που θα τολμήσει να αποπειραθεί να προξενήσει κακό στα αυγά της ή στα πουλιά της! Τότε γίνεται πολύ επιθετική και επικίνδυνη, στοχεύοντας με το ράμφος της στα μάτια του εχθρού! 
     Να σημειωθεί, τέλος, ότι από τη στιγμή που η κότα αρχίζει να κλώθει, μέχρι να μεγαλώσει και να αποχωριστεί τα πουλάκια της και να σταματήσει το κλώσιμο, είναι ακατάλληλη να φαγωθεί. Το ίδιο ισχύει και για την κότα που θα κλώξει, χωρίς να βγάλει πουλάκια, μέχρι που και αυτή θα "ξεκλώξει".      
       
                          Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 11.12.2017

Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017

Τα πιατίνια του ντραμς (διήγημα)

Σύντομος πρόλογος:

    Δεκέμβρης. Μήνας μνήμης του Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής (13-12-1943). Το διήγημα «τα πιατίνια του ντραμς» αναφέρεται στη θηριωδία αυτή. Έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό της ΠΑΓΚΑΛΑΒΡΥΤΙΝΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ «ΠΑΓΚΑΛΑΒΡΥΤΙΝΟΝ ΒΗΜΑ», (τεύχος 154-155, 2016) και συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο μου «Επιλεγμένα - ποιήματα, διηγήματα», που εκδόθηκε το καλοκαίρι του 2018, από τις εκδόσεις «Άπειρος Χώρα»

***



     Η Έλλη ήταν μοναχοκόρη και άριστη μαθήτρια και σημαιοφόρος στο δημοτικό σχολείο των Καλαβρύτων. Οι αγρότες γονείς της ονειρεύονταν να την κάνουν δασκάλα, που ήταν και δική της φιλοδοξία. Από τις πρώτες τάξεις του σχολείου θαύμαζε τη δασκάλα της και ήθελε όταν μεγαλώσει να της μοιάσει.
     Μια μέρα, στα μέσα του Μάρτη του 1937, που στο σχολείο έκαναν πρόβες για την Εθνική Γιορτή, πήγε και η μουσική μπάντα της μικρής πόλης και συμμετείχε, αφού θα έπαιζε κι αυτή στο θεατρικό που η Έλλη πρωταγωνιστούσε. Τότε εκεί τη μάγεψε μια νεαρή μουσικός με το ταλέντο της και τη χάρη της και της γιγαντώθηκε μέσα της η επιθυμία που από καιρό στριφογύριζε στο μυαλό της: να σπουδάσει μουσική, παράλληλα με τις άλλες σπουδές της.
     Τις αντιδράσεις των γονιών της έκαμψε η επιμονή της, αλλά και οι θετικές προς την επιθυμία της παρεμβάσεις της θείας Αντιγόνης, δασκάλας μουσικής στην Πάτρα. Έτσι η Έλλη βρέθηκε σε ηλικία μόλις δεκατριών χρονών στην πρώτη τάξη του δευτέρου γυμνασίου της Αχαϊκής πρωτεύουσας, υπό την προστασία και τη φιλοξενία της αγαπημένης θείας.
     Από τις πρώτες κιόλας μέρες της σχολικής χρονιάς, οι καθηγητές της μίλαγαν με τα καλύτερα λόγια στη θεία Αντιγόνη, για την πρόοδο και την αγωγή του κοριτσιού. Λίγες βδομάδες αργότερα, μέσα στον Οκτώβρη, η θεία τής ανήγγειλε την εγγραφή της στο ωδείο Πατρών μ’ έναν πρωτότυπο τρόπο: Μόλις γύρισε από το σχολείο, τής είχε επάνω στην τραπεζαρία ένα πολύ σημαντικό δώρο, που ήταν πολύ νωρίς να περάσει από τη φαντασία της Έλλης: ένα βιολί! Το κορίτσι χύθηκε στην αγκαλιά της, μη ξέροντας με τι τρόπο να την ευχαριστήσει!
     Της Έλλης τής άρεσε πολύ και το ντραμς και μαζεύοντας πενηνταράκι-πενηνταράκι από το χαρτζιλίκι της, πήρε ένα ζευγάρι πιατίνια χειρός. Η υπερηφάνεια της θείας για όλ’ αυτά έφτανε πολύ γρήγορα στους γονείς του παιδιού στα Καλάβρυτα, που γίνονταν  κι αυτοί όλο και πιο πολύ υπερήφανοι.
     Ο καιρός περνάει χωρίς να το καταλαβαίνει κανείς και τα Χριστούγεννα του 1939 ήρθαν. Με το βιολί στις αποσκευές της η Έλλη, έφτασαν με τη θεία στο σπίτι της στα Καλάβρυτα, να γιορτάσουν όλοι μαζί.
     Αυτό που είχε στο μυαλό της για τη γιορτή του πατέρα της, το οργάνωνε από καιρό και είχε κάνει πολλές πρόβες. Αφού φάγανε και τραγουδήσανε το βράδυ των Χριστουγέννων, η Έλλη έβγαλε από τη θήκη το βιολί της. Όλων τα βλέμματα έπεσαν επάνω της και δεν ακουγόταν ούτε οι ανάσες! Τότε άρχιζε να παίζει το αγαπημένο τραγούδι του πατέρα της, τον «αμάραντο», και όλοι την παρακολουθούσαν με θαυμασμό! Η ίδια ένοιωθε πως έδινε την πρώτη της μουσική παράσταση, μα τα συναισθήματά της κορυφώθηκαν μόλις είδε τον πατέρα της να δακρύζει από συγκίνηση! Το παρατεταμένο χειροκρότημα των καλεσμένων στο τέλος ήταν η μεγάλη της αμοιβή, μα ακόμα πιο μεγάλη ήταν οι αγκαλιές, τα φιλιά και τα πνιγμένα από τη συγκίνηση λόγια των γονιών της και πιο πολύ του πατέρα της που γιόρταζε!
     Ο πόλεμος το 1940 αποδιοργάνωσε κάθε δραστηριότητα. Η Αχαϊκή πρωτεύουσα βομβαρδίστηκε ανελέητα, μα ο καθένας προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του. Με το άγρυπνο βλέμμα της θείας Αντιγόνης η Έλλη συνέχιζε τις σπουδές της στο γυμνάσιο και στο ωδείο, αφού σιγά-σιγά η κατάσταση έδειχνε να καλυτερεύει. Ήρθαν όμως οι γερμανοί και τα πράγματα χειροτέρεψαν. Στα μέσα του Δεκέμβρη του 1943 το νέο έπεσε σαν κεραυνός και στην Πάτρα: Στα Καλάβρυτα οι Γερμανοί εκτελέσανε όλον τον αντρικό πληθυσμό και κάψανε όλα τα σπίτια!
     Τί να πει κανείς και πώς να το πει. Με τι τρόπο να δώσει λίγη δύναμη και λίγη ελπίδα η θεία Αντιγόνη στο κορίτσι, που έμοιαζε τελείως, μα τελείως χαμένο. Αφού πέρασαν λίγες μέρες και κάπως τα πράγματα ηρέμησαν, πήραν με χίλιους φόβους και άλλες τόσες επιφυλάξεις το τραίνο, κατέβηκαν στο Διακοφτό και με τον οδοντωτό έφτασαν παραμονές Χριστουγέννων στα Καλάβρυτα. Με το που σταμάτησαν στη Ζαχλωρού και άνοιξαν οι πόρτες, ένοιωσαν έντονα τη μυρωδιά του καμένου και η καρδιά τους σφίχτηκε περισσότερο. Από τα στόματα των σαράντα, περίπου, επιβατών του τραίνου ακουγόταν μόνο αναστεναγμοί και βαριές ανάσες πόνου, χωρίς καμία κουβέντα. Με μια τελευταία και πολύ βιαστική κίνηση η Έλλη είχε βάλει μέσα στη μικρή βαλίτσα της και το βιολί της, πριν ξεκινήσουν. Ήταν κάτι τόσο απρογραμμάτιστο, σαν να είχε περάσει κάποια αστραπιαία σκέψη τη στιγμή εκείνη από το μυαλό της…
    Κόλαση παντού! Η πόλη, φάντασμα πλέον, και η μυρωδιά του θανάτου ανακατεμένη με τα αποκαΐδια και την παγωνιά έφερνε περισσότερη φρίκη. Που και πού έβλεπαν καμιά γυναίκα χαμένη μέσα στα μαύρα και παιδιά μικρής ηλικίας να βγαίνουν για λίγο, βιαστικά και φοβισμένα από τα χαλάσματα. Με γρήγορο βήμα θεία και ανιψιά κατευθύνονταν προς το σπίτι τους. Φοβόντουσαν πως η καρδιά τους δεν θα αντέξει μόλις το αντικρίσουν. 
    Το βρήκαν γκρεμισμένο, αγνώριστο και το μόνο που διακρινόταν ήταν οι μαυρισμένοι από τους καπνούς τέσσερις τοίχοι, που κι αυτοί μόλις έστεκαν.  Από τα κλάματα και τις φωνές απελπισίας φάνηκε η μάνα της Έλλης πίσω από το βορινό τοίχο. Εκεί είχε βάλει και είχε στηρίξει πρόχειρα ένα φύλλο τσίγκο, να κρατάει την πολλή βροχή. Κάτω ακριβώς δυο-τρεις κουβέρτες κατάχαμα και μια παλιά κατσαρόλα πάνω στην πυροστιά. Αυτό ήταν όλο της το νοικοκυριό πλέον!
     Αγκαλιάστηκαν και οι τρεις μαζί και το μόνο που ακουγόταν ήταν το δυνατό και γοερό κλάμα τους και οι κατάρες στους δήμιους, πνιγμένες στ’ αναφιλητά. Ύστερα τις οδήγησε η μάνα της στο λόφο του Καπή και στο σημείο που είχε θάψει με τα χέρια της τον πατέρα, σύζυγο και αδελφό. Εκεί, πάνω από τον τάφο, ανάμεσα σε τόσους άλλους, κανείς δεν ξέρει πώς η Έλλη βρήκε τη δύναμη κι έβγαλε σε λίγο το βιολί της κι άρχιζε κλαίγοντας να παίζει το αγαπημένο τραγούδι του πατέρα της, τον «αμάραντο», αλλά αυτή τη φορά σαν μοιρολόι! Ένοιωσε ν’ ανακουφίστηκε λίγο, αλλά της φάνηκε πως το ποτισμένο με φρέσκο αίμα χώμα που τον σκέπαζε σαν ν’ αναταράχτηκε! Ποιος ξέρει; Μπορεί να ένοιωσε κι εκείνος κάτω εκεί τα συναισθήματά της και αυτή να ήταν η αντίδρασή του!
     Λίγο πριν φτάσουν επιστρέφοντας και οι τρεις στο «σπίτι», η Έλλη ξαφνικά μαρμάρωσε και κόλλησε το βλέμμα της στην πρόχειρη «κουζίνα», έξω από το καμένο σπίτι της θειά-Ανδρομάχης, της γειτόνισσας, που κι αυτή έθαψε με τα χέρια της τα δυο μεγαλύτερα αγόρια της και τον άντρα της. Πριν καλά-καλά να καταλάβουν μάνα και θεία τι συμβαίνει, η Έλλη είχε γονατίσει κάτω, χτύπαγε με απελπισία τις παλάμες στο βρεγμένο και παγωμένο χώμα κι έκλαιγε δυνατά. Οι δυο γυναίκες κοιταζόντουσαν μεταξύ τους, προσπαθώντας μαντέψουν η μία από την άλλη τί μεσολάβησε και τήν έκανε να ξεσπάσει έτσι. Εκείνη, συνεχίζοντας τις κινήσεις απελπισίας, φώναζε κι έκλαιγε γοερά, επαναλαμβάνοντας πολλές φορές την ίδια φράση:
- Σαν το σπίτι μας και τη ζωή μας καταντήσανε κι αυτά! Σαν το σπίτι μας και τη ζωή μας!...
     Ήταν η στιγμή που είδε ένα από τα πιατίνια του ντραμς, που τόσο αγαπούσε, να έχει γίνει καπάκι στον παραμορφωμένο και μουτζουρωμένο τέντζερη της θεια-Ανδρομάχης, για να φτιάξει κάτι πρόχειρο να φάνε τα δυο μικρότερα παιδιά που της είχαν απομείνει!
 
                               Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 1.12.2017
                   https://nikolpapak.blogspot.com/2021/08/blog-post_29.html

Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

Από τις παροιμίες του Δεκέμβρη



                     Αγιά Βαρβάρα μίλησε κι ο Σάββας απλοήθη:
                    «Μαζέψτε ξύλα κι άχυρα και σύρετε και στο μύλο,
                    γιατί ο Αϊ-Νικόλας έρχεται με χιόνια φορτωμένος».

                   Αν πρωιμίσει η μυγδαλιά κι ανθίσει το Δεκέμβρη,
                   βαρύς χειμώνας κι όψιμος θενά 'ρθει να μας εύρει.

                   Δεκέμβρη μου με κρύωσες και πώς θα ξεκρυώσω.

                   Δεκέμβρης και δεν έσπειρες, λίγο σιτάρι θα ’χεις.

                   Δεκέμβρης μας επλάκωσε, το κρύο μας φαρμάκωσε.

                   Το Νοέμβρη και Δεκέμβρη φύτευε καταβοκλάδες

                   Tο τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι.

                   Χιόνι του Δεκεμβριού, χρυσάφι του καλοκαιριού.

                   Να ν’ τα Χριστούγεννα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα
                   χαρά σ’ αυτόν το ζευγά που ’χει πολλά σπαρμένα.

                   Χειμωνιάτικη γέννα, καλοκαιρινή χαρά.

                   Γύρω-γύρω του Χριστού, η κορφή του χειμωνιού.

                  Τ’ αϊ-Σπυριδών η μέρα παίρνει ένα σπυρί.

                  Του Δεκέμβρη η μέρα καλημέρα, καλησπέρα.


                  Αγιά Βαρβάρα βαρβαρώνει, αϊ-Σάββας σαβανώνει, 
                  αϊ-Νικόλας παραχώνει (από το κρύο).

                  Και μία για την τελευταία μέρα του Νοέμβρη
                  (Σε άμεση σχέση με το Δεκέμβρη):
                  Τ' αγι-Αντρεώς αντριεύτει (αγριεύει) ο καιρός.

                                                         30 Νοεμβρ. 2017



Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Για το λάδι της χρονιάς!




     Η ελιά δεν ευδοκιμεί στα ορεινά και μέχρι λίγες δεκαετίες πριν που οι δρόμοι ήταν υποτυπώδεις ή ανύπαρκτοι, με δυσκολία έφταναν τα προϊόντα της στα χωριά μας. Αν συνυπολογίσει κανείς και τη δύσκολη οικονομική κατάσταση της μεταπολεμικής περιόδου, το λάδι δεν ήταν απλά είδος πολυτελείας, αλλά αληθινό χρυσάφι. Και για να δώσουμε πιο ακριβή την περιγραφή της αξίας του, ίσως φτάνει να πούμε ότι για μια κατσαρόλα φαγητό πολυμελούς οικογένειας, ήταν αρκετή μια κουταλιά της σούπας!
     Η δυσκολίες της προμήθειάς του από το εμπόριο, ανάγκαζαν πολλούς νοικοκυραίους να φεύγουν από τον τόπο τους μετά τα μέσα Νοέμβρη, αναζητώντας μεροκάματο σε παραγωγούς πεδινών περιοχών. Επέστρεφαν στο σπίτι τους παραμονές Χριστουγέννων, που τότε ολοκληρώνεται και η συγκομιδή της ελιάς, φορτωμένοι λάδι, ελιές και εσπεριδοειδή, αφού η αμοιβή ήταν συνήθως σε είδος.
     Η αναχώρησή τους είχε εικόνα ομαδικού ξενιτεμού. Μικρές ομάδες ανδρών και γυναικών, κυρίως όμως ανδρών, αλλά και μεμονωμένα άτομα έφευγαν και τα χωριά μας άδειαζαν! Σε πολλά σπίτια έμενε μόνο ο «άμαχος πληθυσμός»! Η μετακίνηση γινόταν με τη συγκοινωνία, φυσικά, και ο καθένας έπαιρνε μαζί του όχι μόνο τα εργατικά του ρούχα, αλλά και στρωσίδια για τον ύπνο. Νέα από τον «ξενιτεμένο» για την υγεία του και πώς «ταχτοποιήθηκε», μάθαιναν οι δικοί του που έμεναν πίσω μια βδομάδα-δέκα μέρες αργότερα, με το πρώτο του γράμμα. Υπήρξε και η "προ της συγκοινωνίας" εποχή, που όλη αυτή η μετακίνηση γινόταν με τα πόδια και με το ζώο του καθένας.
     Η δουλειά δεν ήταν εύκολη με τα μέσα της εποχής εκείνης κι αν επικρατούσαν δύσκολες καιρικές συνθήκες την έκαναν δυσκολότερη. Αν μάλιστα το λιοστάσι ήταν μακριά από την κατοικημένη περιοχή, οι εργάτες αναγκάζονταν να μένουν και σε υποτυπώδη καλύβια, προκειμένου να αποφύγουν καθημερινά τα κάμποσα χιλιόμετρα πήγαιν’-έλα με τα πόδια, αφού και τα οχήματα ήταν ελάχιστα και δυσεύρετα.
     Όσο πέρναγαν οι μέρες και πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, μεγάλωναν και τα συναισθήματα για την επιστροφή. Αγωνία για το πώς θα έφτανε το λάδι στο σπίτι, που αρκετές φορές η μεταφορά γινόταν με τη συγκοινωνία και με τη σχετική απροθυμία του εισπράκτορα/φορτοεκφορτωτή του λεωφορείου και τη δυσανασχέτηση του οδηγού. Αγωνία κι εκείνων που περίμεναν τον ερχομό του/των δικών τους ανθρώπων, αφού αρκετές φορές εκτός από κουρασμένοι γύριζαν και κρυωμένοι. Αγωνία και των παιδιών που λαχταρούσαμε μια σοκολάτα, λίγες καραμέλες, κάνα παιχνιδάκι και, το κυριότερο, πορτοκάλια, γιατί ούτε κι αυτά ευδοκιμούν στα ορεινά χωριά μας! Μα και πέρα και περισσότερο απ’ όλα αυτά, η φυσική παρουσία των γονιών μας, που με τα χάδια τους, τα κανακέματά τους και γενικά η αγάπη τους θα μας γέμιζαν σε λίγες στιγμές το κενό απουσίας από το σπίτι, ενός μηνός και βάλε!
     Πρώτη χαρά και πρώτη δουλειά της νοικοκυράς με το που έμπαινε το λάδι στο σπίτι, ήταν να φτιάξει τηγανίδες (τηγανίτες) για τα παιδιά της και τους δικούς της, αλλά και να φιλέψει όλη τη γειτονιά. Ο σπιτικός νηστίσιμος χαλβάς κι ο μπακλαβάς που ακολουθούσαν, ολοκλήρωναν τις προετοιμασίες της μεγάλης γιορτής της Γέννησης του Θεανθρώπου. Μέρες χρονιάρες, αλλά και άφθονο στο σπίτι το ευλογημένο λάδι, επιτρεπόταν να «κολυμπήσει» τότε και το φαΐ στην κατσαρόλα με… δύο και τρεις κουταλιές! Άλλη μια καθιερωμένη και σίγουρα απαραίτητη συνήθεια από την πρώτη στιγμή, ήταν ν' ανάψουν το καντήλι στο εικονοστάσι του σπιτιού, ευχαριστώντας και δοξολογώντας με τον τρόπο αυτό το Θεό!
     Να σημειωθεί, τέλος, ότι αρκετοί και σήμερα «πάνε για λάδι» την ίδια εποχή από τα ορεινά χωριά μας, εξασφαλίζοντας έτσι ένα από τα πλέον απαραίτητα προϊόντα της διατροφής μας,  ενισχύοντας, παράλληλα, και το εισόδημά τους.   


                        Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 20.11.2017

Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017

«Ο Θεός κι ο γείτονας»


     Πόσα, στ’ αλήθεια, νοήματα και πόσο απόσταγμα σοφίας κρύβουν οι λίγες λέξεις των λαϊκών μας παροιμιών! Στιγμές της ζωής και σε κάθε τους έκφανση διδάσκονται και διδάσκουν μέσα από τις λιγόλογες αυτές φράσεις, με κύριο σκοπό την ορμήνια.
     Μία από τις πολύ γνωστές λαϊκές παροιμίες είναι και «ο Θεός κι ο γείτονας». Πού θα προστρέξει κάθε άνθρωπος στη δύσκολη στιγμή και στη χαρά του; Το Θεό θα παρακαλέσει για την ευτυχία, π.χ. του παιδιού του που παντρεύεται, μα και η συνεισφορά του γείτονα είναι υπερ-πολύτιμη. Στην επίκληση της Θείας βοήθειας θα καταφύγει και για τη δύσκολη ώρα της αρρώστιας, μα και το γείτονά του θα πρωτοφωνάξει και στη δική του βοήθεια θα στηριχτεί.
     Στη δουλειά, πάλι μπροστάρης ο γείτονας: «Ξέλαση» για την αδύναμη οικογένεια  και την οικογένεια που δοκιμάζεται. Ξέλαση: ξένων έλευση για να δώσουν χέρι βοηθείας, πρόθυμα, αμισθί κι ανυστερόβουλα. Άγραφος νόμος, μεν, σεβαστός όμως περισσότερο κι από τον γραπτό δε!
     Πρωτοστάτης πάντα ο γείτονας και στη φιλοξενία των συγγενών και των φίλων που έρχονταν από κοντινά και μακρινά χωριά στη χαρά ή στη λύπη. Σε σπιτάκι μόλις λίγων τετραγωνικών βολεύονταν όλοι και με τον καλύτερο τρόπο!

Σπίτια πνιγμένα από δέντρα και χορτάρια στα χωριά μας, έτοιμα να καταρρεύσουν,
είχαν πάντα τις πόρτες τους ανοιχτές στην ανυστερόβουλη αλληλοβοήθεια!

     Μήπως ήταν απών και από το καλωσόρισμα του ξενιτεμένου; Όλη η γειτονιά και όλος ο μαχαλάς τον καλοδέχονταν, μα και όταν έφευγε, πάλι όλοι μαζί τον κατευόδωναν με τις ευχές τους, τα καλά τους συναισθήματα, τα δάκρυά τους και την αναμονή της επιστροφής του.
     Σήμερα, δυστυχώς, φτάσαμε να έχουμε μεγάλα σπίτια μια μικρές καρδιές! Τα πάντα έχουν εμποροποιηθεί και βιομηχανοποιηθεί και δυστυχώς αυτή τη νοοτροπία δεν την συναντά κανείς μόνο στις πόλεις, αλλά έχει μεταφερθεί και σε μικρά χωριά. Η αστυφιλία μας έδωσε ποιότητα ζωής, αν κι αυτό είναι συζητήσιμο, μας έκανε όμως ξένους και απρόσωπους και μας στέρησε στιγμές, εμπειρίες και ομορφιές ανθρώπινες και ανεκτίμητες. Πάντα στριφογυρίζουν στο μυαλό μου τα λόγια μιας γιαγιάς γειτόνισσας:
     «Μεγάλο το χωριό μας, αλλά “ωχ” να κάνει ένας στη μια άκρη, το ακούνε και τρέχουνε και οι χωριανοί από την άλλη άκρη»!   
     Στον αντίποδα οι πασίγνωστοι στίχοι του Πυθαγόρα από το τραγούδι «και η ζωή συνεχίζεται», με τον Γιάννη Καλατζή, αείμνηστοι και οι δυο:
«Δεκάξι τα πατώματα
στην πολυκατοικία,
στο τέταρτο μαλώματα
στο πέμπτο ξεφαντώματα
στο τρίτο ησυχία».
     Μεγάλο κεφάλαιο, λοιπόν, ο καλός γείτονας, γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο που πάρα πολλές παροιμίες, γνωμικά και λογοτεχνικά κείμενα, αρχαίων μεταγενέστερων και σύγχρονων προσωπικοτήτων, Ελλήνων και μη, αναφέρονται σ’ αυτόν.


                         Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος 15.11.2017

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

29 Μαρτίου 1896 (Ιουλιανό ημερολόγιο): ο Σπύρος Λούης τερματίζει πρώτος στο Μαραθώνιο

(Σύντομο αφιέρωμα στον σεμνό - πρώτο Μαραθωνοδρόμο των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων)

Ο Σπύρος Λούης με παραδοσιακή Ελληνική ενδυμασία,
απαθανατισμένος από τον Γερμανό Άλμπερτ Μάγιερ,
τον φωτογράφο των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896.

     Ο Σπύρος Λούης ήταν ο πρώτος Έλληνας Ολυμπιονίκης Μαραθωνίου Δρόμου και εθνικός ήρωας, κατά την αναβίωση των σύγχρονων Ολυμπιακών αγώνων. Γεννήθηκε στο Μαρούσι, στις 12 Ιανουαρίου του 1873 και καταγόταν από φτωχή αγροτική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν νερουλάς και ο Σπύρος τον βοηθούσε στη μεταφορα (κουβάλημα) του νερού.
     Όταν αποφασίστηκε η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων, το 1894, άρχισαν οι προετοιμασίες για την πρώτη διοργάνωση στην Αθήνα. Ο Γάλλος, Μισέλ Μπρεάλ, εμπνεόμενος και τιμώντας τον άθλο του αγγελιοφόρου Ευκλή να αναγγείλει την νίκη των Αθηναίων στη μάχη του Μαραθώνα, πρότεινε να προστεθεί στα αγωνίσματα και ο Μαραθώνιος Δρόμος, άθλημα που δεν είχε διεξαχθεί ποτέ μέχρι τότε.
      Στην Ελλάδα εκδηλώθηκε μεγάλος ενθουσιασμός για το νέο άθλημα και αποφασίστηκε να οργανωθούν προκαταρκτικοί αγώνες για τους Έλληνες αθλητές που θα ήθελαν να δηλώσουν συμμετοχή. Διοργανωτής των προκαταρκτικών αυτών αγώνων ήταν ο συνταγματάρχης του στρατού Παπαδιαμαντόπουλος και χρειάστηκε η μεσολάβησή του να πείσει τον παλιό στρατιώτη του Σπύρο Λούη να δηλώσει συμμετοχή, αφού ποτέ δεν είχε ξεχάσει την αντοχή του στο τρέξιμο και στις μεγάλες αποστάσεις, όταν υπηρετούσε τη θητεία του. Ο πρώτος προκαταρκτικός διοργανώθηκε το μήνα Μάρτη, που ήταν συγχρόνως και ο πρώτος Μαραθώνιος αγώνας. Ο Λούης δεν πήρε μέρος στον πρώτο, αλλά στον δεύτερο προκαταρτικό, δύο εβδομάδες αργότερα.
     Κατά τη διεξαγωγή του επίσημου αγώνα, τη μεγάλη σωματική κόπωση του Έλληνα αθλητή Σπύρου Λούη ανακούφισε ένα ποτηράκι κρασί στο ύψος του Πικερμίου, κερασμένο από κάποιον ταβερνιάρη της περιοχής! Στο στάδιο, η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη, επειδή ένας αγγελιοφόρος με ποδήλατο είχε βιαστεί να φέρει την είδηση ότι προηγείτο Αυστραλός αθλητής. Ξαφνικά έφτασε και δεύτερος αγγελιοφόρος, που τον είχε στείλει κάποιος αστυνόμος, μόλις ο Λούης μπήκε μπροστά και ανήγγειλε ότι πρώτος στον αγώνα δρόμου ήταν Έλληνας! Οι χιλιάδες θεατές άρχισαν να πανηγυρίζουν ξέφρενα και να φωνάζουν ρυθμικά: «Έλλην, Έλλην»!
     Ο Λούης μπήκε στο στάδιο, όπου τον υποδέχτηκε ο λαός μαζί με δυο πρίγκιπες, τον αργότερα διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο και τον πρίγκιπα Γεώργιο. Τον κέρναγαν διάφορα ποτά και του πρόσφεραν δώρα. Πολλοί του έταζαν από κοσμήματα, ως δωρεάν ξύρισμα στο κουρείο τους για πάντα! Κανείς δεν ξέρει αν πήρε κάποια από αυτά τα δώρα ο Ολυμπιονίκης. Ο βασιλιάς Γεώργιος τον ρώτησε τι δώρο θα ήθελε να του κάνει, και εκείνος του απάντησε :
     «Ένα γαϊδουράκι να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό»!
     Ήταν 29 Μαρτίου του 1896.
     Ο Λούης έτρεξε τον μαραθώνιο σε χρόνο 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δεύτερα. Μετά τους Ολυμπιακούς, γύρισε στις καθημερινές του ασχολίες και δεν πήρε μέρος σε κανέναν άλλο αγώνα δρόμου. Έζησε μια ζωή ήρεμη, εργαζόμενος ως αγρότης, και αργότερα ως τοπικός αστυνομικός.
     Το 1926 κατηγορήθηκε για πλαστογράφηση στρατιωτικών εγγράφων και φυλακίσθηκε, για να αθωωθεί ένα χρόνο μετά. Φυσικά, η υπόθεση προκάλεσε πολύ σάλο. 
     Την τελευταία δημόσια εμφάνισή του έκανε σαράντα χρόνια αργότερα, σε μεγάλη ηλικία, όταν προσκλήθηκε τιμητικά από τους διοργανωτές των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 1936, που διεξήχθησαν στο Βερολίνο. Εκεί πήρε μέρος στην τελετή έναρξης, παρελαύνοντας με φουστανέλα πίσω από τον Έλληνα σημαιοφόρο και κρατώντας ένα κλαδί ελιάς στο δεξί του χέρι. Μετά την παρέλαση, προσέφερε το κλαδί ελιάς στον Αδόλφο Χίτλερ. Ίσως να ήξερε ότι ήταν το πιο ειρωνικό δώρο που θα μπορούσε να δώσει κανείς στο γερμανό ηγέτη.

Ο Σπύρος Λούης προσφέρει κλάδο ελιάς στον Αδόλφο Χίτλερ!

    Το ασημένιο κύπελο που απενεμήθη στον Ολυμπιονίκη Σπύρο Λούη στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς αγώνες, αγοράστηκε και εκτίθεται στο Ίδρυμα Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος, σε δημοπρασία που έγινε στο Λονδίνο, έναντι του χρηματικού ποσού των 654.913, με τιμή εκκίνησης τα 140.000 ευρώ. Σε ανακοίνωση του Ιδρύματος, που αγόρασε το μετάλλιο, αναφέρεται μεταξύ άλλων:  
   […]Το Ίδρυμα θα μοιραστεί το κύπελλο με τον ελληνικό λαό, εκθέτοντάς το μόνιμα στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος[…]Το γεγονός ότι η οικογένεια του Σπύρου Λούη κατάφερε να διατηρήσει το κύπελλο για παραπάνω από έναν αιώνα, ο οποίος χαρακτηρίστηκε από ταραχώδη γεγονότα, πολυάριθμους πολέμους, καθώς και την Κατοχή της Ελλάδας, συμβολίζει τη σημασία που αποδίδουν οι Έλληνες στην αρχαία κληρονομιά τους και τους Ολυμπιακούς Αγώνες».  

Το ασημένιο μετάλλιο του Ολυμπιονίκη Σπύρου Λούη εκτίθεται στο
Ίδρυμα Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος

   
    Ο Εθνικός Ήρωας Σπύρος Λούης πέθανε λίγους μήνες πριν από την Ιταλική εισβολή στην Ελλάδα (26 Μαρτίου 1940). Πολλές αθλητικές λέσχες στη χώρα μας και στο εξωτερικό έχουν το όνομά του, όπως το κύριο στάδιο στο Ολυμπιακό Αθλητικό Κέντρο Αθήνας, στον τόπο διεξαγωγής των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, καθώς επίσης και η λεωφόρος που περνά απέξω. Στο Μόναχο, το όνομά του φέρει η λεωφόρος «Spiridon-Louis-Ring», που περνάει από το εκεί Ολυμπιακό πάρκο.
     Μετά τη νίκη του στο Μαραθώνιο το 1896, η παροιμιώδης έκφραση «έγινε Λούης» λέγεται για κάποιον που «εξαφανίζεται» τρέχοντας γρήγορα.
     Ο ασήμαντος μέχρι εκείνη τη στιγμή Σπύρος Λούης, σήκωσε πολύ ψηλά την Ελλάδα! Μια Ελλάδα, που ένα μεγάλο «κομμάτι» της ήταν ακόμα υπό τουρκική κατοχή, ενώ το ελεύθερο δεν είχε προλάβει να συνέλθει από τα 400 χρόνια δουλείας. Απέδειξε με τη στάση του και με την εν γένει ζωή του ο πρώτος μεγάλος «αρσιβαρίστας» της νεότερης Ελλάδος το σεβασμό του στον Ολυμπισμό και σε κάθε τι το ιδεώδες που εκπέμπεται από τη μεγάλη αυτή Αξία και μας κάνει να στεκόμαστε εκστατικοί στο Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα.

Ο Εθνικός Ήρωας σε προχωρημένη ηλικία απολαμβάνει  με χαμόγελο τον καφέ του
 κάπου στην Αθήνα, απλοϊκός  όπως σε όλη του τη ζωή!

(Φωτογραφία από το διαδίκτυο)

     Για την ιστορία να σημειώσουμε ότι μετά τη μάχη του Μαραθώνα (490 π. Χ.), ο στρατηγός Μιλτιάδης απέστειλε από το πεδίο της μάχης στην Αθήνα αγγελιοφόρο, πιθανόν τον Ευκλή, από τους ταχύτερους δρομείς της Αθήνας, ν’ αναγγείλει τη νίκη κατά των Περσών. Λέγεται ότι έτρεξε όλη την απόσταση χωρίς διακοπή και με το που μπήκε στην Συνέλευση της Βουλής αναφώνησε το ιστορικό «νενικήκαμεν»! Αμέσως μετά κατέρρευσε και πέθανε! 
---------------------------------------------
    Σημείωση: Μια σύντομη ιστορική αναδρομή των Ολυμπιακών Αγώνων μπορείτε να δείτε/διαβάσετε ΕΔΩ
====================
Πηγές:
 Εγκυκλοπαίδεια «ΔΟΜΗ».
- Εγκυκλοπαίδεια «Γιοβάνη».
- Βικιπαίδεια.
- https://www.lifo.gr/now/culture/8987 
- http://www.kalavrytanews.com/2013/09/blog-post_7228.html#.Wgi0qFt-rcs

                     Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 12.11.2017

Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Ο «ψεύτης» καζαμίας



     Κόντευαν τ’ «α’-Νικολοβάρβαρα» και με άγριες διαθέσεις μάς είχε αποχαιρετίσει ο Νοέμβρης και με ακόμα αγριότερες είχε μπει ο Δεκέμβρης του 1970. Με δυνατή καταιγίδα ξεκινήσαμε εκείνο το πρωί για το σχολείο και μέχρι να σχολάσουμε δεν πήρε καθόλου ανάσα. Έβρεχε όλο και πιο δυνατά.  Οι δρόμοι και τα δρομάκια του χωριού τρέχανε ασταμάτητα και τα ρέματα είχανε φουσκώσει τόσο πολύ, που ακόμα και τα πιο μικρά έπρεπε να το καλοσκεφτείς να τα περάσεις. Ο δυνατός αέρας έκανε τα δέντρα να προσκυνάνε τη γη και τυχεροί ήσαν μόνο όσοι είχαν αδιάβροχο, γιατί η ομπρέλα δεν τολμούσε ν’ ανοίξει. Για στεγνά πόδια ούτε λόγος, αφού «σωτήρια» παπούτσια ήταν μόνο οι γαλότσες, αν κι αυτό ήταν σχετικό, με τα νερά της ασταμάτητης δυνατής βροχής για μέρες. 
     Τα διαλειμματα γινόντουσαν μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας, που οι ξυλόσομπες «μπουμπούνιζαν» από την πολλή φωτιά. Το ποτάμι που περνάει λίγες δεκάδες μέτρα από το σχολείο, έκανε τόσο θόρυβο και πέρα από το δέος και το φόβο που νοιώθαμε δάσκαλοι και μαθητές, κάποιες φορές δεν μπορούσαμε ν’ ακούσουμε και ν’ ακουστούμε.   
     Για μια στιγμή, σε κάποιο διάλειμμα και κάπου στη μέση της εκπαιδευτικής ημέρας, ακούω τον διευθυντή να λέει σε μία από τις δύο δασκάλες του σχολείου, κουνώντας το κεφάλι του και σφίγγοντας τα χείλη του:
     «…Και να δεις που προχτές διάβαζα στον Καζαμία ότι η βαρυχειμωνιά που άρχισε θα συνεχιστεί με την ίδια ένταση μέχρι τα Χριστούγεννα!... Αλίμονό μας!...».  
     Καζαμίας! Εκτός από ημερολόγιο ήταν τότε και ο μοναδικός και ο πλέον απαραίτητος σύμβουλος στο κάθε αγροτόσπιτο για το κάθε τι: Στις γεωργικές εργασίες, στις προβλέψεις των άστρων(!), σε συνταγές μαγειρικής, σε εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, σε λογοτεχνικά θέματα, στην πρόγνωση του καιρού και πολλά ακόμα, μέχρι και ανέκδοτα και ονειροκρίτη. Μία από τις πρώτες προτεραιότητες των γονέων και των παππούδων ήταν να τον προμηθευτούν πριν τον ερχομό της νέας χρονιάς, έχοντας έτσι εξασφαλίσει και την απαραίτητη ενημέρωση για τον πρώτο μήνα, το Γενάρη. Και, φυσικά, τον φύλαγαν σαν ευαγγέλιο! Ραδιόφωνα για την όποια «φρέσκια» ενημέρωση και την πρόγνωση του καιρού κάθε βράδυ, τα παντοπωλεία/καφενεία του χωριού και πολύ λίγα σπίτια είχαν, που για να λειτουργήσουν ήθελαν και τις μπαταρίες τους, αφού το ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχε φράσει ακόμα στις εσχατιές των Καλαβρύτων.
     Ο καζαμίας «προέβλεπε» ακόμα και επικείμενα μεγάλα γεγονότα στον πλανήτη, όπως σημαντικές επιστημονικές ανακαλύψεις, κήρυξη πολέμων, σεισμούς, ναυάγια πλοίων, θανάτους μεγάλων προσωπικοτήτων και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς! Οι… προβλέψεις αυτές, μάλιστα, αναφέρονταν σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή, με απόκλιση λίγων ημερών, ή έστω μιας-δυο εβδομάδων! Στη φράση «το γράφει κι ο Καζαμίας», δεν χωρούσαν και πολλές αντιρρήσεις!
     Κόντευε να τελειώσει και το τελευταίο μάθημα και ο βόμβος από τη χαμηλόφωνη κουβέντα των γονιών που είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται στο υπόστεγο του σχολείου για να μας παραλάβουν, έφτανε ως τις αίθουσες. Μόλις η δασκάλα γύριζε πλάτη, σηκωνόμαστε όρθιοι και τεντωνόμαστε με το βλέμμα προς τα έξω, για να δούμε ο καθένας αν έχει έρθει κάποιος από τους γονείς μας! Πού διάθεση για μάθημα μετά! Αντιλαμβανόμενοι και οι δάσκαλοι την αγωνία γονιών και μαθητών και βλέποντας τη συνεχή επιδείνωση του καιρού, το κουδούνι για το σχόλασμα χτύπησε νωρίτερα.
     Βγαίνοντας έξω, ο καθένας παίρναμε από τους γονείς μας το διπλό και τριπλό αδιάβροχο, για όσο το δυνατόν καλύτερη προστασία από τη βροχή, τον αέρα και το κρύο.
     Στη μέση, περίπου, της διαδρομής για το σπίτι, με τον πατέρα που μας παρέλαβε με την αδελφή μου, άνοιξε η πόρτα ενός σπιτιού που ήταν στο δρόμο μας. Μόλις μας βλέπει η νοικοκυρά, βάζει τις φωνές:   
     «Πω! Πω! Εσείς θα πνιγείτε! Ελάτε μέσα! …Ποιοι είστε;…».
     Προφανώς δεν μας γνώρισε, όπως είμαστε τυλιγμένοι και κουκουλωμένοι μέσα στα αδιάβροχα και οι τρεις, που μόνον τα μάτια μας είχαν μείνει ακάλυπτα!
     Υπακούσαμε με ανακούφιση και πρόθυμα στην προτροπή της. Αφού αφήσαμε τα αδιάβροχα κάτω από το μικρό υπόστεγο, έξω από την πόρτα, μπήκαμε στο σπίτι και κατευθυνθήκαμε στο τζάκι. Φυσικά τότε μας γνώρισε, έβαλε κι άλλα ξύλα στη φωτιά και πιάσανε κουβέντα με τον πατέρα για  την κακοκαιρία που είχε ενσκήψει.
     Σ’ ένα κρεβάτι, δίπλα στο τζάκι, καθόταν μισοξαπλωμέμνος ο άντρας της, πενηνταπεντάρης-εξηντάρης κι αυτός. Μας καλωσόρισε, σταμάτησε το διάβασμα σ’ ένα παλιό κιτρινισμένο και φθαρμένο βιβλίο και τσάκισε τη σελίδα για να συνεχίσει αργότερα. Έβγαλε τα χοντρά μαύρα γυαλιά του, τα άφησε πάνω στο κλειστό βιβλίο και συμμετείχε στην κουβέντα. Σε μια στιγμή τραβάει τον Καζαμία από το περβάζι του παραθύρου, ξαναφόρεσε τα γυαλιά του, τον ξεφύλλισε, κούνησε το κεφάλι του και είπε:
     «Δεν μας τα λέει καλά, τούτος ο Καζαμίας! Γράφει ότι αρχές Δεκέμβρη ο καιρός θα είναι ανοιξιάτικος και ιδανικός για γεωργικές εργασίες!».
     Η απάντηση από τη γυναίκα του ήταν άμεση, επικριτική και χωρίς διάθεση αστεϊσμού:
     «Ε, καημένε κι εσύ! Δεν ήξερες ν' ανοίξεις τα μάτια σου όταν τον έπαιρνες και να διάλεγες έναν που να τα λέει καλά; Ετούτος ούλο ψέματα λέει...»!

 Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 11.11.2017
https://nikolpapak.blogspot.com/2017/05/blog-post_22.html



Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017

«Σε δρόμους της Κίνας»



     Δηλώνοντας λάτρης των ταξιδιών και των πολιτισμών, ένοιωσα κάτι σαν βιασύνη, κάτι σαν λαχτάρα να το διαβάσω το συντομότερο το βιβλίο «Σε δρόμους της Κίνας», μόλις το έλαβα σε ηλεκτρονική μορφή και μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από την εκλεκτή, αγαπημένη και ανεκτίμητη φίλη Παναγιώτα. Κι αυτό, γιατί, πέρα από την παιδεία της Παναγιώτας,  γνωρίζω αρκετά καλά και την πένα της, όπως γνωρίζω και την αγάπη της στα ταξίδια και τον πολιτισμό. Θέλω να εξομολογηθώ ότι περίμενα μια μεγάλη ταξιδιωτική αφήγησή της, αφού συχνά γράφει και αναρτά στον προσωπικό της ιστότοπο για μικρότερες εξορμήσεις που την μαγεύουν, με τον τίτλο «Ταξιδιωτικά». Κι εδώ δεν θα παραλείψω να σημειώσω, με δικαιολογημένη υπερηφάνεια, ότι σ’ ένα από τα πρώτα άρθρα της με τον τίτλο «Ταξιδιωτικά», περιγράφει τον ερχομό της στο χωριό μου και τη συνάντησή μας εκεί, σε μια επετειακή εκδήλωση για την Εθνική Παλιγγενεσία! (Διαβάστε εδώ:           http://users.sch.gr/panlampri/Taxid2.html  )
     Στο βιβλίο της αυτό, που αφιερώνει και παρέχει δωρεάν «σ’ όσους κουβαλούν στην ψυχή τους κάτι από το πνεύµα του Οδυσσέα»(!), η αγαπητή Παναγιώτα μοιράζεται μαζί μας τις εμπειρίες της και τα συναισθήματά της από ένα ταξίδι της με το σύντροφό της, τον επίσης πολύ αγαπητό μου Χρήστο, στην Κίνα το 2006, δύο χρόνια πριν την Ολυμπιάδα στο Πεκίνο.
     «Ξεφυλλίζοντας» το βιβλίο της στον υπολογιστή, ένοιωσα από την πρώτη στιγμή, από το ξεκίνημα του ταξιδιού να είμαι κοντά τους. Μα και στη συνέχεια παρέμεινα «κολλημένος» δίπλα τους, αφού η Παναγιώτα είναι αξεπέραστη στην περιγραφή, την αφήγηση και τη γλαφυρότητα. Κι όσο οι σελίδες γύριζαν, όλο και «στριμωχνόμουν» δίπλα τους κάθε στιγμή: στις θέσεις του αεροπλάνου, στα τραπέζια των εστιατορίων και νοιώθοντας κι εγώ στο στόμα μου τις γεύσεις των εδεσμάτων, στους δρόμους και στις βιτρίνες των καταστημάτων των μεγαλουπόλεων και στις ξεναγήσεις στα μουσεία της αχανούς Ασιατικής χώρας, στον περίπατο στο Σινικό τείχος, στην όπερα του Πεκίνου, στο ταξίδι με το πλοίο στον ποταμό Γιανγκ Τσε Γιανγκ, στα αστρονομικά μεγέθη του τεράστιου τεχνητού φράγματος του ίδιου ποταμού, στη θέα από τα ψηλά σημεία, στους κήπους Γιου και στα οικοδομήματα της Σαγκάης… παντού! Και δεν θα κρατήσω μυστικό το ελαφρύ μειδίαμά μου, αγαπητή μου Παναγιώτα, ούτε θα κρύψω και τη δικαιολογημένη ζήλεια στις προσπάθειές σας στο δείπνο σας στην Κινεζική πρωτεύουσα με πάπια Πεκίνου: Θυμήθηκα το δείπνο με την οικογένειά μου σ’ ένα Κινέζικο εστιατόριο, πριν χρόνια στον Πειραιά, και τη δεξιοτεχνία του σεφ στον τεμαχισμό της πάπιας, που τελικά ούτε κι εμείς γλύψαμε τα κοκαλάκια της! Ίδια και η στολή του μ’ αυτή της περιγραφής σου, ίδιες και οι κινήσεις του στον τεμαχισμό, ίδια και τα τραπεζομάντηλα του καταστήματος! Στο τέλος τα παιδιά μας φύλαξαν τα ξυλαράκια για ενθύμιο, αφού προτιμήσαμε κι εμείς το σίγουρο πιρούνι κι αυτά έμειναν καθαρά!
     Εκτός της άριστης περιγραφής, το βιβλίο βρίθει λογοτεχνικού πλούτου, μα όχι μόνο αυτά. Με τη γνωστή της συγγραφική τελειότητα η Παναγιώτα, κάνει και σύντομες, αλλά βαθιές διεισδύσεις στον πολιτισμό, τη θρησκεία και την ιστορία της Κίνας. Και, βέβαια, όχι μόνο του αρχαίου, αλλά και του σύγχρονου πολιτισμού της, που κάποιες φορές «οι φωτισµένες πόλεις µας σκοτεινιάζουν την ψυχή!». 
     Το σπουδαίο αυτό πνευματικό έργο «Σε δρόµους της Κίνας», είναι μία ακόμα περίτρανη απόδειξη ότι η φτασμένη εκπαιδευτικός και συγγραφέας Παναγιώτα Λάμπρη, δεν περιορίζει την εκπαιδευτική της ιδιότητα μόνο στις σχολικές αίθουσες, όπως έχω ξαναγράψει. Λάτρης της πένας και με την ανάγκη της έκφρασης και της επικοινωνίας μόνιμα να την διακατέχει, «αρπάζει» και αξιοποιεί κάθε ευκαιρία και μέσα από τις πάμπολλες εκδόσεις της και την αρθρογραφία της στον έντυπο Τύπο, είναι μια αστείρευτη πηγή παροχής παιδείας. Πολύτιμα εργαλεία για την ίδια, αλλά και για τους αναγνώστες της, έχουν γίνει και ο ηλεκτρονικός Τύπος και η προσωπική της σελίδα στο διαδίκτυο.
     Αγαπητή μου φίλη, Παναγιώτα, σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό το πανέμορφο και μοναδικό ταξίδι στον «άλλο μεγάλο πολιτισμό», που σημαίνουν τα ιδεογράμματα των στην Κινεζική γλώσσα 希臘 »), εννοώντας εκείνοι τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό!
     Εύχομαι πάντα στη ζωή σου να νοιώθεις αυτό που τόσο ποιητικά γράφεις στην 129 σελίδα του βιβλίου σου:
     «Αλλά να, οι κορφές έχουν άλλη γλύκα, όταν μετά από κόπο τις κατακτάς! Τόσο οι αληθινές των βουνών, όσο και κείνες της ζωής που νιώθεις πως νικητή σε στέφουν!».

Διαβάστε όλο το βιβλίο εδώ:


Λίγα λόγια για τη Συγγραφέα     

   Η Παναγιώτα Π. Λάμπρη γεννήθηκε στη Ροδαυγή Άρτας. Είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και υπηρετεί στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Αρθρογραφεί, δημοσιεύει βιβλιοπαρουσιάσεις και μελέτες κι έχει βραβευτεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Το 2006 εξέδωσε τη λαογραφική μελέτη «Ροδαυγή - Το Ρόδο της Αυγής», το 2009 τη συλλογή διηγημάτων «Το χάσικο ψωμί», το 2011 τη μελέτη «Κωνσταντίνος Α. Διαμάντης, ο Ιστορητής», το 2014 την ποιητική συλλογή «Ἐν ὀδύναις», το 2015 τη μελέτη «Η Μνήμη της Γεύσης - Αρχέγονων Ηπειρωτικών Εδεσμάτων Συναγωγή», το 2016, σε δεύτερη έκδοση, το βιβλίο της «Ροδαυγή - Το Ρόδο της Αυγής».

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 10.11.2017

Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017

Ο Ιερός Ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών και η συνοικία Απανάκρη στο Λειβάρτζι



Ο Ιερός Ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών
α. Ο ναός

     Ο σημερινός ναός των Ταξιαρχών στη συνοικία Απανάκρη στο Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων, κτίστηκε περί το 1830. Προϋπήρχε, όμως, άλλος ναός των Ταξιαρχών σε υψηλότερο σημείο, στη θέση «Κοτρώνα», χρονολογούμενος από το 1750. Ο ναός εκείνος μεταφέρθηκε (1830) στο κέντρο της συνοικίας - που είναι σήμερα -, από το φόβο μήπως τον παρασύρει ο ορμητικός χείμαρρος, που ειδικά τους χειμερινούς μήνες γίνεται επικίνδυνος. Το 1890 αφαιρέθηκε ο τρούλος της εκκλησίας, λόγω των φθορών που είχε υποστεί και είχαν επηρεάσει σημαντικά τη στατικότατά του.
     Οι Ταξιάρχες ήταν και ο ενοριακός ναός της συνοικίας. Όταν περί το 1850 πέθανε ο εφημέριος, πήγαινε και λειτουργούσε εκεί ιερέας από την άλλη ενορία του Λειβαρτζίου, τον Ιωάννη τον Πρόδρομο του Μεσοχωρίου, μέχρι που χειροτονήθηκε ιερέας ο Χαράλαμπος Κανελόπουλος, πρώην δικαστικός. Ο ιερέας αυτός μετατέθηκε το 1882 και η ενορία χήρεψε και πάλι. Τότε πήγαινε και ιερουργούσε στους Ταξιάρχες ο παπα-Γιάννης Κωνσταντέλος από την αγία Παρασκευή, της συνοικίας Περιτσαίοι. Λίγο αργότερα οι δύο συνοικίες απετέλεσαν μία ενορία. Μετά το 1920, που ο ένας ιερέας της Αγίας Παρασκευής πέθανε και ο άλλος μετατέθηκε στην Πάτρα, το Λειβάρτζι αποτελεί μία ενορία, τον Άγιο Γεώργιο, που λειτουργεί μέχρι σήμερα.   
     Αρκετά μεταγενέστερα της ανέγερσης του ναού των Ταξιαρχών, κτίστηκε στον ίδιο χώρο και ο ναός του Αγίου Χαραλάμπους. Πέραν της 8ης Νοεμβρίου και της 10ης Φεβρουαρίου, η συνοικία γιορτάζει στις 30 Νοεμβρίου και στις 20 Ιουλίου, αφού στο ναό του Αγίου Χαραλάμπους είναι και οι εικόνες του Πρωτοκλήτου Αποστόλου και του προφήτη Ηλία.


Ο Ιερός Ναός του αγίου Χαραλάμπους
     Ως κτήτορες, ευεργέτες και αφιερωτές του ναού των Παμμεγίστων Ταξιαρχών αναφέρονται στο βιβλίο του Περικλή Π. Δουδούμη ή Ντουντούμη: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΩΜΟΠΟΛΕΩΣ ΛΕΙΒΑΡΖΙΟΥ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ»,  οι: Θεόδωρος και Παναγιώτης Γκριάνης, τα τέκνα του Γ. Οικονομίδη, οι Ανδρέας και Παναγιώτης Νταλάνας, η Πανωραία Αναστασοπούλου και η Ελένη Παυλάτου. Αναμφισβήτητα όμως μεταγενέστερα της έκδοσης του βιβλίου αυτού, υπήρξαν και άλλοι ευεργέτες και αφιερωτές και ο κατάλογος είναι μεγαλύτερος.

Οι μόνιμοι κάτοικοι φροντίζουν με περισσή αγάπη τον ιερό χώρο της συνοικίας τους, εντός και εκτός των Ναών!

β. Η Συνοικία

     Την ονομασία της η συνοικία οφείλει στο ότι ευρίσκεται στην επάνω (απάνω) άκρη, σε αντιδιαστολή με την πρώτη συνοικία του χωριού Κατάκρη (κάτω άκρη), που κατοικήθηκε στα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Πρώτοι οικιστές της φέρονται οι αδελφοί Ξανταίοι, που μετονομάστηκαν σε Χρυσανθόπουλοι. Μετά από αυτούς κατοίκησαν πρόσφυγες από την περιοχή της Ακράτας.
     Η Απανάκρη άρχισε να κατοικείται τις πρώτες δεκαετίες μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και την εισβολή των τούρκων στην Ελλάδα, ως μέρος δυσπρόσιτο στον κατακτητή. Την εποχή εκείνη η περιοχή ήταν πυκνοδασωμένη, γι’ αυτό και οι πρώτοι οικιστές της ήταν κτηνοτρόφοι. Είχαν χτίσει, μάλιστα, και μικρή εκκλησία προς τιμή του αγίου Μάμα, προστάτου των ζώων. Αποτελείται από δύο μικρότερες συνοικίες, την Ανατολική και τη Δυτική Απανάκρη, επειδή είναι χτισμένη ανατολικά και δυτικά του Λειβαρτζινού Ερύμανθου ποταμού.
     Η Απανάκρη είναι γενέτειρα μεγάλων προσωπικοτήτων και ευεργετών του χωριού, της επαρχίας και της Πατρίδος. Σ’ ένα φτωχόσπιτο της συνοικίας, ακριβώς κάτω από την εκκλησία των Ταξιαρχών, γεννήθηκε ο Σπυρίδων Σακελλαρίου ή Σπηλιωτάκης, γιός του ιερέα Σακελλαρίου. Νέος έφυγε για την Τεργέστη, όπου διακρίθηκε για την εντιμότητά του και την εργατικότητά του. Εξελίχτηκε σε μεγάλο οινοπνευματέμπορο, μα ποτέ δεν ξέχασε το χωριό του και το σπιτάκι που γεννήθηκε. Η οικονομική του δύναμη του έδωσε τη δυνατότητα και άφησε μεγάλη διαθήκη, με την οποία το 1856,  οκτώ χρόνια μετά το θάνατό του, ξεκίνησε η ανέγερση του εκπαιδευτικού μεγάρου στο Λειβάρτζι, που έχει την πρόσοψη της Σιναίας Ακαδημίας Αθηνών. Στην ίδια διαθήκη ο μεγάλος αυτός ευεργέτης, άφησε κληροδότημα με το οποίο σπούδασαν πολλά παιδιά του χωριού. 
     Το μικρό σπίτι που γεννήθηκε ήταν κάτω ακριβώς από τις δύο εκκλησίες της συνοικίας και σήμερα δεν υπάρχει. Ένα τμήμα του υπήρχε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όπως μαρτυρούν φωτογραφία του Ιατρού Θεόδωρου Λέλου και το βιβλίο του γράφοντος «Λειβάρτζι, σ’ ευχαριστώ!».

Το σπίτι που γεννήθηκε ο «πρύτανης» των Λειβαρτζινών Ευεργετών Σπυρίδων Σακελλαρίου ή Σπηλιωτάκης,
σήμερα δεν υπάρχει! Σε «πρώτο πλάνο» ο «Οικομομιδαίικος Πύργος»
(Φωτογρ. αρχές της δεκαετίας 1960, από το βιβλίο «Λειβάρτζι, σ' ευχαριστώ!»)

     Σχολαρχείο το εκπαιδευτικό αυτό μέγαρο και πολυθέσιο δημοτικό. Αργότερα τριθέσιο, μετά διθέσιο και τελευταία μονοθέσιο δημοτικό σχολείο, μέχρι το 2011 που έκλεισε. Σήμερα, με εργασίες και φροντίδες και τη συμβολή των Συλλόγων Αθήνας και Πάτρας λειτουργεί ως ένα πρότυπο λαογραφικό μουσείο, παρέχοντας παιδεία και με την νέα του αυτή μορφή. Διαθέτει έξι αίθουσες, μεταξύ των οποίων και μεγάλη βιβλιοθήκη, και αξιολογήθηκε από ειδικούς του υπουργείου πολιτισμού, ως ένα από τα λίγα πολυθεματικά λαογραφικά μουσεία της Ελλάδας.
      Μέσα στις σχολικές αίθουσες, που όλους όσους φοιτήσαμε εκεί μάς πλημμυρίζουν με νοσταλγία, πλάσθηκαν ήθη και συνειδήσεις, μεταλαμπαδεύτηκαν Αξίες και γαλουχήθηκαν προσωπικότητες μεγάλου ύψους. Από εκεί ξεπήδησαν επιστήμονες όλων των κλάδων και μεταγενέστεροι μεγάλοι ευεργέτες. Και ήταν τέτοια η ακτινοβολία του εκπαιδευτηρίου αυτού, που όχι μόνο «Λειβαρτζινόπουλα», αλλά και παιδιά από μακρινές περιοχές φοίτησαν: από τα χωριά της Βλασίας, της Λαμπείας και της Τριταίας!

Εκδήλωση στο σχολείο/λαογραφικό μουσείο, το οποίο είναι δωρεά του Σπυρίδωνος Σακελλαρίου ή Σπηλιωτάκη.
(Φωτογρ.: Λευτέρης Αβραμίδης)

      Από το 1928 με πρωτοβουλία του τότε Διευθυντή του Δημοτικού Σχολείου, καθιερώθηκε και τελείται κάθε χρόνο του αγίου Σπυρίδωνος μνημόσυνο στη μνήμη του πρύτανη Λειβαρτζινού ευεργέτη, με την παρουσία όλων των μαθητών και των δασκάλων. Μετά το 2011 που το σχολείο έκλεισε, το μνημόσυνο τελεί το Τοπικό Συμβούλιο Λειβαρτζίου.
     Από την ίδια συνοικία ξεκίνησαν οι αδελφοί Σπήλιος, Λεόντιος και Κλεομένης, παιδιά του Αναγνώστη Οικονομίδη, και ίδρυσαν τη μεγάλη ΧΡΩΠΕΙ (διαβάστε περισσότερα στο σχετικό άρθρο στην ηλεκτρονική εφημερίδα ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ NEWS:
     Οι λίγοι εναπομείναντες σήμερα μόνιμοι κάτοικοι της συνοικίας, διακρίνονται για την εργατικότητά τους και την προσήλωσή τους στις Αξίες Κάθε καλοκαίρι «ξαναζούν», βλέποντας το μαχαλά να «ξαναζωντανεύει» από τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, όπως και σε όλο το χωριό. Και ο τριώροφος «Οικονομιδαίικος πύργος», αν και «στέκει» ακόμα, έχει υποστεί πολύ μεγάλες φθορές, είναι «πνιγμένος» από τον κισσό και σύντομα θα καταρρεύσει.
===============================

Πηγές:
1: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΩΜΟΠΟΛΕΩΣ ΛΕΙΒΑΡΖΙΟΥ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ», του Περικλή Π. Δουδούμη ή Ντουντούμη, έκδοση 1941.
2: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΨΩΦΙΔΟΣ ΚΑΙ ΛΕΙΒΑΡΖΙΟΥ» του Αθαν. Θ. Λέλου, έκδοση 1953.
3: «Λειβάρτζι, σ’ ευχαριστώ!», του Νικ. Παπακωνσταντόπουλου, έκδοση 2002.

                               Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 7.11.2017